ρατσισμός,Επιτελεστικότητα,Πολιτική

Ας κάνουμε και άλλους αντισημίτες να ντρέπονται για τον αντισημιτισμό τους

του Άκη Γαβριηλίδη

 

Η δημόσια δήλωση συγνώμης του Αδώνιδος Γεωργιάδη προς την εβραϊκή κοινότητα για την αντισημιτική ρητορεία που χρησιμοποίησε στο παρελθόν, είναι το ισχυρότερο πλήγμα που έχει δεχθεί ο διάχυτος ρατσισμός της νεοελληνικής κοινωνίας μετά την ανάδυση του «πατριωτισμού της αλληλεγγύης» (υιοθετώ εδώ τον όρο του Ευθύμιου Παπαταξιάρχη) σε σχέση με την υποδοχή των Σύρων προσφύγων. Και εξίσου όσο και εκείνη, προσφέρεται για εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με τον νεολληνικό ρατσισμό, αλλά και αντιρατσισμό.

Για το πρώτο: η δήλωση αυτή αποτελεί πλήγμα διότι, πρώτα απ’ όλα, είναι μία αρκετά σπάνια ενέργεια στο πολιτικό τοπίο της Ελλάδας. Δεν μπορώ να θυμηθώ πολλές περιπτώσεις κατά τις οποίες ένας Έλληνας πολιτικός –ή και μη πολιτικός, εδώ που τα λέμε- βγήκε δημόσια και αναθεώρησε μία στάση που είχε ακολουθήσει με ιδιαίτερη επιμονή επί πολλά χρόνια και η οποία ουσιαστικά είχε διαμορφώσει τη φυσιογνωμία του. Ακόμα και το αρκετά μακρινό πλέον mea culpa του Ανδρέα Παπανδρέου, αφορούσε μία στιγμιαία ήσσονος σημασίας απόφαση. Ένας Ανδρέας χωρίς Νταβός, είναι πάντα ο Ανδρέας. Ένας Άδωνις μη αντισημίτης όμως είναι ένας άλλος Άδωνις.

Αυτή η μεταστροφή αποκτά επιπλέον μεγαλύτερη αξία σε μια χώρα όπου η δήλωση μετανοίας, σε όλο το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, υπήρξε συνώνυμο του εξευτελισμού και της παραίτησης· ένα «τρόπαιο» που αποτέλεσε επί δεκαετίες επίδικο αντικείμενο της πιο λυσσώδους πολιτικής (αλλά και στρατιωτικής) αντιπαράθεσης και έδωσε αφορμή για τη δημιουργία τερατωδών και μαζικότατων μηχανισμών διοικητικής καταστολής. Η δε πραγματοποίηση τέτοιας δήλωσης βιώθηκε συχνά ως κάτι τρομερά επαίσχυντο και ταπεινωτικό, ένας οιονεί πολιτικός θάνατος.

Σε ένα τέτοιο φόντο, η αυτόβουλη και χωρίς καμία πίεση δημόσια δήλωση αναθεώρησης της προηγούμενης κοσμοθεωρίας αποκτά μεγαλύτερη αξία, το δε ρήγμα και η σύγχυση που προκαλεί στο μέχρι τώρα συμπαγές αντισημιτικό στρατόπεδο είναι αξιοσημείωτη.

Image result for mea culpa

Αυτό τώρα το οποίο προσφέρεται για συμπεράσματα, είναι η τρομερή δυσπιστία και απόρριψη η οποία εκφράστηκε από πολλούς στα κοινωνικά μέσα για τη δήλωση αυτή, και ειδικότερα για την «ειλικρίνειά» της.

Η δυσπιστία αυτή αποτελεί φυσικά έκφραση μίας γενικότερης κρίσης εμπιστοσύνης που χαρακτηρίζει την ελληνική κοινωνία όλα αυτά τα χρόνια της κρίσης. Οι άνθρωποι –ασφαλώς για υπαρκτούς και κατανοητούς λόγους- έχουν πλέον πολύ λίγα αποθέματα υπομονής και κατανόησης, δεν αφήνουν πολλά περιθώρια ο ένας στον άλλο, αλλά με την πρώτη ευκαιρία εκρήγνυνται, ή απλώς παραμένουν κουμπωμένοι και αρνούνται να αφεθούν και να πιστέψουν σε κάτι.

Αυτή είναι η συγκυριακή και «διαθετική» περιγραφή της δυσκολίας. Η πιο μόνιμη και μεθοδολογική της διατύπωση όμως είναι η επίμονα εδραιωμένη, και πριν την κρίση, ουσιοκρατία, και ο ιδεαλισμός με τον οποίο αντιμετωπίζουν όλοι τις πολιτικές αποφάνσεις, παραγνωρίζοντας σκανδαλωδώς τον επιτελεστικό χαρακτήρα τους και εμμένοντας σε έναν δυισμό λόγων και έργων.

Ο ιδεαλισμός αυτός εκδηλώνεται ως μανιώδης διερώτηση περί του «αληθούς περιεχομένου» κάθε δήλωσης, και εν προκειμένω ως διερώτηση περί του αν ο δηλών «έχει πραγματικά μεταμεληθεί» ή το κάνει μόνο «για να κερδίσει ψήφους». Εάν συμβαίνει το δεύτερο, η αυτονόητη συνεπαγωγή είναι ότι πρέπει να κλείσουμε τα αυτιά μας στη δήλωση αυτή, ως άλλοι Οδυσσείς απέναντι στο τραγούδι των Σειρήνων, και να συνεχίσουμε την μοναχική μας πορεία απαράλλαχτη όπως και πριν.

Η προσέγγιση αυτή είναι μία πολιτικά αυτοκτονική ένδειξη αναλφαβητισμού. Τα λόγια –ιδίως οι πολιτικές δηλώσεις- δεν είναι ποτέ χωρίς συνέπειες, όπως έχω γράψει και στο παρελθόν με άλλη αφορμή. Η αποτελεσματικότητα των πολιτικών –και των μη πολιτικών εξάλλου- λεκτικών πράξεων δεν εξαρτάται από την ειλικρίνειά τους. Αυτήν άλλωστε είναι αδύνατο να τη γνωρίσουμε με βεβαιότητα, παρεκτός εάν είμαστε ο ψυχαναλυτής ή ο εξομολογητής του ενδιαφερομένου (μερικές φορές ούτε και τότε). Ιδίως μάλιστα όταν πρόκειται, ακριβώς, για μία συγνώμη, η οποία είναι ένα από τα πιο τυπικά παραδείγματα επιτελεστικότητας.

Δεν αποκλείεται, πράγματι, τα εσώτερα κίνητρα αυτής της συγκεκριμένης συγνώμης του Γεωργιάδη να είναι η επιθυμία του να κερδίσει ψήφους. Και λοιπόν; Εάν είναι έτσι, τόσο το καλύτερο: νικήσαμε! Αυτό δείχνει ότι ο αντισημιτισμός έχει υποχωρήσει στην κοινωνία· φέρνει πλέον λιγότερες ψήφους απ’ όσες φέρνει η απάρνησή του.
Το αντίθετο θα σήμαινε αριστερή μελαγχολία και συντηρητισμό: όποιος υπήρξε μέχρι τώρα ρατσιστής, θα παραμείνει –και πρέπει να παραμείνει- για πάντα ρατσιστής· δεν θέλουμε να μετασχηματιστεί, γιατί τότε δεν θα μπορούμε να τον καταγγέλλουμε και να αναδεικνυόμαστε εμείς ως οι μόνοι συνεπείς αντιρατσιστές.

Βέβαια, ο χαρακτηρισμός της μελαγχολίας αυτής ως «αριστερής» είναι συζητήσιμος. Διότι υπάρχουν διάφορα άτομα και χώροι τής (εξωκοινοβουλευτικής ιδίως) αριστεράς, οι οποίοι βαρύνονται με αρκετές –για να το πούμε κομψά- ατυχείς διατυπώσεις σχετικές με τους Εβραίους, και οι οποίοι μέχρι στιγμής δεν έκαναν κάποια χειρονομία ανάλογη με του Γεωργιάδη, έστω και ανειλικρινή.

Από την άποψη της αντιρατσιστικής πολιτικής, λοιπόν, η συγνώμη αυτή είναι μία σημαντική επιτυχία, και ένα εξαιρετικό εργαλείο για τη συνέχιση της προσπάθειας. Ακόμη και αν ευσταθεί το σενάριο ότι ο συγκεκριμένος «από μέσα του» παραμένει αντισημίτης, είναι θαυμάσιο νέο ότι παραμένει, ακριβώς, από μέσα του και ντρέπεται να το δηλώσει και απ’ έξω. Δεν κερδίζουμε τίποτα με το να απορρίπτουμε και να λογοκρίνουμε τη δήλωσή του στη βάση της «ασυνέπειάς» της με προηγούμενες δηλώσεις. Αντιθέτως, έχουμε κάθε λόγο να αξιοποιήσουμε αυτή την ένταση και την ασυνέπεια ως εργαλείο για να ξηλώσουμε το πλεκτό· για να κάνουμε και τους υπόλοιπους ρατσιστές να ντρέπονται για το ρατσισμό τους.

 

Κλασσικό

6 σκέψεις σχετικά με το “Ας κάνουμε και άλλους αντισημίτες να ντρέπονται για τον αντισημιτισμό τους

  1. Παράθεμα: Ας κάνουμε και άλλους αντισημίτες να ντρέπονται για τον αντισημιτισμό τους… « απέραντο γαλάζιο

  2. Ο/Η sotiris λέει:

    Βρίσκω βάσιμη την επιχειρηματολογία από την τέταρτη παράγραφο και πέρα, όμως δεν συμμερίζομαι τη θετική αξιολόγηση της μεταμέλειας καθαυτής, έτσι όπως περιγράφεται στην τρίτη παράγραφο. Για το λόγο ότι προέρχεται από έναν άνθρωπο που έχει αναγάγει σε επάγγελμα ακριβώς αυτό: να δηλώνει σήμερα το αντίστροφο αυτού που είχε δηλώσει χθες. Σε ένα επίπεδο βέβαια η μετατόπιση αυτή. Γιατί πιό πίσω ο κυνισμός και η αμάθεια παραμένουν ο συνδετικός ιστός.

    Μου αρέσει!

  3. Ο/Η κωσταντής λέει:

    Νομίζω ότι με αυτό το κείμενο ξεπέρασες κάθε όριο σε αυτή την εντελώς ιδιόμορφη «αντιουσιοκρατία» που καλλιεργείς τον τελευταίο καιρό και η οποία καταλήγει πλέον σε μια αφελή και πολιτικά συντηρητική κατάφαση του «ό,τι δηλώνω, είμαι» . Μια «αντιουσιοκρατία» που διαγράφει και ακυρώνει ακόμα και τις πιο βασικές και στοιχειώδεις κατακτήσεις στην ιστορία της κριτικής σκέψης. Γιατί αν ισχύει απλώς ότι «ό,τι δηλώνω, είμαι», αυτό για παράδειγμα σημαίνει ότι έχω μια απόλυτα διαφανή σχέση με τον εαυτό μου και ότι δεν υπάρχει ασυνείδητο . Διαφανή υποκείμενα σε μια διαφανή κοινωνία. Ο πιο χονδροειδής ιδεαλισμός και η πιο χονδροειδής ουσιοκρατία, δηλαδή.
    Το ζήτημα δεν είναι –ή δεν είναι μόνο, όπως αφήνεις να εννοηθεί– η «υποκειμενική ειλικρίνεια» ή η «αυθεντικότητα» της μεταμέλειας του υποκειμένου Γεωργιάδη (μια προβληματική που –αν και όχι στερούμενη νοήματος– μπορεί πράγματι να παγιδευτεί στην ουσιοκρατία και στον ιδεαλισμό της «υποκειμενικής ειλικρίνειας και της αυθεντικότητας του υποκειμένου απέναντι στον εαυτό του»). Η υποκειμενική ειλικρίνεια του Γεωργιάδη είναι το λιγότερο. Η «μεταστροφή» του (δεν είναι τυχαίο ότι καταφεύγεις, ακόμα κι αν δεν το κάνεις με πρόθεση, σε έναν βαριά φορτισμένο, θρησκευτικό, θεολογικό όρο, που χρησιμοποιείται συνήθως για να μεταφράσει το «religious conversion»), η παύλεια μεταστροφή, λοιπόν, του Γεωργιάδη από διώκτη και συκοφάντη των Εβραίων σε «μεταμελημένο φίλο» τους ανοίγει μια σειρά από σημαντικά ερωτήματα: Γιατί ένας τσιρίζων πρώην ακροδεξιός αισθάνεται ξαφνικά την ανάγκη να «μεταστραφεί» σε πρότυπο ακροκεντρώο φιλελεύθερο που ζητάει συγχωροχάρτι από την εβραϊκή κοινότητα; Τι τον ώθησε σε αυτή την αλλαγή (εντελώς αυθόρμητη και χωρίς εξαναγκασμό, μας βεβαιώνεις εσύ, σαν να τον ξέρεις προσωπικά και να εγγυάσαι γι’ αυτό); Και αν οι Εβραίοι δεν αντιπροσωπεύουν τον εχθρό για τον «νέο» Γεωργιάδη, τι αντιπροσωπεύουν πλέον? Και ποιος παραμένει εχθρός ή ποιος παίρνει τη θέση τους; Τι σημαίνει όλο αυτό για τις μεταλλάξεις, μετατοπίσεις, την ιδεολογική συνοχή και δυναμική της ελληνικής και της ευρωπαϊκής πολιτικής σκηνής, και της ευρωπαϊκής και ελληνικής δεξιάς και ακροδεξιάς συγκεκριμένα; Ποια ιδεολογική ανάγκη εξυπηρετεί και σε ποια (υποκειμενική και υπερ-υποκειμενική) πολιτική στρατηγική εντάσσεται;
    Κανένα από αυτά τα ερωτήματα δεν τίθενται στο κείμενό σου, δεν υπάρχει η παραμικρή προσπάθεια απάντησης ή κριτικής επεξεργασίας τους. Αυτό που έχουμε, αντιθέτως, είναι η εξής κραυγή: «Θαύμα! Θαύμα! Ο Γεωργιάδης μετεστράφη!» (θα τον φώτισε ο Θεός, φαίνεται, αφού δεν μας αφήνεις περιθώριο για άλλη εξήγηση). «Μην αμφιβάλλετε! Μην είστε μίζεροι! Πιστέψτε! Είναι αυτό που βλέπετε! Τα φαινόμενα δεν απατούν! Όλοι είμαστε ό,τι δηλώσουμε και όλα είναι αυτό που φαίνονται! Ας πανηγυρίσουμε, λοιπόν, για το θαύμα και για τη μεγάλη νίκη που σημειώθηκε επί του αντισημιτισμού και του ρατσισμού» (με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, υποθέτω, καθώς δεν μας δίνεται κάποια άλλη ερμηνεία).
    Φυσικά καμία νίκη επί του ρατσισμού και του αντισημιτισμού δεν σημειώθηκε ούτε στην Ελλάδα ούτε στην υπόλοιπη Ευρώπη. Άλλωστε ο ρατσισμός με τη μορφή της ισλαμοφοβίας έχει χτυπήσει κόκκινο, ενώ ο αντισημιτισμός είναι στα καλύτερά του από την εποχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και στη χώρα μας και στην υπόλοιπη Δύση σύμφωνα με όλες τις μετρήσεις, τα γκάλοπ και τις εκθέσεις των σχετικών ερευνητών. Και το τρίτο κόμμα στο ελληνικό κοινοβούλιο κάνει ακόμα και τον «παλιό» Γεωργιάδη να μοιάζει με φιλοσημίτη.
    Αλλά ας μη σου χαλάσω περισσότερο τα «χαράς ευαγγέλια» (που λέει και ο Ακάθιστος Ύμνος) . Θα κλείσω επαναλαμβάνοντας απλώς τα δικά σου λόγια: «Η προσέγγιση αυτή είναι μία πολιτικά αυτοκτονική ένδειξη αναλφαβητισμού».

    Μου αρέσει!

    • To σχόλιο απορρίπτεται από την τρίτη φράση.
      Διάβασα μόνο μέχρι εκεί, και διαπίστωσα ότι είσαι αδιάβαστος και αδυνατείς να κατανοήσεις μία τόσο απλή και εύληπτη θέση.
      … αν ισχύει απλώς ότι «ό,τι δηλώνω, είμαι» …
      Όχι, Κωσταντή, δεν ισχύει.
      Πουθενά στην ανάρτηση αυτή -ή σε οποιαδήποτε άλλη- δεν έχω ασχοληθεί με το τι «είναι» κανείς. Ακριβώς δυνάμει αυτής της αντιουσιοκρατίας.
      Εγώ δεν είπα ότι ο Γεωργιάδης «είναι» ό,τι δηλώνει.
      Είπα ότι δεν μπορούμε να ξέρουμε τι «είναι» πραγματικά, ούτε και μας ενδιαφέρει, εκτός κι «είμαστε ο ψυχαναλυτής ή ο εξομολογητής του ενδιαφερομένου (μερικές φορές ούτε και τότε)». [copy paste αυτολεξεί από το σημείωμα].
      Είπα επίσης -και ξαναλέω- ότι αυτό που δηλώνει κανείς είναι περισσότερο πραγματικό, εξάλλου είναι το μόνο που μπορούμε να ξέρουμε επειδή είναι δημόσιο, και είναι αυτό που έχει σημασία στην πολιτική.
      Διάβασε καλύτερα και ξαναπέρνα.

      Μου αρέσει!

  4. Παράθεμα: Αίτημα αρχειοθέτησης δικογραφιών σε βάρος Αχμέτ Μετέ για αντισημιτισμό – RACIST CRIMES WATCH

  5. Ο/Η Socrates Rallis λέει:

    πάντα λέω πώς όλοι μας κάποια φορά έχουμε το δικαίωμα της μεταστροφής, να αναγνωρίζουμε μια λάθος θέση που υποστηρίζαμε με πάθος, παλαιότερα- και δεν πρέπει να είμαστε ένοχοι για αυτό -υπόλογοι, ίσως, ναι. Αυτό που έμαθα σήμερα είναι ότι η άποψή μου αυτή είναι αντι-ουσιοκρατική -νόμιζα ότι η ουσιοκρατία είναι όρος πιο στενός της φιλοσοφικής θεωρίας-, δεν το ήξερα. Επίσης, συμφωνώ -αν και, ομολογουμένως, το παραδέχομαι δύσκολα- ως προς την αριστερή μελαγχολία και συντηρητισμό, με τον τρόπο που το θέτετε.
    Συμφωνώ και ως προς την αξία, και το βάρος, που έχει μια δήλωση που γίνεται δημόσια, και εν προκειμένω είναι επιτυχία η αποκήρυξη. Συμφωνώ, ότι είναι αφελές να πιστεύουμε
    ότι η πολιτική είναι καταρχήν ειλικρινής και ως εκ τούτου να αντιμετωπίζουμε μια πολιτική δήλωση ως κάτι περισσότερο από κατεξοχήν διπλωματική. Αυτό, δηλαδή, μπορεί να μην είναι ουσιοκρατία, είναι ωστόσο, καθαρός καιροσκοπισμός. Όπως, η περίπτωση του Γεωργιάδη. Ναι, δηλαδή, «να κάνουμε και τους υπόλοιπους ρατσιστές να ντρέπονται για το ρατσισμό τους» -συμφωνώ, όμως η κύρια δεξαμενή των ψήφων του που, επί το πλείστον, είναι εθνικιστές, ρατσιστές, ακροδεξιοί, δεν φαίνεται να πείθεται ή να απογοητεύεται από την προδοτική μεταμέλειά του, και επιμένει να τον εκλέγει ως έναν από τους δημοφιλέστερους της εκλογικής του περιφέρειας. Εκτός πια, αν οι προαναφερθέντες, ως πιστοί ακόλουθοι του Γεωργιάδη, δεχτούμε ότι αποκήρυξαν αυτόματα και αυτοί μαζί του τον αντισημιτισμό. Πράγμα που θα είχε αξία αν ήταν αληθινό, αλλά είναι μάλλον απίθανο.
    Δηλαδή, σκέφτομαι, πως αν σε πρώτο επίπεδο έχει σημασία η αποκήρυξη, σε δεύτερο επίπεδο θα είχε μεγαλύτερη σημασία αν αυτή οδηγούσε σε πολιτική «διόρθωση» και των ιδεών των ψηφοφόρων του, όπου αυτοί θα πείθονταν, από την κίνηση του Γεωργιάδη, ότι είναι στείρα «εδραιωμένη ουσιοκρατία» ότι δεν μεταβάλλεται η πρωταρχική τους αντισημιτική ιδεολογία. Δηλαδή, δεν είναι χρέος, μόνο των αριστερών να αποτινάξουν τον δογματισμό της ουσιοκρατίας τους. Στο κάτω-κάτω οι αντισημίτες είναι το πρόβλημα και όχι οι αντί-αντισημίτες.
    Ευχαριστώ

    Μου αρέσει!

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.