ρατσισμός,Εικόνα,Πολιτική,κουλτούρα

Αν είχατε Μπακογιάννη Δήμαρχο Αθηναίων, θα ήταν: α) ρατσιστής. β) …?

του Άκη Γαβριηλίδη

 

Όσες περνούν τελευταία από το κέντρο της Αθήνας, ίσως έχουν παρατηρήσει κάτι κίτρινα δοχεία τοποθετημένα σε διάφορα σημεία, συνήθως στύλους, χωρισμένα σε δύο διαμερίσματα, με ένα διαφανές κάλυμμα μπροστά, μέσα στα οποία βρίσκονται αποτσίγαρα (σε συνήθως άνισο αριθμό). Πάνω από τα διαφανή καλύμματα, βρίσκεται διατυπωμένη μία διλημματική ερώτηση, την οποία καλούνται να «απαντήσουν» εμπράκτως οι διαβάτες, ή μάλλον οι καπνιστές εξ αυτών, ρίχνοντας το σβησμένο τσιγάρο τους στην κατάλληλη υποδοχή. Αυτό αποτελεί την υλοποίηση του «γόπα project», μιας ιδέας που είχαν οι διαφημιστές/ συμπεριφοριστές της νέας δημοτικής αρχής για να ωθήσουν με διασκεδαστικό τρόπο τους ανθρώπους να ρίχνουν εκεί τα αποτσίγαρα και όχι στους δρόμους και τα πεζοδρόμια.

Και η μεν πρόθεση κατ’ αρχήν καλή και άγια. Μετά όμως από μία σειρά δημοψηφισματικών ερωτήσεων που αφορούσαν κυρίως μουσικές προτιμήσεις, πρόσφατα τοποθετήθηκε και μία κάλπη που έφερε ένα κάπως απρόσμενο ερώτημα, το εξής:

Η εικόνα ίσως περιέχει: υπαίθριες δραστηριότητες

Την πρώτη φορά που το είδα, έπαθα ένα μικρό σοκ από τον απροκάλυπτο καθημερινό ρατσισμό που αποτυπωνόταν σε αυτή την «παιγνιώδη» ερώτηση.

Όταν προσπάθησα να το συζητήσω με άλλους, με ενημέρωσαν ότι τα δύο αυτά ονόματα αντιστοιχούν σε ηρωίδες από σήριαλ της ελληνικής τηλεόρασης, και μάλιστα μερικοί μου υπέδειξαν να «μην αντιδρώ υστερικά» διότι «δεν υπονοεί τίποτα» η επιλογή αυτών των ονομάτων.

Το αν είναι από σήριαλ όμως δεν αλλάζει κάτι. Απλώς μεταθέτει –ή μάλλον, πολλαπλασιάζει- το πρόβλημα. Δεν βλέπουν όλοι τηλεόραση, και από αυτούς δεν βλέπουν όλοι τα συγκεκριμένα σήριαλ. Στα οποία πάντως δεν υπάρχει κάποια αναφορά, έστω υπαινικτική, στο κείμενο της ερώτησης· εκεί βλέπει κανείς απλώς δύο ονόματα. Η επιλογή αυτή δεν «υπονοεί», αλλά παράγει –και διευρύνει- ένα ρατσιστικό κεκτημένο της καθημερινής γλώσσας: φυσικοποιεί την πεποίθηση ότι οικιακοί βοηθοί μπορεί να είναι μόνο αλλοδαπές γυναίκες, τις οποίες «έχουν» οι Έλληνες [ως επί το πλείστον] λευκοί άνδρες, και ως προς τις οποίες είναι εύλογο ανταλλάσσουν φιλικά απόψεις για το ποια προτιμούν να «έχουν». Μια λογική η οποία επίσης προεκτείνει έναν (σχετικά πρόσφατο) τηλεοπτικό μετασχηματισμό της αισθητικής των καλλιστείων: βάζουμε να παρελάσουν μπροστά μας, νοερά ή και πραγματικά, διάφορες γκόμενες, και εμείς καθόμαστε μια αντροπαρέα –ενδεχομένως όμως και «ομότιμες» των υποψηφίων, πρώην ή επίδοξες μοντέλες και λοιπές επαγγελματίες του είδους- πάνω στο προνόμιό μας, και τις βαθμολογούμε, περίπου όπως στην Γιουροβίζιον. Τα ονόματα είναι «σοφά» επιλεγμένα από αυτή την άποψη: ονόματα κατώτερων φυλών, ένα σλαβικής και ένα εβραϊκής προέλευσης (όπως με ενημέρωσαν, η «Δεβόρα» στο σήριαλ ήταν Αφρικανή. Δεν ξέρω ποιο από τα δύο είναι χειρότερο. Παρακάμπτω το γεγονός ότι μια Αφρικανή λογικά θα χρησιμοποιούσε την αγγλική εκδοχή του ονόματος, δηλ. Ντέμπορα· εν πάση περιπτώσει, ας δεχτούμε ότι το εξελλήνισε μόνη της, αλλά είτε ήταν Εβραία είτε οτιδήποτε άλλο, πάντως δεν ήταν ούτε Ελένη ούτε Μαρία ούτε Κατερίνα. Ήταν μια ξένη).

Πρόκειται για μία πολύ συνήθη λεκτική πρακτική φυλετικοποίησης/ ουσιοποίησης: η χρήση ενός κύριου ονόματος με το οριστικό άρθρο (π.χ. «ο Αχμέτ», «η Σβετλάνα», αλλά και «ο Αγκόπ», «ο Γιωρίκας» ή, παλαιότερα και ακόμα και τώρα σε άλλες χώρες, π.χ. στη Γερμανία, «ο Κώστας») είναι πάντα η καλύτερη εισαγωγή για ξενοφοβικά σχόλια, ή ανέκδοτα.

Τι είναι άραγε αυτή η ιδέα δημοσίων σχέσεων; Επιστροφή στην κανονικότητα; Ή κανονικοποίηση της επιστροφής σε κάτι από το οποίο ίσως δεν είχαμε φύγει ποτέ; Τη στιγμή που οι ρατσιστές ηττώνται στις «σοβαρές», τις κανονικές κάλπες, ο ρατσισμός κυκλοφορεί ανέμελα και μοδάτα στους δρόμους μέσα από πρακτικές διαχείρισης της καθημερινής ζωής, μέσα από μία, δύο, τρεις απομιμήσεις κάλπης που ξεφυτρώνουν παντού και οι οποίες συμπυκνώνουν τον διδακτισμό, τον υγιεινισμό, τον αυθόρμητο πανοπτισμό, την διαρκή αλληλο-αξιολόγηση και βαθμολόγηση, και ταυτόχρονα την παρωδία όλων αυτών –η οποία όμως δεν αναιρεί, αντιθέτως μάλλον ενισχύει την «αυθόρμητη» λειτουργία των ιδεολογιών, στο βαθμό που, όπως έλεγε η Μπάτλερ, η παρωδία είναι και αυτή μία μορφή ταύτισης.

Κλασσικό

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.