Ελληνική κρίση,Πλήθος,Πολιτική

(ΠΩΣ) ΨΗΦΙΖΕΙ ΤΟ ΠΛΗΘΟΣ; ΓΙΑ ΜΙΑ ΜΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ

του Άκη Γαβριηλίδη

 

Η παρουσίασή μου θα εστιαστεί σε δύο ζητήματα, ένα πρακτικό και ένα θεωρητικό.

Συζητάμε τις παραμονές βουλευτικών εκλογών [*]. Σε τέτοιες περιόδους εύλογα ανακύπτει το ερώτημα: Τι πρέπει να κάνουμε σε αυτές τις εκλογές;

Για να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα, θα ήταν χρήσιμο να θέσουμε προηγουμένως ένα άλλο:

Πώς ψηφίζει ο κόσμος;

Θεωρώ το ερώτημα αυτό αναγκαίο διότι τον τελευταίο καιρό υπάρχει πράγματι μια αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο οι ψηφοφόροι αντιμετωπίζουν την ιδιότητά τους αυτή. Ή ίσως τα πράγματα να ήταν από καιρό έτσι και εμείς να μην το είχαμε καταλάβει.

Το δεύτερο, πιο θεωρητικό ερώτημα, είναι, πώς συλλαμβάνουμε νοητικά αυτή τη δραστηριότητα, τι ερμηνευτικά σχήματα έχουμε για να την κατανοήσουμε.

(Η διάκριση είναι χρηστική και συμβατική, διότι προφανώς ο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι επιλέγουν τι θα ψηφίσουν συνδέεται ήδη με το νόημα που αποδίδουν στην ψήφο τους και στην εκλογική διαδικασία συνολικά, άρα με τη σκέψη. To ερώτημα περί του νοήματος δεν είναι αρμοδιότητα κάποιας ειδικής ομάδας ανθρώπων, που ανήκουν σε ένα άλλο σύνολο ή υποσύνολο· τοποθετείται στο ίδιο επίπεδο με το πρώτο).

 

Ι.

 

Θεωρώ ότι, στις εκλογές του Μαΐου του 2012, η επιλογή του κόσμου σε μεγάλο βαθμό καθορίστηκε –και πιθανότατα σε αυτές του Ιουνίου θα καθοριστεί ακόμη περισσότερο- από ένα νέο σκεπτικό, ριζικά διαφορετικό απ’ ό,τι παλιότερα.

Επί τρία περίπου χρόνια, η κατάσταση στην οποία βρέθηκε η ελληνική κοινωνία, και το μήνυμα το οποίο έπαιρνε από όλες τις κατευθύνσεις, και ιδίως από όσους είχαν την πολιτική εξουσία, έμμεσα ή και ρητά μερικές φορές, ήταν: «η κατάσταση είναι χάλια, η ζωή σας θα γίνει άνω κάτω, έχει ήδη γίνει και όσο μπορεί να προβλέψει κανείς στο μέλλον θα συνεχίσει να είναι έτσι, δεν υπάρχει τίποτε που να μπορεί να γίνει γι’ αυτό, δεν φταίει κανείς, εσείς φταίτε, όλα αυτά αποφασίζονται αλλού, σε επίπεδο διεθνές, εμείς δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα». Η ελληνική κοινωνία λοιπόν σκέφτηκε να χρησιμοποιήσει τις εκλογές ως ευκαιρία για να κάνει παρόλα αυτά κάτι, ή μάλλον να πει κάτι, ή, καλύτερα, να κάνει κάτι λέγοντάς το (επιτελεστικότητα). Αφού αυτοί που λέγανε ότι δεν είναι δυνατό, και ενίοτε ούτε καν επιθυμητό, να γίνει κάτι, να τροποποιηθεί αυτή η πορεία, ήτανε κατεξοχήν τα μέχρι τότε «μεγάλα κόμματα», (τα οποία εξάλλου είχαν ήδη προσυπογράψει, κυριολεκτικά και μεταφορικά, την ακολουθούμενη πορεία), ο κόσμος επέλεξε την έξοδο από το μαντρί των δύο αυτών κομμάτων· και προτίμησε οτιδήποτε θεωρούσε ότι μπορεί να λειτουργήσει ως ένα μήνυμα ότι δεν αποδέχεται αυτή την πορεία, ότι υπάρχει ένα πρόβλημα, ότι το αναπότρεπτο αυτής της εξέλιξης δεν είναι κάτι που γίνεται αδιαμαρτύρητα δεκτό. Ο κόσμος γνώριζε ότι, αν ξαναψηφίσει τα δύο αυτά κόμματα, όλοι –και ιδίως αυτοί από τους οποίους εξαρτάται αυτή η πορεία- θα εκλάβουν και θα ερμηνεύσουν την επιλογή αυτή ως ένδειξη ότι το ζήτημα έχει κλείσει, τα πράγματα βαίνουν ομαλώς, και ως «πράσινο φως» για να πάψουν πλέον να ασχολούνται με το φάκελο «λιτότητα στην Ελλάδα». Επέλεξε λοιπόν να κρατήσει ανοιχτό το ζήτημα, να θέσει στη δημόσια συζήτηση την άποψη ότι κάτι δεν πάει καλά, κάτι δεν μπορεί να κλείσει. Και επέλεξε να χρησιμοποιήσει ακριβώς την ψήφο του ως εργαλείο προς το σκοπό αυτό, να ψηφίσει με βάση αυτό το κριτήριο.

Η προσφορότητα αυτού του μέσου έγκειται στο ότι, με βάση τη σύμβαση με την οποία λειτουργεί το πολιτικό επίπεδο στην Ελλάδα και στην ΕΕ, οι λεγόμενες «επιλογές του ελληνικού [του βελγικού, του ιρλανδικού κ.ο.κ.] λαού» είναι κάτι που δεν μπορεί κανείς να το αμφισβητήσει, τουλάχιστον ευθέως. Ως εκ τούτου, το πλήθος γνωρίζει ότι η ψήφος μας μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως όπλο που να μπλοκάρει μία (εμφανιζόμενη ως) «αναπότρεπτη πορεία». Αν μέχρι τώρα όλοι μάς λέγανε «χρωστάτε, έτσι λένε τα νούμερα και η οικονομία, αυτό είναι ένα αντικειμενικό δεδομένο, κόψτε το λαιμό σας και προσαρμοστείτε», το αποτέλεσμα μιας εκλογής μπορεί να γίνει το δικό μας «αντικειμενικό δεδομένο» στο οποίο πρέπει αυτοί να «κόψουν το λαιμό τους και να προσαρμοστούν» (αν δεν θέλουν να αυτοαναιρεθούν).

 

Θεωρώ ότι οι μέχρι τώρα διαμορφωμένοι πολιτικοί χώροι, οι θεωρητικές και πρακτικές παραδόσεις και τα πλαίσια νοηματοδότησης της πολιτικής που διέθεταν, δεν είχαν υποδοχές για κάτι τέτοιο, δεν ήταν έτοιμες να ακούσουν, να διαχειριστούν και να συνομιλήσουν με μία τέτοια πολιτική επιτελεστικότητα.

 

  • Παραδοσιακά, μέχρι τώρα η στάση του αναρχικού χώρου συνίστατο στην πλήρη, θεωρητικοποιημένη και διακηρυγμένη άρνηση προς οτιδήποτε είχε να κάνει με εκλογές, και μάλιστα συχνά στην αντίθεση προς τις εκλογές και στην προπαγάνδιση της υπονόμευσής τους –ή πάντως της αποχής από αυτές.

Στις εκλογικές αναμετρήσεις τού 2012, η στάση αυτή βρέθηκε σε αμηχανία, και προβλήθηκε πολύ λιγότερο, αν όχι καθόλου.

Ούτε όμως προβλήθηκε και κάποια άλλη εναλλακτική στάση. Υπάρχει η γενική αίσθηση ότι πολλοί αναρχικοί ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ, κατά έναν τρόπο όμως βουβό, χωρίς να θεωρητικοποιήσουν και να εξηγήσουν δημόσια την επιλογή τους αυτή.

Η αμηχανία αυτή συνδέεται με την αφλογιστία του γνωστού σλόγκαν «αν οι εκλογές άλλαζαν τη ζωή μας θα ήταν παράνομες». Στην παρούσα περίπτωση, είναι εκ των πραγμάτων φανερό ότι το αρνητικό αυτό κριτήριο ισχύει πολύ περισσότερο όχι για τη συμμετοχή στις εκλογές, αλλά για την αποχή από αυτές· σε συνθήκες κατά τις οποίες έχει κανείς τη δυνατότητα να προκαλέσει πολύ μεγαλύτερη υπονόμευση και αναταραχή στο εθνικό, αλλά και στο διεθνές, εδραιωμένο πολιτικό πλαίσιο ψηφίζοντας μάλλον παρά απέχοντας, η επιλογή της αποχής φαίνεται να συνιστά απλώς απραξία και παράλυση. Προπαντός δεν φαίνεται να συνιστά έξοδο, αλλά παραμονή στο κουτάκι της «αστυνόμευσης» (με την έννοια του Ρανσιέρ), στην επιβεβαίωση της κατανομής των θέσεων που προβλέπονται εκ των προτέρων για τον καθένα.

 

Η αλλαγή λοιπόν για την οποία μιλάω θα μπορούσε να διατυπωθεί ως εξής:

η άρνηση των αναρχικών μέχρι τώρα βασιζόταν στην παραδοχή ότι οι εκλογές συνιστούν αντιπροσωπευτικό-αντιδημοκρατικό μηχανισμό και, ως τέτοιες, υπάρχει φόβος να «μολύνουν» όποιον εισέλθει και αναμιχθεί με αυτόν. Ο φόβος αυτός βασιζόταν στην μέχρι τώρα φορντικού τύπου «μονογαμική» σχέση των ψηφοφόρων με το κόμμα «τους»: στην πεποίθηση δηλαδή ότι όποιος «μπαίνει» στη σχέση αυτή, πολύ δύσκολα ξαναβγαίνει. Ωστόσο, η συμπεριφορά μεγάλου μέρους του εκλογικού σώματος δείχνει ότι αυτή η πίστη και η μονιμότητα δεν διέπει πλέον τη σχέση τους με το (τα) κόμμα(-τα) που ψηφίζουν. Ίσως η επαφή αυτή να μην είναι τόσο ανεπανόρθωτη, ίσως να υπάρχει ζωή και μετά την αντιπροσώπευση. Ο κόσμος φαίνεται ότι εμπράκτως έχει ξεπεράσει το φόβο μήπως λερώσει τα χέρια του, και ότι αντιθέτως έχει εμπιστοσύνη στη δική του ικανότητα να μεταδώσει αυτός τον δικό του ιό στο (θεωρούμενο ως) «κεντρικό» πολιτικό επίπεδο, να το μολύνει με το νομαδισμό και την αστάθειά του αντί να παγιδευτεί αυτός στην εγκατάσταση και την παγίωση που το χαρακτηρίζει. Οι αναρχικοί συνιστούσαν στο πλήθος να μην εισέλθει στους αντιπροσωπευτικούς μηχανισμούς για να μην παγιδευτεί μέσα σε αυτούς, αλλά το πλήθος επινόησε μία χρήση των μηχανισμών που η ίδια συνιστά έξοδο. Ο φόβος απέναντι στην εκλογική διαδικασία συνδεόταν με το φόβο ότι οι κομματικοί μηχανισμοί καθιστούν τους ψηφοφόρους υποχείριά τους. Ωστόσο, το πλήθος έδειξε ότι μπορεί και το ίδιο να σκέφτεται και να χρησιμοποιεί τα κόμματα ως δικά του εργαλεία.

 

  • Ένα άλλο ερμηνευτικό σχήμα που τίθεται σε δοκιμασία κατά τις εκλογές αυτές, και πιο συγκεκριμένα κατά την πολεμική εναντίον τού ΣΥΡΙΖΑ από αντίπαλους πολιτικούς σχηματισμούς, δημοσιογράφους και σχολιαστές, είναι εκείνο του «ακραίου κέντρου». Μετά την άνοδο του συγκεκριμένου κόμματος το Μάιο και τη διαφαινόμενη ακόμα μεγαλύτερη άνοδο τον Ιούνιο, πολλοί, (συνήθως οι ίδιοι που κατά την περίοδο των κινητοποιήσεων των Αγανακτισμένων στηλίτευαν τον παραλογισμό και την αντιφατικότητα της κίνησης των μαζών[1]), επιστράτευσαν το επιχείρημα ότι «ο Τσίπρας προσελκύει τις μάζες επειδή είναι λαϊκιστής και δίνει ακατάσχετα υποσχέσεις τις οποίες εάν εκλεγεί δεν θα καταφέρει να τηρήσει».

Το επιχείρημα αυτό, ότι «ο λαός είναι ανώριμος και επιθυμεί άμεση απόλαυση, ενώ εμείς οι ώριμοι [άνδρες] διανοούμενοι πρέπει να του μάθουμε να αναστέλλει και να περιμένει», πιστό στην (ψευδο)αριστοκρατική οπτική τού «μίσους της δημοκρατίας», είναι για μία ακόμη φορά εκτός θέματος, και περιέχει το ίδιο περισσότερη αφέλεια απ’ όση καταλογίζει στους άλλους· διότι βασίζεται στην ορθολογιστική αυταπάτη: ότι αιτία της επιθυμίας είναι μία υπόσχεση (την οποία δίνει ρητά ο Α, ο δε Β πιστεύει ότι θα την πραγματοποιήσει στο μέλλον και γι’ αυτό αποφασίζει να «επενδύσει» σε αυτόν και να συμβληθεί μαζί του μετά την δόση της υπόσχεσης).

Με άλλα λόγια, η σκέψη των εκσυγχρονιστών-διαφωτιστών διανοουμένων αποδίδει στους εκλογείς μία συμπεριφορά βασισμένη στην ορθολογική επιλογή· μια συμπεριφορά οικονομούντος υποκειμένου/ καταναλωτή ο οποίος προσέρχεται στην αγορά και συνάπτει ιδιωτικές συμβάσεις με βάση το συμφέρον του. Και αυτό, σημειωτέον, την ίδια στιγμή που τους κατηγορεί ότι φέρονται ανορθολογικά (δηλ. εμπαθώς· ότι παρασύρονται από την επιθυμία τους και πιστεύουν ότι είναι δυνατό να συνεχίσουν επ’ άπειρον μία αισχρή απόλαυση την οποία δεν δικαιούνται και η οποία «αντικειμενικά» είναι αδύνατη)[2].

Αυτό που παραβλέπει αυτή η κριτική, (καθώς και το αναγκαίο συμπέρασμα και συμπλήρωμά της, ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ του 2012 είναι μία επανάληψη του ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του 80»), είναι και εδώ η αυτονομία των επιθυμιών του πλήθους, το γεγονός ότι η επιλογή των ανθρώπων στην κάλπη έχει η ίδια επιτελεστικό και μετασχηματιστικό χαρακτήρα. Οι άνθρωποι, ψηφίζοντας, δεν επιλέγουν εκ περισσοτέρων δυνατών εκείνο το καταναλωτικό προϊόν του οποίου οι πάγιες ιδιότητες συμφωνούν με κάποιες εξίσου παγιωμένες και γνωστές εκ των προτέρων απαιτήσεις/ προσδοκίες τους, αλλά διαμορφώνουν ταυτόχρονα τις ιδιότητες και τη φυσιογνωμία του πολιτικού σχηματισμού που επιλέγουν, βάζουν αυτοί τη σφραγίδα τους πάνω στο σχηματισμό αυτό αντί να δέχονται από αυτόν κάποια ανεξίτηλη σφραγίδα. Σε βαθμό που, για τη σύναψη αυτού του –ούτως ή άλλως προσωρινού και υπό αίρεση- «συμβολαίου», η «υπόσχεση» του εντολοδόχου, το πρόγραμμά του κ.ο.κ., έχει μικρότερη σημασία και είναι λιγότερο καθοριστικό από το στοιχείο των προτεραιοτήτων και των απαιτήσεων των εντολοδοτών. Αλλά, κυρίως, το ίδιο το «συμβόλαιο» –δηλαδή η συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσότερων συμβαλλομένων ότι ο ένας από αυτούς θα πράξει κάτι στο μέλλον με αντάλλαγμα να τον ψηφίσουν οι άλλοι τώρα- έχει μικρότερη σημασία από τα αποτελέσματα τα οποία παράγει ήδη στο παρόν η δήλωση προτίμησης.

Κατά τις τηλεοπτικές και άλλες συζητήσεις της προεκλογικής περιόδου, όσοι ήθελαν να αποδυναμώσουν το συγκεκριμένο κόμμα, με επίμονη επαναληπτικότητα έθεταν ερωτήματα όπως: «Τι θα κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ άμα εκλεγεί;» «Έχετε πρόγραμμα; Έχετε πλάνο Β;» «Υπάρχουν πολλές συνιστώσες, ποια απ’ όλες εκφράζει τη θέση του ΣΥΡΙΖΑ;» και άλλα παρόμοια. Ωστόσο, το βασικό ερώτημα δεν είναι τι θα κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ εάν και όταν εκλεγεί. Είναι: τι κάνει ο ελληνικός λαός ψηφίζοντας τώρα τον ΣΥΡΙΖΑ. Γι’ αυτό και η επισήμανση της «ασάφειας» αυτής της επιλογής, και της συνακόλουθης «επικινδυνότητας» και του «ρίσκου» που συνεπαγόταν, πιθανότατα συντέλεσε στην εκλογική επιτυχία του συνδυασμού, ή πάντως δεν την απέτρεψε. Διότι η (μη στρατηγική) στρατηγική του πλήθους επιδίωκε και ήθελε να χρησιμοποιήσει θετικά το ρίσκο και την αβεβαιότητα, ως μία σχεσιακή δράση επί δράσεων (και όχι επί πραγμάτων). Σε ένα τοπίο όπου η μόνη σαφήνεια και η μόνη βεβαιότητα που υπάρχει ως εναλλακτική λύση είναι η αποτυχία και η καταστροφή, το να επιθυμείς μεγαλύτερη ρευστότητα και ασάφεια είναι όχι μόνο κατανοητό, αλλά και απολύτως ορθολογικό και σκόπιμο από την άποψη της (μη στρατηγικής) στρατηγικής.

 

Θεωρώ ότι δείγματα αυτής της πληθυντικής αντιμετώπισης και «ευκαιριακής» χρησιμοποίησης των εκλογών υπήρχαν και παλιότερα: αυτή ακριβώς η τάση εκδηλώθηκε κατά τις τελευταίες δημοτικές εκλογές με την υπερψήφιση του Mπουτάρη στη Θεσσαλονίκη και του Καμίνη στην Αθήνα. Και επίσης, αντίστροφα, η ίδια ακριβώς αφλογιστία χαρακτηρίζει τις κριτικές που διατυπώνονται, από προσκείμενους στο ΣΥΡΙΖΑ αυτή τη φορά, εναντίον των δύο αυτών δημάρχων, και οι οποίες είναι ταυτόσημες με τις κριτικές των αντι-ΣΥΡΙΖικών που μόλις αναφέραμε παραπάνω. Η μόνη διαφορά είναι ο χρόνος (του ρήματος): οι ΠΑΣΟΚοι και Νεοδημοκράτες ωρύονταν «ο ΣΥΡΙΖΑ θα διαψεύσει τις ετερόκλητες προσδοκίες όσων θα τον ψηφίσουν», ενώ οι ΣΥΡΙΖικοί επιμένουν ήδη ότι «ο Μπουτάρης (/ ο Καμίνης) διέψευσαν τις ετερόκλητες προσδοκίες όσων τους ψήφισαν» [υπονοώντας: «άρα αναμένουμε από αυτούς να πάψουν να τους ψηφίζουν»]. Και οι δύο αποτυγχάνουν, διότι δεν μπορούν να αντιληφθούν ότι η ψήφος, τόσο στη μια όσο και στην άλλη περίπτωση, δεν ήταν «πολυσυλλεκτική» –σύμφωνα με τον όρο της παραδοσιακής εκλογομετρίας-, αλλά ήταν νομαδική. Ήταν μία ψήφος queer.

 

  • Όπως δείχνει λοιπόν η τελευταία παρατήρηση, για τους ίδιους λόγους προκύπτει και η συμμετρική χρεωκοπία του βασικού νοητικού εργαλείου που είχε μέχρι τώρα η ελληνική αριστερά, το οποίο εξίσου βασιζόταν σε μια ιεραρχική-διαφωτιστική παράδοση: «αυθόρμητη –μερική κοινωνική δράση/ κινήματα vs. πολιτικοποίηση/ συνειδητοποίηση/ συνολικοποίηση».

Στο πλαίσιο αυτής της προσέγγισης, το επίπεδο της κυβέρνησης και του κράτους αναγορευόταν πάντοτε ως το «βασικό», το ιεραρχικά σημαντικότερο, πράγμα που συνεπαγόταν την κεντρική σημασία της εκλογικής διαδικασίας και την αναγόρευε σε «υπέρ πάντων αγώνα» για τα κόμματα της αριστεράς –ακόμα και αυτής που, εκ προθέσεως ή εκ του αποτελέσματος, χαρακτηριζόταν παραδοσιακά ως «εξωκοινοβουλευτική». Ταυτόχρονα, τα ίδια αυτά κόμματα δήλωναν παγίως και επίμονα ότι η εκλογική επίδοση, αν και αναγκαία, δεν είναι πάντως επαρκής συνθήκη για να επέλθει ο ουσιαστικός κοινωνικός μετασχηματισμός, στη βάση τού ότι «σε τελική ανάλυση το δίκιο κρίνεται στο δρόμο» και ότι «η όποια επιτυχία στο πολιτικό επίπεδο είναι εύθραυστη αν δεν συνοδεύεται και δεν στηρίζεται από κοινωνική κινητοποίηση».

Το πρόβλημα με την προσέγγιση αυτή δεν είναι η όποια «αντιφατικότητα» ή «υποκρισία» της, ούτε η αδυναμία να χαραχθεί σαφώς στην πρακτική η διάκριση μεταξύ των δύο επιπέδων, –πράγμα ως ένα βαθμό αναπόφευκτο-, αλλά πάνω απ’ όλα το γεγονός ότι δεν υφίσταται πλέον η ίδια η διάκριση καθαυτή, ούτε καν στη «θεωρία»: τα επίπεδα δεν είναι πλέον δύο. Είναι ένα, και ταυτόχρονα πολλαπλά. Το πλήθος αρχίζει να αντιμετωπίζει πλέον τις λειτουργίες της αντιπροσώπευσης όχι ως «ένα άλλο επίπεδο» που να είναι υπεράνω της «απλής» κοινωνικής δράσης, αλλά ως τμήμα του ίδιου εμμενούς σύμπαντος. Το οποίο τμήμα, αν και εξακολουθεί να αποκαλείται «κράτος», πάντως δεν αποτελεί «κράτος εν κράτει»· υπόκειται στους ίδιους καθορισμούς, χαρακτηρίζεται από τους ίδιους καταναγκασμούς και διαθέτει τις ίδιες ελευθερίες –φυσικά τροποποιημένες κατά περίσταση ανάλογα με τις γενικότερες συνθήκες- με τις δυνάμεις που παραδοσιακά κατατάσσαμε στην «κοινωνία των πολιτών».

Σε αυτό συντέλεσε το ότι, κατά τα τελευταία δύο τουλάχιστον χρόνια, στην καθημερινή ζωή και εμπειρία των πολιτών, η βουλή, ή πάντως η διαβούλευση, είχε κατέβει στο «δρόμο», ενώ ο «δρόμος» –ή η πλατεία- είχαν εισβάλει, μεταφορικά και παρά λίγο και κυριολεκτικά, μέσα στη Βουλή. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι λεγόμενοι «κοινοί» άνθρωποι να ξεπεράσουν το δέος και την απόσταση με την οποία αντιμετώπιζαν ως τώρα τους φορείς της εξουσίας, ενώ ειδικά τους βουλευτές, όπως είναι γνωστό, τους αντιμετώπισαν όχι μόνο ως ίσους αλλά και ως κατώτερους, άξιους περιφρόνησης.

 

ΙΙ.

 

Θεωρώ ότι η αλλαγή αυτή στον τρόπο με τον οποίο το πλήθος στέκεται απέναντι στο κράτος (και επίσης κινείται μέσα ή/ και έξω από το κράτος, γύρω, πίσω, πάνω, ή απλώς μακριά από αυτό), αυτή η αποδόμηση της διάκρισης στρατηγικής/ τακτικής, ανώτερου/ κατώτερου επιπέδου, μας αναγκάζει να επανεξετάσουμε μια σειρά από θεωρητικά μοντέλα τα οποία διαθέταμε μέχρι σήμερα για να σκεφτόμαστε το πολιτικό εδώ και μερικές τουλάχιστον δεκαετίες στο πλαίσιο της μετασχηματιστικής-χειραφετητικής προοπτικής. Για παράδειγμα, μας οδηγεί να αναρωτηθούμε αν η διάκριση οικονομικού/ πολιτικού εξακολουθεί να ισχύει κατά τον ίδιο τρόπο, έστω και με την τροποποίηση περί «σχετικής αυτονομίας» του δεύτερου από το πρώτο που εισήγαγε τη δεκαετία του 70 ο Νίκος Πουλαντζάς. Στα προηγούμενα περιέγραψα δύο μόνο από τους τρόπους με τους οποίους το πλήθος έχει υπονομεύσει αυτή τη διάκριση: χρησιμοποιώντας την ψήφο του ως οιονεί «οικονομικό» με την παραδοσιακή έννοια δεδομένο, (δηλ. ως «αναπόδραστο» στοιχείο, ως απαράκαμπτη σταθερά), και αντίστροφα «εμβολιάζοντας» την πολιτική (το αστάθμητο, το διαφιλονικούμενο, τον ανταγωνισμό) μέσα στους θεωρούμενους ως «καθαρά οικονομικούς» υπολογισμούς της νεοφιλελεύθερης κυβερνοοτροπίας, αναγκάζοντας όλους τους χρηματιστές και τους βαθμολογητές να σκύβουν να διαβάσουν κάθε μέρα τι συμβαίνει με τις κινητοποιήσεις και τις εκλογές στην Ελλάδα.

 

Σε αντίθεση με τη σύλληψη του κράτους ως «συμπύκνωσης ενός συσχετισμού ταξικών δυνάμεων», με την οποία συνδέθηκε η προσέγγιση της «σχετικής αυτονομίας», αρχίζει να εμφανίζεται ως πιο ενδιαφέρουσα και θεωρητικά γόνιμη η εναλλακτική ιδέα των Ντελέζ και Γκουαταρί «να σκεφτούμε μια κοινωνία με βάση όχι τις αντιθέσεις της, αλλά τις γραμμές φυγής της»[3]. Μια ιδέα η οποία υπό άλλες συνθήκες ίσως ακουγόταν ως απλώς ποιητική και αιθεροβάμων, άσχετη με την «πραγματική» πολιτική, αλλά στις σημερινές συνθήκες φαίνεται να συνιστά την πιο πραγματιστική και πεζή προσέγγιση.

Πρόκειται φυσικά για μία μεταφορά. Το ίδιο όμως ισχύει και για τη διατύπωση περί «συμπύκνωσης ενός συσχετισμού δυνάμεων». Εν τοιαύτη περιπτώσει, θα πρέπει να ξαναδούμε τις μεταφορές και τις εικόνες μας και να αναρωτηθούμε τι σημαίνουν (και επίσης, πώς σημαίνουν). Το κράτος μπορεί να είναι πράγματι μία «συμπύκνωση», αλλά, υπό ορισμένες συνθήκες, η συμπύκνωση ίσως να μην είναι το πιο σημαντικό ή το πιο ενδιαφέρον· για την κοινωνική χειραφέτηση, πιθανόν να είναι σημαντικότερη η αραίωση των δυνάμεων, η διασπορά τους.

Αυτό που οδήγησε μεγάλο αριθμό ψηφοφόρων να επιλέξουν τον ΣΥΡΙΖΑ, σε αντίθεση προς όσα φαντάζονται αρκετά μέλη και φίλοι του ή ίσως φοβούνται αρκετοί αντίπαλοί του, δεν ήταν ο «ταξικός καθορισμός». Εάν τουλάχιστον με αυτό εννοούμε την έκφραση μιας προϋπάρχουσας σταθερής ταυτότητας, νοούμενης ως ένα σύνολο συμφερόντων, ως κατάληψη ενός συγκεκριμένου σημείου μέσα σε έναν ιεραρχικό πίνακα κατανομής θέσεων με βάση το εισόδημα, τη σχέση με τα μέσα παραγωγής, το «συμβολικό κεφάλαιο» κ.λπ.[4] Θεωρώ λοιπόν άστοχη την ερμηνεία ότι ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε απήχηση επειδή εξέφρασε τον «κόσμο» ή το «στρατόπεδο» της εργασίας ή τον «παραγωγικό κορμό της ελληνικής κοινωνίας». Η ερμηνεία αυτή βασίζεται ακόμα στο σχήμα των δύο επιπέδων, δηλαδή στην εικόνα κατά την οποία υπάρχει ένα «κοινωνικο-οικονομικό» επίπεδο που βρίσκεται «κάτω», και ότι ως εκ τούτου τίθεται ζήτημα να βρούμε την κατάλληλη επιλογή στο «ανώτερο/ κεντρικό» επίπεδο η οποία να αντιστοιχεί πιστά σε κάθε θέση του «κάτω επιπέδου». Κάτι τέτοιο όμως όπως είπα δεν ισχύει. Η επιλογή της ψήφου σε αυτές τις εκλογές δεν είχε αξία και νόημα εισόδου (ή παραμονής) σε ένα στρατόπεδο, αλλά κυρίως εξόδου[5].

 

Περαιτέρω, αυτή η εκλογική και πολιτική συμπεριφορά ίσως σκιαγραφεί τη δυνατότητα –αν όχι την πραγματικότητα- άσκησης πολιτικής χωρίς την ηγεμονία, ακόμα και στην εκδοχή του ώριμου Λακλάου περί «αναγκαίου (ή έστω αναπόφευκτου) λαϊκισμού».

Απλουστευτικά, κατά την εκδοχή αυτή το πολιτικό χαρακτηρίζεται καταστατικά από τη ρευστότητα των νοημάτων, και ηγεμόνας αναδεικνύεται αυτός που καταφέρνει να προσδώσει και να κάνει αποδεκτό από τους άλλους το δικό του νόημα, επινοώντας το κατάλληλο «σημείο διαρραφής» που θα οργανώσει τα καθαυτά κενά σημαίνοντα. Ωστόσο, οι εξελίξεις των τελευταίων ετών –οι εκλογικές και όχι μόνο- ίσως να μας οδηγούν να σκεφτούμε ότι ισχυρό σημείο της χειραφετητικής/ μετασχηματιστικής πολιτικής είναι η αποδιάρθρωση, η διακοπή του νοήματος, όχι η διαρραφή· το ρίσκο, όχι η εγγύηση· το άνοιγμα του ζητήματος, η αβεβαιότητα, όχι αυτή ή η άλλη συγκεκριμένη απάντηση.

 

 

[*] Το κείμενο αυτό παρουσιάστηκε ως εισήγηση στο πλαίσιο ημερίδας που διοργάνωσε τον Ιούνιο του 2012 το Κοινωνικό Εργαστήριο Θεσσαλονίκης με τίτλο «Zωή, Λόγοι, Πολιτικές στον καιρό της κρίσης».

Το σύνολο των εισηγήσεων στην ημερίδα αυτή, ελαφρώς ξαναδουλεμένο, εκδόθηκε υπό μορφή ηλεκτρονικού βιβλίου που είναι διαθέσιμο στη διεύθυνση http://koinoniko-ergastirio.blogspot.gr/2014/06/blog-post_30.html.

[1] Τα σημεία αυτά τα έχω αναπτύξει εκτενέστερα σε μια σειρά έντυπων και –ιδίως- ηλεκτρονικών δημοσιεύσεων, ιδίως: «Φαλλογοκεντρισμός, η γεροντική ασθένεια του μοντερνισμού: φλυαρίες (περί) αγανακτισμένων» (Σύγχρονα Θέματα, τ. 114, Ιούλιος-Αύγουστος 2011, και http://wp.me/p1eY1R-7w), «Chaos: Our Own ‘Gun On The(Ir) Table’» (μαζί με την Σοφία Λαλοπούλου), Law And Critique, special issue 2012, στα ελληνικά: «Chaos*: το δικό μας ‘περίστροφο στο τραπέζι’ (των άλλων)» (http://wp.me/p1eY1R-8c), «Ο ολοκληρωτισμός της ‘μη βίας’ και τα αδιέξοδα του ακραίου κέντρου» (http://wp.me/p1eY1R-f0).

[2] Πρόκειται για μια εγγενή αντινομία της φιλελεύθερης-φιλοκαπιταλιστικής κριτικής προς τη συμπεριφορά του πλήθους, η οποία θα μπορούσε να εκφραστεί και ως εξής: η ελληνική κοινωνία στο σύνολό της κατηγορείται ως οπισθοδρομική και ξεροκέφαλη, μεταξύ άλλων επειδή διέπεται από «πελατειακές σχέσεις». Ωστόσο, με βάση τις ίδιες τις προκείμενες αυτής της κριτικής, η αναζήτηση πελατών και η δημιουργία μόνιμων σχέσεων με αυτούς προς μεγιστοποίηση του ιδιοτελούς ιδίου συμφέροντος αποτελεί, ακριβώς, θεμιτό και επιβεβλημένο στόχο του ατόμου-ιδιοκτήτη και επιχειρηματία του εαυτού του.

[3] Βλ. ενδεικτικά: “Contrôle et devenir / Gilles Deleuze, entretien avec Toni Negri”, Futur Anterieur τ. 1, 1990· τμήματα της συνέντευξης αυτής μεταφράστηκαν στα ελληνικά στην Εποχή το 1995 («To επαναστατικό γίγνεσθαι και τα πολιτικά δημιουργήματα. Μια συνέντευξη του Gilles Deleuze στον Toni Negri»), ενώ το σύνολό της στο: «Ζυλ Ντελέζ – Τόνι Νέγκρι. Γίγνεσθαι και έλεγχος», Πανοπτικόν νο 5, Μάιος 2003.

[4] Βλ. επ’ αυτού την ανάρτησή μου: «Αταξία εναντίον τάξης», http://wp.me/p1eY1R-B.

[5] Αυτό αφορά την επιλογή όχι μόνο όσων ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και επίσης όσων ψήφισαν ΔΗΜΑΡ, «Ανεξάρτητους Έλληνες», ακόμα και «Χρυσή Αυγή». Ο νομαδικός/ ευκαιριακός και όχι φορντικού τύπου σύνδεσμος με το κόμμα το οποίο ψηφίζει κανείς δεν αποκλείεται να ισχύει ακόμη και για ορισμένους οι οποίοι ψήφισαν κάποιο από τα υπόλοιπα κόμματα.

ergastiri_krisi_book Cover

Κλασσικό

14 σκέψεις σχετικά με το “(ΠΩΣ) ΨΗΦΙΖΕΙ ΤΟ ΠΛΗΘΟΣ; ΓΙΑ ΜΙΑ ΜΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ

  1. Παράθεμα: Εμείς χειραγωγήσαμε τον ΣΥΡΙΖΑ | Nomadic universality

  2. Ο/Η Β.Γ. λέει:

    Μακράν η πιο ενδιαφέρουσα απολογία υπερ της ηγεσίας του Συριζα που έχω διαβάσει ποτέ. Δε φταίει λοιπόν η ηγεσία για τίποτα, καθότι δεν κάνει η ηγεσία τις κρίσιμες επιλογές, και δε διαμορφώνει η ηγεσία τις επιθυμίες του πλήθους. Το αντίθετο. Οι αυτοτελώς (προ-) υπάρχουσες επιθυμίες του πλήθους (το πλήθος, ο λαός, ανάγεται εδώ βέβαια σε υποκείμενο, ικανό να δρα από κοινού στη βάση κοινών επιθυμιών και κοινής γραμμής δράσης, χωρίς μια ηγεσία που να διαμορφώνει αυτή τη γραμμή: η προσωποποίηση του λαού ως υποκειμένου είναι αυτοτελώς προβληματική, αλλά εδώ με ενδιαφέρει να παρακολουθήσω το συλλογισμό του άρθρου στις λογικές απολήξεις του ) προβάλλονται στην ηγεσία και τη διαμορφώνουν. ‘Οταν λοιπόν τα πράγματα πάνε στραβά, κοινώς εξελιχθούν αλλιώς από ότι η ηγεσία έλεγε ότι θα εξελιχθούν (π.χ. δεν πανικοβλήθηκαν οι αγορές από την ανακοίνωση του δημοψηφίσματος, όπως περίμενε ο Βαρουφάκης και ο Τσίπρας που πήρε το Βαρουφάκη στα σοβαρά) τότε δε φταίει η ηγεσία για την καταστροφή, αλλά ο λαός ο ίδιος. Καθότι η ηγεσία δεν επέλεξε ποτέ η ίδια τίποτα, και άρα δε βαρύνεται με την ευθύνη που βαραίνει κάθε επιλογή. Διότι με βάση το εδώ παρουσιαζόμενο σχήμα τις κρίσιμες επιλογές τις έκανε ο λαός.

    Πιστεύω πως το ερμηνευτικό αυτό σχήμα αντανακλά πιστά το πως αντιλαμβάνεται η ηγεσία του Συριζα την άσκηση της πολιτικής. Από τότε που ανέλαβε την εξουσία δεν πήρε ούτε μια φορά το βάρος κάποιας δύσκολης επιλογής που θα είχε πολιτικό κόστος. Αντίθετα πάντα μετέθετε μέσω εκλογών και δημοψηφισμάτων το κόστος των επιλογών στο λαό, ώστε να μην μπορεί κανείς να τους κατηγορήσει για όσα έπραξαν.

    Από την άλλη αυτή η γραμμή σκέψης εφαρμοζόμενη σε άλλα ιστορικά συμφραζόμενα μας λέει π.χ. ότι δεν ευθύνεται το ναζιστικό κόμμα και ο Χίτλερ για όσα έγιναν στη Γερμανία από το 1933-1945. Κακώς κρέμασαν την ηγεσία στη Νιρεμβέργη. Το σωστό θα ήταν να έχουν τιμωρήσει παραδειγματικά ολόκληρο το Γερμανικό λαό (πράγμα που εν μέρει έκαναν). Αυτό έλεγε και ο E.H.Carr, όταν διαπίστωνε ότι η ηγεσίες στο μεσοπόλεμο ήταν πρόθυμες να αναζητήσουν συμβιβασμούς.Οι λαοί ήταν παντελώς αδιάλλακτοι και έφεραν δια της ψήφου τους στην εξουσία όσους ήταν πρόθυμοι να εφαρμόσουν αδιάλλακτες πολιτικές. Άρα δε φταίνε οι ηγεσίες για τον πόλεμο, αλλά οι λαοί.

    Κατα ειρωνικό τρόπο αυτή είναι η ανάλυση και του Σόιμπλε για το ελληνικό ζήτημα. Ο Σόιμπλε λέει ότι δεν έχει νόημα να ελπίζουν οι Ευρωπαίοι ότι κάποια άλλη ελληνική κυβέρνηση μπορεί να κάνει όσα γίνονται παντού αλλού στην Ευρώπη εκτός Ελλάδος. Το πρόβλημα δεν είναι οι κυβερνήσεις αλλά η νοοτροπία του ελληνικού λαού. Οπότε, καταλήγει ο Σόιμπλε, η λύση να κλοτσήσουμε την Ελλάδα εκτός ΕΕ και να αφήσουμε τους Έλληνες να πεινάσουν, προς παραδειγματισμό τόσο των ιδίων όσο και των υπολοίπων.

    Καταλήγοντας, η άποψη του κυρίου Γαβριηλίδη, στην προσπάθειά της να υπερασπιστεί τον Τσίπρα, αντανακλά ένα πολύ παλιό και εύστοχο επιχείρημα κατά της δημοκρατίας. Ο λαός δεν πρέπει να λογίζεται ως εκκοσμικευμένο υποκατάστατο του Αγίου Πνεύματος, που δε δύναται να σφάλει. Δημοκρατικά αποφασισμένες επιλογές μπορεί να οδηγήσουν στην καταστροφή του δήμου. Ο λαός τότε θα προσπαθήσει να κατηγορήσει τους δημαγωγούς , όπως έκαναν οι Αθηναίοι το 413π.Χ. μετά την καταστροφή στη Σικελία. Αλλά δε φταίει ο Αλκιβιάδης, μας λέει ο κ. Γαβριηλίδης, φταίει ο Αθηναϊκός δήμος ( και ίσως και η μη σώφρων επιλογή του να καλείς άσχετους να αποφασίσουν για θέματα που δεν κατανοούν). Οπότε, όπως θα συμπλήρωνε και ο Αρκάς, τιμωρήστε όσους μας έφεραν ως εδώ ρίχνοντας τους μια δυνατή γροθιά στη μούρη. Αλλά με προσοχή, γιατί ο σπασμένος καθρέφτης κόβει.

    Μου αρέσει!

    • Ο/Η Α.Γ. λέει:

      Mακράν η πιο δικηγορίστικη, εξουσιαστική και αυταρχική κριτική που έχω ποτέ ακούσει.
      Από τη δεύτερη κιόλας πρόταση, το όλο θέμα τοποθετείται σε μια λογική τιμωρητική: το μόνο ερώτημα που μας απασχολεί είναι το «ποιος φταίει» και ποιος πρέπει να «τιμωρηθεί».
      Και αυτό παραμένει μέχρι τέλους. Το ρήμα «φταίω» εμφανίζεται πέντε φορές, ενώ διαρκώς βομβαρδιζόμαστε και από άλλους τέτοιους όρους που προέρχονται από το λεξιλόγιο του χρέους και της ενοχής: βάρος, ευθύνη, υπεράσπιση, κατηγορώ, παραδειγματισμός …
      Αμάν! Όχι άλλη θεολογία.

      Μου αρέσει!

  3. Ο/Η Β.Γ. λέει:

    Νόμιζα, μαζί με τον Καντ, ότι εκ φύσεως οι άνθρωποι κατανοούν τις εξελίξεις στον κόσμο, και τον εαυτό τους μέσα σε αυτόν, με όρους αιτίας-αποτελέσματος. Όλοι οι παραπάνω όροι αποδίδουν αυτή τη σχέση, και δεν υποκρύπτουν καμία έκκληση να δικάσουμε κανέναν. Προσωπικά απλά προσπαθώ να κατανοήσω πώς φτάσαμε εδώ. Πράγμα που μπορεί να γίνει μόνο αναλύοντας τις εναλλακτικές που υπήρξαν στις διάφορες στιγμές της κρίσης, και του ποιοι και γιατί επέλεξαν συγκεκριμένους τρόπους δράσης έναντι άλλων. Εγώ λοιπόν ερευνώ σχέσεις αιτίου-αιτιατού από τη σκοπιά του ιστορικού, όχι του δικαστή. Παρότι οι δύο προσεγγίσεις μοιάζουν σε πολλά, η πρώτη αποσκοπεί κυρίως στην κατανόηση, ενώ η δεύτερη κυρίως στην τιμωρία των ενόχων.

    Φυσικά, η αναζήτηση των αιτίων έχει και πολιτικές προεκτάσεις. Διότι θα ήταν μη σώφρων, εφόσον διαπιστώσουμε με ποιους τρόπους δεν πετυχαίνεις ένα αποτέλεσμα, να συνεχίζουμε να το επιδιώκουμε δια της ιδίας αποτυχημένης οδού.

    Αναρωτιέμαι δε αν η δική σου κριτική κατά του να αναζητήσουμε ευθύνες, και άρα τις αιτίες των αποτελεσμάτων, σημαίνει ότι στην πολιτική ενεργούμε «του κουτουρού» , χωρίς υποθέσεις για το ποια είναι τα πρόσφορα μέσα για την επίτευξη των όποιων στόχων. Αν εξ ορισμού όλοι οι πολιτικοί ενεργούν στη βάση τέτοιων υποθέσεων, τότε δεν είναι λογικό να ασκήσουμε κριτική στο κατά πόσο αυτές οι υποθέσεις συγκεκριμένων πολιτικών απεδείχθησαν πρόσφορες στην επίτευξη των στόχων που έθεσαν? Πόσο δημοκρατικό είναι το γεγονός ότι η κριτική στη βάση επιχειρημάτων σου φαίνεται ανυπόφορα εξουσιαστική και αυταρχική? Προφανώς θα ήθελες μια κριτική που απλά θα χειροκροτούσε όλα όσα λες και υποστηρίζεις. Η μόνη μη εξουσιαστική και αυταρχική κριτική είμαι η μη κριτική, μοιάζεις να μας λες.

    Τέλος,η τιμωρητική διάθεση που κατακρίνεις δε διακρίνει εμένα, που περιέγραψα παραπάνω πώς ερμηνεύουν το ποιος φταίει για τις συμφορές που τους βρήκαν διάφοροι δρώντες, από το Σόιμπλε μέχρι τον κάθε Έλληνα πολίτη. Οι πολίτες, ο «λαος» είναι αυτός που αποδίδει στο ερώτημα ποιος φταίει διαστάσεις τιμωρίας -και δη παραδειγματικής- των ενόχων. Ο λαός έστηνε λαικά δικαστήρια και κρεμάλες στο Σύνταγμα, όχι εγώ.

    Μου αρέσει!

    • Ο/Η Α.Γ. λέει:

      Nαι, το κατάλαβα ότι σκέφτεσαι μαζί με τον Καντ.
      Εγώ όμως σκέφτομαι εναντίον του Καντ. Και συμμερίζομαι την άποψη του Νίτσε, ότι ο Καντ είναι ο μπάτσος της φιλοσοφίας.
      Μόνο ένας μπάτσος θα έλεγε «τις ευθύνες, και άρα τις αιτίες».
      Εγώ, επειδή είμαι σπινοζιστής, θεωρώ ότι είναι άλλο οι αιτίες και τελείως άλλο οι ευθύνες.

      Μου αρέσει!

  4. Ο/Η Β.Γ. λέει:

    Να σου θυμίσω ότι κύρια έγνοια του Σπινόζα ήταν πώς να παράσχει εφόδια σε παπάδες ώστε να αντικρούουν λογικά επιχειρήματα κατά της μιας και μόνης αληθινής πίστης, της μόνης αλήθειας, του ενός αδιαίρετου και αλάνθαστου θεού. Εσύ ποιόν ακριβώς θεό υπερασπίζεσαι με τα Σπινοζικά μέσα?
    Και παρεμπιπτόντως, πες μας και υπο ποιους όρους θα αποδεχόσουν κριτική σε όσα λες χωρίς να την απορρίπτεις ως ανυπόφορα εξουσιαστική? Ή μήπως αντί να μπλέκουμε σε επιχειρήματα με τους αιρετικούς, καλύτερα να τους καίμε?
    Μάλλον πρέπει να δώσεις στη σκέψη σου χώρο να επαναστατήσει κατά της εξουσιαστικής επίδρασης που έχει πάνω της ο Deleuze.

    Μου αρέσει!

  5. Ο/Η Α.Γ. λέει:

    Ούτε κύρια, ούτε δευτερεύουσα έγνοια του Σπινόζα ήταν να παράσχει εφόδια σε κανέναν παπά.
    Το επόμενο σχόλιο που θα προβεί σε συστάσεις για το τι πρέπει να κάνει ο Α ή ο Β, θα διαγραφεί άνευ άλλης προειδοποιήσεως.

    Μου αρέσει!

  6. Ο/Η Β.Γ. λέει:

    Συγγνώμη για τις συστάσεις. Λάθος μου, υφολογικό. Επίσης να ευχαριστήσω για το δημιουργικό διάλογο, υπήρξε αφορμή να προβληματιστώ και να σκεφτώ βαθύτερα. Μια τελευταία λέξη για τη σχέση Σπινόζα και Καντ, και το γιατί ο Σπινόζα προκαλεί δυσανεξία στην κριτική. Δε θα επανέλθω, μπορούμε να διαφωνούμε. Ο Σπινόζα πίστευε σε τέτοιο βαθμό στη δυνατότητα της λογικής, ώστε κατέληξε στο συμπέρασμα ότι όποιος διαφωνούσε μαζί του ήταν παράλογος. Ο Καντ, αν και διαφωνούσε με το Σπινόζα στην επιχειρηματολογία, είχε και αυτός τον ίδιο καημό με το Σπινόζα, να αποδείξει ότι η λογική είναι κοινή για όλους, και ότι αν όλοι ακολουθήσουν πιστά τις επιταγές της πρέπει όλοι να συμφωνήσουν ότι υπάρχει θεός και κελεύει τα ίδια για όλους. Από την άλλη όμως ο Καντ ήταν πιο large στην αποδοχή της διαφωνίας, καθότι αποδεχόταν ότι η λογική και η επιστήμη δε μπορούν να αποφανθούν με ασφάλεια επί παντός επιστητού. Το επιχείρημα του Νίτσε τώρα, μοιάζει να διαφέρει τόσο με αυτό του Σπινόζα, όσο και με αυτό του Καντ, καθότι απορρίπτει τη δυνατότητα ενός οικουμενικού και άρα απολίτικου λόγου. Μπορεί να δέχεται ο Νίτσε μαζί με το Σπινόζα ότι δεν υπάρχει ελευθερία της βουλήσεως, απορρίπτει την τελεολογία, την ύπαρξη εγγενούς νοήματος της ζωής και της δυνατότητας μη εγωιστικής πράξης. Ακόμα και αν δεχτούμε ωστόσο ότι συμπίπτουν με το Σπινόζα σε έναν υπαρξιακό και ηθικό μηδενισμό, συνεπάγεται αυτό αναγκαστικά την αποδοχή και ενός επιστημολογικού μηδενισμού, κόντρα στην ανάλυση του Καντ για το τί μπορούμε να γνωρίζουμε με βεβαιότητα ? Η σχετικιστική επιστημολογική θέση του Νίτσε είναι συμβατή με ορισμένες πτυχές της Καντιανής επιστημολογίας, και άρα ως προς το επιστημολογικό ερώτημα το σχήμα Σμινόζα+Νιτσε vs Καντ δε δουλεύει καλά. Τo αρχικό κείμενο που σχολίασα εδώ μοιάζει να υποστηρίζει ακριβώς μια ακραία μηδενιστική επιστημολογική θέση σύμφωνα με την οποίαι anything goes επιστημολογικά. Και άρα όποιος τολμάει να μας κάνει κριτική είναι ένας αθεράπευτος εξουσιαστής. Η Σπινοζική δυσανεξία στην κριτική συνδυασμένη με τη Νιτσεική θέση ότι κάθε πράξη προωθεί την εγωιστική θέληση για δύναμη. Αν ωστόσο αυτό ισχύει για κάθε πράξη, ποιος ο λόγος και ποια η βάση για να το απορρίψουμε ως εξουσιαστικό? Εξίσου εξουσιαστική πρόθεση έχει και το αρχικό κείμενο αυτής της σελίδας, όπως και όλα τα σχόλια εκατέρωθεν.

    Μου αρέσει!

  7. Ο/Η Β.Γ. λέει:

    Και το πολιτικό ερώτημα επανέρχεται αμείλικτο: Πώς επιλέγει κανείς ανάμεσα σε απόψεις που όλες εξ ορισμού αποτελούν και έκφραση της θέλησης των εκφραστών τους για δύναμη?

    Μου αρέσει!

  8. Παράθεμα: Από την άποψη της πολιτικής, ο σοσιαλισμός μάς είναι παγερά αδιάφορος | Nomadic universality

  9. Παράθεμα: «Η πολιτική δεν ήταν ποτέ ζήτημα αξιών» (συνέντευξη στο Unfollow) | Nomadic universality

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.