της Ντάρσυ Γκριμάλντο Γκρίγκσμπυ
Στις 7 Μαΐου 1824, ο εικοσιεξάχρονος Ντελακρουά, ενώ ζωγράφιζε τις Σφαγές της Χίου, άφησε κάτω το πινέλο του για να γράψει κάτι στο ημερολόγιό του. Ευχαριστημένος με τη συνολική εικόνα της σύνθεσης, συνεχάρη τον εαυτό του και προσπάθησε να βρει λέξεις για τις ζωγραφικές ποιότητες που αναζητούσε:
Η εικόνα μου αρχίζει να αναπτύσσει μια συστροφή, μια κίνηση γεμάτη ενέργεια που πρέπει οπωσδήποτε να ολοκληρώσω. Χρειάζεται αυτό το καλό μαύρο, αυτή την ευτυχή βρωμιά και αυτά τα μέλη που εγώ ξέρω να φτιάχνω και που ελάχιστοι άλλοι το επιχειρούν. Ο μουλάττος θα ταιριάξει καλά.
Κατ’ ανάλογο τρόπο με τη συστροφή που επισήμανε στην ίδια την εικόνα, εδώ υπάρχει μια κλιμακωτή κίνηση που ξεκινά από το «καλό μαύρο», περνά στην «ευτυχή βρωμιά» και καταλήγει σε «αυτά τα άκρα» και τον «μουλάττο» ο οποίος φαίνεται να συνοψίζει ή τουλάχιστον να υλοποιεί όλες αυτές τις ποιότητες.
Τίθεται το ερώτημα: τι δουλειά έχουν τα «ανάμικτα» τέκνα γονέων από τη λευκή και τη μαύρη φυλή στο κέντρο ενός πίνακα που απεικονίζει την εξέγερση των Ελλήνων κατά της οθωμανικής κυριαρχίας; Γιατί ο Ντελακρουά να Συνέχεια