της Νορά Μπουαζζουνί
Πες μου τι τρως και θα σου πω τι είσαι. Τον αφορισμό αυτόν του γαστρονόμου Ζαν-Αντέλμ Μπριγιά-Σαβαρέν, από το 1825, τον χρησιμοποιούν διάφοροι για να αποδείξουν ό,τι του περνά καθενός απ’ το μυαλό. Αυτό το «τι είσαι» όμως τι ακριβώς σημαίνει; Παραπέμπει άραγε σε μια κατάσταση παροδική ή μόνιμη; Είμαι για πάντα δεμένη με αυτό το κουτί από κρύα ραβιόλια που κατάπια καθισμένη μπροστά στην τηλεόραση ή σε αυτό το σάντουιτς με ζαμπόν που τσίμπησα ανάμεσα σε δυο βάρδιες στο γιαπί;
Το «τι τρως» είναι αντανάκλαση πρακτικών που συνδέονται με τη γεωγραφική ζώνη, την εθνοτική καταγωγή, την ηλικία, την κοινωνικοεπαγγελματική κατηγορία, το φύλο εκείνου ή εκείνης που τρώει. Αλλά επιπλέον, οι άνθρωποι τρώνε ό,τι μπορούν ή ό,τι επιθυμούν να είναι: ζυμαρικά με πέστο επειδή είναι γρήγορο, κρέας για να είναι γεροί/-ές και μπρατσωμένοι/-ες, πουτίγκα με σπόρους τσία για να είναι σε καλή υγεία, μιλκσέικ διαίτης για να αδυνατίσουν … Από την άλλη, πιο πεζά, αφού την τροφή την ενσωματώνουμε, «αυτό που τρώμε» γίνεται «εμείς». Αλλά οι τροφές αυτές είναι απλώς ένα άθροισμα από βιταμίνες, θρεπτικά συστατικά και ιχνοστοιχεία. Ό,τι αποκαλούμε διατροφικές πρακτικές ή συμπεριφορές είναι ένα σύνολο επίκτητων ή εγγενών προτιμήσεων, πεποιθήσεων, θρησκευτικών απαγορεύσεων, κοινωνιακών ταμπού, στερεοτύπων· είναι το αποτέλεσμα πολιτισμικών κατασκευών όπως και βιολογικών προσαρμογών. Το να τρέφεσαι είναι ένας τρόπος να οικοδομήσεις την (τοπική, κοινωνική, οικογενειακή …) ταυτότητά σου, ένα μέσο για να επιδείξεις την ένταξή σου σε μια ομάδα ή, αντιθέτως, να διαφοροποιηθείς.
Δεν επιλέγουμε απαραίτητα τι τρώμε, με την έννοια ότι οι επιλογές μας υπόκεινται σε καθορισμούς και καταναγκασμούς –από το χρόνο, το χώρο, το χρήμα, τη γεωγραφία, την πολιτισμική κληρονομιά, τις οικογενειακές παραδόσεις … Στο εστιατόριο, όταν επιλέγουμε να παραγγείλουμε κάποιο πιάτο αντί για κάποιο άλλο με την ίδια τιμή, ίσως επηρεαστήκαμε από τις προκαταλήψεις μας, το πρόσωπο με το οποίο γευματίζουμε, ένα άγνωστο συστατικό, την εικόνα που ίσως στέλνουμε για τον εαυτό μας ή από ενοχές. Είναι μια στιγμή στην οποία μπαίνουμε σε διαπραγματεύσεις με τον εαυτό μας. Αναλύουμε τις συνέπειες κάθε απόφασης με ταχύτητα φωτός: εάν πάρω τηγανιτές πατάτες, τι θα σκεφτούν για μένα; ΟΚ για ένα γλυκό, αλλά αύριο θα κάνω 45 λεπτά τζόγκινγκ. Θα γούσταρα ένα ούζο[1], αλλά ένα ουίσκι είναι πιο κυριλέ.
Τροφή και μαγική σκέψη
Αν «τρεφόμαστε με τρόφιμα, αλλά και με φαντασιακό»[2], αυτό συμβαίνει επειδή η διατροφή, στην αρχή [principe] της ενσωμάτωσής της, δεν εκφεύγει από αυτό που αποκαλούμε μαγική σκέψη.
Κατά τo φαινόμενο αυτό, το οποίο μελέτησαν ιδίως οι ανθρωπολόγοι Έντουαρντ Τάυλορ και Τζέιμς Τζορτζ Φρέιζερ τον 19ο αιώνα, οι άνθρωποι τείνουμε να πιστεύουμε ότι, όταν ενσωματώνουμε κάποια τροφή, αποκτούμε τις ιδιότητες ή τις αρετές της.
Στις πρακτικές των Χούα στην Παπούα-Νέα Γουινέα, κάθε τροφή περιέχει το nu, μία ζωτική αρχή μεταδόσιμη σε εκείνον/-ην που την τρώει. Έτσι, ωθούν τους εφήβους «να καταναλώνουν φυτά με γρήγορη ανάπτυξη για να μεγαλώσουν πιο γρήγορα», τα δε αγόρια «να αποφεύγουν τρόφιμα που τα χαρακτηριστικά τους προσομοιάζουν με πτυχές της γυναικείας σωματικής εμφάνισης».
Πιο κοντά σ’ εμάς, αυτή η «μαγική αντίληψη» για την τροφή μεταφράζεται σε πεποιθήσεις κατά τις οποίες τα καρότα μάς κάνουν αξιαγάπητους, τα ελαφριά προϊόντα μάς αδυνατίζουν ή ότι τα όστρακα είναι αφροδισιακά. Αυτό επίσης ωθεί κάποιους να πιστεύουν ότι οι χορτοφάγοι είναι αδύναμοι και απαθείς, διότι, μη τρώγοντας κρέας, δεν απορροφούν τη «δύναμη» του ζώου, την ζωτική ουσία του. Τα λαχανικά, τα όσπρια και τα δημητριακά εξομοιώνονται με την παθητικότητα –άρα με το θηλυκό- και δεν θεωρούνται ως τροφές ικανές να δώσουν ενέργεια και να συμβάλουν στην ανάπτυξη ή τη διατήρηση της μυικής μάζας. Αν, στη Δύση, η εξίσωση κρέας = πρωτεΐνες = μυς φαίνεται να υποχωρεί σιγά σιγά, ωστόσο το κρέας εξακολουθεί να γίνεται ευρέως αντιληπτό ως η μόνη ουσιαστική προσθήκη σε σίδηρο και πρωτεΐνες. Αυτή η ίδια μαγική σκέψη άλλωστε διέπει τις αρχές της διαφήμισης: τα δημητριακά για πρωινό μάς πουλάνε ενέργεια, οι χυμοί πορτοκαλιού ζωτικότητα, τα γιαούρτια υγεία και το κρέας ισχύ. Και οι αρετές –επιστημονικά αποδεδειγμένες ή όχι- ορισμένων φυτών καταλήγουν να υποκαθιστούν τα ίδια τα φυτά: όταν καταπίνουμε ένα σμούθι βαφτισμένο «Αντιοξειδωτικό» ή ένα τίλιο «Ήρεμη Νύχτα», δεν βάζουμε μέσα μας τα φυτά ή τα φρούτα, ούτε τα θρεπτικά τους συστατικά, αλλά τις υποτιθέμενες ωφέλειές τους για τον οργανισμό μας –διατροφική μετωνυμία της μαγικής σκέψης.
Γυναικεία πείνα και σεξουαλικότητα
Συμβολικά και πολιτισμικά φορτισμένη, η διατροφή δεν εκφεύγει των ταξικών, φυλετικών και έμφυλων στερεοτύπων. To κοινωνικό φύλο είναι ένα σύστημα έμφυλης και σεξουαλικής κατηγοριοποίησης, μια ιστορικο-κοινωνικο-πολιτισμική κατασκευή που διαιρεί τα ανθρώπινα όντα σε δύο αμοιβαία αποκλειόμενες κατηγορίες, αποδίδοντας στην καθεμιά ένα σύνολο ανταγωνιστικών και άρα συμπληρωματικών χαρακτηριστικών, ρόλων και συμπεριφορών.
(…)
Ας ξαναπιάσουμε το παράδειγμα του εστιατορίου, αυτή τη φορά σε ένα συγκείμενο πρώτου ραντεβού μεταξύ ενός άντρα και μίας γυναίκας (ετεροφυλόφιλων). Η έμφυλη κοινωνικοποίησή μας μας έχει εντυπώσει ότι η αποδεκτή και ενδεδειγμένη συμπεριφορά για μια γυναίκα είναι να είναι ντελικάτη και επιθυμητή, να τρώει πράγματα υγιεινά, καθώς πρέπει και σε μικρές ποσότητες. Ο άντρας, απ’ την άλλη, οφείλει να γνωρίζει από κρασιά, να αγαπά το ουίσκι, να τρώει κρέας –και να πληρώσει το λογαριασμό. Το να πιει ένα κοκτέιλ από λίτσι με μια διακοσμητική ομπρελίτσα μπορεί να τον κάνει να χάσει πόντους αρρενωπότητας· το να παραγγείλει μπριζόλα με τηγανιτές πατάτες με κέτσαπ και μαγιονέζα μπορεί να την κάνει λιγότερο επιθυμητή, εκτός αν είναι αδύνατη. Αυτοί οι δύο λοιπόν «κατασκευάζουν το φύλο» σε συνάρτηση με ό,τι πιστεύουν ότι περιμένει ο άλλος. Έτσι, οι διατροφικές μας επιλογές δεν καθοδηγούνται μόνο από την όρεξή μας ή από ορθολογικά επιχειρήματα (υγεία, ενέργεια) αλλά επίσης από το πώς θα ερμηνευθούν οι αποφάσεις μας.
(…) H γυναικεία πείνα παραπέμπει στη σεξουαλικότητά της –ή μάλλον το αντίστροφο, σύμφωνα με την Σούζαν Μπόρντο: «Το να τρώμε δεν είναι πραγματικά μία μεταφορά της σεξουαλικής πράξης· είναι μάλλον η σεξουαλική πράξη, όταν αυτή ξεκινά με βάση την πρωτοβουλία και την επιθυμία μιας γυναίκας, η οποία αντιμετωπίζεται ως διαδικασία ανάλωσης, ενσωμάτωσης και καταστροφής του αντικειμένου της επιθυμίας. Έτσι λοιπόν, οι σεξουαλικές ορέξεις των γυναικών οφείλουν να τεθούν υπό περιορισμό και έλεγχο, διότι απειλούν να εξαντλήσουν και να καταβροχθίσουν το σώμα και την ψυχή του άνδρα»[3]. O τρόμος τον οποίο εμπνέει η λαιμαργία των γυναικών, τόσο η σεξουαλική όσο και η γενικότερη, μάλλον συνδέονται εν μέρει με τον φόβο του ευνουχισμού και του θανάτου. Ο μύθος του οδοντωτού αιδοίου (vagina dentata), παρών σε πολλές κουλτούρες, παραπέμπει σε αυτόν τον φόβο της έκπτωσης από τον ανδρισμό, αλλά χρησιμεύει επίσης ως προειδοποίηση ώστε να αποτρέπει τους άνδρες από το να βιάζουν γυναίκες ή να πλαγιάζουν με άγνωστες. Διαιωνίζει την ιδέα ότι η θηλυκή σεξουαλικότητα είναι αιρετική, ότι η γυναίκα είναι δαίμονας, ένα βαμπίρ που επαγρυπνεί πάντοτε για να παρασύρει και να καταστρέψει τους άνδρες. Το ποπ τραγούδι Maneater (1982), των Χωλλ και Όουτς, αναφέρεται σε μία «γυναίκα που τρώει άνδρες», αδύνατη και πεινασμένη, που «βγαίνει μόνο τη νύχτα» –προφανώς μία πόρνη- και προειδοποιεί: «Πρόσεχε, αγόρι μου, θα σε μασήσει». (…) Στην αρχαιοελληνική μυθολογία, οι λαίμαργες γυναίκες τιμωρούνται, όπως π.χ. η Χάρυβδη, κόρη του Ποσειδώνα και της Γαίας, μια κοπέλα η οποία, πεινασμένη, έκλεψε κάτι βόδια από τον Ηρακλή. Ο Δίας, πατέρας του τελευταίου, την μεταμόρφωσε σε μια τρομακτική θαλάσσια σπηλιά η οποία κατάπινε όσα πλοία περνούσαν. Oι Άρπυιες ήταν πλάσματα μισές γυναίκες και μισές πουλιά με ανυπόφορη δυσωδία που κατάπιναν τα πάντα στο πέρασμά τους. Σήμερα το όνομά τους χρησιμοποιείται ως μειωτικός χαρακτηρισμός για γυναίκες που είναι φιλόδοξες, φλύαρες ή που αμφισβητούν την πατριαρχία. Το 2015, η Μαρίν ΛεΠέν αποκάλεσε «χυδαίες Άρπυιες» τις Femen μετά από κάποια δράση τους. Τον ίδιο χαρακτηρισμό άκουσε και η Χίλαρυ Κλίντον.
Έμφυλο μάρκετινγκ
(…) Ο έμφυλος διαχωρισμός στο αγροδιατροφικό μάρκετινγκ ανάγεται στη δεκαετία του 50, με βάση και τις υποδείξεις του αυστριακού ψυχολόγου Έρνεστ Ντίχτερ, ο οποίος πίστευε ότι, αν έπειθαν τους/ τις Αμερικανούς/-ίδες ότι η διατροφή είχε φύλο, οι διαφημιστές θα μπορούσαν να τους υποβάλουν την ιδέα ότι τα δικά τους φαγητά ήταν η κατάλληλη απάντηση στην ανάγκη των καταναλωτ(ρι)ών να εκπληρώσουν τους έμφυλους ρόλους τους. Προηγουμένως, οι διαφημιστές σκέπτονταν με όρους υλικών αναγκών και αντιμετώπιζαν την κατανάλωση ως μία πράξη άσαρκη, ψύχραιμη και ορθολογική. Εφαρμόζοντας τις θεωρίες του Φρόιντ στη διαφήμιση, ο Ντίχτερ καθιέρωσε την έννοια του «κινήτρου», το οποίο δηλώνει «ένα σύνολο ασυνείδητων παραγόντων που δρουν επί των συμπεριφορών». Ακόμη και όταν πιστεύουμε ότι είμαστε επαρκώς εξοπλισμένοι διανοητικά για να προφυλαχθούμε από τις στρατηγικές του μάρκετινγκ, παραμένουμε διαπερατοί από αυτά τα υποδόρια μηνύματα που απευθύνονται στα ασυνείδητά μας και στο συλλογικό ασυνείδητο.
(…)
Aλλά το μάρκετινγκ δεν περιορίζεται στο να κατατέμνει έμφυλα το αγοραστικό κοινό: και η αντίστροφη λειτουργία τίθεται καμιά φορά σε κίνηση, αν αυτό βοηθάει τις πωλήσεις. Για παράδειγμα: απ’ τη στιγμή που τα γιαούρτια καταγράφηκαν ως λίγο-πολύ «γυναικεία» τροφή, άρχισαν να εμφανίζονται διαφημίσεις για γιαούρτια «κατάλληλα για άνδρες». Στη Γαλλία, έχουμε το HiPro της Danone, «ένα προϊόν υπερ-πρωτεϊνούχο με 0% λιπαρά. Οι πρωτεΐνες συμβάλλουν στην αύξηση της μυικής μάζας … Ένα προϊόν προσαρμοσμένο στις ανάγκες των αθλητών». Ωστόσο, εάν το συγκρίνουμε με ένα άλλο γιαούρτι ελληνικού τύπου της ίδιας μάρκας, το Danio, βλέπουμε ότι αυτό περιέχει επίσης 0% λιπαρά και ελαφρώς περισσότερες πρωτεΐνες. Επίσης, υπάρχουν προϊόντα κάπως πιο ουδέτερα, όπως τα ελληνικά γιαούρτια 0% των εταιριών ΦΑΓΕ, ΔΕΛΤΑ ή YAOS, που τα βρίσκει κανείς στα μεγάλου και μεσαίου μεγέθους σούπερ μάρκετ, και τα οποία έχουν την ίδια ποσότητα πρωτεϊνών ανά 100 γρ. με τα αρρενωπά γιαούρτια της Danone.
(…)
Στη Γαλλία, όπως και σχεδόν παντού στον κόσμο (με την εξαίρεση της Ινδίας), επικρατεί το δόγμα της κρεοφαγίας. Κυρίως προκειμένου για τους άνδρες, οι οποίοι καταναλώνουν σχεδόν διπλάσια ποσότητα κόκκινου κρέατος απ’ ό,τι οι γυναίκες.
Αυτό δεν έχει καμία βάση. Είναι καιρός να τελειώνουμε με έναν επίμονο μύθο: οι άνδρες δεν έχουν ανάγκη να τρώνε περισσότερο κρέας ή πρωτεΐνες από τις γυναίκες. Οι συστάσεις του ΡΝΝS[4] είναι ξεκάθαρες: από την εφηβεία και μετά, υπό ίσες συνθήκες ύψους, σωματικής διάπλασης και φυσικής δραστηριότητας, οι σις άνδρες έχουν ανάγκη περισσότερες θερμίδες απ’ ό,τι οι γυναίκες, αλλά ως προς την προέλευση αυτών των θερμίδων οι συστάσεις είναι ταυτόσημες για όλο τον κόσμο. Μάλιστα, είναι μάλλον τα άτομα που εγκυμονούν, θηλάζουν ή έχουν περίοδο εκείνα που θα έπρεπε να λαμβάνουν αυξημένες ποσότητες σιδήρου. Το ίδιο ισχύει για την εμμηνόπαυση, κατά την οποία αυξάνουν οι ανάγκες για ασβέστιο προς αποτροπή της οστεοπόρωσης. Αλλά, βλέπετε, αν υπάρχει μία τροφή φορτισμένη συμβολικά και ιδεολογικά, αυτή είναι το κρέας, ειδικά το κόκκινο. Στα φαντασιακά μας τα σημαδεμένα από τη μαγική σκέψη, το κρέας παραπέμπει στην ισχύ, άρα στην εξουσία και την απόδοση. Πρώτα απ’ όλα, τρώγοντας κρέας φουσκωμένο με αίμα, νομίζουμε ότι απορροφούμε την ζωτική ενέργεια του ζώου. Και όσο πιο ογκώδες είναι, τόσο περισσότερες δυνάμεις υποτίθεται ότι μας προσφέρει η σάρκα του. Δεν λέμε ποτέ «δυνατός σαν μυρμήγκι», τη στιγμή που το μυρμήγκι μπορεί να σηκώσει μέχρι και χίλιες φορές το βάρος του, αλλά «δυνατός σαν ταύρος». (Και τι τρώει άραγε ο ταύρος για να είναι τόσο δυνατός; Χόρτα τρώει!).
(…)
Συμπερασματικά: πες μου τι τρως και θα σου πω τι είσαι στατιστικά. Θα καταρτίσω ένα ψηφιακό πορτραίτο χωρίς ψυχή και χωρίς ιστορία, χωρίς μαϊντανό ανάμεσα στα δόντια και χωρίς κανένα κρυφό πάθος για σάντουιτς με ριλέτες και μαρμελάδα. Αυτό που βάζουμε στο πιάτο μας και στο στόμα μας δεν μας ορίζει. Κάποτε, τρώμε όπως θέλουμε· συχνά, όπως μπορούμε. Οπότε, φάτε όπως είστε και ανατρέψτε την πατριαρχία σε γαστρονομικό επίπεδο, για να τελειώνουμε με τον φιλετ-ισμό!
[1] Στο πρωτότυπο pastis, ένα οινοπνευματώδες ποτό αρκετά παρεμφερές με το ούζο τόσο από άποψη γεύσης όσο από άποψη κοινωνικών σημασιών (σ.τ.μ).
[2] Claude Fischler, L’Homnivore [το παμφάγο], Odile Jacob 1990.
[3] Susan Bordo, Unbearable Weight: Feminism, Western Culture and the Body, University of California Press 1993.
[4] Εθνικό Πρόγραμμα Διατροφής & Υγείας της Γαλλίας (σ.τ.μ).

To παραπάνω κείμενο συνίσταται στη μετάφραση αποσπασμάτων από διάφορα σημεία του βιβλίου Nora Bouazzouni, Steaksisme : En finir avec le mythe de la végé et du viandard, nouriturfu, Παρίσι 2021. Μετάφραση και ενδιάμεσοι τίτλοι Α.Γ.
Η λέξη του τίτλου αποτελεί νεολογισμό που επινόησε η συγγραφέας, συνδυάζοντας την αγγλική λέξη steak = μπριζόλα (χρησιμοποιείται και στα γαλλικά, με την προφορά στεκ) και τον σεξισμό. Στην τελευταία παράγραφο την απέδωσα με τον νεολογισμό «φιλετισμός» (όπως ο φυλετισμός αλλά με ι, όπως το φιλέτο). Σκέφτηκα όμως ότι το λογοπαίγνιο είναι εξαιρετικά λεπτό και δεν θα γινόταν αντιληπτό στην ελληνίδα αναγνώστρια τι ακριβώς δηλώνει, οπότε έβαλα αυτόν τον περιφραστικό τίτλο.