Αρχαιογνωσία,Ανάλυση λόγου

Τα Ελγίνεια δεν μας ανήκουν

του Άκη Γαβριηλίδη

Με τελετουργική ακρίβεια, και με διάφορες φραστικές και διαδικαστικές παραλλαγές, επαναλήφθηκε ακόμα μια φορά και με την παρούσα κυβέρνηση η εθιμικά καθιερωμένη επιτέλεση κατά την οποία η Ελλάδα ζητά/ προτείνει την επιστροφή των μαρμάρων της ζωφόρου του Παρθενώνα στην Αθήνα και το Βρετανικό Μουσείο την αρνείται.

Με την ίδια προβλεψιμότητα, επαναλήφθηκαν και τώρα κατά κόρον στην ελληνική δημόσια σφαίρα διατυπώσεις περί της αυτονόητης κυριότητας των μαρμάρων από «εμάς». Ένα πρώτο πληθυντικό πρόσωπο πανταχού παρόν και μηδέποτε διευκρινιζόμενο: οι Άγγλοι αρνήθηκαν να μας τα δώσουν, παρόλο που σ’ εμάς ανήκουν νομίμως αλλά μας τα είχαν κλέψει, είναι κλεπταποδόχοι, πλιατσικολόγοι κ.λπ.

Το ποια θα είναι η τύχη των μαρμάρων είναι ένα πρακτικό ζήτημα και μπορεί να επιλυθεί έτσι η αλλιώς. Χωρίς να προδικάζει κανείς ή να παίρνει θέση επ’ αυτού, είναι πάντως χρήσιμο να κατανοήσουμε ότι αυτού του είδους η λογική είναι εσφαλμένη, και αυτό έχει

ενδεχομένως σημασία για την διεθνή δραστικότητα μιας τέτοιας επιχειρηματολογίας. Η φράση «τα μάρμαρα μας ανήκουν», όταν προβάλλεται ως κριτήριο για να καθοριστεί η κυριότητα ενός αρχαίου αντικειμένου, είναι ανακριβής, για λόγους που έχουν να κάνουν τόσο με την πρώτη, όσο και με τη δεύτερη από τις υπογραμμισμένες λέξεις.

Ποιοι είναι αυτοί οι «εμείς»; Προφανώς η Ελλάδα, το ελληνικό κράτος. Διότι αυτό είναι που υποβάλλει το αίτημα. Ή «οι Έλληνες», νομίμως εκπροσωπούμενοι από το κράτος «τους».

Όμως, η «Ελλάδα», ως υποκείμενο διεθνούς δικαίου, ή ως υποκείμενο γενικώς, οποιουδήποτε τύπου, στο οποίο να μπορεί να «ανήκει» κάτι, δεν υπήρχε όταν κατασκευάστηκε ο Παρθενώνας, ούτε όταν αποσπάστηκαν μέρη του. Ιδρύθηκε το 1831.

Επιπλέον, ακόμη και αν υποθέταμε ότι η απόσπαση των μαρμάρων από τον λόρδο Έλγκιν ήταν παράνομη όταν έγινε, η παρανομία αυτή δεν μπορεί να προβληθεί σήμερα νομικά από κανέναν, διότι ούτε ο δράστης ούτε το θύμα της φερόμενης ως παρανομίας (η Οθωμανική Αυτοκρατορία) υφίστανται σήμερα. Άρα δεν υπάρχει νομικά κάποιος που να δικαιολογεί έννομο συμφέρον να την προβάλει.

Η επιμονή σε αυτόν τον ισχυρισμό δεν φαίνεται να έχει κάποια πειστικότητα διεθνώς, και ιδίως –όπερ και το κρίσιμο- στη βρετανική κοινωνία. Αν δούμε τους, όποιους, λόγους αναπτύσσονται στο εσωτερικό της τελευταίας υπέρ μιας επιστροφής, σε αυτούς η Ελλάδα και η «αποκλειστική ιδιοκτησία» της όχι μόνο δεν αναφέρονται ως επιχείρημα, αλλά ρητά απορρίπτονται. Θα πάρω εδώ ως παράδειγμα ένα άρθρο του 2017 στην Γκάρντιαν, γραμμένο από έναν Βρετανό εμπειρογνώμονα, υπέρμαχο της επιστροφής των μαρμάρων. Σε αυτό, ο συγγραφέας, μολονότι είναι νομικός, (ή μάλλον, ακριβώς γι’ αυτό), ενώ ρητά μιλά για κλοπή από «έναν Σκωτσέζο διπλωμάτη», δεν λέει τίποτε για (σημερινές) «ιδιοκτησίες», αλλά έχει την κάπως απρόσμενη για μας ιδέα να συνδέσει την επιστροφή των γλυπτών με τις διαπραγματεύσεις για το Brexit: «Let’s do a Brexit deal with the Parthenon marbles», όπως λέει χαρακτηριστικά στον τίτλο του άρθρου.

Την πρόταση αυτή την αιτιολογεί ως εξής.

Αν θέσουμε την επιστροφή των κλεμμένων μαρμάρων του Λόρδου Έλγκιν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για το Brexit, αυτό θα ήταν ευεργετικό για τη Βρετανία και θα αποτελούσε έναν θρίαμβο για την ευρωπαϊκή αναβάθμιση της κληρονομιάς της.

Η επανένωση των Γλυπτών είναι μια πολιτιστική επιταγή, όχι τόσο για την Ελλάδα (οι τωρινοί πολίτες της είναι αμφίβολο αν κατάγονται από τον Περικλή), όσο για την Ευρώπη. Ενωμένα, θα στέκουν ως μια μοναδική αναπαράσταση των απαρχών της πολιτισμένης ζωής στην Ευρώπη, 2.500 χρόνια πριν[1].

Και αυτή η επιχειρηματολογική στρατηγική βεβαίως δεν ξεφεύγει από την αρχαιολατρική-αποικιοκρατική λογική περί της Ελλάδας ως «απαρχής του πολιτισμού»· απλώς παραιτείται από τον βρετανικό επαρχιωτισμό και μεταφέρει αυτή τη λογική σε ένα ευρωκεντρικό επίπεδο. Παρέθεσα όμως το απόσπασμα για να δείξω ότι, στην ίδια την Αγγλία, άνθρωποι που είναι υπέρ της επιστροφής των μαρμάρων, το κάνουν με τελείως άλλο σκεπτικό, όχι επειδή πείστηκαν ότι αυτά «μας ανήκουν».

Το επιχείρημα αυτό λοιπόν δεν φαίνεται να βοηθά ιδιαίτερα την καμπάνια. Και ευλόγως: η εικόνα ενός πεισμωμένου παιδιού που χτυπάει κάτω το πόδι του επαναλαμβάνοντας «είναι δικά μου, δικά μου, θέλω να μου τα δώσετε», το μόνο που είναι πιθανό να προκαλέσει είναι: εκνευρισμό σε όσους το ακούνε, και την μελοδραματικού τύπου ηττοπαθή αυτοδικαίωση –αλλά και διαιώνιση- της κλεμμένης απόλαυσης σε όσους το λένε.

[1] Στον ελληνικό ηλεκτρονικό τύπο, το άρθρο αυτό αποτέλεσε αντικείμενο ενός τουλάχιστον δημοσιεύματος, με τον σχοινοτενή και κάπως παραπλανητικό τίτλο «Η Αμάλ Αλαμουντίν & το αφεντικό της Τ. Ρόμπερτσον: Brexit – Χρυσή ευκαιρία να επιστρέψει η Αγγλία τα Γλυπτά» (ο Ρόμπερτσον δεν ήταν «αφεντικό» της κας Αλαμουντίν, και εν πάση περιπτώσει το άρθρο το έγραψε μόνος του, η τελευταία δεν είχε κάποια συμμετοχή σε αυτό). Στο δημοσίευμα, όμως, υπάρχει και μία ακόμη, σοβαρότερη –και χαρακτηριστική- λαθροχειρία: ενώ παρατίθεται μέσα σε εισαγωγικά ακριβώς η τελευταία αυτή παράγραφος μεταφρασμένη στα ελληνικά, ωστόσο από το δημοσιευμένο κείμενο απουσιάζει η φράση μέσα στην παρένθεση, την οποία υπογράμμισα εγώ. Προφανώς η η κα Ειρήνη Νικολοπούλου δεν βρήκε του γούστου της την αναφορά στην «αμφίβολη καταγωγή των σημερινών Ελλήνων πολιτών από τον Περικλή» και την λογόκρινε για να προστατεύσει τα ευαίσθητα αυτιά των αναγνωστών της.

Κλασσικό

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.