Πολιτική,Χώρος,αποικιοκρατία

Μεγαλείο του Γιάσσερ Αραφάτ

του Ζιλ Ντελέζ

 

Βιβλιογραφική σημείωση: πριν από λίγες εβδομάδες, είχαμε δημοσιεύσει εδώ τμήμα του παρακάτω άρθρου υπό τον τίτλο «Οι Ινδιάνοι της Παλαιστίνης». Το κείμενο αυτό, με τον συγκεκριμένο τίτλο, το είχαμε βρει στο διαδίκτυο, σε κατά τεκμήριο αξιόπιστη πηγή. Ωστόσο, όπως μας επισήμανε ο φίλος του ιστολογίου Δημήτρης Δημούλης, βιβλιογραφικά αυτό δεν ήταν ακριβές και μπορούσε να δώσει λαβή σε παρανοήσεις: το κείμενο αυτό ήταν απόσπασμα από άρθρο του Ντελέζ με τον τίτλο που χρησιμοποιείται εδώ. Ο τίτλος «Οι Ινδιάνοι της Παλαιστίνης» δεν ήταν άσχετος, ιδίως προκειμένου για το απόσπασμα που είχαμε χρησιμοποιήσει· το πρόβλημα όμως είναι ότι υπάρχει ένα άλλο κείμενο του Ντελέζ (για την ακρίβεια, συζήτησή του με τον Παλαιστίνιο ιστορικό και ποιητή Ελίας Σανμπάρ) που φέρει ακριβώς αυτόν τον τίτλο, από την ίδια περίπου περίοδο, δημοσιευμένο στην ίδια συλλογή (Deux régimes de fous, Minuit, Παρίσι 2003). Πρόκειται λοιπόν για δύο συγγενή μεν, αλλά διαφορετικά κείμενα. Για να μη συμβάλλουμε στη σύγχυση, δημοσιεύουμε σήμερα το πλήρες κείμενο του συγκεκριμένου άρθρου (το οποίο γράφτηκε το Σεπτέμβριο του 1983 και δημοσιεύτηκε στο τ. 10 της Revue dEtudes Paléstiniennes, χειμώνας 1984, σ. 41-43) με τον ορθό του τίτλο. Μετάφραση-επιμέλεια Α.Γ.

 

Η παλαιστινιακή υπόθεση είναι κατ’ αρχάς το σύνολο των αδικιών που έχει υποστεί και δεν παύει να υφίσταται ο λαός αυτός. Οι αδικίες αυτές είναι πράξεις βίας, αλλά επίσης παραλογισμοί, ψευδείς συνεπαγωγές, ψευδείς εγγυήσεις που διατείνονται ότι τις επανορθώνουν ή τις δικαιολογούν. Ο Αραφάτ είχε μόνο μία λέξη για να μιλήσει για τις υποσχέσεις που δεν τηρήθηκαν, για τις δεσμεύσεις που παραβιάστηκαν, τη στιγμή των σφαγών της Σάμπρα και της Σατίλα: shame, shame[1].

Λένε ότι δεν είναι γενοκτονία. Κι όμως, είναι μια ιστορία που ενέχει πολύ Οραντούρ[2], ήδη εξ αρχής. Η σιωνιστική τρομοκρατία δεν ασκούνταν μόνο κατά των Άγγλων, αλλά και επί των αραβικών χωριών που έπρεπε να εξαφανιστούν· το Ιργκούν ήταν πολύ δραστήριο ως προς αυτό (Ντέιρ Γιασίν). Από τη μια άκρη ως την άλλη, το ζητούμενο ήταν να κάνουμε λες και ο παλαιστινιακός λαός όχι μόνο δεν έπρεπε να υπάρχει, αλλά δεν υπήρξε ποτέ.

Οι κατακτητές ήταν από εκείνους που είχαν οι ίδιοι υποστεί την πιο μεγάλη γενοκτονία της ιστορίας. Τη γενοκτονία αυτή οι σιωνιστές την μετέτρεψαν σε απόλυτο κακό. Αλλά το να μετατρέψεις την πιο μεγάλη γενοκτονία της ιστορίας σε απόλυτο κακό, είναι μια θρησκευτική και μυστικιστική θεώρηση, δεν είναι ιστορική θεώρηση. Δεν σταματά το κακό· αντιθέτως, το διαδίδει περαιτέρω, το κάνει να πέφτει πάνω σε άλλους αθώους, απαιτεί μια επανόρθωση που κάνει αυτούς τους άλλους να υφίστανται ένα μέρος απ’ όσα υπέστησαν οι Εβραίοι (την εκδίωξη, το κλείσιμο σε γκέττο, την εξαφάνισή τους ως λαού). Με μέσα πιο «ψυχρά» από τη γενοκτονία, θέλουμε να καταλήξουμε στο ίδιο αποτέλεσμα.

Οι USA και η Ευρώπη χρωστούσαν επανόρθωση στους Εβραίους. Και την επανόρθωση αυτή την χρέωσαν σε έναν λαό για τον οποίο το λιγότερο που μπορούμε να πούμε είναι ότι δεν είχε καμία ανάμιξη, δεν είχε καμία ενοχή για κανένα ολοκαύτωμα· ούτε καν το είχε ακουστά. Εκεί είναι που ξεκινά ο παραλογισμός, όπως και η βία. Ο σιωνισμός, και στη συνέχεια το κράτος του Ισραήλ, θα απαιτήσουν από τους Παλαιστίνιους να τους αναγνωρίσουν δικαιικά. Εκείνο όμως, το κράτος του Ισραήλ, δεν θα σταματήσει να αρνείται την ίδια την ύπαρξη παλαιστινιακού λαού. Δεν θα κάνει ποτέ λόγο για Παλαιστινίους, αλλά για Άραβες της Παλαιστίνης, σαν να βρέθηκαν εκεί κατά τύχη ή κατά λάθος. Και αργότερα, θα ενεργεί σαν οι εκδιωγμένοι Παλαιστίνιοι να ήρθαν από έξω, δεν θα μιλά για τον πρώτο πόλεμο αντίστασης που διεξήγαγαν μόνοι τους. Θα τους εμφανίσει ως απογόνους του Χίτλερ, αφού δεν αναγνώρισαν τα δικαιώματα του Ισραήλ. Αλλά το Ισραήλ διατηρεί το δικαίωμα να αρνείται την ύπαρξή τους εν τοις πράγμασι. Εδώ ξεκινά μια μυθοπλασία που επρόκειτο να εξαπλωθεί όλο και περισσότερο και να βαραίνει πάνω σε όλους όσους υπερασπίστηκαν την παλαιστινιακή υπόθεση. Αυτή η μυθοπλασία, αυτό το στοίχημα του Ισραήλ, ήταν να παρουσιάζει ως αντισημίτες όλους όσους θα αμφισβητούσαν τις έμπρακτες προϋποθέσεις και τις ενέργειες του σιωνιστικού κράτους. Αυτή η επιχείρηση έχει τις ρίζες της στην ψυχρή πολιτική του Ισραήλ απέναντι στους Παλαιστίνιους.

Το Ισραήλ εξ αρχής δεν έκρυψε τον στόχο του: να εκκενώσει τα παλαιστινιακά εδάφη. Και ακόμα καλύτερα, να φέρεται σαν το παλαιστινιακό έδαφος να ήταν άδειο, να προοριζόταν ανέκαθεν για τους Σιωνιστές. Ήταν πράγματι αποικισμός, αλλά όχι με την ευρωπαϊκή έννοια του 19ου αιώνα: οι κάτοικοι της χώρας δεν θα υφίσταντο εκμετάλλευση, θα εκδιώκονταν. Όσοι παραμείνουν δεν θα μετατραπούν σε εργατικό δυναμικό εξαρτημένο από την περιοχή, αλλά μάλλον σε ένα ιπτάμενο και αποσπασμένο εργατικό δυναμικό, σαν να ήταν μετανάστες τοποθετημένοι σε γκέττο. Εξαρχής, έχουμε να κάνουμε με αγορά γης υπό την προϋπόθεση ότι αυτή θα ήταν άδεια από κατοίκους –ή θα μπορούσε να αδειάσει. Πρόκειται για γενοκτονία, αλλά μια γενοκτονία στην οποία η φυσική εξόντωση παραμένει υποταγμένη στη γεωγραφική εκκένωση: καθώς είναι απλώς Άραβες, έτσι γενικώς, οι επιζώντες Παλαιστίνιοι πρέπει να πάνε να αναμειχθούν με τους άλλους Άραβες. Η φυσική εξόντωση, είτε έχει ανατεθεί σε μισθοφόρους είτε όχι, είναι απολύτως παρούσα. Αλλά δεν είναι γενοκτονία, λένε, αφού δεν είναι ο «τελικός στόχος»: πράγματι, είναι ένα μέσο μεταξύ άλλων.

Η συνενοχή των Ηνωμένων Πολιτειών με το Ισραήλ δεν προέρχεται μόνο από τη δύναμη ενός σιωνιστικού λόμπι. Ο Ελίας Σανμπάρ έχει δείξει ξεκάθαρα πώς οι Ηνωμένες Πολιτείες βρήκαν στο Ισραήλ μια πτυχή της ιστορίας τους: την εξόντωση των Ινδιάνων, η οποία, και εδώ, ήταν μόνο εν μέρει άμεσα σωματική. Το ζητούμενο ήταν να δημιουργηθεί ένα κενό, σαν να μην είχαν υπάρξει ποτέ Ινδιάνοι, έξω από τα γκέττο που θα τους μετέτρεπαν σε ισάριθμους εσωτερικούς μετανάστες. Από πολλές απόψεις, οι Παλαιστίνιοι είναι οι νέοι Ινδιάνοι, οι Ινδιάνοι του Ισραήλ. Η μαρξιστική ανάλυση αναδεικνύει τις δύο συμπληρωματικές κινήσεις του καπιταλισμού: να επιβάλλει συνεχώς όρια στον εαυτό του, εντός των οποίων διαρρυθμίζει και εκμεταλλεύεται το δικό του σύστημα· να ωθεί πάντοτε αυτά τα όρια παραπέρα, ξεπερνώντας τα για να ξεκινήσει από την αρχή σε μεγαλύτερη κλίμακα ή με μεγαλύτερη ένταση την ίδια του τη θεμελίωση. Η εξώθηση των ορίων ήταν η πράξη του αμερικανικού καπιταλισμού, το αμερικανικό όνειρο, την οποία υιοθέτησε για λογαριασμό του το Ισραήλ και το όνειρο του Μεγάλου Ισραήλ σε αραβικό έδαφος, στις πλάτες των Αράβων.

Πώς o παλαιστινιακός λαός μπόρεσε να αντισταθεί και ανθίσταται. Πώς, από λαός συγγενικών δεσμών, έγινε ένοπλο έθνος. Πώς δημιούργησε έναν οργανισμό ο οποίος δεν τον εκπροσωπεί απλώς, αλλά τον ενσαρκώνει, εκτός εδάφους και χωρίς κράτος: για όλα αυτά χρειάστηκε μια μεγάλη ιστορική προσωπικότητα θα λέγαμε, από δυτική οπτική γωνία, σχεδόν βγαλμένη από τον Σαίκσπηρ, και αυτή ήταν ο Αραφάτ. Δεν ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία (οι Γάλλοι μπορούν να σκεφτούν την «ελεύθερη Γαλλία» [του ντε Γκωλ], με τη διαφορά ότι εκείνη στην αρχή είχε μικρότερη λαϊκή βάση). Και κάτι που επίσης δεν προκύπτει για πρώτη φορά στην ιστορία είναι όλες οι περιπτώσεις στις οποίες μια λύση, ένα στοιχείο λύσης ήταν εφικτά, αλλά οι Ισραηλινοί τα κατέστρεψαν σκοπίμως, εν επιγνώσει. Έμεναν σταθεροί στη θρησκευτική τους θέση να αρνούνται, όχι μόνο το δικαίωμα, αλλά το ίδιο το γεγονός των Παλαιστινίων. Ξέπλεναν τη δική τους τρομοκρατία αποκαλώντας τους Παλαιστινίους «τρομοκράτες που ήρθαν απ’ έξω». Και ακριβώς επειδή οι Παλαιστίνιοι δεν ήταν αυτό, αλλά ένας ξεχωριστός λαός που διέφερε από τους άλλους Άραβες εξίσου όσο οι Ευρωπαίοι μπορεί να διαφέρουν μεταξύ τους, από τα ίδια τα αραβικά κράτη μπορούσαν να περιμένουν μόνο μία βοήθεια αμφίσημη, που κατά καιρούς μεταστρεφόταν σε εχθρότητα και σε εξόντωση, όταν το παλαιστινιακό μοντέλο γινόταν επικίνδυνο για εκείνα. Οι Παλαιστίνιοι διέτρεξαν όλους αυτούς τους ιστορικούς κύκλους της κόλασης: την χρεωκοπία των λύσεων κάθε φορά που αυτές ήταν δυνατές, την αθέτηση των πιο επίσημων υποσχέσεων. Η αντίστασή τους ήταν αναγκασμένη να τραφεί απ’ όλα αυτά.

Είναι πιθανό ένας από τους στόχους των σφαγών της Σάμπρα και της Σατίλα να ήταν να απαξιωθεί ο Αραφάτ. Δεν είχε συναινέσει στην αναχώρηση των μαχητών, που η δύναμή τους παρέμενε άθικτη, παρά μόνο υπό τον όρο να υπάρξουν απόλυτες εγγυήσεις για την ασφάλεια των οικογενειών τους από τις Ηνωμένες Πολιτείες, ακόμα και από το ισραήλ. Μετά τις σφαγές, δεν είχε άλλα λόγια πέρα από τη λέξη «shame». Αν η κρίση που επακολουθεί για την ΟΑΠ είχε ως αποτέλεσμα, λίγο-πολύ μακροπρόθεσμο, είτε μια ενσωμάτωση σε κάποιο αραβικό κράτος, είτε μια διάλυση μέσα στη μουσουλμανική ακεραιοφροσύνη [intégrisme], τότε θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο παλαιστινιακός λαός πραγματικά εξέλιπε. Αλλά αυτό θα συνέβαινε υπό τέτοιες συνθήκες που ο κόσμος, οι Ηνωμένες Πολιτείες, ακόμα και το Ισραήλ δεν θα έπαυαν να μετανιώνουν για τις χαμένες ευκαιρίες, μαζί και εκείνες που παραμένουν δυνατές ακόμη σήμερα. Στην υπερήφανη διατύπωση του Ισραήλ: «Εμείς δεν είμαστε ένας λαός σαν τους άλλους» δεν έχει πάψει να απαντά μια κραυγή των Παλαιστινίων, εκείνη την οποία επικαλούνταν το πρώτο τεύχος της Revue dEtudes Paléstiniennes: είμαστε ένας λαός σαν τους άλλους, δεν θέλουμε να είμαστε τίποτε άλλο …

Διεξάγοντας τον τρομοκρατικό πόλεμο του Λιβάνου, το Ισραήλ πίστεψε ότι θα καταργήσει την ΟΑΠ και θα αποσύρει την υποστήριξή της προς τον παλαιστινιακό λαό, που ήδη είχε στερηθεί τη γη του. Και ίσως το πέτυχε, εφόσον στην περικυκλωμένη Τρίπολη το μόνο που μένει είναι η φυσική παρουσία του Αραφάτ ανάμεσα στους δικούς του –όλοι μέσα σε ένα είδος μοναχικού μεγαλείου. Αλλά ο παλαιστινιακός λαός δεν θα χάσει την ταυτότητά του χωρίς στη θέση της να αναδυθεί μία διπλή τρομοκρατία, κρατική και θρησκευτική, η οποία θα επωφεληθεί από την έκλειψή του και θα κάνει αδύνατο κάθε ειρηνικό διακανονισμό με το Ισραήλ. Από τον πόλεμο του Λιβάνου το ίδιο το Ισραήλ θα βγει όχι μόνο ηθικά διασπασμένο και οικονομικά αποδιοργανωμένο, αλλά θα βρεθεί και μπροστά στην αντεστραμμένη εικόνα της ίδιας του της δυσανεξίας. Μια πολιτική λύση, ένας ειρηνικός διακανονισμός δεν είναι δυνατός παρά μόνο με μια ΟΑΠ ανεξάρτητη, που δεν θα έχει εξαφανιστεί μέσα σε ένα ήδη υπάρχον κράτος, ούτε θα έχει χαθεί μέσα στα διάφορα ισλαμικά κινήματα. Μια εξαφάνιση της ΟΑΠ δεν θα ήταν παρά μόνο η νίκη των τυφλών δυνάμεων του πολέμου, αδιάφορων για την επιβίωση του παλαιστινιακού λαού.

[1] Ντροπή –αγγλικά στο πρωτότυπο.

[2] Με κάποια δόση ελευθερίας θα μπορούσαμε να βάζαμε εδώ τη λέξη π.χ. «Καλάβρυτα». Το Oradour-sur-Glane είναι ένα γαλλικό χωριό το οποίο οι Ναζί κατέστρεψαν ολοκληρωτικά το 1944, εκτελώντας τους 642 (αμάχους) κατοίκους του.

Κλασσικό

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.