του Άκη Γαβριηλίδη
«Ασχέτως των επιστημονικών προσεγγίσεων, η Ιστορία αποτελεί, πέρα από κάθε αμφιβολία, τη ραχοκοκαλιά του ελληνικού έθνους», μας διαβεβαιώνουν σε βαρύγδουπο άρθρο τους κατά της συμφωνίας των Πρεσπών έντεκα πανεπιστημιακοί καθηγητές της ιστορίας και των διεθνών σχέσεων από τις στήλες της Καθημερινής.
Προσωπικά δεν είμαι πανεπιστημιακός καθηγητής της ιστορίας, ούτε κανενός άλλου αντικειμένου. Αν όμως ήμουν, και διάβαζα στο γραπτό κάποιου φοιτητή μια φράση όπως αυτή, θα τον μηδένιζα χωρίς να διαβάσω το υπόλοιπο και θα του έλεγα να ξαναπεράσει την επόμενη περίοδο, αφού πρώτα μάθει να σκέπτεται σαν ιστορικός και όχι σαν θεολόγος ή/ και σαν μπάτσος.
Και πρώτα απ’ όλα, αφού μάθει επιτέλους να γράφει την ιστορία με μικρό γιώτα. Μα, γαμώ την αριστεία μου! Διδάσκοντες στο King’s College είναι αυτοί, ή γυμνασιάρχες στην ελληνική επαρχία το 19ο αιώνα;
Το να έχει κανείς την Α ή την Β τοποθέτηση απέναντι σε μια πολιτική επιλογή, είναι ένα ζήτημα. Ασφαλώς δεν μπορεί να συμφωνούμε όλοι σε όλα. Ένα άλλο ζήτημα είναι τι είδους επιχειρήματα χρησιμοποιεί (εάν χρησιμοποιεί) για να την αιτιολογήσει. Από αυτή την άποψη, σπανίως έχω διαβάσει τόσο αμήχανο, κακογραμμένο, βερμπαλιστικό, στρεψόδικο κείμενο. Οι καθηγητάδες προσπαθούν να εργαλειοποιήσουν πολιτικά την επιστήμη τους (ή μάλλον, όχι την επιστήμη αλλά τους τίτλους τους) αλλά το μόνο που καταφέρνουν είναι να δείξουν ότι είναι ανάξιοι να φέρουν αυτούς τους τίτλους. Διότι οι ίδιοι ομολογούν ότι, αν πρέπει να διαλέξουν ανάμεσα στις επιστημονικές προσεγγίσεις, αφενός, και την εθνικιστική ρητορεία και δημαγωγία αφετέρου, χωρίς δεύτερη σκέψη διαλέγουν το δεύτερο.
Το όλο κείμενο αποτελεί απίστευτη παλινδρόμηση· δείχνει ανθρώπους οι οποίοι δεν έχουν πάρει χαμπάρι για καμία από τις κατακτήσεις των κοινωνικών επιστημών των τελευταίων αρκετών δεκαετιών σχετικά με τις εθνογενέσεις, την ενδεχομενικότητα των συλλογικών ταυτοτήτων, την άυλη και επιτελεστική φύση των πολιτισμών και των κληρονομιών τους, και είναι κολλημένοι στην πιο παραδοσιακή ουσιοκρατία. Χωρίς καμία ντροπή, βάζουν την υπογραφή και την ιδιότητά τους κάτω από ένα κείμενο που ισχυρίζεται ότι «δίνουμε» (εμείς οι Έλληνες, φυσικά) «απεριόριστη πρόσβαση στη μακεδονική κληρονομιά συνολικά». Λες και οι κληρονομιές είναι σακιά με πατάτες, ή περιφραγμένα οικόπεδα, με κάποιον αποκλειστικό ιδιοκτήτη, ο οποίος κατά βούληση μπορεί να δίνει –ή όχι- «πρόσβαση» σε άλλους στο χωραφάκι του.
Έλεος, φτάνει. Όχι ξανά μανά «το όνομά μας είναι η ψυχή μας», την ίδια κολλημένη βελόνα τριάντα χρόνια τώρα. Βρυκολάκιασε πια ο ρατσισμός σας. Το όνομά σας δεν είναι η ψυχή σας, ούτε η «Ιστορία» σας είναι η ραχοκοκαλιά «σας». Μην εκπορνεύετε την επιστήμη σας. Τα έθνη δεν έχουν, ούτε μπορούν ούτε χρειάζεται να έχουν, ως ραχοκοκαλιά επιστήμες. Τα έθνη είναι μέσα στην ιστορία, όχι η ιστορία μέσα στα έθνη –και προπαντός, όχι σε κάποια έθνη περισσότερο από άλλα. Όχι άλλες ψευδοεπιστημονικές απολογίες για τον ελληνικό αυτάρεσκο εξαιρετισμό, τις παπαριές περί εκλεκτού έθνους και την αποικιοκρατική περιφρόνηση προς τους «ανύπαρκτους και ανιστόρητους Σκοπιανούς».
Μέχρι τώρα, δεν είχε τύχει να διαβάσω κάποιο έργο κανενός εκ των κυρίων Γούναρη, Καραγιάννη, Κάτσιου, Κολιόπουλου, Λάβδα, Ξενάκη, Σκιαδά, Τσινισιζέλη, Υφαντή, Χασιώτη ή Χατζηβασιλείου. Αυτή η επιστολή με διευκολύνει σημαντικά· τώρα ξέρω ότι δεν αξίζει τον κόπο να χαραμίσω το χρόνο μου με οτιδήποτε έχουν γράψει, δεν έχω να περιμένω να μάθω κάτι από υποκριτές και τσαρλατάνους σαν αυτούς, που δεν αγαπάνε αυτό που κάνουν αλλά το ξεπουλάνε φτηνά με την πρώτη ευκαιρία.