του Άκη Γαβριηλίδη
Την διανοητική παραγωγή της ΚΝΕ ομολογώ ότι δεν την παρακολουθώ συστηματικά. Κατά καιρούς, διάφορα προϊόντα της προσγειώνονται και στον δικό μου υπολογιστή λίγο-πολύ τυχαία.
Τελευταία, σε ένα απ’ αυτά, και συγκεκριμένα σε φυλλάδιο της ΚΝΕ Παντείου που τιτλοφορείται «Οι νέοι επιστήμονες παλεύουμε για να κατακτήσουμε την πραγματική επιστημονική γνώση, δεν ανεχόμαστε τον ανορθολογισμό!», διάβασα μεταξύ άλλων την εξής φράση.
Σε ένα εργαστήριο που πραγματεύεται πώς πρέπει να διεξάγουμε έρευνα είναι αδιανόητο να διατυπώνεται πως η γλώσσα δεν μπορεί να αντικατοπτρίσει την αντικειμενική πραγματικότητα.
Όμως, το ότι η γλώσσα μπορεί, και οφείλει, να «αντικατοπτρίσει την αντικειμενική πραγματικότητα», είναι μία γραφική ανορθολογική άποψη, την οποία έχει απορρίψει ο ίδιος ο Στάλιν, σε ένα άρθρο του (υπό μορφή συνέντευξης) με τίτλο «Σχετικά με τον μαρξισμό στη γλωσσολογία» το οποίο δημοσιεύθηκε στην Πράβντα το 1950. Το κείμενο αυτό μεταφράστηκε στα ελληνικά ήδη την ίδια χρονιά με τον προαναφερθέντα τίτλο, ενώ υπάρχει τουλάχιστον μία ακόμη ελληνική μετάφραση με τον τίτλο «Ο Μαρξισμός και τα προβλήματα γλωσσολογίας», αν δεν κάνω λάθος από το 1975. Η πρώτη μετάφραση αναδημοσιεύθηκε, μεταξύ άλλων, στο κυριακάτικο ένθετο του Ριζοσπάστη στις 9 Δεκέμβρη 2001. Ίσως οι αυτόκλητοι «νέοι επιστήμονες» και επιστημόνισσες (και επιστήμονα?) θα μπορούσαν να προσφύγουν, για αρχή, σε αυτή την αναδημοσίευση, ώστε να ξεπεράσουν τον αφελή θετικισμό τους.
Μιλώ για θετικισμό διότι, στην παραπάνω διατύπωση, η «γλώσσα» τίθεται ως συνώνυμο της «επιστήμης». Η «αντικειμενική πραγματικότητα» την οποία θέλουν να «αντικατοπτρίσουν» τα νέα επιστήμονα είναι ότι «υπάρχουν δύο φύλα», πράγμα που προκύπτει από τους «νόμους της φύσης και της κοινωνίας» και γι’ αυτό συνιστά «πραγματική» επιστημονική γνώση. Άρα είναι «ανορθολογικό» να λέει ή να υπονοεί κανείς ότι μπορεί να υπάρχουν περισσότερα.
Εδώ, όμως, γίνονται δύο στοιχειώδη ιδεαλιστικά λάθη. Πρώτον, υιοθετείται μια αυστηρά ντετερμινιστική επιστημολογία, βασισμένη σε μια γραμμική αιτιότητα και σε απαρέγκλιτους φυσικούς (αλλά και κοινωνικούς!) νόμους. Στη συνέχεια, η κατ’ αυτόν τον εσφαλμένο τρόπο ορισμένη «επιστήμη» ταυτίζεται με τη γλώσσα, από την οποία αναμένεται επίσης να τηρεί απαρέγκλιτα αυτούς τους υποτιθέμενους νόμους. Πράγμα απολύτως αυθαίρετο: στη γλώσσα μας, προφορική και γραπτή, κάνουμε διαρκώς κάθε μέρα επιστημονικά «λάθη»· χρησιμοποιούμε ανακριβείς διατυπώσεις οι οποίες δεν «αντικατοπτρίζουν» καμία «πραγματική επιστημονική γνώση», αλλά αυτό δεν μας εμποδίζει να συνεννοηθούμε, αντιθέτως αυτό είναι που καθιστά δυνατή τη λειτουργία της γλώσσας.
Ίσως είναι υπερβολική απαίτηση από τα νέα επιστήμονα να έχουν υπόψη τους την επιστημολογική παρέμβαση του γάλλου μαρξιστή φιλόσοφου Λουί Αλτουσέρ και των συνεργατών του, π.χ. τις θεωρίες περί της γνώσης ως παραγωγής, περί επικαθορισμού και δομικής αιτιότητας. Όταν όμως τα βλέπω να βρίσκονται πιο πίσω και από τον Στάλιν και να φλερτάρουν με τον Νικολάι Μαρ, πραγματικά απορώ πώς κατέληξαν σε αυτή την άποψη, πού μορφώθηκαν, από ποιους ανθρώπους, με ποιες θεωρίες.
