Ανάλυση λόγου,Πολιτική

O Γιώργος Χειμωνάς και το μίσος (του) κατά της δημοκρατίας

του Άκη Γαβριηλίδη

 

Η κηδεία τού Γιώργου Σεφέρη (σαν σήμερα πριν 48 χρόνια) έχει καταγραφεί πλέον από όλους ως μία μεγάλη εκ/δια-δήλωση δημοκρατίας, η πρώτη παλλαϊκή διαμαρτυρία κατά της χούντας.

Ήταν όμως;

Φαίνεται όχι για όλους. Όχι για τον Γιώργο Χειμωνά τουλάχιστον.

Πέρυσι τέτοιες μέρες, δημοσιεύτηκε στο Βήμα ένα ανέκδοτο σημείωμα όπου ο τελευταίος περιγράφει πώς βίωσε ο ίδιος την τελετή. Ούτε ο αρθρογράφος κατά τη δημοσίευση, ούτε οποιοσδήποτε άλλος αλλού εξ όσων γνωρίζω, έκανε κάποιο σχόλιο επί του περιεχομένου τού σημειώματος, το οποίο είναι όχι απλώς αδιάφορο αλλά και ανοιχτά εχθρικό προς τις αντιδικτατορικές διαμαρτυρίες, και γενικά προς όλους και όλες, στα όρια της μισανθρωπίας.

 

Πήγα στην κηδεία τέσσερις ώρες νωρίτερα για να βρω θέση μέσα στην εκκλησία. Ήρθε όλος ο κόσμος. Η λειτουργία τελείωσε κι ένας βίαιος συνωστισμός τάραξε το πλήθος. Σε μια πλαϊνή θύρα του ναού είδα την Ζωή Νάσιουτζικ να γέρνει, να καταποντίζεται. «Θα την ποδοπατήσουν» σκέφθηκα αδιάφορα. Το πλήθος γέμισε τους δρόμους, αργά έρρεε προς το νεκροταφείο, με σιωπή. Αραιά συνθήματα Ελευθερία! ξεσπούσαν σαν λυγμοί. Η ποίηση του Γιώργου Σεφέρη, η ζωή του, ο θάνατός του, όλα τα είχε παραλάβει εκείνο το αναρίθμητο πλήθος και πήγαινε με πλατειούς ταραγμένους κυματισμούς όλα να τα παραχώσει. Στο νεκροταφείο φθάσαμε λίγοι, επειδή οι χωροφύλακες έκοψαν την πορεία. Σκορπίσαμε ανάμεσα στους αλαζονικούς τάφους. Σαν μέσα από τη γη ερχόταν ο ψαλμός του ιερέα. Ξαφνικά πετάχθηκε ένας κοντός άνθρωπος, μεσόκοπος, και φώναξε δυνατά Δημοκρατία! Δημοκρατία! Το πρόσωπό του αλλοιωμένο, πρησμένο, παραπατούσε και φώναζε. Ομως κανείς δεν πήρε τη φωνή του, πήγε χαμένη. Την αισθάνθηκα γελοία, θύμωσα, αγρίεψα. Ποια φωνή, ποιος κρότος, ποια βοή μπορεί ποτέ να σκεπάσει, πώς να διακόψει τον ακατάπαυστο ψίθυρο των νεκρών, να παραβγεί με την ατέλειωτη σιωπή τους.

 

Το κείμενο αυτό είναι εμφανώς διαποτισμένο από το φόβο των μαζών, ή/ και από το μίσος για τη δημοκρατία. Αφενός διέπεται από μία υπερφίαλη ιδιοκτησιακή αντίληψη για την «ποίηση του Γιώργου Σεφέρη, τη ζωή του, το θάνατό του», τα οποία ο συντάκτης τού σημειώματος θεωρεί ότι μόνο αυτός καταλαβαίνει και όλοι οι άλλοι παρερμηνεύουν, οικειοποιούνται αυθαίρετα, «παραχώνουν»· αφετέρου, όλες ανεξαιρέτως οι αναφορές στις εκδηλώσεις διαμαρτυρίας είναι από αδιάφορες έως απαξιωτικές, το γεγονός ότι «οι χωροφύλακες έκοψαν την πορεία» σημειώνεται ουδέτερα αν όχι ευμενώς, ενώ ακόμη και ο κίνδυνος να ποδοπατηθεί ένας άνθρωπος επισημαίνεται μεν, αλλά ο συγγραφέας –ο οποίος, θυμίζω, ήταν ιατρός το επάγγελμα- σπεύδει μόνος του να διευκρινίσει ότι η διαπίστωση αυτού του κινδύνου τον άφησε αδιάφορο! Χωρίς καν να μπαίνει στον κόπο να μας εξηγήσει τι τέλος πάντων απορροφούσε τόσο πολύ το ενδιαφέρον του ώστε να αδιαφορεί για το ενδεχόμενο να πεθάνει ένας άνθρωπος τον οποίο γνωρίζει προσωπικά.

Τα συναισθήματα και οι τοποθετήσεις των ανθρώπων, απέναντι στο θάνατο, απέναντι στην πολιτική, απέναντι στην θανατοπολιτική, είναι πολυσύνθετα και αντιφατικά. Ακριβώς γι’ αυτό, λοιπόν, ας κρατήσουμε μία απόσταση απέναντι σε κάθε κατασκευή εθνικών μύθων, σε κάθε πλαστή εθνική αντιδικτατορική ή άλλη ενότητα που δημιουργείται εκ των υστέρων, σε κάθε αφήγηση του τύπου «σύσσωμος ο ελληνισμός [εκτός από ολίγους άφρονες] έκανε το Α ή το Β». Ποτέ ο ελληνισμός δεν έκανε κάτι σύσσωμος, και ίσως καλύτερα έτσι.

 

Untitled

Κλασσικό

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.