του Άκη Γαβριηλίδη
Τις μέρες αυτές συνέπεσαν ο θάνατος του Διονύση Σαββόπουλου με την επέτειο των 100 χρόνων από τη γέννηση του Μάνου Χατζιδάκι. Για να τιμήσει συνδυασμένα αυτή την επικαιρότητα των ημερών, η ΕΡΤ μετέδωσε μια συναυλία που είχε γίνει προ ετών στη μνήμη του Χατζιδάκι όπου τραγουδούσε ο Σαββόπουλος και κάποιοι/-ες άλλοι/-ες. (Το σχετικό βίντεο είναι διαθέσιμο και στο διαδίκτυο). Κάποια στιγμή είπαν και τον «Κεμάλ», φυσικά με τους ελληνικούς στίχους του Γκάτσου.
Προσωπικά, για πολλοστή φορά, εκεί που λέει «κι ένας νέος από σόι και γενιά βασιλική», δεν άντεξα -όπως όλες ανεξαιρέτως τις φορές που ακούω αυτό το τραγούδι- να μην μου έρθει στο μυαλό το μποστικό «κι ένας νέος και μια νέα, ωραιότατα παιδιά» από την «Νήσο των Αζορών».
Αυτό φυσικά είναι μια δική μου ιδιοτροπία. Αλλά αυτή η αίσθηση ξενότητας με έκανε να συνειδητοποιήσω ότι οι στίχοι του Γκάτσου με ξενερώνουν και με εκνευρίζουν, διότι καπελώνουν το τραγούδι με τις δικές του εμμονές. Ο Χατζιδάκις έχει δηλώσει ότι το τραγούδι το εμπνεύσθηκε από έναν νεαρό Τούρκο που συνάντησε στη Νέα Υόρκη με αυτό το όνομα. Οι αγγλικοί στίχοι δεν μιλάνε βέβαια για την σημερινή Νέα Υόρκη, έχουν όμως μια εορταστική διάσταση ανατολίτικου παραμυθιού, σαν να έχουν βγει από τις «Χίλιες και μία νύχτες». Ο Γκάτσος διέγραψε την γοητεία και την ελπίδα τόσο της συνάντησης, όσο και του παραμυθιού, και ανέπτυξε ακόμα μια φορά –με δεξιοτεχνικούς στίχους, φυσικά, όπως αυτούς που ήξερε να φτιάχνει- το χριστικό θέμα του νεαρού και ευγενικού άνδρα που αναλαμβάνει να σώσει την ανθρωπότητα αλλά συντρίβεται.
Οι φίλοι του Χατζιδάκι φαίνεται ότι σε μεγάλο βαθμό αγνοούν αυτή την πρώτη μορφή του τραγουδιού και γνωρίζουν μόνο την μεταγενέστερη ελληνική εκδοχή. Είναι ενδεικτικό ότι, θέλοντας να βρω την αρχική εκτέλεση με τους ΝΥ RnR Ensemble, έβαλα στο ψαχτήρι του Υoutube «Kemal Hadjidakis original». Τα πρώτα αρκετά αποτελέσματα συνίσταντο σε συνδέσμους προς, ακριβώς, αυτή την ελληνική εκτέλεση με την Αλίκη Καγιαλόγλου, ή και με άλλους/-ες καλλιτέχν(ιδ)ες, παρόλο που βέβαια δεν είναι αυτή η πρώτη. Μετά έβαλα «Kemal Hadjidakis English lyrics». Μέχρι να βρω το σωστό, μου βγήκαν τρία ή τέσσερα «χιτ» όπου είχε την ίδια ελληνική εκτέλεση και μεταφρασμένους στα αγγλικά τους στίχους του Γκάτσου! Κοιτάζοντας δε τα σχόλια, είδα ορδές σχολιαστών που θαύμαζαν πόσο «προφητικός» ήταν ο μεγάλος ποιητής και πόσο «τα είχε δει και τα είχε πει όλα από τότε». Μου είναι πολύ εκνευριστικός αυτός ο μαζοχιστικός πανηγυρισμός για το ότι ο ευγενικός πρίγκιπας πεθαίνει βασανιστικά στην αγχόνη και για το ότι γενικώς ο κόσμος είναι χάλια και δεν θα αλλάξει ποτέ.
Την επομένη, άκουγα στο Τρίτο Πρόγραμμα μια εκπομπή για την θεολογική/ εκκλησιαστική διάσταση στο έργο του Μάνου Χατζιδάκι. ΟΚ, το θέμα καθαυτό είναι ενδιαφέρον –αν όντως υπάρχει μια τέτοια διάσταση, είναι θεμιτό και χρήσιμο για την κατανόηση του έργου του να αναδειχθεί.
Πλην όμως: προς το τέλος, ο παρουσιαστής της εκπομπής –δεν συγκράτησα το όνομά του- παρέθεσε μία άποψη κάποιου Παναγιώτη Ανδριόπουλου, θεολόγου, ο οποίος χρησιμοποιούσε ως παράδειγμα το «τραγούδι» [sic – επ’ αυτού αμέσως παρακάτω] «Η μπαλλάντα του Ούρι». Σε αυτό, έλεγε ο ΠΑ, υπάρχει ένα τέλειο συνταίριασμα των στίχων και της μελωδίας, διότι «Γκάτσος και Χατζιδάκις είναι ένα», και τα δύο αυτά μαζί περιγράφουν πολύ εύστοχα το «σχίσιμο» του ανθρώπου ανάμεσα στον μακρινό φίλο ουρανό και την μάνα γη. (Φυσικά παραθέτω από μνήμης).
Όλα αυτά περιέχουν αρκετά λάθη, και είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα του πώς κάποια κλισέ εμπεδώνονται και μετά αρχίζουν να επιβάλλονται «αυτονόητα» ως πλαίσιο στα μυαλά μας για το πώς να σκεφτόμαστε τα πράγματα.
Καταρχάς: η «Μπαλλάντα του Ουρί» (ο τίτλος ήταν γραμμένος με κεφαλαία και εγώ πάντοτε θεωρούσα ότι ο τόνος μπαίνει στη λήγουσα, όπως λέμε «το ουρί του παραδείσου» –αυτό(ς) (τ)ο «Ούρι» δεν ξέρω τι είναι) δεν γράφτηκε ως τραγούδι. Ο Χατζιδάκις το συνέθεσε αρχικά ως ορχηστρικό, και το περιέλαβε υπ’ αυτή τη μορφή στο δίσκο «Αθανασία». Ο Γκάτσος ήρθε και πρόσθεσε στίχους εκ των υστέρων.
Όταν άκουσα την τραγουδιστική μορφή, γνωρίζοντας ήδη την ορχηστρική, προσωπικά δεν μου άρεσε. Αισθανόμουν ότι οι στίχοι –όχι ως προς το περιεχόμενο, θα έρθω και σε αυτό· ως προς την ποσότητα των συλλαβών- δεν «κούμπωναν» σωστά με την μελωδία, την παραβίαζαν κάπως. Και συγκεκριμένα στο σημείο όπου ο τραγουδιστής εκφωνεί τις συλλαβές «το ναι».
Στο σημείο αυτό, η μελωδία –το λέω τελείως περιγραφικά και «μπακάλικα» διότι δεν είμαι μουσικός ούτε γνωρίζω μουσική, κάποιος που γνωρίζει ίσως μπορεί να το εκφράσει καλύτερα- αισθάνομαι ότι δεν έχει «χώρο» για δύο συλλαβές, και μάλιστα δύο λέξεις που είναι πολύ σημαντικές νοηματικά μέσα στη φράση. Είναι σαν να έχει «μιάμιση» νότα, ή/και σαν οι νότες αυτές να είναι «γέφυρα», μετάβαση από την συγκεκριμένη μουσική φράση στην επόμενη, και η χρήση της για μετάδοση πληροφορίας να είναι καταχρηστική, να «στριμώχνει» τα λόγια. Με βάση το πώς είχα συνηθίσει να ακούω εγώ τη μουσική, η υποκειμενική μου αίσθηση ήταν ότι η μουσική πληροφορία έχει ουσιαστικά ολοκληρωθεί όταν έχει ακουστεί το μέρος που αντιστοιχεί στα λόγια «ούρανε όχι δεν θα πω», το δε υπόλοιπο μέρος είναι κάτι σαν απάντηση, σαν συμπλήρωμα, όχι ακέραιο μέρος της φράσης.
Τα παραπάνω, εάν ισχύουν, δείχνουν ότι ίσως τελικά Γκάτσος και Χατζιδάκις να μην ήταν –ή να μην ήταν πάντα- τόσο «ένα» όσο θέλουμε και όσο έχουμε καταλήξει να πιστεύουμε.
