του Πάολο Βίρνο
Πριν από δύο χρόνια, νομίζω, τηλεφώνησε ο Τόνι. Θα περνούσε από τη Ρώμη και μου ζήτησε να συναντηθούμε. Μια ώρα μαζί, με την Ζυντίτ[1], σε ένα άδειο σπίτι κοντά στο Κάμπο ντε’ Φιόρι (ένα εγκαταλελειμμένο κρησφύγετο, θα σκεφτόταν κάποιος απατεώνας του παλιού PCI). Δεν μιλήσαμε για τίποτα, ή σχεδόν για τίποτα, μόνο φράσεις που προσφέρουν μια αφορμή για να σωπάσουμε και πάλι, χωρίς δυσφορία.
Σ’ εκείνο το σπίτι στη Ρώμη έλαβε χώρα ένας καθαρός και απλός αποχαιρετισμός, που δεν κρύφτηκε πίσω από τελετουργικά μοιρολόγια. Μετά από χρόνια ομηρικών καυγάδων[2] και ενθουσιωδών επαίνων για κάθε προσπάθεια να βρεθεί η στενή πόρτα από την οποία θα μπορούσε να περάσει ο αγώνας κατά της μισθωτής εργασίας στην εποχή ενός οριστικά ώριμου καπιταλισμού, λίγη εμβρόντητη σιωπή δεν βλάπτει. Αντίθετα, συμφιλιώνει.
Θυμάμαι τον Τόνι, ένοικο του κελιού 7 της πτέρυγας υψίστης ασφαλείας στη φυλακή της Ρεμπίμπια, να κλαίει Συνέχεια