του Άκη Γαβριηλίδη
Στο σημαντικό του έργο Το έθνος και τα ερείπιά του, ο Γιάννης Χαμηλάκης εισήγαγε την έννοια σαμάνος του έθνους για τον Μανόλη Ανδρόνικο. Η έννοια αυτή, και η συναφής ανάλυση, αποτελεί έναν χρήσιμο τρόπο να προσέξουμε και να αναδείξουμε μια διάσταση ανορθολογισμού και, ειδικότερα, πίστης στην επικοινωνία με τους νεκρούς (προγόνους) η οποία συνοδεύει ιδρυτικά την κατασκευή της φαντασιακής κοινότητας του έθνους ακόμη και όταν αυτή επενδύεται σε λόγους που επικαλούνται την επιστήμη και τις ορθολογικές μεθόδους έρευνας. Από την άλλη, ο ισπανός ελληνιστής Άλβαρο Γκαρθία Μαρίν, σε ένα έργο που αποσπάσματά του έχουμε δημοσιεύσει μεταφρασμένα εδώ στο παρελθόν, θεματοποιεί το βαμπιρικό στοιχείο που συνοδεύει την «παλιγγενεσία» της Ελλάδας στις αρχές του 19ου αιώνα και τη διάσταση του ανοίκειου που ανακύπτει όσον αφορά την επίκληση των αρχών του διαφωτισμού από τους πρωταγωνιστές της αναβίωσης αυτής.
Η δύναμη ενός θεωρητικού σχήματος έγκειται στην παραγωγικότητά του, δηλαδή στη δυνατότητα να ερμηνεύσει φαινόμενα τα οποία δεν είχαν προκύψει όταν αυτό διατυπωνόταν.
Τουλάχιστον δύο τέτοια φαινόμενα προέκυψαν μόνο τις τελευταίες μέρες. Το ένα ήταν ο απίθανος ισχυρισμός που προέβαλε με κάθε σοβαρότητα ο σκηνοθέτης Γιάννης Σμαραγδής, κατά τον οποίο ο πρωταγωνιστής της ταινίας του Καποδίστριας ήρθε σε επικοινωνία με τον ίδιο τον Ιωάννη Καποδίστρια μέσω κάποιου υπνωτιστή τον οποίον «δεν ξέρει κανείς», και έτσι κατάφερε να αποκτήσει όχι μόνο πρόσβαση στα «βασικά στοιχεία της ύπαρξης του Καποδίστρια», αλλά και την ίδια την … άδεια να τον υποδυθεί.
Εάν επρόκειτο για κάποια ταινία μυθοπλασίας ή, πολύ περισσότερο, τρόμου, ένας τέτοιος ισχυρισμός θα ήταν έως και συμπαθητικός. Ωστόσο, εδώ πρόκειται για μια ταινία η οποία από τους συντελεστές της και τους υποστηρικτές τους προβάλλεται ως ένα «μάθημα ιστορίας», το οποίο καλούνται να δουν όλοι ώστε να μάθουν την «ιστορική αλήθεια». Δεν έλειψαν και εκείνοι που εισηγούνται να προβάλλεται στα σχολεία, και που διαβεβαιώνουν ότι, αν αυτό συνέβαινε, «η Ελλάδα θα ήταν διαφορετική σήμερα». Και η διαφορά αυτή θα συνίστατο, ακριβώς, στο ότι θα είχαμε «ξεπεράσει τις αρχαϊκές παραδοσιακές δομές», τα ανορθολογικά φέουδα και την «Ελλάδα των κοτσαμπάσηδων» και θα είχαμε επιτέλους εισέλθει στο λαμπρό μοντερνιστικό μέλλον, που ο Τσακ Νόρρις του εκσυγχρονισμού είχε ήδη διαβλέψει αλλά ήταν ανεπιθύμητο για τους κοντόθωρους που τον περιτριγύριζαν.
Ένα άλλο παράδειγμα επίκλησης υποτιθέμενων επιστημονικών τίτλων για την εξυπηρέτηση μίας ανορθολογικής πατριδογνωσίας, η οποία επίσης έχει σχέση με μια ζωή πέρα απ’ το θάνατο, ήταν η πολλοστή νουθεσία που απηύθυνε ο αγαπητός πελάτης αυτού εδώ του ιστολογίου, ο αυτοαποκαλούμενος γλωσσολόγος Γεώργιος Μπαμπινιώτης. Η ανάρτησή του, με τον χαρακτηριστικό –και ήκιστα επιστημονικό- τίτλο «Έπαινος ιστορικής-ετυμολογικής ορθογραφίας», αρχίζει ως μετάδοση κάποιων γνώσεων στις οποίες υποτίθεται ότι έχει πρόσβαση ο ομιλών. Οι υποτιθέμενες αυτές «γνώσεις» όμως είναι, όπως συνήθως, ένας σωρός από ανοησίες.
Η ορθογραφία τής Ελληνικής είναι ό,τι ονομάζεται «ιστορική» ή «ετυμολογική» ορθογραφία∙ δηλώνει δηλ. την μορφή τής λέξης όπως ξεκίνησε, τότε που η γραφή της ήταν απείκασμα τής προφοράς και αυτή τής προέλευσής της, τής ετυμολογίας της. Είκοσι οκτώ (28) τουλάχιστον αιώνες γράφουμε την Ελληνική με το ίδιο αλφάβητο, το ελληνικό, και είκοσι τέσσερις (24) αιώνες την γράφουμε με την ίδια ορθογραφία, αυτήν τού αττικού αλφαβήτου, την (εκ των υστέρων) καλούμενη ιστορική / ετυμολογική ορθογραφία.
Ποια είναι τα χαρακτηριστικά αυτής τής ορθογραφίας και η άμεση ή έμμεση διδακτική αξία της; Είναι:
- Σημειολογική (γράφεται με σημεία, τα ελληνικά γράμματα)
- Ιστορική/ετυμολογική (δηλώνει την προέλευση των λέξεων)
- Σημασιολογική (λόγω διαφάνειας δηλώνει συχνά την σημασία)
- Φωνητική (σύνδεση προφοράς και γραφής με κανόνες)
- Κιναισθητική (όταν είναι χειρόγραφη επιδρά μαθησιακά)
- Αισθητική (ως χειρόγραφη στον σχεδιασμό των γραμμάτων)
Έχει εξαρθεί συχνά και πολύ ο ρόλος των γραμμάτων στην ορθογραφική παράσταση των λέξεων. Αλλά τα γράμματα είναι μόνο το υλικό κομμάτι ενός διανοητικού σημειακού γλωσσικού συστήματος που είναι το Αλφάβητο, ενώ η ορθογραφική σύσταση των λέξεων αποτελεί την ιστορική βαρύτητα και σημασιολογική διαφάνεια των λέξεων.
Άρα, η ορθογραφία των λέξεων τής Ελληνικής είναι ένας συνδυασμός τεχνικής (των γραμμάτων που συνιστούν τις λέξεις) και ιστορίας (τής εικόνας που απαρτίζει τις λέξεις).
Ο «έπαινος» αυτός χρησιμοποιεί μια σειρά από επιστημονικοφανείς όρους προς εντυπωσιασμό, αλλά δεν κομίζει καμία καινούρια –ή έστω παλιά- γνώση.
Από γλωσσολογική άποψη, ούτε ένα από τα έξι αυτά σημεία δεν στέκει. Ως προς το σημείο αυτό, επειδή δεν είμαι γλωσσολόγος, θα επαφεθώ στην κρίση αρμοδιοτέρων εμού[1]. Θα προσθέσω μόνο δύο στοιχεία τα οποία δεν χρειάζεται να είναι κανείς γλωσσολόγος για να τα αντιληφθεί: ο ίδιος ο γράφων διαψεύδει τον ισχυρισμό του ότι «γράφουμε με τον ίδιο τρόπο», απ’ τη στιγμή που γράφει με κεφαλαίο το πρώτο γράμμα όχι μόνο το επίθετο «ελληνική», αλλά, κατά ακατανόητο τρόπο, και το ουσιαστικό «αλφάβητο»! Όμως, όπως όλοι γνωρίζουμε, οι λέξεις αυτές γράφονται με μικρό ε και α αντίστοιχα. Οπότε, την ελληνική δεν την γράφουμε με την ίδια ορθογραφία, όχι μόνο διαχρονικά αλλά και συγχρονικά, στην ίδια τη δική μας εποχή.
Δεύτερον: κατά τους 28 αυτούς αιώνες, για τη γραφή της ελληνικής δεν χρησιμοποιήθηκε μόνο το ελληνικό αλφάβητο. Χρησιμοποιήθηκαν επίσης το λατινικό και το αραβικό. Οπότε, η αποσιώπηση του γεγονότος αυτού κάνει την «ανάλυση» του Μπαμπινιώτη να εμφανίζεται ως αξιολόγηση/ ιεράρχηση και όχι ως διαπίστωση της κατάστασης των πραγμάτων: όσοι χρησιμοποίησαν τα δύο άλλα αυτά αλφάβητα εμφανίζονται ως λιγότερο Έλληνες, ως αμελητέοι στην τρισχιλιετή ιστορία. Ένα συμπέρασμα μάλλον ανεπιθύμητο για τον Μπ., διότι μεταξύ αυτών περιλαμβάνονταν ο Βιτσέντζος Κορνάρος και ο Διονύσιος Σολωμός.
Το βασικό πρόβλημα όμως με αυτή την υποτιθέμενη «ανάλυση» δεν είναι τα ουσιαστικά λάθη της, αλλά το γεγονός ότι αυτά προκύπτουν στο πλαίσιο μιας προσπάθειας για στοιχειοθέτηση κάποιας ελληνικής εξαιρετικότητας.
Ακόμη και αν όλα αυτά τα «χαρακτηριστικά της ελληνικής ορθογραφίας» έστεκαν, ο καθένας αντιλαμβάνεται ότι πρόκειται για στοιχεία τα οποία χαρακτηρίζουν τις ορθογραφίες όλων των γλωσσών του κόσμου, ή πάντως και πολλών άλλων πέραν της ελληνικής. Η ελληνική γλώσσα, μας λέγεται, «γράφεται με σημεία». Οι άλλες γλώσσες με τι γράφονται; Με νεύματα; Με εικονίτσες; Αλλά ακόμη και αυτό να συνέβαινε, τα νεύματα και οι εικονίτσες είναι και αυτές σημεία. Από τη στιγμή που μιλάμε για γλώσσα και για γραφή, είμαστε ήδη στην επικράτεια των σημείων.
Το ίδιο ισχύει για όλα τα υπόλοιπα σημεία.
Ο Μπ., στην αρχή του σημειώματός του, κρούει τον κώδωνα του κινδύνου και υποδεικνύει στους αναγνώστες του: «Την ορθογραφία και τα μάτια σας όσες/όσοι αγαπάτε την γλώσσα μας!».
Ακόμα κι αυτός ο κινδυνολογικός εξορκισμός, ιδίως αυτός, είναι απολύτως άκυρος. Από τη μεριά μου θα ήθελα να διαβεβαιώσω τους αναγνώστες: η ορθογραφία, καταρχάς, δεν κινδυνεύει από τίποτε. Αλλά και να κινδύνευε, τα μάτια σας είναι πολύ πιο σημαντικά και πολύτιμα από αυτήν.

[1] Αντιγράφω παρακάτω ανάρτηση της γλωσσολόγου Έλενας Μότσιου, επίκουρης καθηγήτριας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας:
«Η ρητορική εξιδανίκευση μπορεί να συγκινεί, αλλά δεν παύει να είναι καλλωπισμένη παραπλάνηση.
• Η ελληνική ορθογραφία δεν αποτυπώνει την αρχική μορφή/προφορά των λέξεων!
• Δεν γράφουμε 28 αιώνες με το ίδιο αλφάβητο. Υπήρχαν πολλές τοπικές παραλλαγές μέχρι την παγίωση του αττικού αλφαβήτου τον 4ο αι. π.Χ. και πολλές συνέχισαν να υπάρχουν και μετά.
• Δεν γράφουμε 24 αιώνες με την ίδια ορθογραφία. Η ορθογραφία έχει αλλάξει σημαντικά (κεφαλαιογράμματη χωρίς στίξη, πολυτονικό, μονοτονικό, απλοποιήσεις και συνεπέστερες ορθογραφικές προσαρμογές κτλ).
• Η ορθογραφία δεν δηλώνει αξιόπιστα την ετυμολογία. Συχνά θολώνει την προέλευση λόγω ιστορικών αλλαγών: άρα η ετυμολογία συχνά δεν είναι διαφανής μέσα από την ορθογραφία (πχ τραβώ < ταύρος).
• Δεν είναι σημασιολογική. Η σημασία δεν προκύπτει από την ορθογραφία αλλά από τη μορφολογία και το λεξιλόγιο, γιατί αν ισχυε κατι τετοιο, αυτοί που δεν είχαν/έχουν πρόσβαση στην ορθογραφία παράγουν, συμπεραίνεται εύκολα, λιγότερη σημασία…
• Δεν είναι φωνητική. Η ελληνική έχει πολλές ορθογραφικές επιλογές για τον ίδιο ήχο.
• Η αισθητική (;;;) και κιναισθητική (;;;) αξία δεν είναι γλωσσολογικά χαρακτηριστικά, όπως και όροι του τύπου “ιστορική βαρύτητα” είναι ιδεολογικοί όροι που εντάσσονται έξω από τον επιστημονικό λόγο».