Δίκαιο,Επιτελεστικότητα,Πολιτική,νομαδισμός

Η τέχνη να διακρίνεις τον εχθρό από τον φιλαλάκο

του Άκη Γαβριηλίδη

 

Στο βιβλίο του Νίκου Γιαννόπουλου με τον κάπως αδέξιο και αξιοπερίεργο τίτλο Ω, λε φιλαλάκο. Μια ιστορία για το κίνημα, τη ζωηρή άκρα Αριστερά και τους ανθρώπους της (Κουκκίδα, Αθήνα 2019) μπορεί κανείς να βρει την καλύτερη καθόσον γνωρίζω έκθεση, στην ελληνική γλώσσα τουλάχιστον, για το τι σημαίνει να κάνεις πολιτική minoritaire με την έννοια των Ντελέζ-Γκουατταρί. Μια έννοια που θα μπορούσε να αποδοθεί ως ήσσων ή μειονοτική πολιτική, υπό τον όρο όμως να μην γίνει επ’ ουδενί λόγω αντιληπτή ως «μειοψηφική» ή «ελιτίστικη» πολιτική, πολιτική υπέρ των λίγων, ούτε ως πολιτική υπέρ των μειονοτήτων.

Το βιβλίο –και, φυσικά, η ίδια η δράση- του Γιαννόπουλου αποτελούν μία πραγματική δεξαμενή παραδειγμάτων για το πώς μπορεί κανείς να επιφέρει αποτελέσματα, να μετασχηματίσει μία φαινομενικά αμετακίνητη κατάσταση, να σημειώσει ακόμη και πολιτικές νίκες, χωρίς να έχει –αλλά και χωρίς να κατακτήσει- την πλειοψηφία· όντας εξ αρχής και παραμένοντας και μετά την έκβαση μειοψηφία.

Κατά σύμπτωση, το βιβλίο το διάβαζα παράλληλα με μια δουλειά που έκανα τον τελευταίο καιρό πάνω στον Μακιαβέλλι και τις «δημοκρατικές συνωμοσίες» που αυτός εισηγείται[1] (και εν μέρει διενεργεί, σύμφωνα ακριβώς με το σχετικό άρθρο που μετέφραζα –ένα άρθρο που στο παρελθόν είχα συνδέσει με τον Καβάφη και την ανάγνωσή του από τον Δ. Παπανικολάου, σε ένα σημείωμά μου όπου αναφερόμουν στην πιθανότητα να μεταφράσω κάποια στιγμή στα ελληνικά. Αυτή η στιγμή ήρθε λοιπόν τώρα). Καθώς μετακινιόμουν από την «Πρώτη δεκάδα του Τίτου Λίβιου» και τον Μανδραγόρα προς το «Ω λε …», είχα συχνά την αίσθηση ότι δεν είχα πραγματικά αλλάξει βιβλίο.

 

Από τα δέντρα στα ριζώματα

 

Για να εξηγήσω τι εννοώ, θα παραθέσω το παρακάτω απόσπασμα, όπου περιγράφεται πώς ένα ετερογενές και σχετικά ολιγάριθμο συναρμολόγημα από ακροαριστερούς, αναρχικούς και οικολόγους ακτιβιστές και περίοικους επιχείρησε και, τελικά, επέτυχε να ματαιώσει την καταστροφή ενός πάρκου στου Ζωγράφου τη δεκαετία του 80:

 

196

198

Τρία από τα μέλη της ομάδας που σχεδίασε ­–και υλοποίησε την ίδια στιγμή- αυτή την αυθόρμητη «δημοκρατική συνωμοσία», (εκ των οποίων το ένα γυναίκα, όπως γυναικείο ήταν και το «συνθηματικό όνομα» της άτυπης ακροαριστερής οργάνωσης στην οποία μετείχαν), αναφέρεται ότι ήταν αθλητές του κουνγκ-φου. Αυτό τους βοήθησε να αμυνθούν με επιτυχία, σε επίπεδο εμπλοκής σώμα με σώμα, στην επίθεση των έξαλλων –από την προδοσία και την κατάχρηση της εμπιστοσύνης τους- δυνάμεων της τάξης. Ωστόσο, σε επίπεδο τακτικής, όχι μόνο αυτοί οι τρεις αλλά το σύνολο των συνωμοτών εφάρμοσαν πιστά την βασική αρχή των ασιατικών πολεμικών τεχνών στην οποία έχω αναφερθεί αρκετές φορές σε αυτό εδώ το ιστολόγιο: ότι καλός στρατηγός δεν είναι εκείνος που συντρίβει τις δυνάμεις του αντιπάλου, αλλά εκείνος που τις βάζει να δουλέψουν γι’ αυτόν.

Πώς λοιπόν νικάς χωρίς να γίνεις πλειοψηφία; Πώς ανατρέπεις μία κατάσταση φαινομενικά αναντίστρεπτη, όπου εσύ είσαι ολιγάριθμος και άοπλος και απέναντί σου έχεις κουστουμαρισμένους γραφειοκράτες, μηχανοκίνητους εργολάβους και ένοπλους αστυνομικούς έτοιμους να υλοποιήσουν την «ανάπτυξη» και τον εκσυγχρονισμό, και εσύ θέλεις να ματαιώσεις όλα αυτά τα επίζηλα για να προστατέψεις μερικά δέντρα;

Αυτό το κάνεις ενεργώντας όχι σαν δέντρο, αλλά σαν ρίζωμα· κατά τον τρόπο μιας νομαδικής πολεμικής μηχανής και όχι κατά τον τρόπο των στρατών.

 

Οι αγέλες, οι συμμορίες είναι ομάδες ριζωματικού τύπου, σε αντίθεση με τον δενδρώδη τύπο που επικεντρώνεται σε όργανα εξουσίας. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι συμμορίες γενικά, ακόμη και συμμορίες με αντικείμενο τη ληστεία ή την κοσμική ζωή, είναι μεταμορφώσεις μιας πολεμικής μηχανής, η οποία διαφέρει μορφικά από κάθε κρατικό ή αντίστοιχο μηχανισμό, ο οποίος διαμορφώνει, αντίθετα, τις συγκεντρωτικές κοινωνίες. Δεν θα πούμε ασφαλώς ότι η πειθαρχία είναι ίδϊον της πολεμικής μηχανής: η πειθαρχία γίνεται απαραίτητος χαρακτήρας των στρατών, όταν το κράτος τούς οικειοποιείται· αλλά η πολεμική μηχανή υπακούει σε άλλους κανόνες για τους οποίους δεν λέμε ασφαλώς ότι είναι καλύτεροι, αλλά ότι πυροδοτούν μία θεμελιώδη απειθαρχία του πολεμιστή, μια αμφισβήτηση της ιεραρχίας, έναν διαρκή εκβιασμό προς εγκατάλειψη και προδοσία, ένα πολύ εύθικτο αίσθημα τιμής, το οποίο αντιτίθεται, ακόμα μια φορά, στο σχηματισμό κράτους (Gilles Deleuze/ Félix Guattari, Capitalisme et schizophrénie 2 : Mille Plateaux, Éd. de Minuit, Paris 1980, σ. 443).

 

Παίζοντας πόκερ με την Ασφάλεια

 

Aκόμη πιο εντυπωσιακό όμως είναι το μπλοκάρισμα και η εξουδετέρωση του κρατικού μηχανισμού που επιτυγχάνει αυτή η ριζωματική πολεμική μηχανή σε μία άλλη περίπτωση, όπου αυτός εκφράζεται από δύο ειδικότερες εκφάνσεις του: τη δικαστική, αφενός, και την τεχνολογική αφετέρου– όπου δηλαδή εμφανίζεται ως μηχανισμός επιτήρησης και τιμωρίας. Η περίπτωση αυτή είναι η δικαστική αθώωση του Αβραάμ Λεσπέρογλου.

Επρόκειτο λοιπόν για μια δικαστική μάχη· μια σύγκρουση σε ένα έδαφος με πολύ συγκεκριμένους, ιδιαίτερους και συχνά λαβυρινθώδεις κανόνες παιχνιδιού. Η ολιγομελής ομάδα συμπαράστασης, όμως, κατάφερε να μετατρέψει τον περιορισμό σε πλεονέκτημα και, μέσα από μία χειρουργικής ακρίβειας μπλόφα, να κάνει το θεατρικό στοιχείο που χαρακτηρίζει εκ φύσεως τη δικαστική λειτουργία να δουλέψει υπέρ αυτής. Ο ίδιος ο συγγραφέας, για να περιγράψει αυτή την παρτίδα, χρησιμοποιεί όρους όπως η δική μας μικρή σκευωρία (η φράση αυτή υπογραμμισμένη στο πρωτότυπο), συνωμοτικά ραντεβού, και, ιδίως, την εύγλωττη φράση: Η κεντρική ιδέα ήταν να στρέψουμε τη δύναμη και την αλαζονεία τους εναντίον τους.

α

β

 

Το πλήθος ξέρει καλύτερα

 

Η επιτυχία αυτής της «σκευωρίας» αποτελεί απόδειξη ότι εξακολουθεί να έχει την ίδια –αν όχι μεγαλύτερη- ισχύ το παραδοσιακό δίδαγμα του Μακιαβέλλι, που ξαναπιάνει για λογαριασμό του ο Σπινόζα δύο αιώνες αργότερα: ο λαός ξέρει πάντα περισσότερα από τον ηγεμόνα, ακόμη και μετά τις «νέες τεχνολογίες» και την παντοδυναμία που υποτίθεται ότι του εξασφαλίζουν.

Η ασφάλεια έχει τα τεχνικά μέσα να παρακολουθεί τα τηλέφωνα ενός ή δύο πολιτών. Ή έστω πολλών. Δεν έχει όμως την εμπιστοσύνη που απαιτείται για να εισέλθει στις άπειρες, τριχοειδείς διακλαδώσεις του κοινωνικού ιστού και να πληροφορηθεί ότι π.χ. ο τάδε κύριος που στην πρώτη δίκη σκεφτόταν το Χ, σήμερα σκέφτεται το Ψ. Αυτό το μαθαίνουν οι άνθρωποι στο βαθμό που είναι πλήθος, στο βαθμό που έρχονται σε απρογραμμάτιστες καθημερινές επαφές και διαδράσεις οι μεν με τους δε, γλωσσικές, διαθετικές, οικονομικές και άλλες, τις οποίες είναι αδύνατο να παρακολουθήσει ο ηγεμόνας και τα μάτια ή τα αυτιά του, διότι είναι άπειρες και αυτά πεπερασμένα.

Επιπλέον όμως, τη γνώση αυτή δεν αρκεί να αποκτήσει το πλήθος· πρέπει και να την αξιοποιήσει καταλλήλως. Και ο κατάλληλος τρόπος είναι με μια υπόδυση, με αυτό που στα αγγλικά δηλώνεται με τον ίδιο όρο που δηλώνει και γενικώς οποιαδήποτε πράξη: acting. Για την ακρίβεια, πολλαπλά επίπεδα υπόδυσης, όπου εμπλέκονται διαδοχικές επικαλύψεις πίστης/ αφέλειας/ εξαπάτησης (μπλόφας δεύτερου βαθμού). Το πλεονέκτημα των σκευωρών ήταν ότι βρίσκονταν ένα βήμα πιο μπροστά, είχαν ένα πλεόνασμα γνώσης σε σχέση με τους διωκτικούς μηχανισμούς: οι μπάτσοι παρακολουθούσαν τις συνομιλίες τους νομίζοντας εσφαλμένα ότι εκείνοι δεν το γνωρίζουν, ενώ το γνώριζαν. Μολονότι το γνώριζαν, όμως, παρέστησαν ότι δεν το γνωρίζουν, ή μάλλον παρέστησαν ότι το μισοϋποψιάζονται και ότι, γι’ αυτό, λένε ως «μυστικό» ότι θέλουν να αποφύγουν κάτι που στην πραγματικότητα θέλουν να επιφέρουν, κάτι που επιθυμούν διακαώς, παριστάνοντας ότι νομίζουν ότι οι κοριοί δεν θα καταλάβουν, με σκοπό να τους κάνουν να πιστέψουν ότι εκείνοι βρίσκονται ένα βήμα πιο μπροστά. Με αυτή τη σκευωρία, κατάφεραν να κάνουν τις διωκτικές αρχές να καλέσουν ως δικό τους μάρτυρα εκείνον που θα έκανε τη δουλειά των συνωμοτών. Όπως και πράγματι την έκανε, σε μία τελική ανατροπή, μια εξέλιξη από εκείνες που, στα γαλλικά, αποκαλούνται, πολύ ταιριαστά, coup de théâtre. Την ανατροπή αυτή δεν την σκηνοθέτησε κανείς (εξωτερικός) σκηνοθέτης, αλλά την επέφεραν οι ίδιοι οι δρώντες/ δρώσες (actors/ actresses), κάποιες απ’ αυτούς επενεργώντας σε άλλους στο εσωτερικό της δράσης.

 

Τα αδιανόητα

 

Η «σκευωρία» λοιπόν αυτή αποτελεί τέλεια εφαρμογή του ρητορικού σχήματος adianoeta, στο οποίο εντοπίζει ο Τζέιμς Μαρτέλ την τεχνική που ακολουθεί ο Μακιαβέλλι τόσο στα θεατρικά, όσο και στα πολιτικά έργα του. Σύμφωνα με τη μέθοδο (μεθόδευση) αυτή, κάποιος μιλά εις επήκοον περισσοτέρων, αλλά τα λόγια του γίνονται αντιληπτά από κάποιους με ένα πιο πλούσιο νόημα και από κάποιους άλλους με ένα πιο περιορισμένο. Και συνήθως, οι πρώτοι είναι ο λαός, ενώ οι δεύτεροι ο ηγεμόνας ή φιγούρες που παραπέμπουν σε αυτόν. Πρόκειται για μια ιδιόμορφη μορφή εξαπάτησης, στην οποία κανείς δεν εξαπατά πραγματικά κανέναν, κανείς δεν λέει ψέματα με τη στενή έννοια· ψέματα σημαίνει ότι ισχύει το Α πράγμα αλλά εμείς λέμε ότι ισχύει το Β. Εδώ δεν συνέβη κάτι τέτοιο· εδώ, κάποιοι είπαν το Α, το Β και το Γ, διάφορα πράγματα που για διάφορους ακροατές είχαν αντίστοιχα ένα έλλειμμα ή ένα πλεόνασμα νοήματος· ακόμα περισσότερο, το νόημα αυτό το παρήγαγαν εκάστοτε οι ίδιοι οι αποδέκτες: ήταν κάτι που δεν ενυπήρχε ολοκληρωμένο στα λεγόμενα καθαυτά και που, όταν οι ομιλητές τα έλεγαν, δεν γνώριζαν ακόμα ποιο νόημα και ποιο υλικό αποτέλεσμα θα παραγάγουν: η ομιλία τους ενείχε ένα ρίσκο, μία ενδεχομενικότητα. Ήταν, τρόπον τινά, λόγια που λέγονταν στην πεθερά για να τα ακούσει η νύφη, και μάλιστα να τα ακούσει (όπως νόμιζε εκείνη) ως ωτακουστής, μέσω υποκλοπής.

Οι μικροσυσκευές που τοποθετούνται λαθραία με σκοπό αυτή την υποκλοπή τηλεπικοινωνιών, και οι ίδιοι οι άνθρωποι που τις τοποθετούν και τις χειρίζονται, ως γνωστόν αποκαλούνται παιγνιωδώς στα ελληνικά «κοριοί». Αυτός ο όρος παραπέμπει στη γνωστή μεταφορά τού παρασίτου, η οποία χρησιμοποιείται ευρύτατα στο «κανονικό» λεξιλόγιο ήδη από την κυβερνητική της δεκαετίας του 60 και του 70, μεταξύ άλλων και στα γαλλικά, όπως δεν παρέλειψε να σημειώσει και ο Μισέλ Σερρ στο ομότιτλο βιβλίο του. Εν προκειμένω, δεν είναι εύκολο να πούμε ποιος είναι το (μεγαλύτερο) παράσιτο, ποιος παρασιτεί σε ποιον· οι ιδιότητες του ξενιστή και του παρασίτου υιοθετούνται διαδοχικά –αν όχι ταυτόχρονα- και από τους δύο (ή περισσότερους) πόλους/ πρωταγωνιστές του δράματος (ή της φαρσοκωμωδίας, όπως θα μπορούσε να το δει κανείς με τη χρονική απόσταση).

Για να διατυπώσουμε το ίδιο με όρους των Ντελέζ/ Γκουατταρί, (οι οποίοι γνώριζαν τον Σερρ και εμπνεύσθηκαν απ’ αυτόν), και ειδικότερα με βάση τη γνωστή διατύπωσή τους κατά την οποία το κράτος αιχμαλωτίζει την νομαδική πολεμική μηχανή, εδώ έχουμε ένα αντίστροφο παράδειγμα όπου η νομαδική πολεμική μηχανή αιχμαλωτίζει το κράτος. Κατά μία έννοια, γίνεται η ίδια «κράτος», εισβάλλει σε αυτό και το οδηγεί εκεί που θέλει.

 

 

I became the law and I won

 

Η αιχμαλώτιση αυτή είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα διότι δεν έχει μόνο αρνητικό χαρακτήρα, αλλά και θετικό. Στo σύνηθες σενάριο σχετικό με τη δράση ποινικών ή/ και πολιτικών κρατουμένων και τη συμπαράσταση σε αυτούς, έχουμε κάποιους παρανόμους οι οποίοι προσπαθούν να περάσουν απαρατήρητοι από τον έλεγχο των αρχών και να διαπράξουν οι ίδιοι κάποια παράνομη πράξη, ή να κρυφτούν μετά τη διάπραξή της. Εδώ έχουμε το ακριβές αντίστροφο: κάποιοι οι οποίοι δεν διώκονται, αλλά παρακολουθούνται, προσπαθούν όχι να ξεφύγουν από την παρακολούθηση αλλά να μπουν σε αυτή, να την αξιοποιήσουν, προκειμένου όχι να ξεφύγουν από το νόμο, αλλά να εισβάλουν στο νόμο και να τον κάνουν να κάνει κάτι αυτός. Κατά μία έννοια να γίνουν οι ίδιοι ο νόμος, ή να κάνουν το νόμο να γίνει αυτοί, και να κάνουν κάτι ως νόμος, υπό συνθήκες της πιο άπλετης δημοσιότητας και θεατρικότητας των κοινοβουλευτικών δημοκρατιών. Κάνουν τις ίδιες τις αρχές να περάσουν στην πράξη, να προβούν αυτές σε μία ενέργεια καθόλα νόμιμη, και μάλιστα μία ενέργεια που αφορά την ίδια τη νομιμότητα –μια ποινική δίκη.

Στα αγγλικά, ως γνωστόν, ο όρος the law δεν δηλώνει μόνο το νόμο ή το δίκαιο, αλλά και το σώμα που είναι επιφορτισμένο με την επιβολή τους –σημαίνει δηλαδή επίσης η αστυνομία. Αυτή τη σημασία έχει π.χ. στον τίτλο του γνωστού τραγουδιού των Κρίκετς I fought the law (and the law won), που γνώρισε πολλές διασκευές. Ο Τζέλλο Μπιάφρα έφτασε μέχρι και την παραποίηση I fought the law and I won. Εδώ έχουμε μία άλλη, έμπρακτη παραποίηση: I became the law and I won (against myself).

 

Ιδίως τις δεκαετίες του 50 και του 60, η τότε αριστερά είχε λανσάρει τη διατύπωση –και την αντίστοιχη τακτική- «θα τους ταράξουμε στη νομιμότητα». Εδώ, οι σκευωροί δεν έκαναν αυτό: δεν τάραξαν κάποιον άλλο στη νομιμότητα, (νοούμενη ως ένα δεδομένο και αμετάβλητο, πριν και μετά τη δράση τους, σύνολο κανόνων), αλλά τάραξαν τη νομιμότητα· τη μετασχημάτισαν με τη δράση τους, η οποία ήταν καθαρά λεκτική. Ήταν ένα μάθημα για το πώς να κάνουμε πράγματα με λέξεις. Ή, ακόμα περισσότερο, με σιωπές –ή με μισόλογα.

 

Το υποκείμενο που (δεν) έρχεται

 

Αυτό το master class επιτελεστικότητας κατά έναν τρόπο απαντά σε μία αγωνία που εκφράζει ο ίδιος ο συγγραφέας στο κλείσιμο του βιβλίου, γύρω από το υποκείμενο του αγώνα ή/ και της επανάστασης:

 

Αν οραματιζόμαστε μια κοινωνία στην οποία η ισότητα θα εξασφαλίζει την ελευθερία και η ελευθερία θα εγγυάται την ισότητα και αν θεωρούμε ότι αυτή η κοινωνία δεν επιτυγχάνεται με κοινοβουλευτικά ειρηνικά μέσα, (…) ποιο είναι το δυνάμει πολιτικό υποκείμενο του εγχειρήματος; (…) ποιοι θα σηκώσουν τις μαύρες και τις κόκκινες σημαίες; (σ. 682-3).

 

Η αφήγηση της δράσης του ίδιου του Γιαννόπουλου, και του Δικτύου για την Υπεράσπιση των Πολιτικών και Κοινωνικών Δικαιωμάτων, μετατοπίζει το ερώτημα του «ποιοι» και το κάνει να χάνει την παραλυτική του δύναμη. Πράξεις που να μετασχηματίζουν αυτή την κοινωνία –ταυτόχρονα παράγοντάς την- και να συμβάλλουν στην ισοελευθερία, γίνονται, και γίνονται χωρίς (συγκεκριμένο) υποκείμενο· γίνονται μέσα στη γλώσσα και μέσα από τη γλώσσα.

Το άρθρο τού Τζέιμς Μαρτέλ στο οποίο αναφέρθηκα στην αρχή, κλείνει με την εξής παράγραφο:

 

Σύγχρονοι αναγνώστες (…) καλά θα έκαναν να λάβουν σοβαρά υπόψη τις συνωμοτικές στρατηγικές του Μακιαβέλλι, στο βαθμό που δείχνει πώς κατασκευάζεται το κοινό που θα τον απαλλάξει (και θα απαλλαγεί το ίδιο) από τους τυράννους της εποχής του. Μας δείχνει ότι δεν χρειάζεται να περιμένουμε να προκύψουν από κάπου οι πολιτικοί μας σύμμαχοι (η υπογράμμιση δική μου -Α.Γ.)· μπορούμε να τους δημιουργήσουμε, τρόπον τινά, εκ του μηδενός, μέσα από τις αφηγήσεις που λέμε για τον εαυτό μας και τις ρητορικές στρατηγικές που χρησιμοποιούμε προς τούτο. Στους δικούς μας σκοτεινούς χρόνους, που χαρακτηρίζονται από μια καταρρακωμένη αριστερά, βαθιά συμβιβασμένη με τον φιλελευθερισμό, τον καταναλωτισμό και την πολιτική αδιαφορία, ο Μακιαβέλλι ίσως μπορεί ακόμα να παίξει για μας το ρόλο του Λιγούριου. Ό,τι πέτυχε ο Μακιαβέλλι με τα ΜΜΕ της εποχής του, δηλαδή με φυλλάδια, βιβλία και θεατρικά έργα, σίγουρα θα λειτουργούσε εξίσου καλά, αν όχι καλύτερα, με νεότερα μέσα ενημέρωσης: τον κινηματογράφο, την τηλεόραση, το διαδίκτυο. Όσο υπάρχουν ακροατήρια (έστω και βυθισμένα στο συμβιβασμό, στην εμπορικότητα και την αφηρημάδα), υπάρχουν πάντοτε ευκαιρίες για νέες συνωμοσίες και επομένως για νέες μορφές πολιτικής κοινότητας.

 

Το βιβλίο του Γιαννόπουλου προσφέρει αρκετά ακόμη, εκτός από τα δύο που αναφέρθηκαν εδώ, παραδείγματα νέων συνωμοσιών και μορφών συγκρότησης (ή/ και αποσυγκρότησης) πολιτικών κοινοτήτων, με παλιές ή με νέες τεχνολογίες, με δράστες (actors) που άλλοτε σηκώνουν σημαίες, άλλοτε όχι, αλλά οι οποίοι δεν περιμένουν πρώτα να «προκύψουν» κάποιοι σύμμαχοι για να δράσουν. Έτσι, δίνει ίσως την απάντηση –ή πάντως μία απάντηση- στην ίδια του την ερώτηση.

[1] Τζέιμς Μαρτέλ, Οι δημόσιες συνωμοσίες του Mακιαβέλλι, Τοποβόρος, Αθήνα (υπό έκδοση –φαντάζομαι 2020).

 

Κλασσικό

Μια σκέψη σχετικά μέ το “Η τέχνη να διακρίνεις τον εχθρό από τον φιλαλάκο

  1. Παράθεμα: How I met Syriza - Ω λε φιλαλάκο... - Κατιούσα

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.