Σε πείσμα των καιρών, το ΜÉΓΚΛΕΝ φέρνει πίσω τα λόγια
του Τζέρρυ Κίσσλιντζερ
«Η γλώσσα είναι κατοικία της ύπαρξης», έγραψε ο φιλόσοφος Μάρτιν Χάιντεγκερ. (Ή έτσι λένε κάποιοι –μήπως έχω διαβάσει Χάιντεγκερ νομίζετε;). Αν είναι έτσι, τότε οι παραδοσιακά σλαβόφωνοι πληθυσμοί της βόρειας Ελλάδας εδώ και καιρό είναι άστεγοι, η γλώσσα τους καταπιεσμένη, η συλλογική τους ταυτότητα κατεψυγμένη.
Είναι αλήθεια πως κατά περιόδους υπήρξε μια απόψυξη, ειδικά μετά την αμφιλεγόμενη Συμφωνία των Πρεσπών του 2018 μεταξύ της Ελλάδας και τη Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Μερικές φορές μπορείτε ν’ ακούσετε τη μακεδονική τους γλώσσα να τραγουδιέται δημόσια στα χωριά και τις πόλεις της περιοχής αυτές τις μέρες, παρ’ όλα αυτά όμως, οι δημόσιες επιτελέσεις μπορεί να διακοπούν ανά πάσα στιγμή. Τώρα, ένα σημαντικό πρότζεκτ, το ΜΈΓΚΛΕΝ: Τραγούδια με λόγια από την περιοχή Μογλενών-Καρατζόβας, δημιούργησε έναν νέο δημόσιο χώρο για μια κρυμμένη κουλτούρα. Το μακροχρόνιο δημιούργημα του χοροδιδάσκαλου, ερευνητή και τραγουδιστή Χρήστου Άψη, είναι ένα συναρπαστικό συλλογικό επίτευγμα.

H στοιχειοθεσία του Μέγκλεν αντανακλά μια ιστορία πολιτιστικής καταπίεσης. Τα τραγούδια του βοηθούν να συμπληρωθούν τα κενά. Σχεδιασμός: Mυρτώ Βραβοσινού
Διαβάστε περισσότερα για τους ανθρώπους και τις ιστορίες πίσω από το Μέγκλεν στην κριτική του Σωτήρη Μπέκα στο Folkradio.gr.
Ιστορικά, στις αρχές του περασμένου αιώνα, η Μακεδονία φιλοξενούσε ένα πλούσιο πλέγμα από γλώσσες και θρησκείες, μεταξύ των οποίων μουσουλμανικούς, χριστιανικούς κι εβραϊκούς πληθυσμούς που μιλούσαν ελληνικά, σλάβικες διαλέκτους, λαδίνο, τσιγγάνικα (ρομανές), αρωμανικά και άλλα. Έκτοτε, με τους Βαλκανικούς Πολέμους και τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, την επιβολή εθνικών συνόρων, τη «μεταφορά πληθυσμών» τη δεκαετία του 1920 και έναν ακόμη αιώνα συγκρούσεων (την εποχή του Μεταξά, τον Ελληνικό Εμφύλιο Πόλεμο, τον Ψυχρό Πόλεμο, μέχρι τις σημερινές διαμάχες της ΕΕ), οι πολιτικοί και οι υποτακτικοί τους προσπάθησαν λυσσαλέα να ξηλώσουν το χαλί στο όνομα της εθνικής ενότητας.
Αυτή η εθνικιστική επιταγή έφτασε το αποκορύφωμά της στο νότιο τμήμα της κεντρικής περιοχής του Μέγκλεν (γνωστή κι ως Μογλενά ή Καρατζόβα στα τουρκικά), η οποία περιήλθε στην Ελλάδα μετά τον Δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο. Μέσα σε μια δεκαετία, ο μουσουλμανικός πληθυσμός, πολλοί απ’ τους οποίους μιλούσαν σλαβικά, οδηγήθηκε στην Τουρκία και αντικαταστάθηκε από ελληνόφωνους χριστιανούς πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, τον Πόντο και την Ανατολική Θράκη. Οι υπόλοιποι σλαβόφωνοι χριστιανοί, που σε πολλά χωριά και πόλεις ήταν η πλειοψηφία, βρέθηκαν παγιδευμένοι σε ένα ομογενοποιητικό πρόταγμα, αναγκασμένοι ν’ ασπαστούν την ελληνική γλώσσα και την ελληνική ταυτότητα, τουλάχιστον δημόσια, ως προπύργιο ενάντια στις υποτιθέμενες απειλές από χώρες του βορρά. Η τοπική σλαβική μακεδονική γλώσσα πέρασε στην παρανομία και μιλιόταν πλέον μόνο ανάμεσα σε τέσσερις τοίχους.
Μαθαίνουμε για όλα αυτά στην «Ιστορία», ένα σύντομο δοκίμιο του Λεωνίδα Εμπειρίκου που περιλαμβάνεται στο Μέγκλεν. Έτσι, εκτιμούμε καλύτερα την τόλμη αυτού του έργου, ενός βιβλίου και δύο CD που εκδόθηκαν φέτος στη Θεσσαλονίκη σε ένα πανηγυρικό βήμα προς την ανατροπή ενός αιώνα διαγραφής.
Αυτός ο σκοπός αποκαλύπτεται γραφικά στον τίτλο, όπου εμφανίζεται η φράση «με λόγια», αψηφώντας τη λογοκρισία.
Πίσω απ’ την εικόνα του εξώφυλλου, κρύβεται μια ιστορία πολιτιστικής καταστολής, στην οποία περιλαμβανόταν και η διάδοση «τραγουδιών χωρίς λόγια», όπως εξηγεί ο Εμπειρίκος:
Σε αυτή τη συγκεκριμένη περιοχή, η έκφραση της τοπικής παραλλαγής της μακεδονικής (σλαβικής) γλώσσας σίγησε, εσωτερικεύθηκε, αυτολογοκρίθηκε, με αποτέλεσμα οποιαδήποτε έκφραση της μουσικής στη συγκεκριμένη περιοχή να εκδηλωθεί, κάποια στιγμή, μόνο με μουσικά όργανα, χωρίς το τραγούδι. Μόνο με μουσικά όργανα, δηλαδή χωρίς τους στίχους και την ποίηση που τα συνόδευε και που συνόδευε, επίσης, τις δραστηριότητες ολόκληρου του κύκλου της ζωής των αγροτικών αυτών κοινοτήτων, από τη γέννηση ως τον θάνατο, δραστηριότητες κτηνοτροφικές, γεωργικές και κάθε λογής. Άρα, η έκφραση που γνωρίζουμε είναι τα λεγόμενα «Μακεδόνικα τραγούδια», τα οποία ενσωματώθηκαν στο ελληνικό Φολκλόρ ως μία ειδική περιοχή «χωρίς λόγια» της εθνικής ελληνικής λαογραφίας. Αλλά τα Μακεδόνικα αυτά τραγούδια, με την παραπάνω έννοια, απέκτησαν μια ειδική ορατότητα μόνο μετά το 1981-82, και κυρίως μετά το 1985, όταν κυκλοφόρησε ο δίσκος «Τοπική Ελληνική Μουσική και Χοροί από την Δυτική και Κεντρική Μακεδονία», με την ορχήστρα του Γιαννάκη Ζλατάνη, σε παραγωγή Βασίλη Δημητρόπουλου και Dick van der Zwan. Εκεί, για πρώτη φορά, μπήκαν και οι τίτλοι των τραγουδιών στη Μακεδονική γλώσσα, αλλά χωρίς τους στίχους τους.
Στο βιβλιαράκι του Μέγκλεν, αντίθετα, οι στίχοι στα σλαβομακεδονικά, που παρουσιάζονται σε ελληνική και λατινική γραφή και ελληνική και αγγλική μετάφραση, καταλαμβάνουν σχεδόν 100 σελίδες. Αφηγούνται καθημερινές στιγμές και ιστορικά τραύματα: ιστορίες αγάπης, ερωτοτροπίες, περιπέτειες στα χωριά, τους τρόμους του πολέμου και του χωρισμού. Δίνουν φωνή σε μια άλλη εποχή, μια εποχή που, σύμφωνα με τα λόγια του Σταμάτη Πασόπουλου που έκανε τη μουσική επιμέλεια, ήταν «αμετάκλητα αρχειοθετημένη στον φάκελο των διαγραμμένων πολιτιστικών αρχείων». Αυτές οι ανα-δημιουργίες από νανουρίσματα, κάλαντα, χορευτικούς σκοπούς και άλλα τραγούδια και παροιμίες που συλλέχθηκαν σε διάστημα τριών δεκαετιών, αποτελούν, όπως λέει, μια «εξερεύνηση και ανακατασκευή της πολιτιστικής μας μνήμης».
Η λέξη «μας» είναι σημαντική. Για να αναδημιουργήσουν αρχειακό υλικό, μου είπε ο Πασόπουλος, οι παραγωγοί στρατολόγησαν ερμηνευτές με τις δικές τους οικογενειακές διασυνδέσεις με τον πολιτισμό, όσο αμυδρές κι αν ήταν:
Αποφασίσαμε ότι όποιος θα συνέβαλε ως μουσικός ή ως τραγουδιστής θα είχε κάποια καταγωγή απ’ τη σλαβομακεδονική παράδοση της Ελλάδας. Και μέσω του Μέγκλεν, εμείς οι συμμετέχοντες, βρήκαμε ένα κομμάτι απ’ τις οικογενειακές μας ρίζες. Άνθρωποι της γενιάς μου (είμαι σχεδόν 40 ετών) μεγάλωσαν σε οικογένειες όπου η αυτολογοκρισία και η γενική αποστασιοποίηση από την παράδοση των σλαβόφωνων Μακεδόνων της Ελλάδας είχαν ήδη μεταδοθεί στους γονείς μας. Πολύ σπάνια αναφερόταν κανείς στη γλώσσα, στους ανθρώπους των οποίων η μητρική γλώσσα δεν ήταν η ελληνική.
Το Μέγκλεν μας έδωσε την ευκαιρία να δούμε πιο καθαρά μια πλευρά του παρελθόντος μας και των προγόνων μας και να ξεπεράσουμε στερεότυπα και φοβίες. Η οργανική μουσική ασφαλώς μπορεί να το πετύχει αυτό, αλλά όταν προστίθεται η γλώσσα –το ποιητικό κείμενο των τραγουδιών- τα πράγματα στερεώνονται κι αποκτούν μια βαθύτερη ουσία. Μπορεί λίγοι άνθρωποι της γενιάς μου να έχουν μάθει τη μακεδονική γλώσσα, αλλά τουλάχιστον η επαφή μαζί της μέσω ενός τραγουδιού μπορεί να αναδείξει συναισθήματα και εικόνες κατά τρόπο που ίσως δεν είναι δυνατό με κανέναν άλλο τρόπο.
Αλλά το να ερμηνευτούν σωστά, εξήγησε, δεν ήταν καθόλου απλή υπόθεση:
Το σλαβόφωνο μακεδονικό τραγούδι στην Ελλάδα δεν μπήκε ποτέ στο μουσικό εκπαιδευτικό σύστημα, επομένως οι τραγουδιστές σήμερα δεν είναι εξοικειωμένοι με το είδος. Σε αυτό προστίθενται οι δημόσιες απαγορεύσεις των τραγουδιών μέχρι σήμερα, η (σχεδόν) μηδενική δισκογραφία με μακεδόνικα τραγούδια και το γεγονός ότι η ίδια η γλώσσα αρχίζει να εξαφανίζεται.
Όλα αυτά κάνουν το Μέγκλεν ακόμα πιο εντυπωσιακό. Οι 38 μουσικές του επιλογές προσφέρουν μια μεγάλη ποικιλία από στυλ. Μερικά, όπως χαριτωμένο Móma Sade, έχουν μόνο φωνή a cappella, την απαγορευμένη γλώσσα που ηχεί σαν καμπάνα σπάζοντας την κατάσταση ηχητικής ημι-ανυπαρξίας. Άλλα σημαδεύονται από τον ήχο της μπάντας χάλκινων πνευστών, που ταυτίζεται τόσο πολύ με την περιοχή. Ένα από αυτά, το Zborsko, φαίνεται ιδιαίτερα αρχοντικό κι επιβλητικό, με πλήρη έλεγχο στο «φρασάρισμα» του ρυθμού και στον τρόπο πάνω στον οποίο είναι γραμμένη η μελωδία. Κι έπειτα υπάρχουν τραγούδια που παραδόξως συνοδεύονται με ταμπουρά ή καβάλ, παραδοσιακά όργανα που δεν είναι πλέον συνηθισμένα στην Ελλάδα. Εκτός από την ιστορική τους σημασία, τα κομμάτια αυτά παρέχουν στους μελλοντικούς ερμηνευτές πρόσβαση σε παλαιότερο υλικό και προσφέρουν στους ακροατές συναρπαστικές απολαύσεις –εμπνευσμένες, φρέσκες, όμορφα δημιουργημένες.
Ο Άψης έκανε εκατοντάδες άλλες ηχογραφήσεις όλα αυτά τα χρόνια, εντοπίζοντας παλαιότερους τραγουδιστές στην περιοχή της Αριδαίας. Το μόνο που μένει να πούμε είναι ότι ελπίζουμε να υπάρξουν ακόμα περισσότερες.
Στο μεταξύ, ο Πασόπουλος έχει ελπίδες για ευρύτερη επιρροή του Μέγκλεν στην Ελλάδα:
Θέλαμε το άλμπουμ να λειτουργήσει ως ένα είδος πολιτιστικής ενεργοποίησης. Και πιστεύω ότι η κυκλοφορία δημιούργησε τις προϋποθέσεις για περαιτέρω ανακάλυψη παραδοσιακού υλικού και την ένταξή του σε συναυλίες ή άλλα ηχογραφικά εγχειρήματα στο μέλλον. Μια μικρή χιονόμπαλα μόλις άρχισε να κυλάει αργά που μπορεί να συνεχίσει να μεγαλώνει. Αυτό θα ήταν το μεγαλύτερο επίτευγμα του Μέγκλεν. Ο χρόνος θα δείξει.
Στη χοάνη της ιστορίας, οι απλές ιστορίες συχνά εκτοπίζουν τις πολύπλοκες, τουλάχιστον για ένα διάστημα. Αλλά στη συνέχεια, πιο σύνθετες πραγματικότητες επανεμφανίζονται, αναδυόμενες απ’ την αρχή, καθώς οι νέες γενιές, απτόητες, καλλιεργούν τους σπόρους της μνήμης. Οι φίλοι μου κι εγώ γνωρίζουμε αυτή τη διαδικασία από πρώτο χέρι από τις πρώτες μέρες της «αναβίωσης του Klezmer». Μερικές φορές η ιστορία παίρνει απάνθρωπες στροφές, αλλά όπως είπε ένας με συνεισφορά στο Μέγκλεν, «τουλάχιστον τα τραγούδια μας θα μείνουν». Κι αυτά τα τραγούδια, με τις ζωές και τις γλώσσες που περιέχουν, προσφέρουν νέες δυνατότητες, τόσο για την κατανόηση του παρελθόντος όσο και για τη δημιουργία του μέλλοντος.

Ο Jerry Kisslinger είναι συγγραφέας και ντράμερ. Πρώτη δημοσίευση: «Mother’s Songs Come Alive», στο μπλογκ Balkanography. Μετάφραση: Πέτρος Αργυρίου, επιμέλεια Α.Γ.