σεξουαλικότητα,Ανάλυση λόγου,Τέχνη

Τραγούδια για τους μήνες … αλλά μόνο για στρέιτ

του Άκη Γαβριηλίδη

Πριν κάμποσο καιρό είχα γράψει ένα σημείωμα για περιπτώσεις τραγουδιών στα οποία ο συνθέτης, ο τραγουδιστής ή άγνωστο ποιος ακριβώς αλλοίωσε την αρχική μορφή του στίχου ώστε να μην δίνεται η εντύπωση ότι μιλά για μια ερωτική σχέση μεταξύ ομοφύλων.

Υπάρχει ένα ακόμα παράδειγμα στο οποίο θύμα ήταν, ούτε λίγο ούτε πολύ, ο μεγάλος μας (τους) ποιητής Οδυσσέας Ελύτης. Στο δίσκο Τραγούδια για τους μήνες του Δημήτρη Παπαδημητρίου με την Ελευθερία Αρβανιτάκη υπάρχει μεταξύ άλλων ένα τραγούδι που αποτελεί μελοποίηση του ποιήματος Σου το ’πα για τα σύννεφα. Το ποίημα περιέχει μεταξύ άλλων το τετράστιχο

Σου το ’πα τα μεσάνυχτα,
σου το ’πα τη στιγμή που δε μιλούσες Συνέχεια

Κλασσικό
Ανάλυση λόγου,Γλώσσα,θρησκειολογία

Τους χαιρετισμούς μας στην άγνοια του ΕΚΚΛΗCIAONLINE

του Άκη Γαβριηλίδη

Από την ελληνόφωνη γραμματεία, μυθοπλαστική και τεκμηριωτική, του 19ου και του 20ού αιώνα, αλλά και από την προσωπική εμπειρία πολλών από μας, γνωρίζουμε πολλά παραδείγματα όπου απλοί άνθρωποι του λαού δεν κατανόησαν και παρερμήνευσαν λέξεις και φράσεις από την Αγία Γραφή που άκουγαν κατά τη θεία λειτουργία. Το να προσθέταμε ακόμα ένα δεν θα είχε από μόνο του πολύ νόημα. Το συγκεκριμένο όμως αποκτά για τους εξής λόγους: είναι αποτυπωμένο γραπτά και επανειλημμένα, αφενός, και αφετέρου προέρχεται όχι από λαϊκούς, αλλά από κληρικούς, ή πάντως από ανθρώπους που, με τον αυτοπροσδιορισμό τους, εμφανίζονται οι ίδιοι ως η εκκλησία. Τρίτον, όμως, και κυριότερον, λόγω του περιεχομένου του, που συνιστά ένα αριστουργηματικό lapsus.

H φράση την οποία παραθέτει η «επιγραμμική εκκλησία» από τους Χαιρετισμούς χαιρετίζει την παρθένο Μαρία Συνέχεια

Κλασσικό
Ανάλυση λόγου,Τέχνη

Οι δημόσιες συνωμοσίες της Μαρίνας Σάττι

του Άκη Γαβριηλίδη

Εδώ και χρόνια έχουμε εξοικειωθεί με την ιδέα ότι τα τραγούδια, ιδίως τα ποπ τραγούδια, ακόμη ιδιαίτερα τα τραγούδια που προορίζονται για τον διαγωνισμό της Ευρωπαϊκής Ραδιοτηλεοπτικής Ένωσης, δεν τα ακούμε μόνο αλλά και τα βλέπουμε· μεταξύ άλλων σε βίντεο.

Λιγότερο διαδεδομένη είναι η πρακτική να προστίθενται σε αυτό το οπτικό μέρος κείμενα, γραμμένες λέξεις ή φράσεις, όπως συνέβαινε στις ταινίες του Ζαν-Λυκ Γκοντάρ, τα οποία κομίζουν νέα στοιχεία σε σχέση με όσα είχαμε δει ή ακούσει μέχρι τότε.

Η πρακτική αυτή ακολουθείται στο βίντεο που δόθηκε στη δημοσιότητα για το «Ζάρι» με την Μαρίνα Σάττι. Στο τελευταίο του πλάνο, όπου απεικονίζεται η Ακρόπολη της Αθήνας, επιπροστίθεται μια διαφάνεια η οποία περιέχει Συνέχεια

Κλασσικό
Ανάλυση λόγου,Τέχνη

«Aντέγραψε» ο Λάνθιμος τον Λανγκ;

του Άκη Γαβριηλίδη

Απάντηση: προφανώς όχι, ο Λάνθιμος δεν «αντέγραψε» τον Λανγκ. Φαίνεται όμως ότι περί αυτού είναι ακράδαντα πεπεισμένοι αρκετές χιλιάδες άνθρωποι, αν κρίνουμε από την μεγάλη διάδοση που γνωρίζει τελευταία στον ελληνόφωνο κυβερνοχώρο μια ανάρτηση που υποστηρίζει ακριβώς αυτό. Και είναι πραγματικά συγκινητικό να πληροφορείσαι έτσι ότι υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουν ακούσει τίποτε για την διακειμενικότητα στις αναπαραστατικές τέχνες.

Η ανάρτηση συγκεκριμένα συνίσταται σε ένα βιντεάκι διάρκειας 26 συνολικά δευτερολέπτων, από το οποίο υποτίθεται προκύπτει ότι το Poor Things αποτελεί «αντιγραφή πλάνο προς πλάνο» της ταινίας Metropolis του Φριτς Συνέχεια

Κλασσικό
Ανάλυση λόγου,Εθνικισμός,Τέχνη,αποικιοκρατία

Το «Ζάρι» ως κοινωνικοπολιτικό αντι-αποικιακό σχόλιο

της Σαπφούς Παπαντωνοπούλου

Την πρώτη φορά που άκουσα το τραγούδι «Ζάρι» της Μαρίνας Σάττι, δεν μου άρεσε καθόλου.

Την επόμενη, μου φάνηκε καλύτερο.

Τώρα πλέον έχω εθιστεί σε αυτό. Όσο πιο πολύ ακούω το βίντεο, τόσο πιο πολύ το λατρεύω. Βρίσκω φοβερό ότι ταυτόχρονα ξεφτιλίζει τους Ελληναράδες και θίγει τις αστικές ελληνικές ευαισθησίες, ενώ παράλληλα σχολιάζει τη σημερινή οικονομική πραγματικότητα στην Ελλάδα και γελοιοποιεί τη Δύση και την αποικιοκρατία της τουριστικής βιομηχανίας.

Ολόκληρο το βίντεο είναι ένα σχόλιο για το πώς η οικονομική νεοαποικιοκρατία, σε μια χώρα που εξαρτάται από την τουριστική οικονομία, οδηγεί σε αυτού του είδους τις αλλοτριωμένες επιτελέσεις του εαυτού και τον επαναπροσδιορισμό της «κουλτούρας» ως εμπορεύματος.

Πραγματικά, είναι τόσο δύσκολο να πετύχεις αυτή την ισορροπία, να μιλάς ενάντια στη δυτική αποικιοκρατία χωρίς να αναπαράγεις εθνικιστικές ρητορείες –και η Σάττι το κάνει αυτό αριστοτεχνικά.

Πολλοί μη Έλληνες σχολιάζουν πόσο τους αρέσει αυτό το τραγούδι. Σε αυτούς απαντάω: κι εμένα μου αρέσει. Αλλά πολύ λίγοι φαίνεται να έχουν ιδέα τι είναι στην πραγματικότητα το τραγούδι. Αυτό το τραγούδι δεν είναι μια Συνέχεια

Κλασσικό
Ανάλυση λόγου,Κινηματογράφος,Τέχνη,Φύλο

Αδέσποτα Ζάρια και Βλάσφημα Κορμιά: οι γυναίκες και η διαταραχή της αντιπροσώπευσης

του Άκη Γαβριηλίδη

 

O χρόνος είναι ένα παιδί που παίζει ζάρια, έλεγε ένας αρχαίος. Για την ακρίβεια, στο πρωτότυπο δεν έλεγε για ζάρια αλλά για πεσσούς, διότι η λέξη ζάρι δεν υπήρχε ακόμα στην ελληνική γλώσσα. Μπήκε αργότερα σε αυτήν από τα αραβικά. Από την ίδια αραβική λέξη προέρχεται και το γαλλικό hasard, ένας όρος μεταξύ άλλων με αρκετές φιλοσοφικές χρήσεις σχετικές με το αστάθμητο και την ενδεχομενικότητα των ανθρώπινων και των φυσικών πραγμάτων ή σχέσεων, του σύμπαντος γενικώς. Το δοκίμιο «Η τύχη και η αναγκαιότητα» του Γάλλου βιολόγου και επιστημολόγου Ζακ Μονό, που τον καιρό του είχε συζητηθεί αρκετά και από πολλούς, (μεταξύ των οποίων και ο Αλτουσέρ), λεγόταν στο πρωτότυπο Le Hasard et la Nécessité.

Xάρη στην τύχη/ αναγκαιότητα του χρόνου, ή ίσως καλύτερα του καιρού, της συγκυρίας, η δημόσια σφαίρα στις 8 Μαρτίου (παγκόσμια ημέρα της γυναίκας), και τις επόμενες μέρες, σημαδεύτηκε στην Ελλάδα από έντονες Συνέχεια

Κλασσικό
Ανάλυση λόγου,Ιστορία,Μνήμη

Καποδίστριας, o Τσακ Νόρρις του εκσυγχρονισμού;

του Άκη Γαβριηλίδη

Εδώ και κάποια χρόνια, στον ελληνόφωνο κυβερνοχώρο έχει τεθεί σε κυκλοφορία –άγνωστο από ποιον ακριβώς, όπως πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις- ένα κείμενο το οποίο, υπό τη μορφή ενός καταιγισμού ρητορικών ερωτήσεων προς τον αναγνώστη («θα το πίστευες αν σου έλεγε κάποιος ότι τον 19ο αιώνα υπήρξε κάποιος που …»), απαριθμεί μία σειρά απολύτως τερατολογικών κατορθωμάτων και ιδιοτήτων που αποδίδει στον Βενετό, αδριατικής καταγωγής, ρώσο κόμη Giovanni Capo d’Istria. Για τις τερατολογίες αυτές, η λογική συνέχεια θα ήταν: όχι, δεν θα το πίστευες, και πολύ καλά θα έκανες.

Όπως επίσης συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, το κείμενο γνωρίζει διάφορες παραλλαγές και προσθαφαιρέσεις κάθε φορά –από τις πολλές- που αναπαράγεται. Μία σχετικά πρόσφατη αρχίζει ως εξής:

Πολλοί λένε ότι μετά από τον Ιωάννη Καποδίστρια τελείωσε και η ζώσα δημοκρατία! Αλλά ας ελπίζουμε στον θεό και ας είμαστε αισιόδοξοι…[1]

Πόσο θα πίστευες αν σου έλεγε κάποιος ότι τον 19ο αιώνα υπήρξε κάποιος που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ελλάδα (Έλληνας) που:

Είναι πραγματικά αξιοθαύμαστο επίτευγμα να γράψεις τρεις προτάσεις και να μην πεις ούτε μία αλήθεια.

Η δημοκρατία, ζώσα ή ημιθανής, δεν τελείωσε μετά τον Καποδίστρια. Τελείωσε με τον Καποδίστρια. Ο Καποδίστριας, αριστοκρατικών πεποιθήσεων και άλλωστε αριστοκράτης ο ίδιος, είναι εκείνος που έθεσε τέρμα στην όποια δημοκρατική προοπτική των συνταγμάτων της επανάστασης του 21. Ποια ήταν άραγε αυτή η «ζώσα δημοκρατία» που υπήρχε επί των ημερών του και «τελείωσε μετά»;

Ο Καποδίστριας είναι αλήθεια ότι γεννήθηκε και μεγάλωσε σε ένα μέρος που σήμερα ανήκει στο ελληνικό κράτος. Oι εμμονικές διαβεβαιώσεις όμως ότι «γεννήθηκε στην Ελλάδα» και «ήταν Έλληνας» άνευ άλλου προσδιορισμού, είναι στην καλύτερη περίπτωση ένα μέρος της αλήθειας. Ανήκε σε μία γενιά που «τραύλιζε το έθνος», για να δανειστούμε την έκφραση από το πρόσφατο βιβλίο της Κωνσταντίνας Ζάνου. Ήταν υπήκοος της Βενετίας, γραμμένος στο Libro d’Oro, και το όνομα του πατέρα του –το ένα από τα δύο ονόματα- ήταν … Μαρία. Σπούδασε στην Ιταλία και υπηρέτησε το ρωσικό κράτος. Όλα αυτά είναι πολύ μακριά από την ελλληνικότητα και την εμπειρία της όπως την νοούμε σήμερα.

Αλλά και όσα ακολουθούν μετά το «που» δεν πάνε πίσω. Αυτά τα οποία ερωτάται ο αναγνώστης «πόσο θα τα πίστευε» είναι μεταξύ άλλων τα εξής:

Πήρε τρία διδακτορικά διπλώματα στην Ιταλία!

Έφτιαξε το Σύνταγμα της τότε Επτανησιακής Πολιτείας (και έγινε κυβερνήτης της σε ηλικία 26 χρονών!)

Έφτιαξε το επιτυχημένο Ελβετικό Σύνταγμα (που ισχύει μέχρι σήμερα)

Έσωσε από διαμελισμό και από πτώχευση την ηττημένη το 1815 Γαλλία.

Έγινε Υπουργός Εξωτερικών (1816) της μεγαλύτερης (τότε) Ευρωπαϊκής δύναμης (της Ρωσίας)

Έσωσε την Ελληνική επανάσταση.

Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ειδικός στην ιστορία του 19ου αιώνα για να αντιληφθεί ότι αυτός ο τύπος λόγου προσιδιάζει περισσότερο σε διαφήμιση παρά σε ιστορική αφήγηση. Μονολεκτικές διαβεβαιώσεις χωρίς καμία περαιτέρω ανάπτυξη ή τεκμηρίωση, (αλλά με άφθονα θαυμαστικά και λέξεις με κεφαλαίο πρώτο γράμμα), που προορίζονται να εμπνεύσουν όχι την επιθυμία για γνώση αλλά την αποχαύνωση και το θαυμασμό.

Εάν κανείς «ξύσει» στοιχειωδώς αυτές τις κατηγορηματικές διαβεβαιώσεις, έστω π.χ. αυτή περί του «ελβετικού συντάγματος», θα δει ότι είναι παραμύθια. Σύμφωνα με ανάρτηση στο επίσημο σάιτ του Παγκόσμιου Οργανισμού Διανοητικής Ιδιοκτησίας, το ελβετικό σύνταγμα που ισχύει σήμερα ψηφίστηκε το 2000, ενώ και το πρώτο στην ιστορία θεσπίστηκε το 1848, δηλαδή αρκετά χρόνια μετά το θάνατο του Καποδίστρια. Άρα μάλλον αδύνατο να συνέταξε εκείνος είτε το ένα, είτε το άλλο.

Το ίδιο δημοσίευμα αναφέρει ότι «Το 1821 παραιτήθηκε από την Ρωσική κυβέρνηση και πήγε στην Ελβετία (1821- 1827)». Πώς «έσωσε την ελληνική επανάσταση» λοιπόν; Εξ αποστάσεως;

Επίσης, αναφέρεται ότι «Οργάνωσε το Πολεμικό ναυτικό και γενικά την ναυτιλία». Δεν διευκρινίζεται ποίας χώρας· φαντάζομαι της Ελλάδας. Πότε πρόλαβε όμως να οργανώσει κοτζάμ πολεμικό ναυτικό;

Παραλείπω εδώ τα κάκιστα ελληνικά στα οποία, επίσης όπως πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις, είναι συνταγμένο το κείμενο. Σε αυτό παρατηρούνται πλείστοι όσοι σολοικισμοί και ανορθογραφίες: «φιλικά προσκείμενους με [sic] την Οθωμανική Αυτοκρατορία», «τα χτήματα του», «συνεδρίαση της Τριζίνας».

Επίσης, ακυρολεξίες:

Ο Κολοκοτρώνης τον ονόμασε «Πατέρα του Έθνους». (Από τότε δεν έχουμε καθορίσει στον Κυβερνήτη Καποδίστρια αυτήν την τιμή).

«Καθορίζω την τιμή» στα ελληνικά σημαίνει αποφασίζω ποιο θα είναι το αντίτιμο σε μια πώληση. «Καθορίζω μία τιμή σε έναν άνθρωπο» δεν σημαίνει τίποτε.

Η μη απόδοση τιμής στον Καποδίστρια είναι μάλλον το «διά ταύτα», η ultima ratio (αν θεωρήσουμε ότι υπάρχει κάποια ratio) του κειμένου:

Ο Καποδίστριας ήταν μια οικουμενική προσωπικότητα. Ακόμη τον τιμούν στην Ρωσία, στην Γαλλία, στην Ελβετία, στην Σλοβενία. Στην Ελλάδα μάλλον τον αγνοούμε.

Φυσικά, ο ισχυρισμός αυτός είναι απολύτως ανακριβής. Στην Ελλάδα δεν αγνοούμε καθόλου τον Καποδίστρια. Υπάρχουν τουλάχιστον τρία αγάλματά του (Αθήνα/ Ναύπλιο/ Κέρκυρα), δύο προτομές (μία στον Εθνικό Κήπο και μία στην Πάτρα) και δυο αναμνηστικές πλάκες (Ναύπλιο), ένα Μουσείο Καποδίστρια στην Κέρκυρα, όπου και το αεροδρόμιο του νησιού φέρει το όνομά του, αποκαθίσταται το Κυβερνείο στην Αίγινα … Το όνομά του έφερε και το σχέδιο ενοποίησης των δήμων του 1997 (από το οποίο έχει μείνει έκτοτε η έκφραση «καποδιστριακός δήμος»), ενώ στις τελευταίες εκλογές κατέβηκε συνδυασμός με την επωνυμία «Κοινωνία-Πολιτική Παράταξη συνεχιστών της πολιτικής του Καποδίστρια». Όσο για οδούς, λεωφόρους ή πλατείες με το όνομά του, υπάρχουν σε όλους τους δήμους της Ελλάδας! Μόνο στην Αττική υπάρχει διψήφιος αριθμός. Το μεγαλύτερο πανεπιστήμιο, αυτό που βρίσκεται στην πρωτεύουσα της χώρας, λέγεται Καποδιστριακό. Χωρίς υπερβολή, δεν πρέπει να υπάρχει πολιτικός άνδρας τον οποίο να έχει τιμήσει περισσότερο το ελληνικό κράτος, με την εξαίρεση του Ελευθέριου Βενιζέλου –του οποίου όμως η δράση υπήρξε πολύ πιο μακροχρόνια, πιο πρόσφατη, και συνδέθηκε με πιο θεμελιώδη γεγονότα της ελληνικής ιστορίας. Τι άλλο να κάναμε δηλαδή; Να ονομάζαμε Καποδιστρία την χώρα;

Φυσικά, το γεγονός ότι ένα κείμενο είναι γραμμένο στο πόδι ή λέει ανακρίβειες δεν εμποδίζει από μόνο του τη διάδοσή του. Υπό ορισμένες προϋποθέσεις, ίσως και να την ευνοεί. Και ειδικότερα, υπό την προϋπόθεση το κείμενο να ανταποκρίνεται σε κάποιες προσδοκίες, να ακολουθεί κάποιες οικείες και αναγνωρίσιμες αφηγηματικές δομές που καλύπτουν κάποιες συναισθηματικές ανάγκες. Εν προκειμένω, αυτό περί του Καποδίστρια – Τσακ Νόρρις καταφέρνει να ενεργοποιήσει κάποια πολύ δημοφιλή κλισέ, με βασικότερο το «κάτι μας κρύβουν», «κάποιοι δεν θέλουν να μάθουμε την αλήθεια». (Είναι χαρακτηριστικό ότι σε κάποιες αναδημοσιεύσεις φέρει τον τίτλο «Ο άγνωστος Καποδίστριας»). Κατά δεύτερον, αυτή η υποτιθέμενη απόκρυψη έχει να κάνει με ένα άλλο πολυχρησιμοποιημένο κλισέ, το «η Ελλάδα τρώει τα παιδιά της», «Έλληνας υπερήρωας που διέπρεψε στο εξωτερικό και εμείς τον αγνοούμε». (Ανάλογο ρόλο καλείται να παίξει σε άλλα δημοσιεύματα ο Καραθεοδωρή, ο οποίος εμφανίζεται ως «ο δάσκαλος του Αϊνστάιν»).

Πρόκειται δηλαδή για το γνωστό επιφώνημα «ce n’est pas ça» που ακολουθεί την έλευση της απόλαυσης για να καταγράψει το χάσμα ανάμεσα στην προσδοκώμενη και στην επελθούσα. Ο εθνικιστής επιθυμεί ακαταμάχητα το έθνος του να είναι υπερδύναμη, να κινεί τα νήματα των παγκόσμιων εξελίξεων· αυτό ή έστω κάποιοι εκπρόσωποί του. Όταν δεν βρίσκει τέτοιους, οδηγείται να επινοήσει, και να αυτο-ετερομαστιγωθεί που δεν τους έχει αποδώσει τη σημασία που τους πρέπει.

Δείγμα αυτής της προσπάθειας είναι και το ότι, το διάστημα αυτό, ετοιμάζει κινηματογραφική βιογραφία του Καποδίστρια –φυσικά με διεθνή συμπαραγωγή- ο Γιάννης Σμαραγδής. Ένας κινηματογραφιστής που υπηρετεί με συνέπεια όλα αυτά τα χρόνια την εμπέδωση ενός αφηγήματος για «εξαιρετικές προσωπικότητες», όλες φυσικά ενήλικες άνδρες, ελληνικής καταγωγής αλλά και με «οικουμενική» (κυρίως βέβαια ευρωπαϊκή) δράση, χάρη στην οποία διέπρεψαν στις τέχνες και το εμπόριο.

Τέλος, αυτή η θεοποίηση του Καποδίστρια αρδεύεται επίσης από ένα άλλο λογοθετικό ρεύμα στο χώρο της δημόσιας ιστορίας και επικοινωνεί με αυτό. Πρόκειται για την προσπάθεια να συγκροτηθεί μία γενεαλογία «χαρισματικών και εκσυγχρονιστών ηγετών» που «αντιστάθηκαν στο λαϊκισμό και στα οθωμανικά κατάλοιπα» –χωρίς όμως να τύχουν της αναγνώρισης που τους άξιζε από τον αχάριστο και αδαή λαό τους, που είναι μαθημένος στην κουλτούρα τού underdog. Πριν από τον Σημίτη και τον ήδη αναφερθέντα Βενιζέλο, η ανάγκη επινόησης προγόνων φέρνει καμιά φορά στην επιφάνεια και τον κόμη-υπουργό του Τσάρου.

Φυσικά αυτή η συνάντηση δεν είναι απαλλαγμένη από ανακολουθίες. Διότι έχουμε ένα πρόταγμα που επαγγέλλεται τον εξορθολογισμό των κοινωνικών σχέσεων, στην υπηρεσία του οποίου τίθεται μια αφήγηση με θρησκευτικές-μυστικιστικές συνηχήσεις[2]. Βέβαια ο μύθος δεν είναι το αντίθετο του Λόγου, όπως ξέρουμε από τους γάλλους (μετα)δομιστές. Δεν είμαι όμως σίγουρος αν αυτό το ξέρουν και οι Διαμαντούρος-Βερέμης-Μαυρογορδάτος και συντροφία.

Όλα αυτά απολήγουν και μπερδεύονται γλυκά στη νέα μεγάλη (μεσαία) ιδέα της Ελλάδας του τουρισμού, των αρχαιοτήτων, της αυτοπεποίθησης και της επιχειρηματικότητας. Ένα αυτοείδωλο, και ένα καθεστώς (κλοπής της) απόλαυσης, πάνω στα οποία «χτίζει» η τριάδα Καλύβας-Μενδώνη-Μητσοτάκης, επιχειρώντας να αιχμαλωτίσει και να αποκρυσταλλώσει όλες αυτές τις συναισθηματικές ανάγκες και όλη αυτή την επιθυμία για αυτοδικαιωτικούς εθνικούς μύθους.

[1] Στο σημείο αυτό παρεμβάλλεται η φράση «Η Ελβετία κόσμησε την Λωζανη με άγαλμα του Καποδίστρια!». Η φράση αυτή είναι λογικά ασύνδετη με όσα προηγούνται ή έπονται, και πιθανολογώ ότι, σε κάποια προηγούμενη εκδοχή η οποία μεταφέρθηκε εδώ με κόπυ-πέιστ, αποτελούσε τη λεζάντα για κάποια φωτογραφία η οποία χάθηκε κατά τη μεταφορά.

[2] Αντιγράφω ξανά από την ίδια κλάψα-αγιογραφία:
«Ομολογώ ότι κατά καιρούς άκουγα για κάποιον Καποδίστρια με τόσα απίθανα κατορθώματα που μου φαινόντουσαν το λιγότερο, υπερβολές!

Τέτοια κατορθώματα είμαστε συνηθισμένοι μόνο στα μυθικά χρόνια. Ποιος να ήταν αυτός ο Έλληνας του 19ου αιώνα που, τουλάχιστον σε πολιτικούς άθλους, φάνηκε αντάξιος του Ηρακλή; Είναι όλα αυτά αλήθεια; Το όνομα του: Ιωάννης Καποδίστριας». Οι υπογραμμίσεις δικές μου· διατηρείται η στίξη και η ορθογραφία του πρωτοτύπου.

Κλασσικό
Ανάλυση λόγου,Δίκαιο,Τέχνη,ναζισμός

«Είναι στη Χρυσή Αυγή ο Γκάτσος;»

του Άκη Γαβριηλίδη

Το ερώτημα του τίτλου δεν το θέτω εγώ. Γι’ αυτό είναι και σε εισαγωγικά. Εγώ το έχω θέσει εδώ και καιρό, και το έχω απαντήσει. Βλέπω όμως με ικανοποίηση ότι αρχίζει να τίθεται και αλλού, άσχετα  από μένα. Και μάλιστα στις πλέον κατάλληλες περιστάσεις και στο πλέον κατάλληλο πλαίσιο προς τούτο: στη δίκη της Χρυσής Αυγής.

Και επίσης, από τα πλέον αρμόδια χείλη.

Το ερώτημα λοιπόν αυτό το έθεσε ο ίδιος ο συνήγορος υπεράσπισης της ναζιστικής εγκληματικής οργάνωσης κ. Δαμούλαρης.

Η πρόθεσή του ήταν φυσικά ρητορική: θεωρούσε την απάντηση δεδομένα αρνητική, και  ανέμενε ότι αυτονόητα το ίδιο θα θεωρούν όλοι υπόλοιποι οι παράγοντες της δίκης.

Είναι όμως σημαντικό το ότι, για να θέσει αυτό το έστω ρητορικό ερώτημα, ο άνθρωπος αυτός διαπίστωσε μία εκ Συνέχεια

Κλασσικό
Ανάλυση λόγου,Πολιτική,Φύλο

Το όχι της Ιεράς Συνόδου είναι μισό ναι

του Άκη Γαβριηλίδη

Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, με ανακοίνωσή της που δημοσιεύεται σε όλο τον ελληνόφωνο τύπο, τάχθηκε κατά του νομοσχεδίου για τον γάμο ομοφύλων και την υιοθεσία.

Φυσικά. Δεν θα περίμενε κανείς από αυτήν να ταχθεί υπέρ. Αυτό θα μπορούσαμε να το αναμένουμε π.χ. από κάποια κομμουνίστρια, όχι από μία εκκλησία –πάντως όχι από αυτήν εδώ.

Κι ωστόσο, αν κανείς διαβάσει τις αντίστοιχες τοποθετήσεις, βλέπει ότι εκείνη των ελλήνων τουλάχιστο κομμουνιστών είναι επί της ουσίας πολύ πιο οξεία, πολύ πιο αντιδραστική και αντιεπιστημονική από εκείνη της εκκλησίας. Η οποία μοιάζει να απορρίπτει την ιδέα της ομόφυλης γονεϊκότητας κυρίως στο πλαίσιο ενός lip service στην ελληνοορθοδοξία, ενώ εν τοις πράγμασι την αποδέχεται. Ή δηλώνει «εποικοδομητική αποχή» από την ψηφοφορία.

Καταρχάς, πριν μπούμε στο περιεχόμενο των θέσεων, είναι χρήσιμο να κάνουμε δύο παρατηρήσεις γλωσσικού (με την ευρύτερη έννοια) τύπου. Πρώτον: η ανακοίνωση της ΙΣ είναι διατυπωμένη σε άψογη δημοτική και σε στρωτό και εύληπτο λόγο –πράγμα καθόλου αυτονόητο για ιερείς, οι οποίοι συνήθως μέχρι τώρα μετέρχονταν έναν λόγο γεμάτο αρχαϊσμούς και –ως επί το πλείστον αποτυχημένα- λεκτικά πυροτεχνήματα[1]. Δεύτερον, και κυριότερον, ο λόγος αυτός έχει τη δομή δημηγορίας, δηλαδή είναι ένας λόγος ισότιμου συνομιλητή που μετέχει σε μία διαβούλευση στον δημόσιο χώρο μαζί με άλλους τους οποίους αναγνωρίζει ως ισοτίμους του και επιχειρηματολογεί για να τους πείσει[2]· όχι λόγος θεόπνευστου ιεροκήρυκα που έρχεται να κομίσει την απόλυτη αλήθεια σε ένα αδαές ποίμνιο.

Αλλά και στο επίπεδο του περιεχομένου, βρίσκουμε πράγματα τα οποία φαίνεται να αποτελούν «κλεισίματα του ματιού», πόρτες που ανοίγουν προς τη σχετικοποίηση της άρνησης και γραμμές φυγής προς μέρη άγνωστα μέχρι τώρα στην εκκλησία. Σταχυολογώ ενδεικτικά τα παρακάτω αποσπάσματα (οι υπογραμμίσεις δικές μου):

Προφανώς η Πολιτεία νομοθετεί, αλλά αυτή η παράμετρος ούτε στερεί την ελευθερία του λόγου από την Εκκλησία ούτε απαλλάσσει την Εκκλησία από το καθήκον ενημέρωσης του πιστού λαού ούτε μπορεί να της υποδείξει σε τι συνίσταται η αμαρτία. Η Εκκλησία δεν νομοθετεί και δεν φέρει ευθύνη για τους νόμους.

… είναι πιθανή η καταδίκη της Ελλάδας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων λόγω διακρίσεων, οπότε η χώρα θα αναγκασθεί να νομοθετήσει και στο έδαφός της την παρένθετη κύηση (!!! – εντυπωσιακή φράση, την οποία δεν θα ανέμενε κανείς να διαβάσει σε ένα τέτοιο κείμενο και με την οποία ουσιαστικά αναγνωρίζεται ότι η στέρηση του δικαιώματος γάμου και υιοθεσίας/ παρενθεσίας από ζευγάρια του ίδιου φύλου συνιστά παράνομη διακριτική μεταχείριση).

Τέλος, η ανακοίνωση αντιτίθεται στην παρενθεσία προβάλλοντας ουσιαστικά τα ίδια επιχειρήματα με τις αντι-παρενθεσιακές φεμινίστριες: επισείει τον κίνδυνο δημιουργίας «ενός αφύσικου μηχανισμού τεκνοθεσιών» που θα έχει ως αποτέλεσμα «την εκμετάλλευση ευάλωτων γυναικών».

Πέραν της ανακοίνωσης της ΙΣ, όμως, υπήρξε αμέσως μετά και μία δήλωση του Ιερώνυμου σε ατομική βάση. Απαντώντας σε ερώτηση δημοσιογράφων σχετικά με τη βάφτιση των παιδιών ομόφυλων ζευγαριών, είπε μεταξύ άλλων:

Αν η βάπτιση γίνεται στη μικρή ηλικία των παιδιών, είναι διότι μέσα στην Εκκλησία είχε δημιουργηθεί η αίσθηση ότι το παιδί μεγαλώνει μέσα σε ένα περιβάλλον χριστιανικών αρχών. Επομένως δεν χρειαζόταν κατήχηση, γιατί γινόταν εντός του περιβάλλοντος. Τώρα που αλλάζουν τα πράγματα, δεν είμαστε κατά των παιδιών. Τα παιδιά τα αγαπάμε και νοιαζόμαστε περισσότερο απ’ όλους τους άλλους. Η Εκκλησία θα περιμένει αυτά τα παιδιά να φτάσουν σε μία ηλικία και όταν μεγαλώσουν και επιθυμούν να βαπτιστούν θα βαπτιστούν.

Καταρχάς, είναι αξιοπρόσεκτο ότι εδώ δεν διατυπώνεται κανένα ανάθεμα, αλλά ούτε καν απόρριψη· έχουμε αντίθετα μία έστω ντε φάκτο αποδοχή της ύπαρξης αυτών των παιδιών –τη στιγμή μάλιστα που αυτά δεν έχουν προκύψει ακόμα. Εξαγγέλλεται βέβαια απέναντί τους μία στάση που, για τα δεδομένα της εκκλησίας (και των πιστών της), γίνεται αντιληπτή ως τιμωρία. Δεν χρησιμοποιείται όμως ένα λεξιλόγιο τιμωρίας, αλλά ένα λεξιλόγιο κατανόησης και αγάπης. Και, με αυτό, έστω με την –ορθή- επίκληση της «επιστροφής στην παράδοση», στις ρίζες του χριστιανισμού, τίθεται σε δημόσια κυκλοφορία μία συλλογιστική η οποία ανατρέπει μια εδραιωμένη παράδοση αιώνων: το μέχρι τώρα αυτονόητο αξίωμα ότι για να βαφτιστεί κανείς ΧΟ δεν χρειάζεται να ερωτηθεί· τον/ την βαφτίζουμε πρώτα και μετά του λέμε τι τον κάναμε.

Εάν η μέχρι τώρα απαράβατη αυτή αρχή καμφθεί, ο πιστός –ή και ο μη πιστός- που το ακούει αυτό, μπορεί να αναρωτηθεί: γιατί να μην επεκταθεί η νέα ρύθμιση και σε όλα τα άλλα παιδιά; Η διερώτηση αυτή ενθαρρύνεται και από το γεγονός ότι οι λόγοι που επικαλείται ο αρχιεπίσκοπος δεν έχουν κάποια ειδική και αναγκαία σύνδεση με τα παιδιά των ομοφύλων. Αν διαβάζαμε αυτό το κείμενο χωρίς να γνωρίζουμε την ερώτηση, δεν θα καταλαβαίναμε ότι μιλά ειδικά για αυτά τα παιδιά και όχι για άλλα/ για όλα. Ο Ιερώνυμος παραδέχεται ότι «τα πράγματα αλλάζουν» (παρόλο που ο ίδιος και το μαγαζί του διακηρύσσουν επίσημα ότι αντιτίθενται σε αυτή η αλλαγή, άρα είναι σαν να έχουν ήδη παραδεχτεί την ήττα τους)· επιπλέον, η αλλαγή αυτή συνίσταται στο ότι δεν είναι δεδομένες οι χριστιανικές αρχές των γονέων και η απόφασή τους να κατηχήσουν αναλόγως τα τέκνα τους. Ωστόσο, δεν έχουμε κανέναν λόγο να υποθέσουμε ότι η αιτιολόγηση αυτή ισχύει μόνο για τα ομόφυλα ζευγάρια: είναι λογικά πιθανό και κάποιο ετεροφυλόφιλο ζευγάρι, ή το ένα εκ των δύο μελών του, να μην ασπάζεται τις χριστιανικές αξίες, ή να μην επιθυμεί να κατηχήσει το παιδί του σε αυτές. Με βάση τη λογική της δήλωσης, λοιπόν, θα πρέπει και αυτών των παιδιών η βάφτιση να αποφεύγεται, ή να αναβάλλεται για κάποια στιγμή κατά την οποία θα είναι σε θέση τα ίδια να αποφασίσουν.

Όπως κι αν έχει, η τοποθέτηση αυτή απέχει παρασάγγας από την μνησίκακη απειλή ότι δεν θα κηδεύονται όσοι κάνουν πολιτικό γάμο, με την οποία είχε αντιδράσει έναν καιρό η εκκλησία σε ανάλογη περίπτωση.

Οι αλλαγές στη στάση δυσκίνητων θεσμών δεν γίνονται πάντα κατά θεαματικό τρόπο. Κάποτε συμβαίνει να εκλεγεί ένας ριζοσπάστης Πάπας ο οποίος να διακηρύξει απερίφραστα θέσεις επαναστατικές για τα δεδομένα του μηχανισμού του οποίου προΐσταται. Άλλοτε όμως γίνονται με δημόσια μυστικά όπως εκείνα του Μακιαβέλλι, με τοποθετήσεις στις οποίες κάποιοι απ’ όσους/-ες ακούν μπορούν να αποδώσουν ένα πλεόνασμα νοήματος. Ή με τοποθετήσεις οι οποίες να είναι σαν το γαύγισμα των σκυλιών ενώ το καραβάνι περνάει.

Έχω την αίσθηση ότι η τοποθέτηση της εκκλησίας εν προκειμένω είναι αυτού του τύπου. Και έτσι, ότι μόνοι ειλικρινείς υπερασπιστές των συντηρητικών ηθών και αξιών μένουν ο Νατσιός και ο Κουτσούμπας –παρέα με τον Ρούσση και με τον Μαργαρίτη. Όχι βέβαια τον τραγουδιστή, αλλά τον συνονόματό του που παριστάνει τον μαρξιστή ιστορικό.

[1] Μόνη μάλλον εξαίρεση το «συνευδοκούντες σε αυτό» (το νομοσχέδιο).

[2] Σημειώνω ότι, για ένα από τα εννέα σημεία που αναδεικνύει το κείμενο της σχετικής ανακοίνωσης, υποστηρίζει ότι «αυτό αφορά τον καθένα, έστω και αν δεν αποδέχεται τη χριστιανική ηθική» (η υπογράμμιση δική μου).

Κλασσικό
Ανάλυση λόγου,Εθνικισμός,Τέχνη,Φύλο

Η οίνωψ σημαία και ο ανθελληνισμός του Νατσιού (και του Γεραπετρίτη)

του Άκη Γαβριηλίδη

Το τελευταίο (μέχρι το επόμενο) περιστατικό λογοκρισίας με θύμα το έργο της Γεωργίας Λαλέ, αποδεικνύει για άλλη μια φορά, εάν υπήρχε ανάγκη τέτοιας απόδειξης, ότι όσοι κηρύσσουν σταυροφορίες υπέρ του έθνους και της ελληνικότητας έχουν στο μυαλό τους μία απολύτως μερική, ενδεχομενική και αυθαίρετη αντίληψη για το τι είναι και τι δεν είναι ελληνικό, την οποία απολυτοποιούν και με αυτήν αξιώνουν να αστυνομεύσουν όλους τους υπολοίπους παριστάνοντας ότι υπερασπίζονται αιώνιες αξίες, ενώ υπερασπίζονται μόνο το δικό τους καπρίτσιο και την δική τους αγραμματοσύνη.

Τα λόγια με τα οποία ο Νατσιός, δάσκαλος της μέσης εκπαίδευσης [sic], τεκμηρίωσε (; ) την λογοκριτική του απαίτηση να κατέβει το έκθεμα από τον τοίχο του προξενείου, απαίτηση την οποία έσπευσε να ικανοποιήσει ο Γεραπετρίτης, συνταγματολόγος [ξανά sic], ήταν τα εξής:

Είναι δυνατόν να παρουσιάζεται η σημαία μας με ροζ χρώμα, να διακωμωδείται το εθνικό μας σύμβολο; Η σημαία επιτρέπεται να αλλάξει χρώμα μόνον όταν βαφτεί κόκκινη από το αίμα των αγώνων του λαού μας.

Ο Νατσιός, όπως κάθε εθνικιστής, φαίνεται ότι έχει μια εμμονή με το αίμα. Π.χ. πρόσφατα είχε αναγγελθεί η Συνέχεια

Κλασσικό