πόλεμος,Ιστορία

Το πραγματικό έπος της Αλβανίας

του Ζάχου Ε. Παπαζαχαρίου

Από την αρχή της ιταλικής εισβολής στην Αλβανία το 1939 εκδηλώθηκαν αυθόρμητες αντιδράσεις ενάντια στους κατακτητές. Ο αλβανικός στρατός, που ενσωματώθηκε στον ιταλικό, άρχισε να λιγοστεύει αισθητά. Οι Αλβανοί στρατιώτες άρχισαν να αυτομολούν και να κρύβονται στα βουνά. Στις αρχές του 1940 ένας ηγούμενος μπεκτασήδικου μοναστηριού, ο Μουσλίμ Πέζα, τέθηκε επικεφαλής μιας ένοπλης ομάδας από την κωμόπολη Πέζα της κεντρικής Αλβανίας και κατάφερε απανωτά χτυπήματα στους Ιταλούς. Το πρώτο αυτό αντάρτικο της Ευρώπης ενάντια στις δυνάμεις του Άξονα είχε σοβαρό αντίκτυπο σ’ όλη την Αλβανία. Γενίκευσε την τάση λιποταξίας των Αλβανών από τον ιταλικό στρατό, με αποτέλεσμα να μην εμπλακούν Αλβανοί στρατιώτες στην επίθεση της 28ης Οκτωβρίου 1940 και στην εισβολή στην Ελλάδα. Σήμανε την αρχή του κομμουνιστικού κινήματος στην Αλβανία και την έναρξη του ένοπλου απελευθερωτικού αγώνα στα Βαλκάνια και στην Ευρώπη.

Ένας νέος, καθηγητής του γαλλικού Λυκείου της Κορυτσάς, ο Εμβέρ Χότζα, από οικογένεια μπεκτασήδων, επισκέφθηκε το αντάρτικο του Πέζα και, πριν τη λήξη του Γερμανοσοβιετικού Συμφώνου, άρχισε να οργανώνει ένα Κομμουνιστικό Κόμμα ενώνοντας τις ολιγομελείς ομάδες κομμουνιστών που υπήρχαν στις μεγάλες αλβανικές πόλεις. Υπό την προτροπή της ομάδας του, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα η πλειοψηφία των Αλβανών εντάχθηκε στο Αλβανικό Απελευθερωτικό Μέτωπο και η Αλβανική Αντίσταση αντέταξε στους φασίστες και στους ναζί … 70.000 μαχητές, έναν εντυπωσιακό αριθμό που μπορεί να συγκριθεί με το πλήθος των Αντιστασιακών και των μεγάλων ακόμα ευρωπαϊκών χωρών όχι σε ποσοστά αναλογικά με τον πληθυσμό κάθε χώρας, αλλά σε απόλυτους αριθμούς.

Το αντάρτικο του Πέζα είχε και μία άλλη συνέπεια, που δεν εξετάστηκε από την ιστορία και παραμένει στη σφαίρα των διαδόσεων και των προφορικών μαρτυριών. Στο Βόλο, οι άνθρωποι της αγοράς του Παλιού Λιμεναρχείου από τις αρχές του 1940 πήραν χαμπάρι ότι οι μουσουλμάνοι μοναχοί του κοντινού μπεκτασήδικου μοναστηριού του Ντορμπαλή Σουλτάν, κοντά στο χωριό Ιρινί της περιοχής των Φαρσάλων, αγόραζαν όπλα όπου μπορούσαν να τα βρουν. Και μια παρέα ανήσυχων νεαρών από τη συνοικία Παλιά του Βόλου πήγαν στον τεκκέ του Ιρινί, που είναι γνωστός και ως «Αλβανικός Τεκκές». Και ρώτησαν τον ηγούμενο τι τα ήθελε τα όπλα. Εκείνος τους πληροφόρησε πως στην Αλβανία οι καλογέροι είχαν αρχίσει αντίσταση κατά των Ιταλών. Τους συμβούλεψε να ετοιμαστούν κι αυτοί να αντισταθούν ενάντια στο φασισμό και να υπερασπίσουν την πατρίδα τους, γιατί οι Ιταλοί μετά την εισβολή στην Αλβανία θα χτυπούσαν αργά ή γρήγορα και την Ελλάδα. Και, καθώς λέει ο θρύλος, ο «Μπουμπάς» ή «Μπαμπάς», ο ηγούμενος του τεκκέ, έδωσε το «μπινέκι» του, το άσπρο του άλογο, στον αρχηγό της παρέας. Κι εκείνος το είχε και το καβάλαγε σ’ όλη τη διάρκεια της Κατοχής και της Αντίστασης, ενταγμένος στο περίφημο 54ο τάγμα του Ε.Λ.Α.Σ. στο Πήλιο.

Όταν τέλειωσε ο πόλεμος, ο Βολιώτης αντάρτης πήγε να επιστρέψει το άσπρο άλογο στο μοναστήρι του Ιρινί. Αλλά ο ηγούμενος δεν υπήρχε πια. Οι Ιταλοί στη διάρκεια της Κατοχής πληροφορημένοι για τις αντιστασιακές δραστηριότητες των μπεκτασήδων μοναχών είχαν μπλοκάρει τον τεκκέ και είχαν τουφεκίσει τον ηγούμενο και τους μοναχούς που θεώρησαν πρωταίτιους. Έτσι η Εθνική Αντίσταση στην Ελλάδα, προτού υπάρξει και προτού θεωρηθεί «Εθνική», υπήρξε … Διεθνική.

Απόσπασμα από το βιβλίο του συγγραφέα Βαλκανική κολυμβήθρα ονομάτων, Ισνάφι, Ιωάννινα 2010, σ. 213 έως 215. Ο τίτλος είναι επιλογή του ιστολογίου.

Κλασσικό

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.