Γλώσσα,θρησκειολογία,νομαδισμός

Καμιά φορά πρέπει να προδίδεις

του Καμέλ Νταούντ

Όταν ένας Δυτικός σκέπτεται ενάντια στους δικούς του, τον χαρακτηρίζουμε οικουμενικό διανοούμενο. Είναι το «κέντρο» του κόσμου, ο ομφαλός του γεννοβολά σε κάθε λέξη. Τον χειροκροτούμε. Τον ερωτούμε περί του μέλλοντος όλων. Είναι ο ήρωας του Λόγου, ο επανορθωτής των αδικιών, το φως που συνοδεύει κάθε ύπαρξη.

Όταν ένας διανοούμενος του Νότου σκέπτεται ενάντια στη Δύση, αποφαίνεται ως αιώνιος απο-αποικιστής. Έχει μία μόνο ιστορία να διηγηθεί, αυτό το μικρό θραύσμα του σύμπαντος που του αναλογεί. Αυτή είναι η μόνη του νίκη. Οπότε, την αφηγείται ασταμάτητα· σε αυτήν ζει, σε αυτήν πεθαίνει, μετά ξανασηκώνεται και ξαναρχίζει. Σκοτεινιάζει όταν τον επερωτούν σχετικά με άλλα ίχνη της ανθρωπότητας απ’ ό,τι τα δικά του κόκκαλα και τα σκουριασμένα του όπλα. Αυτά είναι η πρόσοδός του. Θέλει να ζει ως μια ανάμνηση. Διεκδικεί να ζει μέσα στη μνήμη όπως ο ανθός της στάχτης. Όμως, η μνήμη δεν είναι σπίτι· είναι δρόμος. Την διασχίζουμε για να θέσουμε ερωτήματα, όχι για να κατοικήσουμε. Η ανάμνηση είναι η έπαυλη των θεών και των νεκρών. Όχι η δική μας.

  1. Η ΠΙΣΤΗ

Όταν ένας διανοούμενος του Νότου σκέπτεται ενάντια στον εαυτό του και ενάντια στους δικούς του, αμέσως τον ονομάζουν προδότη. Δεν μπορεί να βρει δροσερή σκιά παρά μόνο στον εαυτό του· δεν έχει πουθενά αλλού να πάει παρεκτός στο ανελέητο φως. Θα τον εντοπίσουν. Ξέχασε μήπως ότι είναι δουλειά του Δυτικού να επερωτά την οικουμενικότητα; Μήπως αποθρασύνθηκε τόσο που δεν θυμάται ότι η δουλειά των «δικών του» είναι να γκρινιάζουν, να διαμαρτύρονται και να ζητιανεύουν;

Εγώ, ενάντια σε όσους διακηρύσσουν ότι ο Θεός είναι πρόγονός τους και σε όσους ορκίζονται ότι οι πρόγονοί τους είναι θεοί, επέλεξα τα παιδιά. Πάνω σ’ αυτά είναι χτισμένα τα όνειρά μου.

Ενάντια σε όσους νομίζουν ότι μία χώρα είναι μονάχα ρίζες, εγώ αποφάσισα να υπερασπιστώ τις συγκομιδές. Αυτές καρτερούν την προσπάθεια και την υπερηφάνειά μου.

Ενάντια σε όσους υποθέτουν ότι ένα βιβλίο αρκεί για να εξηγήσει τον κόσμο, προτίμησα χίλια βιβλία για να αφήσω στον κόσμο το δικαίωμα να πει εκείνος την τελευταία λέξη. Οι άνθρωποι του ενός και μοναδικού βιβλίου δεν είναι ποτέ ξαλαφρωμένοι. Δεν θα ονειρευτούν ποτέ την ελευθερία μου, παρά μόνο την πεποίθησή μου.

Ενάντια σε όσους φαντάζονται ότι μια γλώσσα είναι φτιαγμένη για να εντοιχιστούμε μέσα στη δόξα, αντιπαραθέτω τις τρεις γλώσσες μου σαν τρία παράθυρα. Στα παιδιά μου, επαναλαμβάνω: «ένα σπίτι με τόσα παράθυρα είναι πάντοτε καλύτερα φωτισμένο».

Ενάντια σε όσους επαναλαμβάνουν ότι η γυναίκα είναι το μισό του άνδρα, αναρωτιέμαι: πώς ελπίζουμε να δούμε να γεννιούνται ευτυχισμένοι λαοί όταν, στους κόλπους τους, οι γυναίκες ζουν δυστυχισμένες; Πώς ελπίζουμε να βαδίσουμε στη σελήνη με ένα μόνο πόδι;

Πώς να φωτίσουμε τον κόσμο όταν όλες οι γυναίκες είναι καλυμμένες με πέπλα;

Τι αποδείξεις θα έχουμε για τη ζωή όταν τους αρνιόμαστε τη ζωή;

Το λέω και το ξαναλέω: «όταν οι γυναίκες είναι φυλακισμένες, οι άνδρες είναι καταδικασμένοι».

Ενάντια σε όσους θέλουν να μου υπαγορεύσουν τις θελήσεις τους, κραυγάζω: «όποιος δεν πεθαίνει στη θέση μου, δεν μπορεί να ζήσει στη θέση μου». Ο ακόμα απροσδιόριστος στον χάρτη τους τάφος μου μου δίνει χίλιες ελευθερίες να πειραματιστώ πριν από τον δικό τους θάνατο.

Ενάντια σε όσους νομίζουν ότι το να ξανακάνουμε πολέμους ενάντια στη Δύση σημαίνει να ξαναφτιάξουμε τη ζωή μας, υπενθυμίζω ότι οι νεκροί πέθαναν για να ζήσουμε εμείς χίλιες υπάρξεις. Αν αρνηθούμε να ζήσουμε, τους σκοτώνουμε για δεύτερη φορά.

Ενάντια σε όσους διακηρύσσουν ότι, για να ελευθερώσουμε τους μεν, πρέπει πρώτα απ’ όλα να μισούμε τους δε, επιλέγω να απελευθερωθώ από αυτούς τους ψευδο-ελευθερωτές και να αγανακτώ για όλες τις απώλειες, αντί να τις κάνω νόμισμά μου ή δικαιολογία μου.

Ανάμεσα σε όλες τις πεποιθήσεις, επιλέγω τη διερώτηση.

Είμαι λοιπόν ένας προδότης; Ίσως ναι, αλλά παρηγοριέμαι ξεφυλλίζοντας τα βιβλία ιστορίας: όλοι οι ήρωες πρόδωσαν την ακινησία. Όλοι οι προφήτες χρειάστηκε να προδώσουν την εποχή τους και μια ζηλόφθονη έρημο. Μέσα στη νύχτα, όλοι όσοι φώτισαν βρίσκονται υποχρεωμένοι να προδώσουν τη βραδύτητα των δικών τους. Όλοι οι άνθρωποι χρειάστηκε να προδώσουν το φόβο. Όλοι οι ποταμοί προδίδουν τις πηγές τους για να καταλήξουν στη θάλασσα. Όλες οι φωλιές είναι σίδερα στο πόδι αν δεν συνδέσουμε με αυτές το πρώτο βήμα στο κενό, αν δεν τολμήσουμε να ριχτούμε σε αυτό και να κουνήσουμε τα φτερά που αγνοούσαμε.

Η Ιταλία επινόησε την εξής ετυμηγορία: «η μετάφραση είναι προδοσία». Ακόμη πιο αληθές και πιο μυστηριώδες όμως είναι να υποστηρίξουμε ότι «η προδοσία είναι μετάφραση». Διότι, ενίοτε, το να μεταφράζεις σημαίνει να αποκαλύπτεις, να φωτίζεις, να τολμάς, να αγαπάς, να εκτιμάς και να ρίχνεσαι στην περιπέτεια του άγνωστου αύριο.

Είμαι προδότης; Τολμώ να το ελπίζω. Το να γίνεις ένας πρόγονος αντάξιος της μνήμης των άλλων, είναι κάτι που αξίζει τον κόπο.

  1. Ο ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΔΕΙΠΝΟΣ

«Μετά όμως, συνέχισε ο Τρονκ, φοβήθηκαν. Είναι απερίσκεπτο, έλεγαν, να αφήσουμε να κυκλοφορούν έξω από τα όρια του φρουρίου τόσοι στρατιώτες που γνωρίζουν το σύνθημα. Ποτέ δεν ξέρεις, έλεγαν, είναι πιο εύκολο να προδώσει ένας στρατιώτης στους πενήντα, παρά ένας και μόνο αξιωματικός».

Ντίνο Μπουτζάτι, Η έρημος των Ταρτάρων

 

«Ένας Άραβας παραμένει Άραβας, ακόμη και αν λέγεται συνταγματάρχης Μπεννταούντ!», ξεστομίζει, πικρά και ξερά, ένας παρασημοφορημένος στρατιώτης απέναντι στον ανώτερό του. Η σκηνή διαδραματίζεται κάποια στιγμή στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, όχι πολύ σαφώς προσδιορισμένη αλλά συμβατική όπως είναι η γέννηση ενός λαού. Είναι μια οριστική φράση που την λένε πολλοί σήμερα στην Αλγερία με ένα ύφος περιφρόνησης, μία σημαντική απόφανση σχετικά με τους «δικούς τους», σαν για να εγκαθιδρύσει μια απόσταση, να αποτρέψει μια εγγύτητα που λερώνει. Την λένε για να επισημάνουν ότι ένας υδραυλικός δεν έφτιαξε σωστά τους σωλήνες σε ένα χωριάτικο σπίτι, ή όταν βλέπουν έναν δρόμο ολοκαίνουριο που γέμισε κιόλας λακκούβες λόγω έλλειψης σοβαρότητας και υπευθυνότητας, όταν βλέπουν ένα δέντρο που ξεριζώθηκε για να μπει στη θέση του γκρίζο μπετόν με απόφαση κάποιου διεφθαρμένου δημάρχου που υποχώρησε στις πιέσεις να εγκρίνει μία σύμβαση, ή όταν στρέφουν το βλέμμα σε ένα συγκρότημα κοινωνικής κατοικίας που έχει κιόλας γεράσει αμέσως μόλις παραδόθηκε. Με αυτή τη φράση, και με τον άχρονο αναστεναγμό που τη συνοδεύει, θέλουν να εκφράσουν το ίδιο νόημα με την περίφημη έκφραση «δουλειά Άραβα!». Μια παράθεση της γενικευμένης απαξίωσης, της περιφρόνησης, διαπίστωση μιας αξεπέραστης αποτυχίας από την εποχή της αποικιοκρατίας, που χρησιμοποιείται και σήμερα ως έκφραση πικρίας και αποκαρδίωσης. Η απόφανση αυτή κλείνει τις συζητήσεις ή οδηγεί σε στοχαστική σιωπή μπροστά στο θέαμα της ανεξάρτητης αλλά απογοητευτικής Αλγερίας, σαν το τέλος ενός παραμυθιού. Είναι ένας τρόπος να ανακεφαλαιώσουμε την διαρκή υποτίμηση του εαυτού μας και των άλλων, μια πρακτική τόσο τρέχουσα στην Αλγερία εδώ και γενιές, σαν τελετουργικό εξορκισμού για να αντισταθμίσει το τέλος των ψευδαισθήσεων. Πρέπει όμως να ζούμε και να ελπίζουμε σε αυτή τη φωτεινή χώρα κοντά στη Μεσόγειο, για να κατανοήσουμε αυτή τη διαρκή αντίθεση ανάμεσα στην ελπίδα και τον αναστεναγμό. Από την αντίθεση αυτή, η Αλγερία θα μπορούσε να είχε επινοήσει θεούς λιγότερο θλιβερούς από τη θρησκεία της. Η φράση λοιπόν λέγεται κάθε φορά με τη φωνή ενός κουρασμένου κριτή. Μέσα σε αυτήν γευόμαστε τον καρπό των απογοητεύσεων, των αμετάκλητων αποφάσεων περί της αδυναμίας να «χτίσουμε» ή να δημιουργήσουμε κάτι άφθαρτο από το μοιραίο. Η αλγερινή υπερηφάνεια, που τόσο επίμονα επικαλούμαστε συνεχώς ως στοιχείο κύρους, ίσως δεν είναι παρά μια μυστική ματαιοδοξία που λειτουργεί ως αντίβαρο.

«Ένας Άραβας παραμένει Άραβας, ακόμα κι αν …».

Όταν λοιπόν βρισκόμαστε στο χώρο του «μεταξύ μας βλέμματος», του εξιλεωτικού χιούμορ, η απόφανση αυτή φαίνεται τρέχουσα. Είναι όμως κατακριτέα και αποθαρρύνεται όταν μιλάμε δημόσια, δηλαδή μπροστά σε άλλους, και ιδίως μπροστά στους Γάλλους, οι οποίοι ενσαρκώνουν την αξεπέραστη ετερότητα. Μήπως αυτό δεν είναι ο δικός τους ρατσισμός, το προϊόν της δικής τους αποικιακής βίας; Δεν είναι μια παραλλαγή του περίφημου «δουλειά Άραβα», το οποίο καθιέρωσαν μια για πάντα οι αποικιοκράτες, και στη συνέχεια όλοι οι Δυτικοί; Σε μια τυχαία  τιμωρητική κίνηση, ο «Άραβας» γίνεται αντικείμενο χλευασμού από τον Αλγερινό, ο οποίος ρίχνει το φταίξιμο στους Γάλλους, για το διώξει λες από πάνω του. Χανόμαστε σε αυτόν τον λαβύρινθο μνησικακιών!

Ωστόσο, τις τελευταίες δεκαετίες, το ισλαμιστικό ρεύμα της Αλγερίας, που επανήλθε δυναμικά μετά τον εμφύλιο πόλεμο και τους 200.000 νεκρούς του, χρησιμοποιεί αυτή τη φράση διαφορετικά για τους ξένους και διαφορετικά για τους ντόπιους. Η χρήση της είναι πλέον πιο ριζοσπαστική από την απλή μνησικακία, καθώς αποσκοπεί στη δημιουργία ενός αισθήματος του ανήκειν και στην εξήγησή του μέσω μιας ολόκληρης ιστορίας.

«Ένας Άραβας είναι Άραβας, ακόμα κι αν τον λένε συνταγματάρχη Μπεννταούντ!». Πρέπει να φανταστούμε έναν τόνο δηλητηριώδη, τη σκληρότητα της ετυμηγορίας, μια μορφή συνεπαγωγής που καλεί να ξαναρχίσουμε την ιστορία από την αρχή. Έτσι κάνουμε, ίσως, μετά από έναν έρωτα που τελείωσε, μια κακή σοδειά ή ένα λάθος που κράτησε χρόνια. Τι μας λένε αυτή τη φορά; Επιστρατεύουν και πάλι κατά θλιβερή αποκλειστικότητα μια καταδίκη επίσημη, «ιστορική» (έστω κι αν υπάρχουν υποψίες ότι πρόκειται για απόκρυφη εκδοχή), κατά την οποία είναι αδύνατο και  μάταιο να ταυτοποιηθεί κανείς ως Γάλλος ή να πιστέψει ότι μπορεί κάποτε να γίνει. Είναι άραγε αυτή η επιθυμία των Αλγερινών, εξήντα χρόνια μετά την ενθουσιώδη ανεξαρτησία τους; Ποιος θα σκεφτόταν να γίνει Γάλλος, εκτός από τους προδότες, τους «πουλημένους» ή τους harraga, τους μετανάστες που διασχίζουν κρυφά τη Μεσόγειο με κίνδυνο να πνιγούν; Αυτοί ελπίζουν, τουλάχιστον ανοιχτά, ότι η «χαρτογραφική» γαλλικότητα θα βάλει τέλος στη μιζέρια τους· δεν κραυγάζουν την αραβικότητά τους. Γιατί να υπενθυμίσουμε αυτή την υπόρρητη προειδοποίηση, όταν η Αλγερία έχει αποκτήσει την ανεξαρτησία της και δεν μπορεί να την γοητεύει καμία ένταξη στην αποικιακή Γαλλία;

Τότε όμως ποιος φωνάζει έτσι «ένας Άραβας θα παραμείνει Άραβας ακόμα κι αν… κ.λπ.», όταν η ιστορία έχει λήξει εδώ και έναν αιώνα;

Τους ξέρουμε αυτούς στην Αλγερία.

Όσοι επισείουν σήμερα αυτόν τον σχεδόν προφυλακτικό μύθο τον χρησιμοποιούν ως αντίδοτο για την απώλεια του δικού τους μονοπωλίου πάνω στον λόγο περί «καθαρής» ταυτότητας και για να διατηρήσουν την επιρροή τους στις αυτόχθονες ψυχές. Οι αλγερινοί συντηρητικοί, είτε είναι ισλαμιστές είτε ταυτοτικοί, θέλουν πάνω απ’ όλα να εκφράσουν την αντίθεσή τους σε αυτές τις καθολικές αξίες που θεωρούνται ανεπανόρθωτα γαλλικές. Αυτή η άποψη πηγάζει από μια μεροληπτική σύλληψη της ετερότητας: νεωτερικότητα, ανθρώπινα δικαιώματα, ισότητα ανδρών και γυναικών, δικαιώματα των γυναικών, δικαίωμα στη διάθεση του σώματος και της σεξουαλικότητας, κοσμικότητα, πλουραλισμός. Η αυθαίρετη ταύτιση αυτών των «αξιών» με τη σύγχρονη Γαλλία ή το αποικιακό της παρελθόν επιτρέπει την απαξίωση και την παρεμπόδιση κάθε συζήτησης για την ανανέωση της Αλγερίας και του Ισλάμ, το οποίο θα έπρεπε να είναι απλώς μια θρησκεία. Ντε φάκτο, όσοι επιθυμούν να εκσυγχρονίσουν την Αλγερία κατηγορούνται ότι θέλουν να την γαλλοποιήσουν, κάτι που ισοδυναμεί με προδοσία των ηρώων, των ιδρυτών και ακόμη και του ίδιου του Θεού και του αίματος που έχυσαν οι πολεμιστές. Αυτή η χονδροειδής απλούστευση γίνεται εμπόδιο και παίζει με τα συναισθήματα με μεγάλη αποτελεσματικότητα. Η «αποαποικιοποίηση» εκλαμβάνεται ως απογαλλοποίηση, η «ανανέωση» παραλύει ως επαίσχυντη πράξη, ως παρέκκλιση. Αλλά τότε, αυτή η πυρετώδης δήλωση περί του «Μπεννταούντ» που παγιώνει τον μύθο της ταυτότητας μέσω άρνησης; Βρίσκεται εκεί, στις εφημερίδες, στις συζητήσεις, στα κηρύγματα, στα κύρια άρθρα ή στα κατηγορητήρια κατά των «προδοτών» στην Αλγερία. Ανακαλεί ιστορικές αφηγήσεις, το αποικιακό παρελθόν, για να υποδηλώσει ότι δεν έχει νόημα να αφομοιωθεί κανείς μέσα στον άλλο, στον φανταστικό Γάλλο, τον απόλυτο πειρασμό και την απόλυτη αποστροφή, μέσα στον υπόλοιπο κόσμο με την επικίνδυνη ποικιλομορφία του. Επαναλαμβάνεται ως έπαινος, σε αδιάλλακτη αντίθεση (δεν μπορώ να είμαι Γάλλος, αφού είμαι αιώνια Άραβας, και η απόρριψη που μου αντιπαρατάσσει ο άλλος το αποδεικνύει!). Εξυμνεί τις «αυθεντικές», «αραβικές» αξίες, τις αξίες της ισλαμικότητας, του κλήρου, των θεολόγων ή των σημερινών ισλαμιστικών πολιτικών κομμάτων. Ασφαλώς, η γη εκεί παραμένει όμορφη και κάποια ουράνια σώματα θερμαίνουν και το πιο αργό αίμα. Η θάλασσα ή η καυτή έρημος δίνουν στην ιστορία νόημα μεγαλύτερο από τον εθνικισμό. Και όμως, το μόνο που αναζητούν εκεί είναι είτε το Θεό, είτε τους προδότες. Και έτσι η χώρα είναι δυστυχισμένη και χήρα.

Ο μετέπειτα συνταγματάρχης Μπεννταούντ γεννήθηκε το 1837 κοντά στο χωριό El Amria (Lourmel κατά την γαλλική εποχή) στην δυτική Αλγερία, σε μια οικογένεια προκρίτων και αγάδων. Θα κάνει λαμπρές σπουδές στο Αλγέρι, θα γίνει μάλιστα ο πρώτος Αλγερινός που θα αποφοιτήσει από τη Στρατιωτική Ακαδημία Saint-Cyr. Συμμετείχε στην εκστρατεία της Ιταλίας το 1859 ως ανθυπολοχαγός και στη συνέχεια στον γαλλο-γερμανικό πόλεμο του 1870 ως λοχαγός. Το 1878 πολιτογραφήθηκε Γάλλος και το 1889 έγινε υπολοχαγός του πρώτου συντάγματος των Σπαχήδων, πριν προαχθεί στο βαθμό του ανώτερου αξιωματικού της Λεγεώνας της Τιμής. Πέθανε τελικά τον Ιούλιο του 1912. Για τη ζωή του γνωρίζουμε ελάχιστα πράγματα. Ωστόσο, τις τελευταίες δεκαετίες, έχουν εμφανιστεί αρκετές φωτογραφίες του, κυρίως στον αλγερινό ισλαμιστικό τύπο. Τα έντυπα αυτά λατρεύουν τη φιγούρα αυτού του κατεψυγμένου Εωσφόρου του αλγερινού εθνικισμού, ενσάρκωση του καταραμένου και του εκδιωγμένου από τον παράδεισο των σταθερών ταυτοτήτων. Σε μία από αυτές τις φωτογραφίες βλέπουμε έναν αδύνατο, σχεδόν χλωμό άνδρα, με ήπιο και υποτακτικό βλέμμα. Φέρει ένα μικρό μουστάκι της εποχής, ένα λεπτό στήθος στολισμένο με παράσημα και φοράει ένα φέσι στο κεφάλι, ένδειξη της ιδιότητάς του ως ιθαγενούς βοηθού κατά την εποχή της αποικιοκρατίας. Ο άνδρας εμφανίζεται θολωμένος από την αχλύ που καλύπτει τους δεύτερους ρόλους στον κινηματογράφο. Παγιδευμένος σε αυτή τη σκηνή, παρατηρεί με σεβασμό, σχεδόν με ταπεινότητα, έναν ανώτερο Γάλλο αξιωματικό κατά τη διάρκεια μιας παρέλασης, μιας τελετής προαγωγής ή μιας επιθεώρησης στρατευμάτων. Κανείς δεν του δίνει σημασία. Είναι Αλγερινός, στρατιώτης του γαλλικού στρατού, άρα προδότης. Η στιγμή είναι παγιωμένη με την επίδραση μιας αποκάλυψης ή μιας αιώνιας κατηγορίας. Αυτή η πειραγμένη φωτογραφία προσφέρει μια «απόδειξη», ένα ρήγμα στο χρόνο. Αυτός ο άνδρας πρόδωσε και τον ανακαλύπτουμε, μαζί με όλο τον αλγερινό λαό σκυμμένο πάνω από τον ώμο του χρόνου, στη γυμνότητα, την καταισχύνη, την υποτακτική του στάση. Αυτός είναι ο συνταγματάρχης Μπεννταούντ, στην αιωνιότητα. Ο «Ιούδας» του αλγερινού εθνικισμού.

Παντού ο μύθος της προδοσίας έχει μια περίεργη διάσταση λούπας σε μία μόνο χρονική ακολουθία. Δεν μας ενδιαφέρει η ζωή του Μπεννταούντ πριν ή μετά την προδοσία, αλλά κυρίως η στιγμή της ρήξης με την αδιαίρετη ομοφωνία τού «εμείς». Πολύ συχνά στις ιστορίες του κόσμου, η απιστία παραμένει για πάντα μια σκηνή που έχει πετρώσει. Σπανίως οδηγεί σε έρευνα γύρω από τη χρονολογία των γεγονότων ή τη βιογραφία· παραμένει η χαραγμένη βιαιότητα της συνάντησης με τη Μέδουσα. Η ιστορία της παραμένει συνοπτική, κοφτή, αιχμηρή σαν το μαχαίρι στην πλάτη. Μια αιχμηρή στιγμή που θα αντηχεί για πολύ καιρό. Ο χρόνος δεν είναι παρά η πυραμίδα που οδηγεί σε αυτή την πράξη. Η προδοσία απαιτεί ένα φιξ-καρέ, διότι η συμφωνία του «εμείς» συμπυκνώνει το αιώνιο, το μυθολογικό και την προδοσία του μαζί. Αυτό που συνέβη τη στιγμή της εξαπάτησης θα μείνει έτσι χαραγμένο στη μνήμη, και θα το προβλέπουμε για πάντα με το φόβο και την επιθυμία να επαναληφθεί. Μήπως ο συνταγματάρχης Μπεννταούντ, που σπούδασε στο Saint-Cyr, ήταν ήρωας την εποχή που οι «Άραβες» θεωρούνταν ασήμαντοι και ηττημένοι; Μήπως η πορεία του ήταν τόσο εξαιρετική ώστε να πρέπει να την αμφισβητήσουμε μέσα στη μοναδικότητά της; Αυτό δεν αλλάζει καθόλου τα πράγματα: ο Εωσφόρος βγήκε από τις φλόγες, αλλά είναι καταραμένος για πάντα, επιβιώνοντας μόνο υπό μορφή σκιάς και ψιθύρων, με τη φωτιά να έχει γίνει φλογοβόλο. Η ιστορία προσφέρει μια διαδοχή γεγονότων στο χρόνο· η προδοσία είναι μόνο ένα από αυτά, αιώνιο και αμετάβλητο. «Άραβας είσαι, Άραβας θα μείνεις, ακόμα κι αν ονομάζεσαι συνταγματάρχης Μπεννταούντ!»

Στον Μυστικό Δείπνο, ο Ιούδας κάθεται και μοιράζεται μια στιγμή του «εμείς» των αποστόλων, αλλά με τα τριάντα αργύρια της προδοσίας του ήδη σχεδόν ορατά. Το άπληστο χρήμα εισβάλλει μέσα στην αγνότητα της συντροφικότητας, η χούφτα των νομισμάτων διασκορπίζει την ενότητα. Ο Ιούδας είναι μόνο «αυτή η στιγμή» και θα παραμείνει έτσι, πετρωμένος για την αιωνιότητα. Ο σταυρός του είναι φτιαγμένος από το ξύλο αυτού του τραπεζιού, τα καρφιά του είναι αυτά τα μεταλλικά νομίσματα. Ο Καίσαρας αποτύπωσε τη στιγμή της προδοσίας του Βρούτου σε μια κραυγή έκπληξης: «Κι εσύ, γιε μου;». Η προδοσία φαίνεται να έχει παγώσει στο χρόνο, σαν ένα άγαλμα που αναδύεται από το παρελθόν και κυριαρχεί στην ιστορία. Εμποδίζει τη ροή της μύχιας πραγματικότητας και απαγορεύει τον προβληματισμό, το πέρασμά της και το μετασχηματισμό της μέσω της αμφισβήτησης.

Το ερώτημα πάντως παραμένει και μας απομακρύνει από τον μύθο: για ποιον λόγο ένας τόσο αξιοσημείωτος άνθρωπος, με μια τόσο μοναδική μοίρα, πρόφερε μια τέτοια φράση; Σε ποια ακριβώς στιγμή; Με ποια αφορμή;

Υπάρχουν διάφορες εκδοχές περί αυτού –πράγμα που αποκαλύπτει τη μυθολογία, τη διαστρέβλωση της ιστορίας και, ιδίως, τις κρυφές επιθυμίες όσων την διαιωνίζουν. Σε όλες, ο συνταγματάρχης Μπεννταούντ εμφανίζεται αναπότρεπτα ως «στρατιωτικός». Πρόκειται για τον απόλυτο προδότη: όχι μόνο πέρασε από την άλλη πλευρά, αλλά ξαναγυρίζει προς τους δικούς του για να τους σκοτώσει. Όχι μόνο θεωρείται νεκρός και χαμένος για την δική του κοινότητα, αλλά και θα πεθάνει για τους «άλλους», πράγμα που θα ενισχύσει τον θρίαμβό τους, τον θρύλο τους και το αφήγημά τους. Με άλλα λόγια, ως ιθαγενής στρατιωτικός, εκπροσωπεί το σώμα της διπλής φύσης του προδότη, ενώπιον μιας αλγερινής ιστορίας η οποία είναι αιώνια μιλιταριστική και δυαδική λόγω του μυθιστορήματος της αποαποικιοποίησής της, που υποτίθεται ότι κατακτήθηκε με τα όπλα. Στην ιστορία της αποικιοποίησης, λοιπόν, ο Μπεννταούντ είναι ο στρατιωτικός που σκοτώνει, αλλά και το δολοφονημένο θύμα, το πτώμα της προηγούμενης ένταξής του, εφόσον είναι Γάλλος στρατιώτης και Άραβας!

Πώς όμως να κατανοήσουμε αυτή τη φράση που του αποδίδεται; «Ένας Άραβας παραμένει Άραβας, ακόμη και αν λέγεται συνταγματάρχης Μπεννταούντ»; Γιατί φώναξε κάτι τέτοιο;

Κατά μία εκδοχή, αυτό συνέβη κατά τα τέλη του 19ου, όταν κλήθηκε για δεύτερη φορά στα όπλα για να υπηρετήσει τις γαλλικές αποικιακές αρχές στην Ορανία, αφού είχε αποστρατευθεί μετά από πολλές εκστρατείες στις οποίες είχε αποδείξει τον ηρωισμό και την ευφυία του. Αφηγούνται ότι ένας Γάλλος αξιωματικός, αφού επιθεώρησε τα στρατεύματα, αρνήθηκε να του σφίξει το χέρι καθώς περνούσε από μπροστά του. Την επομένη, τον βρήκαν νεκρό με καρφωμένο στο στήθος του ένα κομμάτι χαρτί όπου αναγραφόταν αυτή η φράση, σύμβολο της αποτυχίας κάθε αφομοίωσης.

Κατά μία άλλη παραλλαγή, η αποκάλυψη έλαβε χώρα σε ένα στρατόπεδο στη Γαλλία κατά τη διάρκεια μιας εκστρατείας. Αυτή τη φορά, ο συνταγματάρχης Μπεννταούντ παρουσιάζεται σε μια βοηθητική νοσοκόμα (Γαλλίδα, επιμένει η αφήγηση) για να ζητήσει ένα διοικητικό έγγραφο. Εκείνη τον αγνοεί και, όταν αυτός επιμένει να διεκδικεί το σεβασμό που αναλογεί στο βαθμό του, του αντιγυρίζει: «ξέχασες ότι είσαι απλώς ένας Άραβας;». Αυτό που επιδεινώνει την τραυματική αυτή εναρκτήρια σκηνή του μυστικού δείπνου είναι η ευνουχιστική παρουσία μιας γυναίκας: ο συνταγματάρχης Μπεννταούντ καθαιρείται. Δεν είναι ούτε στρατιωτικός, αλλά ούτε και άνδρας!

Μια τελευταία εκδοχή εκτυλίσσεται στην γαλλική πρωτεύουσα. Σε αυτήν, σε ένα ντεκόρ φωτισμένης νύχτας, ανταυγειών στον Σηκουάνα και ανθρώπων που επιδεικνύουν τα παράσημα και τις κομμώσεις τους, ο Μπεννταούντ, επίσης άψογα ντυμένος, κατευθύνεται προς ένα μέγαρο όπου δίνεται ένας χορός αξιωματικών, αλλά του αρνούνται την είσοδο. Κατ’ άλλους, την απόρριψη διατυπώνει μία γυναίκα της υψηλής κοινωνίας όταν αρνήθηκε το χειροφίλημά του.

Τέλος, κατ’ άλλη εκδοχή η οποία αδιαφορεί χονδροειδώς για την χρονολογική ακρίβεια, εκείνος που αγνόησε τον συνταγματάρχη ήταν ο ίδιος ο στρατηγός ντε Γκωλ σε μία παρέλαση.

Πού βρίσκεται η αλήθεια ανάμεσα σε αυτές τις χιλιάδες εκδοχές;

Πουθενά. Δεν χρειάζεται να την γνωρίζουμε ή να την ελπίζουμε. Η σκηνή, στις διάφορες εκδοχές της, επαναλαμβάνεται σαν ένα ιλιγγιώδες τρίπτυχο μετενσαρκώσεων, που αποτελείται από το «εμείς», το «αυτοί» και το «εγώ», δηλαδή τον «Άραβα» συνταγματάρχη. Η επιτυχία και η ασυνήθιστη πορεία του αξιωματικού δεν έχουν πια καμία σημασία μπροστά στην προδοσία και τη θεμελιώδη εξέγερσή του.

Ο συνταγματάρχης γίνεται αντιληπτός ως πρωταγωνιστής της εξέγερσης ενάντια στην «φαντασιακή Γαλλία»: με αυτή τη φράση, δεν αντιτάσσει μια ανακτημένη αλγερινότητα σε μια απρόσιτη γαλλικότητα. Αντίθετα, υμνεί μια ανώτερη, φανταστική ταυτότητα, αναζητώντας ακριβώς την απόδειξη της αδύνατης πραγματικότητάς της στην Αλγερία, την αραβικότητα. Είναι   μια λεπτομέρεια που έχει σημασία. Η αραβικότητα, όπως την φαντάζονται στην Αλγερία, ολοκληρώνει σε αυτή την τοτεμική σκηνή την απόδειξη της αλήθειας της, την οποία αμφισβητεί η αλγερινή πραγματικότητα και η ιστορία της, από τους Ρωμαίους μέχρι τους Γάλλους.

Εφευρίσκουν και επιβάλλουν αποδείξεις του ισχυρισμού κόντρα στην πραγματικότητα. Ορκίζονται ότι η αραβικότητα υπάρχει ακριβώς χάρη στη μαρτυρία αυτής της αντεστραμμένης επανεύρεσης του συνταγματάρχη, της ζωντανής κατάρας του. «Πιστεύατε μήπως ότι αυτή η ταυτότητα είχε εξαφανιστεί; Και όμως, υπάρχει διότι την βρίσκουμε μέσα μας, όταν χάνουμε τα πάντα, ακόμα και τον εαυτό μας!» Είναι το κήρυγμα της «καθαρής» ταυτότητας στην αδιαπέραστη σύνοψή του. Ο Γάλλος σκοτώνει την αραβικότητα, η οποία με τη σειρά της, με αυτή τη σκηνή, καταστρέφει την αλγερινότητα, χωρίς όμως να το αντιλαμβάνεται κανείς!

Από εκείνη τη μυθική στιγμή, η αραβική ταυτότητα καθιερώθηκε ως πραγματικότητα σε αντίθεση με την αφομοίωση, αναδυόμενη βίαια και απότομα από το «όχι» και όχι από την πολυπλοκότητα της αλγερινής ιστορίας. Γίναμε Άραβες τη στιγμή που η γαλλικότητα εμφανίστηκε στην ιστορία μας και μας πλήγωσε. Η αραβικότητα εκφράζεται με τη μορφή της μελανίνης και της ουλής της πάνω στο δέρμα του «μαύρου». Της αποδίδουμε πόνο και άρα, ντε φάκτο, μια απτή απόδειξη της ύπαρξής της. Ωστόσο, προκύπτει αρχικά από μια θρησκευτική πρόσδεση, ένα είδος φυλετικού συνωνύμου τού Ισλάμ. Είναι επίσης ένα σημάδι της θρησκευτικής ιεραρχίας, μια γλωσσική ικανότητα να ερμηνεύει κανείς το Κοράνι και έτσι να επιβάλλει την εξουσία του μέσω της υποτιθέμενης γνώσης εκείνου που αποκρυπτογραφεί τους στίχους. Αυτή η αραβικότητα, που βαρύνει τις αλγερινές ταυτότητες ως αλλοτρίωση, βρίσκεται στο επίκεντρο των σημερινών θρησκευτικών και λαϊκιστικών λόγων για την ταυτότητα, αλλά και στο επίκεντρο της κατασκευής του προδότη. «Είμαστε Άραβες, είμαστε Άραβες, είμαστε Άραβες!» φώναξε ο Χ’μεντ Μπεν Μπελλά, ο δεύτερος πρόεδρος της Αλγερίας (1962), μπροστά στον Μπουργκίμπα, τον πρόεδρο της Τυνησίας που τον υποδέχτηκε κατά την επιστροφή του από το σπίτι του Νάσερ (1918-1970). Ο τελευταίος, δικτάτορας της Αιγύπτου, είχε αυτοανακηρυχθεί πατέρας του παναραβισμού. Είχε ανατρέψει τον βασιλιά της Αιγύπτου. Αυτή η υστερική φράση, που λες και την ξεστόμιζε ο φανταστικός στρατάρχης Μπεννταούντ από τον τάφο του, κόστισε τη ζωή σε γενιές Αλγερινών οι οποίοι εξεγέρθηκαν ενάντια στον περιορισμό της ταυτότητάς τους. Προκάλεσε νεκρούς στην Καμπυλία και αλλού, εκτελέσεις όλων όσων αρνήθηκαν αυτή την ορθοδοξία του αποκλεισμού της αλγερινής πολυμορφίας και της ειρήνευσης με τη Γαλλία. Η εξιδανικευμένη αραβικότητα, που στο μυαλό ορισμένων Αλγερινών δεν αντιπροσωπεύει πια την ευτυχισμένη γνώση μιας παγκόσμιας γλώσσας, έχει γίνει καταφύγιο απέναντι στην αποικιακή εισβολή και λεηλασία. Θα υποστεί μια μεταμόρφωση σε τυραννία: στην εικόνα μιας φανταστικής γλώσσας που χρησιμεύει για να ορίσει μια ταυτότητα ώστε να αποφύγουμε την εξαφάνιση μπροστά στην αποικιοκρατία. Αυτό το ιδίωμα, αυτή η «λόγια» διάλεκτος που ανυψώθηκε εξαιτίας ενός ιερού βιβλίου, οικοδομήθηκε γύρω από ένα «όχι» στην αποικιοκρατία. Μεταμορφώθηκε σε ένα «όχι» σε ολόκληρο τον κόσμο με τα επιχειρήματα της καθαρότητας και του ανήκειν. Καταλαβαίνουμε γιατί μια τέτοια θρησκεία της γλώσσας δεν θα μπορούσε να μείνει αδιάφορη μπροστά στη δύναμη εντυπωσιασμού μιας τραυματικής σκηνής. Η θρησκεία αυτή δημιούργησε επίσης έναν προδότη και μία «Γαλλία, αιώνια εχθρό», όπως δήλωσε ένας Αλγερινός υπουργός μόλις πριν από λίγα χρόνια, μπροστά στους βουλευτές. Πράγματι, ένας προδότης μπορεί να αποδειχθεί πιο απαραίτητος για μια θρησκεία από έναν θεό. Ο θεός απαγορεύει ένα μήλο, ο διάβολος υπόσχεται την άπειρη γνώση και γίνεται απείρως προδότης. Και η εξουσία είναι συχνά μόνο η εξουσία να ορίζουμε προδότες.

(…)

Για πολύ καιρό, ενώ έμενα στο σπίτι μου, από όπου έφυγα μόνο μετά από πενήντα χρόνια, ο συντηρητικός ισλαμιστικός τύπος αφιέρωσε σε μένα μια συμπυκνωμένη χρήση της πανουργίας. Με αποκαλούσε «γαλλόφωνο συγγραφέα που ζούσε στο Παρίσι». Οι συγγραφείς των άρθρων γνώριζαν ότι ζούσα στο Οράν και ότι είμαι εξίσου αραβόφωνος και τέλεια τρίγλωσσος όπως και αυτοί. Ωστόσο, ο μύθος απαιτούσε να αναδειχθεί αυτός ο «Μυστικός Δείπνος»: ένας προδότης επιζεί στη Γαλλία και γράφει στα γαλλικά. Αυτό ενισχύει την ετικέτα του αποστάτη, του διαφωνούντος και του λιποτάκτη· εγκατέλειψε το «εμείς» για το «αυτοί», που είναι αιώνια γαλλικό. Όταν, το 2024, έλαβα το βραβείο Goncourt για το μυθιστόρημα Houris, αυτό το στερεότυπο αναζωπυρώθηκε με πρωτοφανή βιαιαότητα. Οι αρθρογράφοι αξιοποίησαν την σχεδόν σύμπτωση μεταξύ του ονόματός μου και εκείνου του «συνταγματάρχη Μπεννταούντ» μέχρι κορεσμού. Η ορθοδοξία που απορρίπτει τις πολλαπλές μου ταυτότητες βρήκε σε μένα ένα μισητό «σώμα», μια διασύνδεση. Με μια μόνο κίνηση, ανέκτησε τη δύναμη και τη νομιμότητά της: αν υπάρχει ο προδότης, τότε αυτό που προδόθηκε φαίνεται ακόμα πιο ξεκάθαρα.

Σήμερα, σε μια παράλογη ορμή αποπτώχευσης, η αραβική ταυτότητα, υπερυψωμένη υπεράνω της αλγερινής και της γαλλικής, διακρίνεται περισσότερο για την καταγγελία των προδοτών της παρά για τη δημιουργική της ικανότητα. Αυτό που εγκαθιδρύει είναι ένα δικαστήριο των διαφορών και σπανίως ένας χώρος εξύμνησης της πολυπολιτισμικής κοινότητας. Κάθε προδοσία εκφράζεται ως πλησμονή, αμφισημία, πολυπλοκότητα. Συνοψίζει το μπαρόκ της ζωής. Εμφανίζεται ως η ιστορία σε κίνηση, ενώ αντιτίθεται στην παγωμένη ιστορία της μίας στιγμής. Ο προδότης είναι νομάς, και ο νομαδισμός αποδεικνύεται πιο δημιουργικός από τους θεούς.

Στις 21 Ιουνίου 1957, κηρύχθηκε νεκρός ο Maurice Audin, ένας νεαρός μαθηματικός μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος. Ήταν ένα από τα θύματα της «μάχης της Αλγερίας» και το μυστήριο της εξαφάνισής του μετά τη σύλληψή του από τον γαλλικό στρατό παρέμεινε ανεξιχνίαστη επί δεκαετίες. Τον Σεπτέμβριο του 2018, ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν επισκέφθηκε το σπίτι της χήρας του και «ζήτησε συγγνώμη». Ήταν γνωστό ότι ο Ωντέν είχε σκοτωθεί κατόπιν εντολής του Γάλλου στρατηγού Aussaresses, ο οποίος βρισκόταν σε αποστολή «επιβολής της τάξης» στην Αλγερία κατά τη διάρκεια του πολέμου. Στο Αλγέρι, είναι γνωστή η πλατεία Audin. Βρίσκεται στο κέντρο της πόλης, περιτριγυρισμένη από πυκνή κυκλοφορία και μερικά κτίρια που είναι σε κακή κατάσταση αλλά η φθορά του χρόνου μοιάζει να έχει γλυκάνει, τόσο κοντά στη θάλασσα. Μας αρέσει να πηγαίνουμε σε αυτό το μέρος και να το φωτογραφίζουμε κατά τη διάρκεια των μεγάλων εκδηλώσεων για την αποαποικιοποίηση, για να δείξουμε ότι ο πόλεμος της αλγερινής ανεξαρτησίας είναι «οικουμενικός» ως αξία δέσμευσης. « Φαντάζεσαι το σκάνδαλο; », μου λέει ένας φίλος συγγραφέας. Ποιο; «Φαντάσου να βγει κάποιος και να φωνάξει ότι ένας Γάλλος παραμένει Γάλλος ακόμα κι αν τον λένε Mωρίς Ωντέν».

(…) Γιατί, στη χώρα που γεννήθηκα, θέλουν πάντοτε να αποδεικνύω την ταυτότητά μου από τα λείψανα των νεκρών και όχι από τη σάρκα των ζωντανών που συναντώ;

Γιατί θέλουν να πεθάνω, προηγουμένως, από κάθε «καλή» ζωή; Για να αξίζω επιτέλους μια θέση στη μνήμη; Δεν μπορώ να θυμάμαι ένα φρούτο, μια βουτιά στη θάλασσα, έναν ώμο ή μια βροχή που έπεφτε αθόρυβα και με έβρεχε δίπλα στις λακκούβες, ή τη μητέρα μου όταν στόλιζε τα υφάσματά της με ανθοδέσμες; Γιατί με αναγκάζουν, αυτοί οι νεκρόφιλοι του μαρτυρίου, να διαλέξω ανάμεσα στη γλώσσα της μητέρας μου, τη γλώσσα του κόσμου και τη γλώσσα ενός προφήτη;

Το παραπάνω κείμενο αποτελεί απόδοση αποσπασμάτων από το σύντομο βιβλίο («τρακτ» όπως χαρακτηρίζεται στην έκδοση) Kamel Daoud, Il faut parfois trahir, Gallimard, Παρίσι 2025. Μετάφραση: Α.Γ.

Κλασσικό

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.