του Μοχάμεντ Ελ-Κουρντ
Το 1971, ένας βρετανός βουλευτής ονόματι Κρίστοφερ Μέιχιου υποσχέθηκε αμοιβή πέντε χιλιάδων λιρών σε όποιον κατάφερνε να αποδείξει ότι ο δεύτερος πρόεδρος της Αιγύπτου, Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσσερ, είχε διακηρύξει την πρόθεσή του να «πετάξει τους Ισραηλινούς στη θάλασσα»[1]. Αργότερα, ο Μέιχιου διεύρυνε τα κριτήριά του ώστε να περιλάβουν οποιουδήποτε είδους τεκμηρίωση γενοκτονικού τύπου δηλώσεων που να έκανε κάποιος υπεύθυνος Άραβας ηγέτης. Όλα τα παραθέματα που του υποβλήθηκαν τα έκρινε μη αυθεντικά. Σύντομα, ένας προσφεύγων, κάποιος Εβραίος φοιτητής 22 ετών, έκανε αγωγή κατά του Μέιχιου και η αντιδικία τους έφτασε στο Ανώτατο Δικαστήριο[2]. H αγωγή απορρίφθηκε αφού ο δικηγόρος του φοιητή παραδέχθηκε ότι η δήλωση που είχε προσκομίσει ο πελάτης του, ένα παράθεμα από λεγόμενα του πρώτου Γενικού Γραμματέα του Αραβικού Συνδέσμου, «δεν ήταν γενοκτονική».
Ο Μέιχιου αποφάνθηκε ότι o ισχυρισμός αυτός ήταν μία «απόκρυφη αλληγορία». Όμως, όσο απόκρυφη και να είναι, εμένα πολύ συχνά με ρωτούν ακόμα τώρα αν θέλω να ρίξω τους Ισραηλινούς στη θάλασσα. Σχεδόν πάντα, όποτε και όπου κάνω κάποια ομιλία, η ερώτηση αυτή είναι ένας αναμενόμενος –αν και ανεπιθύμητος- επισκέπτης. Όποιο και να είναι το θέμα της ομιλίας μου, πάντοτε κάποιος θα ξεπηδήσει από τη θέση του, σκοντάφτοντας απ’ τη βιασύνη του να κάνει την ερώτηση του ενός εκατομμυρίου, περιμένοντας να δει αν η απάντησή μου θα επιβεβαιώσει τις προκαταλήψεις του. Για να είμαι ακριβέστερος, με ρωτάνε γιατί θέλω να ρίξω τους Ισραηλινούς στη θάλασσα, όχι αν. Το ότι έχω μία τέτοια γενοκτονική πρόθεση λαμβάνεται ήδη ως δεδομένο. Δεν πρόκειται τόσο για ανάκριση, αλλά μάλλον για μια προσπάθεια του ανακρίνοντος να με εμπλέξει στην δική του κοσμοθεώρηση. Μια κοσμοθεώρηση στην οποία εγώ είμαι ένας άγριος, ένας Άραβας με παθολογικά δολοφονικές τάσεις.
Οι λέξεις «Ισραηλινοί» και «Εβραίοι» συνήθως χρησιμοποιούνται ως αμοιβαία εναλλάξιμες από όσους θέτουν την ερώτηση. Έτσι, η ευθύνη να κάνω τη διάκριση μεταξύ των δύο πέφτει σε μένα. Το βάρος της παιδαγωγικής. Αλλά καμία απ’ αυτές τις λέξεις –«αν», «γιατί», «Ισραηλινοί», «Εβραίοι»– δεν είναι αυτό που κυρίως με ενδιαφέρει. Καμία απ’ αυτές τις λέξεις δεν έχει τον πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτή τη φράση. Η πιο δηλωτική είναι η λέξη «θέλεις». Το να θέλεις δεν είναι ούτε πολιτική δράση ούτε διαδικασία· δεν είναι κάτι παρόν, ούτε κάτι υλικό. Το να θέλεις σημαίνει να ελπίζεις, να λαχταράς. Η αποικιακή λογική λέει ότι εάν είχα απλώς αυτή την επιθυμία μέσα στην καρδιά μου, εάν φαντασιωνόμουνα γελοιογραφικού τύπου αντεκδικήσεις, αυτό από μόνο του ακυρώνει την αξίωσή μου για δικαιοσύνη. Έτσι, η όποια μαρτυρία για τις αδικίες που διαπίστωσα και που υπέστην είναι αναξιόπιστη. Η βαναυσότητα της αποικιοκρατίας μπορεί τότε να θεωρηθεί ότι συγχωρείται, αν όχι ότι επιβάλλεται, αν εγώ απλώς ήθελα μία συγκεκριμένη εξέλιξη. Τέτοιου είδους επιθυμίες, σύμφωνα με τους επικριτές που υποτίθεται ότι διαβάζουν τη σκέψη, ελλοχεύουν βαθιά μέσα στον ψυχισμό μας και καθιστούν τον Παλαιστίνιο αναξιόπιστο.
Το πρόβλημα εδώ δεν είναι ότι οι εχθροί μας χρησιμοποιούν αυτή την αθέμιτη τακτική (οι εχθροί αυτό κάνουν) αλλά ότι εμείς υποτασσόμαστε σε αυτήν. Προσπαθούμε να αποδείξουμε ότι η συκοφάντηση δεν στέκει, αντί να απορρίψουμε την ίδια την ερώτηση. Κατευνάζουμε αυτή την απατηλή λογική αντί να πούμε: Ακόμη κι αν – ακόμη κι αν!- τα όνειρά μου είναι οι χειρότεροι εφιάλτες σου, ποιος είσαι εσύ που θα μου κλέψεις τον ύπνο;
H ειρωνεία που χαρακτηρίζει τέτοιου είδους αποικιακές προβολές δεν μου διαφεύγει. Όχι μόνο διότι οι Ισραηλινοί είναι εκείνοι που διαπράττουν γενοκτονία σε τηλεοπτική μετάδοση, αλλά επίσης διότι, από τις άπειρες γενοκτονικές δηλώσεις που έχουν κάνει Ισραηλινοί αξιωματούχοι τους πρόσφατους μήνες, πολλές αναφέρονται στη θάλασσα. Πρόσφατα, ο Νετανυάχου αναφέρθηκε ότι εισηγήθηκε τη χρήση της προσωρινής «προβλήτας» που κατασκεύασε το Πεντάγωνο στην ακτή της Γάζας προκειμένου οι Παλαιστίνιοι να εκτοπιστούν καταναγκαστικά σε άλλες χώρες[3]. Λίγες εβδομάδες νωρίτερα, ο Ισραηλινός υπουργός προώθησης γυναικείων θεμάτων είπε, απαντώντας σε έναν τηλεπαρουσιαστή που έγνεφε επιδοκιμαστικά: «Δε νοιάζομαι για τη Γάζα, κυριολεκτικά δε νοιάζομαι. Αν με ρωτήσετε, μπορούν να βουτήξουν στη θάλασσα και να αρχίσουν να κολυμπάνε. Θέλω να δω πτώματα τρομοκρατών γύρω από τη Γάζα. Αυτό θέλω να δω»[4]. Το 1992, ο Ράμπιν, ο αγαπημένος «Στρατιώτης της Ειρήνης» της Δύσης, είπε: «θα ήθελα η Γάζα να βουλιάξει στη θάλασσα». Θα μπορούσα να πλημμυρίσω τις επόμενες σελίδες με παρόμοια παραθέματα.
Μια ενστικτώδης αντίδραση θα ήταν να υποστηρίξεις ότι κάθε κατηγορία είναι ομολογία. Μία άλλη είναι να δείξεις καθαρά ότι για τον αποικιστή και τον αποικιοκρατούμενο ισχύουν δύο διαφορετικά σύνολα κανόνων –τι θα συνέβαινε αν ο Μαχμούντ Αμπάς έλεγε αυτά τα λόγια; Τι θα συνέβαινε στην καριέρα και τη φήμη ενός Παλαιστινίου που θα έπιανε ένα ανάλογο τροπάριο;
Ωστόσο, το να αναδεικνύουμε τα δύο μέτρα και σταθμά, όσο κι αν είναι ένα αποτελεσματικό μέσο ριζοσπαστικοποίησης, δεν αποτελεί διατηρήσιμο, μακροπρόθεσμο πολιτικό πρόγραμμα. Και μήπως έχουν σημασία τα λόγια τους, όταν οι πολιτικές τους μιλάνε από μόνες τους;
Την σιωνιστική ρητορεία δεν την τοποθετώ ψηλά στον κατάλογο των προτεραιοτήτων μου. Δεν ενδιαφέρομαι να στενέψω τα ψυχικά περιθώρια του ισραηλινού κοινού. Ας πιστεύουν οτιδήποτε τους βοηθά να κοιμηθούν τη νύχτα. Δεν με νοιάζει αν είμαι ένα «ανθρώπινο ζώο» στα ισραηλινά παραμύθια, ή αν ονειρεύονται να με πνίξουν στη Μεσόγειο. Αυτό που με απασχολεί είναι ότι έχουν τη δύναμη να υλοποιήσουν τις φαντασιώσεις τους, τους μύθους τους και τη θεολογία τους. Έχουν τα εργαλεία να τα μετατρέψουν σε μακάβρια πραγματικότητα, όπως έκαναν στην πολιορκημένη λωρίδα της Γάζας. Νοιάζομαι για τα όνειρά τους μόνο και μόνο επειδή αυτά έχουν φτάσει μέχρι μέσα στην Κνεσσέτ.
Και πάλι, ρωτάν εμένα αν «θέλω να ρίξω τους Ισραηλινούς στη θάλασσα». Η απάντησή μου αρχίζει να γίνεται όλο και πιο παιγνιώδης, για να μην πω ανάλαφρη. «Αν φοβούνται τόσο πολύ μήπως πνιγούν, γιατί δεν μαθαίνουν κολύμπι;». Μερικές φορές η αντίδραση είναι επιφωνήματα έκπληξης, καμιά φορά κανένα πνιχτό γελάκι, και άλλες φορές τρανταχτά γέλια. Μετά το αστείο έρχεται η θέση: τέτοιες ερωτήσεις είναι παραπλανητικές και κακόπιστες, κατασκευάζουν αχυρανθρώπους. Προφανώς είμαι υπέρ της ελευθερίας και της αξιοπρέπειας για όλους, κ.λπ. Όσοι ρωτάνε «Τι θα γίνει με τους εποίκους», δεν έχουν ούτε μια στιγμή σκεφτεί την τύχη των έξι εκατομμυρίων Παλαιστινίων που ταλαιπωρούνται στην εξορία. Τέτοιου είδους ερωτήσεις αποσπούν την προσοχή από αυτό το θέμα και τρέφουν την λεκτική λούπα που δίνει προτεραιότητα στο θεωρητικό μέλλον των εποίκων εις βάρος του δικού μας υλικού παρόντος που ήδη σημαδεύεται από εξόντωση. Οπότε, η απόφαση να απαντήσει κανείς σε μια ερώτηση εκτροχιασμού γίνεται πολιτική πράξη: πρέπει άραγε να δαγκώσω το δόλωμα; Πρέπει να παρακάμψω τα τανκ τα οποία πυρπολούν τις γειτονιές μας, τις φωτιές που ζώνουν το Χαν Γιούνις, προκειμένου να κατασβέσω υποθετικές φλόγες; Να ξεχάσω τα πηγάδια που δηλητηρίασαν[5], τα ύδατα που χρησιμοποίησαν για άρδευση[6], προκειμένου να καταπραΰνω μια φαντασιακή δίψα;
Γιατί όμως να γελάσω με μια εμπρηστική ερώτηση όταν ξέρω ότι κάποιοι θα διαστρέψουν και θα αναποδογυρίσουν τα λόγια μου; Επειδή, το κυριότερο, έχει πλάκα. Είναι ωραία αίσθηση να γελάς, να γελοιοποιείς τους γελοίους. Θα μπορούσα να επικαλεστώ τον Φρόιντ, αλλά η γιαγιά μου το είπε πιο εύγλωττα: «Γελάμε για να μην κλάψουμε». Ωστόσο, το γέλιο, όπως και άλλα συμπεριφορικώς μεταδοτικά φαινόμενα, ιστορικά έχει παίξει ένα ρόλο για να μετασχηματίσει τις στάσεις και τις ερμηνείες που υιοθετεί ο κόσμος απέναντι σε κοινωνικά και πολιτικά φαινόμενα. Αν πάμε πέρα από την αναγωγιστική ιδέα ότι το χιούμορ του καταπιεσμένου είναι απλώς ένας «αμυντικός μηχανισμός», μπορούμε να αποκαλύψουμε το στρατηγικό του πλεονέκτημα και το μετασχηματιστικό του δυναμικό.
Όποτε μιλάω σε κάποιο φόρουμ, στην τηλεόραση, οπουδήποτε, για τη βαναυσότητα του Σιωνισμού και της γενοκτονίας που διαπράττει, έρχομαι αντιμέτωπος με διαβεβαιώσεις του τύπου Ένα δεύτερο Ολοκαύτωμα επέρχεται και οι Εβραίοι φοβούνται. Οι ισχυρισμοί αυτοί λειτουργούν ως φίμωτρο, και πολλοί νιώθουν ότι στερούνται το λεξιλόγιο ή την αναγκαία τόλμη για να τους αντικρούσουν. Στο κάτω κάτω, κανείς δεν θέλει να κατηγορηθεί για «συκοφαντία του αίματος». Εδώ, παιγνιώδεις ή ανάλαφρες αντιδράσεις –δηλαδή ασεβείς, γενικά μιλώντας- μπορούν να αποδειχθούν παιδαγωγικές. Η γελοιοποίηση, σε ένα τέτοιο συγκείμενο, διδάσκει όσους συμμερίζονται το ίδιο αίσθημα ματαίωσης να μην οδηγηθούν από ντροπή να αποδεχθούν έναν κόσμο γυρισμένο ανάποδα. Η ασέβεια ανατρέπει τους όρους της συζήτησης και αναδιευθετεί τα θέματά της αντίστοιχα με το ηθικό ή πολιτικό τους βάρος. Δεν διακόπτει απλώς τη ροή της συζήτησης· αναδιαμορφώνει ενεργά την ιεραρχία τού τι αξίζει καταδίκη –το σοβαρό, αυτό που έχει επιπτώσεις- επιβάλλοντας μια επαναξιολόγηση προτεραιοτήτων.
Κάποιοι φίλοι μου, ιδίως οι Παλαιστίνιοι ανοδικής κινητικότητας, συχνά σκανδαλίζονται από την καυστική μου προσέγγιση. Γι’ αυτούς δεν είναι διασκεδαστική, αλλά τρομακτική· και καταλαβαίνω γιατί. Ως Παλαιστίνιοι, η κάθε μας δημόσια εμπλοκή γίνεται δημόσια δίκη. Κάθε μας κουβέντα είναι μια δοκιμασία χαρακτήρα. Απέχουμε πάντοτε μόνο ένα λάθος από το να εμφανιστούμε ως τρομοκράτες. Πριν λίγο καιρό, σε μια πορεία στο Λονδίνο, είχα εκφραστεί άστοχα και αυτό το απλό ολίσθημα έγινε πρωτοσέλιδο στα ταμπλόιντ, ενώ η Μητροπολιτική Αστυνομία με ανέκρινε για τρομοκρατία. Με βάση κάποιους νόμους με ασαφή και ευρεία διατύπωση, σχεδόν οτιδήποτε μπορεί να ερμηνευθεί ως «υποκίνηση» ή «υλική στήριξη προς τρομοκρατία».
Για έναν Άραβα στη Δύση, το καθήκον είναι να απενεργοποιεί προσεκτικά προϋπάρχουσες υποψίες ή να υφίσταται τις εκρήξεις τους. Πρέπει να αποδεικνύουμε, έναντι μιας εξωφρενικής εχθρότητας, ότι είμαστε αξιοσέβαστοι πολίτες, δημοσιογράφοι, γιατροί και καθηγητές που «δεν είναι σαν την Χαμάς». Ένα παραστράτημα είναι αρκετό για να δώσει αξιοπιστία στις φήμες που μας στοιχειώνουν. Οι αριθμοί των θυμάτων που αναφέρουμε; Διογκωμένοι. Οι τραγωδίες μας; Ενορχηστρωμένες στο «Πάλλυγουντ». Τα ακρωτηριασμένα παιδιά μας, τα απανθρακωμένα από ισραηλινά αεροπλάνα; Κούκλες που χρησιμοποιούνται για πολεμική προπαγάνδα.
Έτσι, γράφουμε τα βιβλία μας και γυρίζουμε τις ταινίες μας ξέροντας πως ό,τι πούμε –στα σοβαρά ή για πλάκα, ακόμη και ό,τι υπονοήσουμε- μπορεί και πρόκειται να χρησιμοποιηθεί εναντίον μας στα δικαστήρια και στην κοινή γνώμη. Μιλάμε ο ένας στον άλλο σαν να στέκεται ένας ελεύθερος σκοπευτής πάνω απ’ τον ώμο μας. Είμαστε ένοχοι μέχρις αποδείξεως του εναντίου, και η απόδειξη του εναντίου είναι συχνά αδύνατη. Οπότε, κατανοώ την τάση για αυτολογοκρισία. Ωστόσο, υπάρχουν τεράστια σύμπαντα έξω από το βλέμμα του ελεύθερου σκοπευτή, κόσμοι πέρα από το πεδίο όρασης του αποικιοκράτη. Πιο σημαντικό από το πώς θα μας δούνε οι εχθροί ή οι σύμμαχοί μας είναι το πώς βλέπουμε ο ένας τον άλλο και τι εμπνέουμε ο ένας στον άλλο.
Με το να φέρεσαι ασεβώς στο βήμα, υπενθυμίζεις στον εαυτό σου ότι είσαι μέρος μιας συλλογικότητας, ενός λαού υπό διαρκή έλεγχο του οποίου τα ψυχικά και διαθετικά περιθώρια εξαντλούνται· των εργαζόμενων τάξεων, των εξαντλημένων, ανθρώπων που στερούνται πόρους και δεν έχουν πρόσβαση στα πανεπιστήμια της Άιβυ Ληγκ. Κατά την επιτέλεση της ασέβειας, συνδέεσαι με τις πολυπλοκότητες αυτών των ανθρώπων, δημιουργείς χώρο γι’ αυτούς στον δημόσιο λόγο, ανακατευθύνεις την κατηγορία από το θύμα στον δράστη. Διαφορετικά, θα ματαιοπονούσαμε –θα σωζόμαστε εμείς και θα προωθούσαμε την καριέρα μας, αλλά εις βάρος άλλων. Διότι, για να χριστεί κάποιος «ευγενής», κάποιος άλλος πρέπει να ιδωθεί ως άγριος.
Από τους εχθρούς μας, σε ποιους δίνεται το μικρόφωνο; Σε κυβερνητικούς αξιωματούχους, που οι δηλώσεις τους, δυνάμει της θέσης τους, συχνά εμφανίζονται στις εισαγωγικές παραγράφους άρθρων σε εφημερίδες. Και από μας ποιος καλείται να μιλήσει; Τις περισσότερες φορές είναι οι στερημένοι, οι εξαθλιωμένοι, οι ευάλωτοι, που πετιούνται ξαφνικά παρά τη θέλησή τους στο πεδίο του δημόσιου λόγου και μετατρέπονται σε ατομικά υπουργεία Τύπου, χωρίς λογογράφους και χωρίς θεσμική στήριξη.
Γι’ αυτό λοιπόν, αν απαντώ παιγνιωδώς δεν είναι από πνεύμα αντιλογίας, ούτε χάριν διασκέδασης. Είναι επειδή συνειδητοποιώ ότι η πλειονότητα του παλαιστινιακού λαού δεν διαθέτει την ικανότητα ή την επιθυμία να ακολουθεί εθνοκεντρικές αξίες ή ρατσιστικές συμπεριφορές. Πού, μέσα στην πολεμική ζώνη, θα έβρισκα το χώρο να διαφοροποιήσω το λεξιλόγιό μας; Και γιατί να θέλω να το κάνω αυτό; Γιατί να θέλω να ψάξω μέσα στα όνειρά μας για μια καταδικαστική διαύγεια; Ή να χτενίσω τις καθημερινές μας εκφράσεις για να φιλτράρω ό,τι είναι άξεστο; Και πάλι, γιατί θα πρέπει να αγνοήσω τις φωτιές που ζώνουν τις πόλεις μας για να κατασβέσω υποθετικές φλόγες;
[1] HC Deb. (5th ser.) (18 Oct. 1973) (861), col. 62.
[2] Robert Weltsch, “Mayhew Action Dropped”, AJR [Association of Jewish Refugees] Information 31, no. 4 (Aπρίλιος 1976).
[3] Middle East Eye Staff, “War on Gaza: Netanyahu ‘Suggests New US-Built Port Could Help Deport Palestinians”, Middle East Eye, 20 Μαρτίου 2024.
[4] Μay Golan, Israel Daily, ILTV News, 21 Φεβρουαρίου 2024.
[5] New Arab Staff, “Israeli Forces ‘Poisoned Wells in Palestinian Villages’ during 1948 Nakba, Unearthed Documents show”, New Arab, 15 Οκτωβρίου 2022.
[6] Mohammed Najib, “Palestine Runs Dry: Our Water They Steal and Sell to the US”, Al Jazeera, 15 Ιουλίου 2021.

Το παραπάνω κείμενο αποτελεί απόσπασμα από το βιβλίο Mohammed El-Kurd, Perfect Victims and the Politics of Appeal, Haymarket Books, Σικάγο, Ιλλινόι 2025, σ. 193-207. Μετάφραση: Α.Γ.