Αυτονομία,Βιοπολιτική,Εργατισμός,Κινήματα,Φιλοσοφία,έξοδος,κομμουνισμός,Postfordism

Μεταφορντισμός – ηθική – πολιτική: Μια συνέντευξη του Paolo Virno

Μετάφραση: Άκης Γαβριηλίδης

Βιογραφικά

Branden W. Joseph: Το διάστημα αυτό, είσαι καθηγητής επικοινωνίας στο πανεπιστήμιο. Ίσως θα άξιζε τον κόπο να μας εκθέσεις σύντομα την προσωπική και διανοητική σου πορεία. Πώς αντιλαμβάνεσαι τη σχέση μεταξύ της ακαδημαϊκής σου εργασίας και της εργασίας σου με την Αυτονομία;

Paolo Virno: Η αποφασιστική εμπειρία της νιότης μου ήταν η επαναστατική πάλη σε μια ανεπτυγμένη καπιταλιστική χώρα. Επιμένω: ανεπτυγμένη. Μια χώρα, δηλαδή, στην οποία η επιβίωση ήταν εγγυημένη, η κατανάλωση σχετικά υψηλή, με ήδη υψηλό ποσοστό σχολικής εκπαίδευσης. Δεν πήρα μέρος σε κάποια εξέγερση ενάντια στη φτώχεια ή τη δικτατορία, αλλά σε μια ριζοσπαστική σύγκρουση που στόχευε στην κατάργηση αυτής της σύγχρονης μορφής βαρβαρότητας: της μισθωτής εργασίας. Δεν ήμασταν «τριτοκοσμιστές» αλλά «αμερικανιστές». Παλεύοντας στη FIAT του Τορίνο, σκεφτόμασταν το Ντητρόιτ, όχι την Κούβα ή το Αλγέρι. Μόνο εκεί που η καπιταλιστική ανάπτυξη έχει φθάσει στο μεγαλύτερό της ύψος, τίθεται το ζήτημα της αντικαπιταλιστικής επανάστασης. Αυτή η κατάσταση μας επέτρεψε να διαβάσουμε τον Μαρξ χωρίς «μαρξισμό» — να διαβάσουμε τον Μαρξ φέρνοντάς τον σε άμεση επαφή με τους πιο ριζοσπαστικούς κοινωνικούς αγώνες και, αφετέρου, να συνδυάσουμε την ανάγνωσή του με τους μεγάλους συγγραφείς της αστικής νεωτερικότητας (Βέμπερ, Kέινς, Νίτσε, Χάιντεγκερ κ.λπ.). Συμμετείχα στην ομάδα Potere Operaio (μεταξύ των ηγετών της οποίας ήταν και ο Tόνι Nέγκρι), συμβάλλοντας όσο μπορούσα περισσότερο να οργανωθούν άγριες απεργίες στη FIAT και καταλήψεις ξενοίκιαστων σπιτιών στη Ρώμη. Το 1979 συνελήφθην και ήμουν κατηγορούμενος στη δίκη τής Autonomia Operaia —τρία χρόνια προληπτικής κράτησης, ένα χρόνο σε κατ’ οίκον περιορισμό, και τελικά (το 1987), πλήρης απαλλαγή στο εφετείο.

Πάντοτε ασχολιόμουν με τη φιλοσοφία, και πάντοτε έγραφα γι’ αυτήν. Πιέστηκα σκληρά για να εργαστώ πάνω σε ένα μη αναγωγιστικό, ευρέως νοούμενο υλισμό, ικανό να εξηγήσει λογικά όλα όσα πράττει, σκέπτεται, επιθυμεί ένα «γλωσσικό ζώο» (με άλλα λόγια, ένας άνθρωπος). Το πρώτο μου βιβλίο δημοσιεύθηκε το 1986 και έχει τίτλο Convenzione e materialismo [Σύμβαση και υλισμός]· το πιο πρόσφατο το 2003, με τίτλο Quando il verbo si fa carne. Linguaggio e natura umana [Όταν ο λόγος γίνεται σάρκα: Γλώσσα και ανθρώπινη φύση]. Στο τέλος της δεκαετίας του 80, καταπιάστηκα μαζί με άλλους να ανιχνεύσουμε τα θεμελιώδη γνωρίσματα του «μετα-φορντισμού»: τη διανοητική εργασία των μαζών, την ευελιξία και ούτω καθεξής. Από το 1990 ως το 1993, συμμετείχα στο περιοδικό Luogo Comune, κατόπιν στο Derive Approdi.

Όσο για την εργασία μου στο πανεπιστήμιο … λοιπόν, αυτή την κάνω εδώ και έξι ή επτά χρόνια. Και είμαι ακόμα καθηγητής επί συμβάσει. Μέχρι τα σαράντα πέντε, αν και έγραφα βιβλία φιλοσοφίας, έκανα τις πιο διαφορετικές δουλειές στην πολιτιστική βιομηχανία: σεναριογράφος για κινούμενα σχέδια, δημοσιογράφος, επιμελητής για εκδοτικούς οίκους και άλλες. Το πανεπιστήμιο υπήρξε για μένα περιστασιακή επιλογή, όχι λειτούργημα ή πεπρωμένο. Μου έδινε τη δυνατότητα για έναν καλύτερο μισθό και περισσότερο χρόνο για γράψιμο. Έχοντας ήδη κάποιες δημοσιεύσεις, σκέφτηκα να το δοκιμάσω. Πέτυχα σε ένα διαγωνισμό. Η ζωή μου δεν άλλαξε. Είναι καλά έτσι.

 

Το κίνημα στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ – η ανάδυση του πλήθους

BWJ: Οι δεκαετίες του 60 και 70 έχουν χαρακτηριστεί ως περίοδος κοινωνικών και πολιτικών πειραματισμών, πάνω στους οποίους στοχάζεται σήμερα η θεωρία. Εάν είναι έτσι, πώς θα σχολίαζες τις σημαντικότερες διαφορές μεταξύ των πειραματισμών που έγιναν στην Ευρώπη και στις Ηνωμένες Πολιτείες; Φαίνεται ότι η κατάσταση στην Ιταλία παρέμεινε ριζοσπαστική και πειραματική για μεγαλύτερο διάστημα απ’ ό,τι στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες μπήκαν σε αυτό που αποκάλεσες «αντεπανάσταση» από τα μέσα της δεύτερης δεκαετίας.

PV: Κατά τις δεκαετίες του 60 και του 70 στις ΗΠΑ, η αντικουλτούρα είχε μεγάλη επιρροή και μια έντονη τάση απόσχισης, με άλλα λόγια μια τάση να δημιουργήσει θραύσματα μιας εναλλακτικής κοινωνίας. Και, φυσικά, υπήρξε η πολιτική εμφάνιση των διαφόρων «μειονοτήτων». Οι μεγάλοι εργατικοί αγώνες της δεκαετίας του 60 είχαν μικρότερη ορατότητα, τουλάχιστον εδώ στην Ευρώπη· και πάντως, δεν είχαν τη δυνατότητα να ενοποιήσουν το σύνολο των κινημάτων. Σήμερα, κοιτώντας προς τα πίσω, μου φαίνεται ότι η δεκαετία του 60 και η δεκαετία του 70 στις ΗΠΑ ήταν η εποχή στην οποία αναδύθηκε και εδραιώθηκε το σύγχρονο πλήθος [multitude]: όχι πια ένας ενιαίος λαός, αλλά μια πολλαπλότητα ετερογενών υποκειμένων, υπερήφανων για την ιδιαιτερότητά τους, τα οποία ανθίστανται σε μια μονοσήμαντη σύνθεση.

Στην Ιταλία, από την άλλη μεριά, από την αρχή της δεκαετίας του 60 μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 70, τα πάντα περιστρέφονταν γύρω από τους αγώνες των νέων, των ανειδίκευτων, των ευκίνητων εργαζομένων που απεχθάνονταν την εργασία τους και το εργοστάσιο. Οι αγώνες αυτών των εργαζομένων, εξωτερικοί ως προς τα συνδικάτα, ήταν ο συνδετικός ιστός όλων των συγκρούσεων. Ακόμη και ο φεμινισμός (τουλάχιστο στην αρχή), ακόμη και οι γιατροί, οι επισφαλείς καθηγητές στο πανεπιστήμιο, οι βοσκοί της Σαρδηνίας, όλοι είχαν ως σημείο της αναφοράς «τη μεγάλη αναταραχή» στα εργοστάσια. Αυτό που είχε σημασία δεν ήταν μια εργασιακή ταυτότητα με τις αξίες και τις παραδόσεις της, αλλά αντίθετα το μίσος για την ιδιότητα του εργαζομένου, η πρόθεση να καταργηθεί το εμπόρευμα «εργατική δύναμη».

Το επίσημο εργατικό κίνημα της Ιταλίας (ΚΚI και συνδικάτα) ήταν ανέκαθεν δύσπιστο απέναντι στους εργατικούς αγώνες στις ΗΠΑ και δεν τους κατάλαβε ποτέ. Για έναν πολύ απλό λόγο: επειδή απέδιδε στους εργαζομένους, ακόμη και στους ανειδίκευτους των φορντικών εργοστασίων, το καθήκον να υπερασπιστούν το «γενικό συμφέρον» (της χώρας, της οικονομίας, και ούτω καθεξής). Έτσι, όταν βρέθηκε αντιμέτωπη με την «εγωιστική» ανυποταξία των εργαζομένων του Ντητρόιτ, που στρεφόταν προς την επιβεβαίωση των υλικών συμφερόντων τους, η αριστερά μας σκανδαλίσθηκε. Αλλά οι νέοι Ιταλοί εργαζόμενοι τα χρόνια εκείνα γίνονταν με τη σειρά τους «εγωιστές», αποφασίζοντας να κερδίζουν περισσότερα και να εργάζονται λιγότερο, χωρίς πολλές φλυαρίες για το «γενικό συμφέρον» και το σοσιαλισμό. Κατ’ αυτή την έννοια, το επίσημο εργατικό κίνημα της Ιταλίας, μη καταλαβαίνοντας το προλεταριάτο στις ΗΠΑ, δεν μπορούσε να καταλάβει ούτε το δικό του. Οι δεκαετίες του 60 και του 70 έθεσαν τα θεμέλια για να ξεπεραστεί μια απόκλιση ενός αιώνα και πλέον μεταξύ των αμερικανικών και των ευρωπαϊκών ριζοσπαστικών κινημάτων.

 

Μετα-φορντισμός

 

BWJ: Ένα μεγάλο μέρος της εργασίας σου διερευνά ένα μετα-φορντικό παράδειγμα [paradigm] άυλης εργασίας. Ωστόσο, πολλοί αριστεροί διανοούμενοι δεν αποδέχονται την αναλυτική σημασία του μετα-φορντισμού. Ο λεγόμενος μετα-φορντισμός, λένε, ουσιαστικά εξαρτάται από παλαιότερα βιομηχανικά παραδείγματα, που τώρα πια έχουν εξαφανιστεί από τη θέα του πρώτου κόσμου· η άυλη εργασία δεν μπορεί να είναι ηγεμονική κατά τον ίδιο τρόπο με τη βιομηχανική εργασία, όπως την περιέγραψε ο Μαρξ. Για σένα, ωστόσο, ο μετα-φορντισμός όχι μόνο είναι σημαντικός αλλά και μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ηθική, ως ένας διάχυτος τρόπος ζωής. Πόση βαρύτητα θεωρείς ότι διατηρούν ακόμη τα επιχειρήματα που στηρίζονται σε πιο παραδοσιακά μαρξιστικά παραδείγματα βιομηχανικής εργασίας;

PV: Δεν έχω χρησιμοποιήσει ποτέ την έκφραση «άυλη εργασία»· μου φαίνεται διφορούμενη και θεωρητικά ασυνεπής. Ο μετα-φορντισμός δεν μπορεί φυσικά να αναχθεί σε ένα σύνολο από ιδιαίτερες επαγγελματικές φυσιογνωμίες που χαρακτηρίζονται από διανοητική εκλέπτυνση ή από «δημιουργικά» δώρα. Είναι προφανές ότι οι εργαζόμενοι στα ΜΜΕ, οι ερευνητές, οι μηχανικοί, οι οικολογικοί λειτουργοί κ.λπ., είναι και θα είναι μια μικρή μειοψηφία. Με τον όρο «μετα-φορντισμός» δεν εννοώ αυτό, αλλά ένα σύνολο χαρακτηριστικών που συνδέονται με το σύνολο του σύγχρονου εργατικού δυναμικού, ακόμα και με αυτούς που μαζεύουν τα φρούτα ή τους φτωχότερους μετανάστες. Μερικά απ’ αυτά είναι: η δυνατότητα να αντιδράς κατά τρόπο έγκαιρο στις συνεχείς καινοτομίες σε τεχνικές και οργανωτικά μοντέλα, ένας αξιοπρόσεκτος «καιροσκοπισμός» κατά τη διαπραγμάτευση μεταξύ των διαφορετικών δυνατοτήτων που προσφέρει η αγορά εργασίας, η οικειότητα με το ενδεχόμενο και το απρόβλεπτο, αυτή η ελάχιστη επιχειρηματική συμπεριφορά που μας επιτρέπει να αποφασίζουμε ποιο είναι το «σωστό» που πρέπει να γίνει μέσα σε μια μη γραμμική παραγωγική διακύμανση, μια ορισμένη οικειότητα με τον ιστό των επικοινωνιών και των πληροφοριών.

Όπως είναι φανερό, πρόκειται για γενικά ανθρώπινα δώρα, όχι για αποτελέσματα «ειδίκευσης». Αυτό που πιστεύω είναι ότι ο μετα-φορντισμός κινητοποιεί όλες τις ικανότητες που χαρακτηρίζουν το ανθρώπινο είδος: τη γλώσσα, την αφηρημένη σκέψη, την προδιάθεση προς εκμάθηση, την πλαστικότητα, τη συνήθεια να μην έχουμε σταθερές συνήθειες. Όταν μιλώ για «μαζική διανοητικότητα», δεν αναφέρομαι βεβαίως στους βιολόγους, τους καλλιτέχνες, τους μαθηματικούς κ.λπ., αλλά στον ανθρώπινο νου γενικά, στο γεγονός ότι έχει «στρωθεί στη δουλειά» όπως ποτέ πριν. Εάν το δούμε προσεκτικά, ο μετα-φορντισμός εκμεταλλεύεται ικανότητες που μαθαίνονται πριν και ανεξάρτητα από την είσοδο στον εργασιακό χώρο: ικανότητες τις οποίες φέρνει στην επιφάνεια η αβεβαιότητα της μητροπολιτικής ζωής, το ξερίζωμα, τα αντιληπτικά σοκ των τεχνολογικών μεταλλαγών, ακόμη και τα βιντεοπαιχνίδια και η χρήση κινητών τηλεφώνων. Όλα αυτά βρίσκονται στη βάση της μετα-φορντικής «ευελιξίας». Αυτές οι εμπειρίες εκτός του εργασιακού χώρου γίνονται κατόπιν, στο σύστημα παραγωγής που είναι γνωστό ως «just in time», αυθεντικές επαγγελματικές απαιτήσεις με την πλήρη έννοια του όρου.

Η μεγάλη ευρωπαϊκή σκέψη, από το Νίτσε μέχρι τον Χάιντεγκερ, περιέγραψε το «μηδενισμό» που χαρακτηρίζει τις μορφές ζωής έξω από την αυστηρή ορθολογικότητα της παραγωγικής διαδικασίας: αστάθεια, απογοήτευση, ανωνυμία κ.λπ. Λοιπόν, με το μετα-φορντισμό, η μηδενιστική νοοτροπία εισάγεται στην παραγωγή, και μάλιστα αποτελεί ένα από τα πιο πολύτιμα συστατικά της. Αυτό που απαιτείται σήμερα για να εργαστείς επικερδώς στα γραφεία και τα εργοστάσια, είναι μια μεγάλη εξοικείωση με τον ιδιαίτερο και εύθραυστο χαρακτήρα κάθε συγκεκριμένης κατάστασης πραγμάτων.

 

Ο Μπένγιαμιν και η σχολή της Φρανκφούρτης

 

BWJ: Με ενδιαφέρει η ιταλική υποδοχή της σχολής της Φρανκφούρτης. Η εργασία του Βάλτερ Μπένγιαμιν, πάνω απ’ όλα, αλλά και των Μαξ Χορκχάιμερ και Tέοντορ Aντόρνo, φαίνεται να παίζει έναν κεντρικότερο ρόλο στην ιταλική σκέψη απ’ ό,τι, για παράδειγμα, στη Γαλλία, όπου η υποδοχή της ήταν επιλεκτική. Συγχρόνως, ιδιαίτερα στη δική σου δουλειά, οι αναλύσεις της σχολής της Φρανκφούρτης συχνά αναποδογυρίζονται, όπως όταν υποστηρίζεις ότι οι δημιουργικές επικοινωνιακές δυνατότητες που οι Χορκχάιμερ και Aντόρνo θεωρούν, στη «Διαλεκτική του Διαφωτισμού»,  ως «ασήμαντα υπολείμματα» μιας πολιτιστικής σφαίρας η οποία έχει υποστεί εκμετάλλευση ήταν, στην πραγματικότητα, «γεμάτη μελλοντικές δυνατότητες».1 Είμαι περίεργος να μάθω, πρώτον, πώς δέχτηκε η ιταλική αριστερά τη σχολή της Φρανκφούρτης; Και, δεύτερον, τι μένει τώρα από τις αναλύσεις τους —οι οποίες διαμορφώθηκαν από μια οπτική μονοπωλιακού καπιταλισμού— εάν βρισκόμαστε σε μια περίοδο παγκόσμιου μετα-φορντισμού;

PV: Κέρδισα το βαθμό μου με μια διατριβή πάνω στον Aντόρνo, στη σχέση που εγκαθιδρύει η δουλειά του ανάμεσα στην κριτική της γνώσης και την κριτική της πολιτικής οικονομίας. Όσο για τον Μπένγιαμιν, ήταν και παραμένει για μένα αποφασιστικό σημείο αναφοράς. Πιστεύω ότι το κείμενό του «Για την έννοια της ιστορίας» είναι το θεμελιώδες κείμενο για μια συζήτηση πάνω στην ειδικά ανθρώπινη χρονικότητα. Ένα από τα βιβλία μου, Il ricordo del presente. Saggio sul tempo storico [H μνήμη του παρόντος: δοκίμιο για τον ιστορικό χρόνο], προσπαθεί να προχωρήσει πάνω στο μονοπάτι που άνοιξε ο Μπένγιαμιν. Αλλά ο Μπένγιαμιν διαφοροποιείται από τον Aντόρνo, και ακόμα περισσότερο από τα άλλα μέλη της σχολής της Φρανκφούρτης, κατά το ότι προσπαθεί να διακρίνει το ζήτημα της χειραφέτησης ακόμη και μέσα σε αυτό που ο Μπρεχτ όρισε ως «το κακό καινούριο»· για παράδειγμα, στην τεχνική αναπαραγωγή ή στη συναισθηματική φτώχεια της μητροπολιτικής εμπειρίας. Ο Aντόρνo και άλλοι, από την άλλη μεριά, καταδίκασαν το «κακό καινούριο» συνολικά. Γι’ αυτό, ο λόγος τους για την πολιτιστική βιομηχανία, αν και βεβαίως οξύς και υποβλητικός, δεν πιάνει ωστόσο το ουσιαστικό· δηλαδή το γεγονός ότι οι παραγωγικές μέθοδοι της πολιτιστικής βιομηχανίας, πέραν του να μιμούνται τη φορντική ομοιογένεια, προαναγγέλλουν την εύκαμπτη θέση του μετα-φορντισμού, τον τρόπο με τον οποίο αυτός χρησιμοποιεί την επικοινωνιακή επιτέλεση, ακόμα και τον αυτοσχεδιασμό.

Η υποδοχή της σχολής της Φρανκφούρτης στην Ιταλία ποτέ δεν υπήρξε κάτι ιδιαίτερα αξιόλογο. Δόθηκε έμφαση στην κριτική της καταναλωτικής κοινωνίας ή (σε αναφορά με το Mαρκούζε) στην υποτιθέμενη ενσωμάτωση της εργατικής τάξης. Τελικά δηλαδή δόθηκε έμφαση σε τελείως λανθασμένα πράγματα, ενώ αφέθηκε κατά μέρος η κριτική της «προσανατολισμένης στην ταυτότητα σκέψης» που αναπτύσσει ο Aντόρνo στην «Αρνητική διαλεκτική». Στην Ιταλία, πολλοί έχουν κατά καιρούς επικαλεστεί τη σχολή της Φρανκφούρτης, ως άλλοθι για να αρνηθούν να ενεργήσουν και να αναβάλουν επ’ αόριστον τους κινδύνους της πράξης.

Υποστηρίζω ότι αυτό που είναι σήμερα δυνατό και επιβεβλημένο είναι να γραφόταν μια σύγχρονη εκδοχή του δοκιμίου τού Μπένγιαμιν για την τεχνική αναπαραγωγή, αν υποθέσουμε ότι κάποιος έχει το υπόβαθρο για να μπορεί να εκτιμήσει όλα όσα είναι μοναδικά και ανεπανάληπτα σε κάθε ανθρώπινη ύπαρξη. Εάν κάποτε η αναπαραγωγή κατάργησε το φωτοστέφανο που συνδεόταν με τη μοναδικότητα του έργου τέχνης, σήμερα είναι απαραίτητο να σκεφτούμε τη σύνδεση ανάμεσα στην τεχνική αναπαραγωγή κάθε πτυχής της ανθρώπινης εμπειρίας και την εμφάνιση μιας μοναδικότητας χωρίς φωτοστέφανο. Επιπλέον, στην εποχή της διανοητικής εργασίας των μαζών, μου φαίνεται σημαντικό να ξαναδιαβάσουμε (και, βεβαίως, να αναπτύξουμε) την ανάλυση του Άλφρεντ Ζον-Ρέτελ [Alfred Sohn-Rethel], κάποιου που ήταν εκτός της σχολής της Φρανκφούρτης αλλά ο Aντόρνo του οφείλει ένα μεγάλο χρέος, στο βιβλίο του Διανοητική και χειρωνακτική εργασία.2

General Intellect και μέσα πάλης

 

BWJ: Έχεις περιγράψει το «Γενικό Νου» ως μια εξωτερικευμένη, κοινοτική αμοιβαία σχέση ανάμεσα σε μοντέλα [patterns] της σκέψης και της γλώσσας. Αυτό, λες, μπορεί να οδηγήσει προς δύο κατευθύνσεις: προς μια νέα μορφή δημόσιας σφαίρας, που θα γεννηθεί από τον «αύξοντα χρόνο μη εργασίας», ή προς μια «δημοσιότητα χωρίς δημόσια σφαίρα», μια πιο ολική μορφή καταπίεσης. Αυτή η δεύτερη, πιο ολέθρια δυνατότητα, είναι μήπως σχετική με αυτό που ο Ζιλ Ντελέζ περιέγραψε ως «κοινωνία του ελέγχου»; Δηλαδή «μια άμεση κοινωνική μηχανική, που δεν αφήνει απολύτως κανένα χάσμα ανάμεσα στον εαυτό της και την κοινωνική σφαίρα … η κοινωνική μηχανική στην καθαρότερη μορφή της», ένα βασίλειο στο οποίο οι ίδιες οι μορφές «της ομιλίας και της επικοινωνίας έχουν διαφθαρεί»;3

PV: Συμφωνώ. Η ντελεζιανή έννοια της «κοινωνίας του ελέγχου» περιγράφει εύστοχα την κατάσταση στην οποία ο «Γενικός Νους» για τον οποίο μιλά ο Μαρξ (η γνώση, η επιστήμη, η επικοινωνία) έχει γίνει, πράγματι, η νέα κύρια παραγωγική δύναμη, αλλά δεν εκπροσωπεί ακόμα ένα πολιτικό κεφάλαιο, με άλλα λόγια την ίδρυση μιας νέας δημόσιας σφαίρας.

Δεν είναι δύσκολο να εντοπιστούν οι μορφές αντίστασης μέσα και στη «κοινωνία του ελέγχου». Μετά το Σιάτλ, τη Γένοβα και το Πόρτο Αλέγκρε, έχουμε δει την εμφάνιση ενός «νέου κοινωνικού και παραγωγικού είδους», της μαζικής διανοητικότητας, πράγμα που σημαίνει, εκείνο το πλήθος των ανδρών και των γυναικών που, χρησιμοποιώντας τη σκέψη και τη γλώσσα ως εργαλείο και πρώτη ύλη, συγκροτούν τον αυθεντικό στυλοβάτη του πλούτου των εθνών. Μετανάστες, επισφαλείς εργαζόμενοι κάθε είδους, εργαζόμενοι στο σύνορο μεταξύ απασχόλησης και ανεργίας, εποχιακοί υπάλληλοι στα Mακντόνταλντς, αντιπρόσωποι υποστήριξης πελατών σε γραμμές συνομιλίας [chat lines], ερευνητές και εμπειρογνώμονες της πληροφορίας: όλοι αυτοί είναι, με την πλήρη έννοια του όρου, ο «Γενικός Νους» για τον οποίο μιλά ο Μαρξ. Εκείνος ο Γενικός Νους (η γνώση, το υποκειμενικό πνεύμα πρωτοβουλίας, η δύναμη εφεύρεσης) που είναι ταυτόχρονα η κύρια παραγωγική δύναμη του μετα-φορντικού καπιταλισμού και η υλική βάση για να τεθεί ένα τέρμα στην εμπορευματική κοινωνία και στο κράτος ως δυσοίωνο «μονοπώλιο των πολιτικών αποφάσεων».

Στο τέλος του δέκατου ένατου αιώνα, τυπογράφοι, βυρσοδέψες, εργάτες ιματισμού —με δυο λόγια, τα μέλη πολυάριθμων συντεχνιών— ανακάλυψαν τι τους ένωνε: ότι ήταν, όλοι, δαπάνη αφηρημένης ψυχοφυσικής ενέργειας, εργασία εν γένει. Σήμερα, ένα πλήθος «κοινωνικών ατόμων» —οι οποίοι γίνονται όλο και πιο υπερήφανοι για την ανεπανάληπτη ενικότητά τους, όσο περισσότερο συσχετίζονται ο ένας προς τον άλλο σε έναν πυκνό ιστό συνεργατικής αλληλεπίδρασης— αναγνωρίζονται ως ο Γενικός Νους της κοινωνίας.

Ο «Γενικός Νους» —«η σκέψη που επιθυμεί και η επιθυμία που σκέπτεται», για να χρησιμοποιήσουμε την όμορφη διατύπωση του Αριστοτέλη— δείχνει το πολιτικό του πρόσωπο με την εύλογη απαίτηση ενός καθολικού βασικού εισοδήματος και με την άρνηση κάθε δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας πάνω στα προϊόντα του κοινού εκείνου πόρου που είναι το ανθρώπινο μυαλό. Μένουμε με το πιο ακανθώδες πρόβλημα μπροστά μας: πώς να οργανώσουμε μια πολλαπλότητα «κοινωνικών ατόμων» που, προς το παρόν, φαίνεται τεμαχισμένη, καταστατικά εκτεθειμένη στον εκβιασμό— εν ολίγοις, αγνώριστη; Η μαζική διανοητικότητα δυσκολεύεται να μετατρέψει την παραγωγική της δύναμη σε πολιτική δύναμη.

Το υπ’ αριθμό 1 ζήτημα στην ημερήσια διάταξη είναι αυτό των μορφών αγώνα. Όποιος θεωρεί ότι ο εντοπισμός των μορφών αγώνα (απεργία, σαμποτάζ κ.λπ.) είναι απλώς τεχνικό πρόβλημα, ένα απλό παρεπόμενο ενός πολιτικού προγράμματος, είναι ανόητος. Αντίθετα, η συζήτηση των μορφών αγώνα είναι το πιο λεπτό ζήτημα, είναι πραγματικά το κριτήριο για την αξία οποιασδήποτε πολιτικής θεωρίας κατά μία έννοια. Επιχειρηματικότητα, κοινή γνώση, δυνατότητα συσχέτισης και αλληλεπίδρασης: αυτά τα «επαγγελματικά χαρίσματα» του μετα-φορντικού πλήθους πρέπει να γίνουν επίφοβα όργανα πίεσης. Τα βασικά αιτήματα —με δυο λόγια, το «τι θέλουμε»— εξαρτάται εξ ολοκλήρου από το «τι μπορούμε να κάνουμε» για να τροποποιήσουμε τους συσχετισμούς δύναμης μέσα σε αυτή τη δεδομένη κοινωνική οργάνωση στο χώρο και στο χρόνο. Όλα εξαρτώνται, δηλαδή, από την ανοιχτόμυαλη εφεύρεση νέων «απεργιακών φρουρών» (picketings) και νέων «εσωτερικών διαμαρτυριών» που να είναι αντίστοιχα με την επικρατούσα ευελιξία και με το μοντέλο συσσώρευσης που βασίζεται στο Γενικό Νου. 3

 

Τέχνη/ ατομικότητα/ αυτονομία /επιτέλεση

 

BWJ: Εάν η ίδια επικοινωνία, καθώς και τα συναισθήματα και οι τρόποι ύπαρξης, είναι πλέον τμήματα της άυλης εργασίας, τι αποτελέσματα έχει αυτό για τις έννοιες της αυτονομίας ή της ημιαυτονομίας, είτε των ατόμων είτε τομέων της κουλτούρας, όπως η τέχνη;

PV: Σήμερα έχει γίνει προφανές κάτι που ίσχυε πάντα: το άτομο (με την αυτονομία του/της) είναι ένα σημείο περιπετειώδους άφιξης, όχι ένα αναμφίλεκτο σημείο αναχώρησης. Είναι το σημείο άφιξης μιας σύνθετης διαδικασίας ατομίκευσης, της ατομίκευσης καθολικών παραγωγικών δυνάμεων, ανώνυμων δομών, προ-ατομικών τρόπων ύπαρξης. Η αυτονομία του ατόμου είναι, αν θέλεις, το αποτέλεσμα της πολιτικής πάλης, το επίδικο αντικείμενο της ταξικής σύγκρουσης στο μετα-φορντισμό. Για ό,τι αφορά την κουλτούρα και την τέχνη … αυτές είναι αναπόσπαστο τμήμα της ανθρώπινης πρακτικής. Αν προτιμάς, είναι ο χώρος στον οποίο η πράξη στοχάζεται τον εαυτό της και αυτό οδηγεί στην αυτο-αναπαράσταση. Αλλά η ανθρώπινη πρακτική συνολικά συμπεριλαμβάνεται, σήμερα, στην παραγωγική διαδικασία. Για το λόγο αυτό, η σύγχρονη παραγωγή έχει ενίοτε πολιτιστικές-αισθητικές πτυχές. Το να ρωτάμε ποιο είναι το πεπρωμένο της τέχνης και της κουλτούρας εν γένει, σημαίνει να αναρωτιόμαστε ποια μορφή μπορεί να πάρει η ανθρώπινη πρακτική πέρα από την εποχή της μισθωτής εργασίας. Η κουλτούρα και η τέχνη έχουν γίνει παραγωγικά εργαλεία. Αλλά, ακριβώς όπως ο «Γενικός Νους», μπορούν να μετασχηματιστούν σε πολιτικά εργαλεία για το πλήθος.

 

BWJ: Στο βιβλίο σου «Η γραμματική του πλήθους» αναφέρεσαι στην έννοια «της δεξιοτεχνίας» μέσω του παραδείγματος του πιανίστα Γκλεν Γκουντ [Glenn Gould], ο οποίος απέφυγε τις δημόσιες εμφανίσεις και υιοθέτησε το ρόλο ενός εργαζόμενου, παράγοντας ηχογραφήσεις. Ένα αντιπαράδειγμα θα μπορούσε να είναι ο Τζον Κέιτζ [John Cage], ο οποίος, παρόλο που ηχογράφησε πολλούς δίσκους, τους υποβάθμιζε διαρκώς λέγοντας ότι είναι απλώς εμπορεύματα, και επιδιώκοντας να τους αντικαταστήσει με συνεχιζόμενες διαδικασίες εκτέλεσης/επιτέλεσης [performative]. Η ερώτησή μου είναι: από την οπτική μιας πολιτικής «δεξιοτεχνίας», τι συμβαίνει με τις παραδοσιακότερες έννοιες της πραγμοποίησης; Θεωρείς ότι όλη η επικοινωνία πραγμοποιείται, δομούμενη ως εμπόρευμα; Ή μήπως η μορφή των εμπορευμάτων δεν ισχύει πλέον ως τέτοια ακόμη και στην οικονομική σφαίρα;

PV: Είναι αλήθεια· ο Τζον Κέιτζ είναι το αντεστραμμένο είδωλο του Γκλεν Γκουντ. Εκτιμώντας ότι Γκουντ απεχθάνεται την έκθεση στα μάτια άλλων ανθρώπων και θέλει να παραγάγει «έργα», ο Κέιτζ αντίθετα επιθυμεί να μεταπηδήσει σε εκείνη τη δραστηριότητα χωρίς έργο που είναι η εκτέλεση [performance]. Εάν ληφθούν μαζί, δείχνουν παραστατικά τη διαφορά μεταξύ της σφαίρας της παραγωγής (ποιήσεως, όπως την αποκαλούσαν οι αρχαίοι Έλληνες) και της σφαίρας της δημόσιας δράσης (πράξεως). Όσο αφορά την πραγμοποίηση, προτείνω να επιστρέψουμε στην αρχική έννοια της λέξης. Το res στα λατινικά δεν σημαίνει μόνο «πράγμα», αλλά και «γεγονός», «συμβάν», «ορατή αντίδραση», «δράση». Λαμβάνοντας υπόψη αυτή την ευρεία έννοια, η «πραγμοποίηση» θα μπορούσε να σημάνει ότι κάποια από αυτές τις ικανότητες του ανθρώπινου μυαλού εκδηλώνεται στον κόσμο των φαινομένων, γίνεται ευδιάκριτη, προσφέρεται ώστε να φανεί στη δημόσια σφαίρα. Από αυτή την άποψη, η «πραγμοποίηση» μου φαίνεται καλό πράγμα. Είναι ένα αντίδοτο στο «μύθο της εσωτερικότητας». Θα αντέτασσα την «πραγμοποίηση» στην «αλλοτρίωση»· η τελευταία είναι στέρηση, αφαίρεση. Μια ταιριαστή πραγμοποίηση (δηλαδή το γεγονός ότι «η ζωή του μυαλού» γίνεται συμβάν ή αισθητές πράξεις) θα μπορούσε να είναι ένα μέσο καταπολέμησης της μετα-φορντικής αλλοτρίωσης. Όλη η σύγχρονη επικοινωνία είναι ένα πεδίο μάχης μεταξύ μιας ταιριαστής πραγμοποίησης και μιας απεχθούς αλλοτρίωσης.

 

Ένας νέος δέκατος έβδομος αιώνας

 

BWJ: Έχεις εμφατικά περιγράψει τα μέσα με τα οποία νέοι τρόποι σκέψης και συμπεριφοράς, ακόμη και ένας «νέος κοινός νους», σφυρηλατήθηκε από τη νεοσυντηρητική αντίδραση της δεκαετίας του 80 και του 90 4. Τώρα  που είμαστε αντιμέτωποι αφ’ ενός με μια πολύ πραγματική δυνατότητα τρομοκρατικών επιθέσεων—της 9/11 στη Νέα Υόρκη και πιο πρόσφατα εκείνων στην Ισπανία και τη Ρωσία — και, αφ’ ετέρου, με έναν υπερβολικό ζήλο για μέτρα κρατικής ασφάλειας, βλέπεις μήπως μια ιδιαίτερα έντονη περίοδο αναδιάρθρωσης νοοτροπιών, συνηθειών και συμπεριφορών; Μήπως μπαίνουμε σε ένα νέο κύκλο αντιθετικού πειραματισμού, μετά από αυτό που αποκάλεσες «το μακρύ ιντερμέτζο» της αντεπανάστασης;

PV: Μου φαίνεται ότι έχουμε μπει σε ένα νέο δέκατο έβδομο αιώνα. Με αυτό εννοώ μια εποχή φοβερών εξεγέρσεων στις οποίες όλες οι κατηγορίες της δημόσιας ζωής ανακαθορίζονται εκ νέου. Το 1600, στην καρδιά των εμφύλιων και θρησκευτικών πολέμων, ενώ περνούσαμε μέσα απ’ τις επαναστάσεις των χωρικών και των τεχνιτών, με τη βίαιη άνθηση της πρώτης καπιταλιστικής οικονομίας, πλάστηκε το πολιτικό λεξιλόγιο το οποίο ίσχυε μέχρι χθες. Όροι όπως κυριαρχία, το κεντρικό κράτος, θεμιτό/ νόμιμο, το κοινωνικό σύμφωνο, κ.ο.κ., προσέλαβαν εκείνη την περίοδο την έννοια που σήμερα μας φαίνεται προφανής. Λοιπόν, ίσως έχει αρχίσει μια μακρά περίοδος, σίγουρα τραγική, στην οποία οι προσανατολισμοί και οι βασικές πολιτικές έννοιες αλλάζουν. Αυτό που έχει σημασία είναι να καταλάβουμε εάν στο «νέο δέκατο έβδομο αιώνα» η τελευταία λέξη θα ανήκει στον Λεβιάθαν ή στην Έξοδο.

 

Ηθική και ταξική πάλη

 

BWJ: Διάφοροι σχολιαστές των πρόσφατων διαμαρτυριών στη Νέα Υόρκη (κατά του εθνικού συνεδρίου του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος) εξέφρασαν απογοήτευση που δεν μπορούν να προσδιορίσουν, κατά περιόδους, τι «αντιπροσωπεύουν» οι ομάδες διαμαρτυρίας. Φαίνεται, ωστόσο, ότι πολλές δραστηριότητες θα μπορούσαν να γίνουν κατανοητές με όρους μιας συλλογικής άρνησης των συμπεριφορών και των περιορισμών που η πόλη θέλησε να επιβάλει: ας πούμε, καρναβάλι ενάντια στο φόβο, κινητικότητα ενάντια στους περιορισμούς της μετακίνησης. Αλλά πώς φτάνουμε από την ενεργό συμπεριφορά στο πολιτικό αποτέλεσμα;

PV: Το παγκόσμιο κίνημα από το Σιάτλ και μετά μοιάζει με μια βολταϊκή μπαταρία που λειτουργεί κατά το ήμισυ: συσσωρεύει ακατάπαυστα ενέργεια, αλλά δεν ξέρει πώς και πού να την εκφορτίσει. Έχουμε μπροστά μας ένα θαυμάσιο σκελετό στο οποίο δεν αντιστοιχεί αυτή τη στιγμή καμία αντάξια επένδυση. Ή μήπως έχουμε μια νέα τεχνολογική συσκευή, ισχυρή και εκλεπτυσμένη, για την οποία, ωστόσο, αγνοούμε τις οδηγίες; Η συμβολική-μηντιακή διάσταση είναι ταυτόχρονα μια ευνοϊκή περίσταση και ένα όριο. Απ’ τη μια, έχει εξασφαλίσει τη συσσώρευση ενέργειας· από την άλλη, έχει εμποδίσει ή έχει αναβάλει επ’ άπειρον την εφαρμογή της. Κάθε αγωνιστής το γνωρίζει αυτό: το παγκόσμιο κίνημα δεν κατορθώνει ακόμα να έχει επίδραση — πράγμα που σημαίνει, να έχει την επίδραση ενός διαβρωτικού οξέος— στην τρέχουσα συσσώρευση κεφαλαίου.

Από πού γεννιέται η δυσκολία; Μήπως επειδή ούτε το περιθώριο κέρδους, ούτε η λειτουργία των συντακτικών εξουσιών έχει ενοχληθεί –παρά μόνο κατ’ ελάχιστο- από το νέο παγκόσμιο κίνημα; Πού οφείλεται αυτή η παράδοξη «διπλή άρθρωση» [double bind], χάρη στην οποία η συμβολική-επικοινωνιακή σφαίρα είναι ταυτόχρονα ένα αυθεντικό εφαλτήριο και μια πηγή παράλυσης;

Το αδιέξοδο που πλήττει το παγκόσμιο κίνημα προέρχεται από την εγγενή  εμπλοκή του στους τρόπους παραγωγής. Όχι από την αποξένωση ή την περιθωριοποίησή του, όπως νομίζουν μερικοί. Το κίνημα είναι η συγκρουσιακή διεπαφή της μετα-φορντικής εργασιακής διαδικασίας. Ακριβώς εξαιτίας –και όχι σε πείσμα- αυτού του γεγονότος εμφανίζεται στη δημόσια σκηνή ως ηθικό κίνημα.

Επιτρέψτε μου να εξηγήσω τι εννοώ. Η σύγχρονη καπιταλιστική παραγωγή κινητοποιεί υπέρ αυτής όλες τις συμπεριφορές που χαρακτηρίζουν το είδος μας, στρώνοντας στη δουλειά την ίδια τη ζωή. Τώρα, εάν είναι αλήθεια ότι η μετα-φορντική παραγωγή ιδιοποιείται «τη ζωή» —δηλαδή το σύνολο των ειδικά ανθρώπινων ικανοτήτων— είναι μάλλον προφανές ότι και η ανυπακοή απέναντί της θα στηριχτεί στο ίδιο βασικό αντικειμενικό γεγονός. Στη ζωή που εμπλέκεται στην εύκαμπτη παραγωγή αντιτάσσεται η βαθμίδα μιας «καλής ζωής». Και η αναζήτηση μιας καλής ζωής είναι πράγματι το θέμα της ηθικής. Εδώ έγκειται ταυτόχρονα η δυσκολία και η τρομερά ενδιαφέρουσα πρόκληση. Η πρωτοκαθεδρία της ηθικής είναι το άμεσο αποτέλεσμα των υλικών σχέσεων παραγωγής.

Αλλά σε πρώτη ματιά αυτή η πρωτοκαθεδρία φαίνεται να απομακρύνεται από αυτό που, εντούτοις, την έχει προκαλέσει. Ένα ηθικό κίνημα το βρίσκει δύσκολο να παρέμβει στον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνεται σήμερα η υπεραξία. Η εργατική δύναμη που βρίσκεται στην καρδιά του παγκοσμιοποιημένου μετα-φορντισμού —οι επισφαλείς, εύκαμπτοι εργαζόμενοι στα σύνορα μεταξύ απασχόλησης και ανεργίας— υπερασπίζεται μερικές πολύ γενικές αρχές συναφείς με την «ανθρώπινη συνθήκη»: ελευθερία της γλώσσας, μοίρασμα αυτού του κοινού αγαθού: της γνώσης, ειρήνη, προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, δικαιοσύνη και αλληλεγγύη, αναζήτηση μιας δημόσιας σφαίρας στην οποία να μπορεί να βρει τη θέση της η μοναδικότητα και το ανεπανάληπτο κάθε ενικής ύπαρξης. Η ηθική βαθμίδα, ενώ ριζώνει στην κοινωνική εργάσιμη ημέρα, υπερίπταται αυτής σε μεγάλο ύψος χωρίς να μεταβάλλει τις σχέσεις εξουσίας που λειτουργούν στο εσωτερικό της.

Όσοι δεν εμπιστεύονται την ηθική επικέντρωση του κινήματος, επιπλήττοντάς το για παραμέληση της ταξικής πάλης ενάντια στην εκμετάλλευση, κάνουν λάθος. Αλλά, για συμμετρικούς λόγους, κάνουν λάθος και όσοι, ικανοποιημένοι από αυτή την ηθική επικέντρωση, θεωρούν ότι το κίνημα πρέπει να βάλει κατά μέρος κατηγορίες όπως «εκμετάλλευση» και «ταξική πάλη». Και στις δύο περιπτώσεις, αφήνουμε να μας ξεφύγει το αποφασιστικό σημείο: ο πολεμικός δεσμός ανάμεσα στη βαθμίδα της «καλής ζωής» (που προσωποποιούν η Γένοβα και το Πόρτο Αλέγκρε) και στη ζωή που στρώνεται στη δουλειά (το μοχλό της μετα-φορντικής επιχείρησης).

Σημειώσεις

 

1. Paolo Virno, Grammatica della moltitudine. Per una analisi delle forme di vita contemporanee (Roma: Derive Approdi, 2003). Δημοσιευμένο στα αγγλικά ως A Grammar of the Multitude: For an Analysis of Contemporary Forms of Life, μετ. Isabella Bertoletti, James Cascaito και Andrea Casson (New York: Semiotext(e), 2004), 59.

2. Alfred Sohn-Rethel, Geistige und körperliche Arbeit. Zur Theorie der gesellschaftlichen Synthesis (Frankfurt: Suhrkamp, 1970). Δημοσιευμένο στα αγγλικά ως Intellectual and Manual Labour: A Critique of Epistemology, μετ. Martin Sohn-Rethel (Atlantic Highlands, NJ: Humanities Press, 1978).

3. Gilles Deleuze, Negotiations, 1972– 1990, μετ. Martin Joughin (New York: Columbia University Press, 1995), 74, 175.

4. Paolo Virno, «Do You Remember Counterrevolution;” in Radical Thought in Italy: A Potential Politics, ed. Paolo Virno και Michael Hardt (Minneapolis: University of Minnesota Press, 1996), 241.

Η μετάφραση έγινε με βάση το αγγλικό κείμενο της συνέντευξης που έδωσε ο Βίρνο στον Branden W. Joseph, όπως δημοσιεύτηκε στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://mitpress.mit.edu/journals/pdf/GR21_026-037_Joseph.pdf (τις απαντήσεις μετέφρασε στα αγγλικά η Alessia Ricciardi). Οι ενδιάμεσοι τίτλοι είναι του Έλληνα μεταφραστή.

Πρώτη δημοσίευση: περιοδικό Πανοπτικόν, τ. 9 (Ιούλιος 2006)

Κλασσικό

2 σκέψεις σχετικά με το “Μεταφορντισμός – ηθική – πολιτική: Μια συνέντευξη του Paolo Virno

  1. Ο/Η φορτουνελλα λέει:

    1. Paolo Virno, Grammatica della moltitudine. Per una analisi delle forme di vita contemporanee (Roma: Derive Approdi, 2003). Δημοσιευμένο στα αγγλικά ως A Grammar of the Multitude: For an Analysis of Contemporary Forms of Life, μετ. Isabella Bertoletti, James Cascaito και Andrea Casson (New York: Semiotext(e), 2004), 59.

    το βιβλίο έχει μεταφραστεί και κυκλοφορεί στα ελληνικά απο τις εκδόσεις Οδυσσέας με τον τίτλο: Γραμματική του πλήθους, σε μετάφραση Βασίλη Πασά.

    Μου αρέσει!

  2. Παράθεμα: Punk – Μια επικίνδυνη Ουτοπία – Void Network

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.