του Άκη Γαβριηλίδη
Για μένα ο ΠετροΛούκας Χαλκιάς, που πέθανε χθες, είναι συνδεδεμένος με την πιο έντονη συναυλιακή εμπειρία που είχα ποτέ.
Για να γίνει καλύτερα αντιληπτό αυτό που λέω, καλό είναι να διευκρινίσω ότι δεν έχω την παραμικρή βιωματική σχέση με την Ήπειρο και την ηπειρώτικη μουσική, καλά καλά δεν έχω βρεθεί εκεί παρά μόνο σποραδικά ως τουρίστας.
Το λάιβ στο οποίο αναφέρομαι ήταν μία συναυλία στο θέατρο Πέτρας, στην Πετρούπολη, στο οποίο ούτε είχα ποτέ πάει μέχρι τότε ούτε μετά ξαναπήγα, πριν χρόνια, δεν θυμάμαι καθόλου να πω με ακρίβεια πότε, μάλλον περί το 2000, ίσως και νωρίτερα. Τότε ήταν ένας τύπος, ο Αλέξανδρος Καρσιώτης, που είχε δεσμούς με την Ινδία και μετακαλούσε Ινδούς μουσικούς να συνεργαστούν με Έλληνες. Πολλές απ’ αυτές αποτυπώθηκαν και σε δίσκους μετά από την εταιρία του, την Saraswati, στη σειρά «Έλληνες και Ινδοί». Εγώ είδα μια συναυλία στα πλαίσια του έθνικ/ world music και πήγα, χωρίς να πολυξέρω τι να περιμένω. Στο πρώτο μέρος ήταν ο Ross Daly, (ο οποίος φυσικά είναι Ιρλανδός αλλά ως μουσικός ασχολείται με την παράδοση της Ελλάδας και γενικά της ανατολικής Μεσογείου), ωραία ήταν μεν, φυσικά είναι εξαιρετικός μουσικός, αλλά δεν ήταν και κάτι που με εντυπωσίασε. Παίξαν κάτι ζωναράδικα, και δεν θυμάμαι τι άλλο.
Στο δεύτερο μέρος βγήκε ο ΠετροΛούκας με την κομπανία του (φωνή, λαούτο, βιολί, ίσως και ένα κρουστό) και τέσσερις Ινδοί οι οποίοι παίζανε καθισμένοι οκλαδόν πάνω σε ένα χαλί. Παίξανε ένα πράμα, ορχηστρικό στην αρχή, επί δέκα λεπτά, εντωμεταξύ ο ΠετροΛούκας έπαιζε ένα σόλο με το κλαρίνο, μετά γύριζε στον Ινδό που έπαιζε φλάουτο μπαμπού και συνεννοούνταν με τα μάτια, άρχιζε ο Ινδός να σολάρει από κει που σταμάτησε το κλαρίνο, μετά το πήγαινε αλλού, ξαναγύριζε στον Χαλκιά, αυτός έκανε ένα άλλο σόλο δύο λεπτά, ξαναγύριζε στον Ινδό με ένα βλέμμα σαν να του έλεγε «εγώ αυτά, για να δούμε, τι μπορείς να κάνεις εσύ;». Φυσικά ο Ινδός έκανε κι αυτός τα δικά του, όσο περνούσε η ώρα το πράγμα απογειωνόταν, γινόταν μαγικό. Μετά τα ορχηστρικά, ο τραγουδιστής της κομπανίας –νομίζω ήταν ο Αντώνης Κυρίτσης· οι ηπειρώτικες κομπανίες, ή τουλάχιστον αυτή, είναι από τις λίγες που παίρνουν το όνομά τους από τον κλαρινετζή και όχι τον τραγουδιστή-, που τόση ώρα καθόταν και κοιτούσε, πλησίασε στο μικρόφωνο και άρχισε να τραγουδάει «Δεν μπορώ μανούλα μ’, δεν μπορώ, άι σύρε να φέρεις το γιατρό». Είπε το πρώτο τετράστιχο, και μετά έκανε πίσω και άρχισε ένας άλλος καθιστός Ινδός να τραγουδάει στην ίδια μελωδία με ινδικά λόγια! Κουφάθηκα, όπως όλοι, δεν καταλάβαινα, είπα, τι γίνεται εδώ; Και ο «Γιατρός» υπάρχει στα χίντι; Δεν υπήρχε φυσικά, αυτοί το φτιάξανε. Ένας ηλικιωμένος κύριος, προφανώς ηπειρώτης, σηκώθηκε στις κερκίδες και άρχισε να χορεύει συρτό στα τρία (ή ό,τι είναι). Ταυτόχρονα, δίπλα μου –δείγμα των πολλών διαφορετικών κοινών που τράβηξε η συναυλία- ήταν κάτι παιδιά από ένα μουσικό λύκειο ή κάτι τέτοιο, και, όταν συνέχισαν οι καθιστοί να σολάρουν, άκουσα απ’ αυτούς τον εξής διάλογο:
Α. – Ρε μαλάκα, κατάλαβες τι γίνεται εδωπέρα;
Β. – Τι γίνεται;
Α. – Παίζει τη μελωδία το κρουστό και τον ρυθμό τον κρατά το πνευστό! Τρελά πράματα.
Όντως, η τάμπλα –οι δύο τάμπλες- έχουν τονικότητα, είναι διαφορετικά κουρδισμένες και άμα χτυπήσεις στη μέση, που είναι μαύρο, βγαίνει άλλη νότα, στην άκρη που είναι άσπρη άλλη κ.ο.κ. Εγώ κοιτούσα τα δάχτυλα του περκασιονίστα και συνειδητοποίησα ότι αυτό που βλέπουμε στα κόμικ, ότι ένα χέρι (ή πόδι, ή οτιδήποτε) φαίνεται σαν να είναι σε πολλά σημεία ταυτόχρονα, γίνεται στην πραγματικότητα, δεν είναι οπτικό εύρημα: τα χέρια του κινούνταν τόσο ιλιγγιωδώς πάνω κάτω, που υπερέβαιναν σε ταχύτητα τα 24 καρέ ανά δευτερόλεπτο που μπορεί να συλλάβει το μάτι, και φαινόταν σαν να είναι ταυτόχρονα πέντε εκατοστά πάνω από το κρουστό και να το ακουμπάει.
Φεύγοντας πήρα το CD που πουλιόταν στην έξοδο, και στο ένθετο βιβλιαράκι διάβασα το σημείωμα του Καρσιώτη, που μεταξύ άλλων έλεγε ότι, όταν ήρθαν οι Ινδοί, συναντήθηκαν πρώτη φορά στο στούντιο με τους Ηπειρώτες να κάνουν πρόβα, και μετά από ένα τέταρτο ο Κυρίτσης βγήκε έξω με δάκρυα στα μάτια, και του είπε: Κύριε Αλέξανδρε, τι είναι αυτοί οι άνθρωποι; Από πού ήρθαν; Αυτοί παίζουν σαν κι εμάς!
Όπερ σημαίνει: οι πιο ενδιαφέρουσες περφόρμανς δεν είναι απαραίτητα αυτές που είναι πιο τέλειες και φροντισμένες τεχνικά και καλλιτεχνικά, π.χ. δεν είναι οι συναυλίες όπου κάποιοι αποδίδουν άρτια κάποια πράγματα ήδη γνωστά, όπου το κοινό πάει να ακούσει τον τάδε διάσημο συνθέτη που παρουσιάζει τις «επιτυχίες του» και εμείς τον ακούμε και επιβραβεύουμε αυτό που μας είναι οικείο. Και αυτό έχει τη γοητεία του, αλλά πιο γοητευτικές, έστω και με το ρίσκο τους, είναι εκείνες από τις οποίες ξεπηδάει κάτι καινούριο, κάτι που δεν ξέραμε, κάτι που σχεδόν δεν ήξεραν ούτε οι ίδιοι οι καλλιτέχνες πριν αρχίσουν να το κάνουν.
