Πολιτική,Στρατηγική,νομαδισμός

Οι ληστές είναι εδώ, και πετούν και με ελικόπτερο

του Άκη Γαβριηλίδη

 

Με τη δράση του Βασίλη Παλαιοκώστα δεν είχα ασχοληθεί ιδιαίτερα, (παρά μόνο με την απόδρασή του, την οποία, όπως όλοι, είχα παρακολουθήσει από την ειδησεογραφία), μολονότι πρέπει να είμαι ο πρώτος, και ίσως ο μόνος –ή ένας από τους λίγους- που, πριν από χρόνια, είχα αναφέρει το όνομά του σε ένα άρθρο σε peer reviewed (όπως λένε στη γλώσσα της «αριστείας») διεθνές περιοδικό. Ήταν βέβαια μία αναφορά έμμεση, μέσω του παιγνιώδους χαιρετισμού που απηύθυναν σε αυτόν κάποιοι αναρχοπόντιοι στη Θεσσαλονίκη, ο οποίος συνοδευόταν από μία εξίσου παιγνιώδη αναφορά, αλλά και «παράκαμψη», της βλάχικης (δηλαδή μη ποντιακής) καταγωγής του.

Όπως είχα υποστηρίξει στο άρθρο, η διαφορά αυτή, η ένταξη σε μία διαφορετική μειονότητα, λειτουργεί για τους συντάκτες της αφισέτας ως στοιχείο που μάλλον τους φέρνει κοντά στον Παλαιοκώστα παρά τους απομακρύνει –σε συνδυασμό βέβαια με την ιδιότητα του παράνομου και του φυγόδικου.

Στο βιβλίο που έβγαλε τη χρονιά που μας πέρασε, δεν υπάρχει ρητή αναφορά στους Βλάχους και στη βλαχιά. Υπάρχει όμως διαρκής και επίμονη αναφορά σε ένα μειονοτικό γίγνεσθαι. Ουσιαστικά όλη η αφήγηση είναι η περιγραφή μιας διαρκούς απεδαφικοποίησης.

Σε πείσμα τού, μάλλον σαρκαστικού, τίτλου του, το βιβλίο δεν είναι αφήγηση μιας ζωής. Δεν είναι ούτε απομνημονεύματα, ούτε αυτοβιογραφία. Πιθανότατα και για λόγους σχετικούς με τη φυγοδικία του συγγραφέα, η αφήγηση δεν παρουσιάζει καταλεπτώς και με χρονολογική σειρά όλα όσα συνέβησαν στην καθόλου φυσιολογική, με τα δικά μας κριτήρια, ζωή του. Εξιστορεί θραυσματικά, ιμπρεσσιονιστικά, διάφορα περιστατικά απ’ αυτήν, όσα ίσως βρίσκει ο ίδιος πιο γοητευτικά, ή όσα τον βοηθούν να ξεκαθαρίσει πράγματα που έχουν αποδοθεί κατά τη γνώμη του ανακριβώς από τον δημοσιογραφικό ή/ και τον δικαστικό-αστυνομικό-σωφρονιστικό θεσμό (που γι’ αυτόν ούτως ή άλλως φαίνεται να αποτελούν όλοι μαζί ένα ενιαίο σώμα). Υπάρχουν αρκετά φλας μπακ, και μέσα σε αυτά, χωρίς φαινομενική αιτία και χωρίς χρονική, αλλά ούτε και λογική –εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον- σύνδεση με τις ληστείες και τις καταδιώξεις, κάποια, ιδίως ένα μεγάλης αναλογικά έκτασης, αφορούν αναμνήσεις του συγγραφέα από την ζωή του ως παιδί ανάμεσα στους ποιμένες και άλλους νομάδες της Θεσσαλίας και της Ηπείρου, από πολύωρες ορειβατικές μετακινήσεις μέσα από τοπία των οποίων εμείς οι κάτοικοι των πόλεων τείνουμε σχεδόν να ξεχάσουμε την ύπαρξη, με τα πόδια ή πάνω/ δίπλα σε τετράποδα. Όπως πάντα, λοιπόν, αυτό το γίγνεσθαι-μειονότητα του πολεμιστή συνοδεύεται από ένα γίγνεσθαι-ζώο (μουλάρι, κατσικάκι, αετός …).

Η αφήγηση του Βασίλη Παλαιοκώστα είναι πολύτιμη, όχι τόσο για τις λογοτεχνικές της αρετές (που είναι υπαρκτές, σε πείσμα, ή ίσως εξαιτίας, των επαναλήψεων, των παλιλλογιών, των κάποιων –συχνά επιβεβλημένων, προφανώς- ασαφειών, του κάπως υπερβολικού ίσως σε σημεία λυρισμού), αλλά κυρίως διότι μας θυμίζει ότι η «κοινωνική ληστεία» –για να χρησιμοποιήσουμε έναν τρέχοντα, όσο και αδέξιο κάπως, όρο από την ακαδημαϊκή ιστορικο-κοινωνική έρευνα του 20ού αιώνα- δεν είναι ένα στοιχείο του «προνεωτερικού» παρελθόντος, μια συνήθεια κάποιων αγράμματων που δεν κατάλαβαν ότι αλλάξαμε εποχή, όπως ήταν πεπεισμένος π.χ. ο Χόμπσμπωμ, αλλά είναι alive and kicking, και εξελίσσεται και αυτή παράλληλα με τους επιστημονικά και τεχνολογικά προηγμένους διώκτες της –συχνά μάλιστα πιο γρήγορα απ’ αυτούς.

Μπορεί ο Ασδραχάς και η «ανανεωτική μαρξιστική» ιστορική ανάλυση να επέμενε ότι ο Κολοκοτρώνης και οι Μποτσαραίοι ήταν «πρωτόγονοι επαναστάτες». Αυτό όμως δεν μας απαντά το ερώτημα: τι είναι ο Παλαιοκώστας; (και ο Ριτζάι;). Ενόσω οι παλιοί ιστορικοί έγραφαν όσα έγραφαν, (και άλλοι τώρα τα εκδίδουν μεταθανάτια), ενόσω μεταξύ των νεότερων ιστορικών επανεμφανίζεται ένα ενδιαφέρον για το φαινόμενο της ληστείας στις απαρχές του ελληνικού κράτους και μέχρι τις πρώτες δεκαετίες τού 20ού αιώνα[1], η ύπαρξη και η δράση του Παλαιοκώστα μάς θυμίζει ότι η ύπαρξη ανθρώπων «κάτω από ραντάρ» του εθνικού κράτους και της αστυνομίας του, έξω από την εργασία και την οικογένεια, είναι κάτι σύγχρονό μας, που συμβαίνει δίπλα μας. Ακόμη περισσότερο όμως, ο λόγος του Παλαιοκώστα περί αυτής της δράσης μάς δείχνει ότι the subaltern can speak (for him/herself): αντί να αποτελεί περήφανο, ή ντροπιασμένο, αντικείμενο θέασης για το επιστημονικό/ ιατροδικαστικό μικροσκόπιο, ο Βλάχος αρνείται να ξεβλαχέψει, και μάλιστα προβάλλει ευφρόσυνα και περιπαικτικά τη βλαχιά του στις «πλειονότητες» –που, όπως ξέρουμε από τους Ντελέζ-Γκουατταρί, δεν ορίζονται από τους αριθμούς αλλά από τη συμμόρφωση σε πρότυπα-, επιστρέφοντας το βλέμμα και αντιστρέφοντας τις αξιολογήσεις τους.

Κατ’ αυτό τον τρόπο, η αφήγηση του Παλαιοκώστα μάς δείχνει ότι ακόμα και ο Αμερικανός ανθρωπολόγος Τζέιμς Σκοττ, που επαγγέλθηκε –και εν πολλοίς υλοποίησε- το σχέδιο «μιας αναρχικής ιστορίας της νοτιοανατολικής Ασίας», υπήρξε υπερβολικά διστακτικός απέναντι στις ίδιες τις φιλοδοξίες του, όταν έσπευδε να παραδεχτεί ότι η «τέχνη τού να μην κυβερνάσαι» είναι πλέον ουσιαστικά αδύνατη υπό το έθνος κράτος.

Το τι σκέφτεται ο Παλαιοκώστας για το έθνος κράτος και τον «αναπόδραστο» χαρακτήρα του, το κάνει σαφές μέσα στο βιβλίο: του είναι παντελώς αδιάφορο. Αυτός σκέφτεται, και δρα, όχι εναντίον του έθνους κράτους, αλλά χωρίς αυτό, αγνοώντας το. Ο απολύτως α-εθνικός τρόπος σκέψης και δράσης του είναι εμφανής όταν περιγράφει τόσο τα πολεμικά του έργα – π.χ. τις ισότιμες και εγκάρδιες συνεννοήσεις του με τους Αλβανούς και Ρωσοπόντιους κρατουμένους μέσα ή έξω από τις φυλακές, ή κατά τη μετάβαση απ’ το μέσα στο έξω-, όσο και στα ειρηνικά –π.χ. στο ταξίδι του μέχρι την Κίνα με ποδήλατο (!). Αλλά για να μην έχουμε καμιά αμφιβολία, διατυπώνει και ρητά αυτή την περιφρόνηση και την αδιαφορία:

 

Χάρη των συνόρων, έχουν συντελεστεί τα μαζικότερα και ειδεχθέστερα εγκλήματα στην ανθρώπινη ιστορία. Αν ποτέ τα σύνορα της ένδοξης Ελλάδας φτάσουν στη χερσόνησο της βόρειας Κορέας (το απεύχομαι), ο περήφανος έλληνας στρατιώτης, απ’ το ξακουστό «τρυποχώρι», θα φυλάει καμαρωτός κι αρματωμένος σκοπιά, αγναντεύοντας την Ιαπωνική θάλασσα, όντας βέβαιος πως υπερασπίζεται πάτρια εδάφη … Ω τρελοί της οικουμένης, απέραντο φρενοκομείο ο κόσμος σας! (σ. 512)

 

Το κύριο στοιχείο που αποπνέει λοιπόν ο λόγος του βιβλίου, είναι η αυτονομία του, η άρνησή του να υποταχθεί σε, εντός ή εκτός εισαγωγικών, επιστημονικά σχήματα που έφτιαξαν άλλοι για τον «κοινωνικό» ή τον «αντικοινωνικό» ληστή, και να μιλήσει για την πρακτική του όχι ως ελλειμματική, παρωχημένη, «λούμπεν», υποδεέστερη και επαίσχυντη δραστηριότητα, αλλά ως αυτοτελή τρόπο ύπαρξης, με τους δικούς της κανόνες, πρακτικούς αλλά και ηθικούς, με τη δική της αξιοπρέπεια· και, κυρίως, με τη δική της σκέψη. Μια σκέψη που αφορά, μεταξύ άλλων, ζητήματα (μη στρατηγικής) στρατηγικής, και που μπορεί να συνομιλήσει με σύγχρονά της συγκροτημένα (?) αντιεξουσιαστικά ρεύματα σκέψης και δράσης –ή και να «τους την πει»:

 

Κάποια (ευτυχώς ελάχιστα) αρτηριοσκληρωτικά, στουμπωμένα μυαλά, ταμπουρωμένα πίσω απ’ τα χάρτινα κάστρα της αντιεξουσιαστικής και επαναστατικής βιβλιογραφίας, στήναν καρτέρι για να ρίξουν τα δηλητηριασμένα βέλη του σε εκείνους που ’χουν γοργά ποδάρια στο πρώτο στραβοπάτημά τους, ακόμα κι αν αυτό ήταν προϊόν αντιπερισπασμού του εχθρού[2]. Οι άνθρωποι της δράσης πρέπει να είναι ανάλαφροι, να πολεμούν με το γιλέκο, να τους επιτρέπεται ευχέρεια ευελιξίας, να μην νιώθουν ότι θα κατηγορηθούν για συναλλαγή με την εξουσία όταν αποσπούν το όπλο από τη ζώνη της και το στρέφουν εναντίον της. Αυτό ήταν ακριβώς ένα όπλο που είχαμε τη δυνατότητα να το στρέψουμε εναντίον της. Ήταν μια ξεκάθαρα δική μας υπόθεση. Η πράξη αυτή δεν επηρέαζε κανέναν άλλο παρά εμάς και μόνο … και θετικά. Θα αποσπούσαμε από τα χέρια της μερικά χρόνια από τη ζωή των παιδιών. Άλλωστε, δεν βρισκόμασταν σε απόλυτο πόλεμο ώστε να αδιαφορούμε γι’ αυτή. Εκείνοι που εκλαμβάνουν ως πόλεμο την ιδεολογική αντιπαράθεση και τις άοπλες σκιαμαχίες με το κράτος, δεν ξέρουν ούτε φαντάζονται τι θα πει πραγματικός πόλεμος. Στον αληθινό πόλεμο, η βαριά ιδεολογική πανοπλία είναι εντελώς άχρηστη, θα αναγκαστούν να την πετάξουν και τότε θα αποκαλυφθεί πως το περιεχόμενό της είναι μια αποστεωμένη ανθρώπινη γύμνια. Δεν τα ’χω με την ανθρώπινη γύμνια, μα μόνο με εκείνους που της φοράνε την μπούργκα της θεωρητικής επανάστασης γιατί την ντρέπονται (σ. 425-26· οι υπογραμμίσεις δικές μου).

 

Οι επικρίσεις αυτές είναι ακριβώς ένδειξη ότι η «κοινωνική ληστεία» είναι η καθαρότερη ενσάρκωση της νομαδικής πολεμικής μηχανής στην εποχή μας· είναι κάτι που επι(συγ)κοινωνεί με την αναρχική και, γενικότερα, με την ανατρεπτική πολιτική, αλλά δεν ταυτίζεται με αυτήν, ούτε είναι μία ατελής/ πρόωρη/ αδέξια μορφή της που πρόκειται ή οφείλουμε να «τελειοποιήσουμε» κάποτε· είναι μία σκέψη που έχει τη δική της παράδοση, τις δικές της προτεραιότητες, και από την οποία ενίοτε έχουμε να διδαχθούμε.

 

Untitled

 

[1] Βλ. ενδεικτικά: Νίκου Βαφέα, Από τον ληστή στον αντάρτη. Τα ένοπλα κινήματα των Γιαγάδων στη Σάμο (1914-1925), Νήσος, 2012· Αβδελά Έφη κ.ά. (επιμ.), Η Ελλάδα στο Μεσοπόλεμο, Αλεξάνδρεια 2017, ιδίως τις συμβολές: Βαγγέλη Τζούκα, «Κράτος, καταστολή και τοπικές κοινωνίες στο Μεσοπόλεμο: η ληστεία στην Ήπειρο» και Νίκου Βαφέα – Μανόλη Βουρλιώτη, «Συλλογική δράση και πολιτική βία στην Κρήτη του Μεσοπολέμου: η ‘στάσις’ του 1921-1922».

[2] Η γενική «του εχθρού» πρέπει να νοηθεί εδώ με την αντικειμενική έννοια: «ήταν προϊόν της προσπάθειας να περισπάσουμε τον εχθρό».

 

 

Κλασσικό

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.