του Άκη Γαβριηλίδη
Eδώ και δύο εβδομάδες περίπου ξέσπασε ένας διαδικτυακός πόλεμος εντός –ή/ και περί- του φεμινιστικού κινήματος, κατά τον οποίο τέθηκε υπό αμφισβήτηση η ίδια η ένταξη των αντιπαρατιθέμενων στο κίνημα αυτό, ή/ και στην αριστερά.
Το παρόν σημείωμα δεν προτίθεται να ασχοληθεί με το ερώτημα αυτό, ούτε να αμφισβητήσει τις προθέσεις και τις αγωνιστικές περγαμηνές κανενός και καμιάς· έχει ως ειδικό αντικείμενο μία επιμέρους διάσταση των σχετικών ανταλλαγών, από την οπτική τού τι λέγεται και όχι του τι είναι ή τι δεν είναι όποιος το λέει.
Στο εναρκτήριο κείμενο της αντιπαράθεσης, το άρθρο της Σίσσυς Βωβού «Γένους θηλυκού, ή παπάκι@?», γραμμένο με τη διακηρυγμένη πρόθεση να αναδείξει «τις διαφορές που υπάρχουν μεταξύ του γυναικείου-φεμινιστικού κινήματος και του ΛΟΑΤΚΙ+ κινήματος», υποστηρίζεται μεταξύ άλλων ότι μία από αυτές τις διαφορές είναι η εξής:
Το μεγαλύτερο μέρος του ΛΟΑΤΚΙ+ κινήματος ζητούν την επαγγελματοποίηση της πορνείας, ενώ εμείς λέμε ότι η πορνεία είναι βια κατά των γυναικών, είτε είναι “επιλογή” μέσα από μύριους καταναγκασμούς, είτε είναι απλώς εξαναγκαστική.
Ενώ μία άλλη η εξής:
Μεγάλο μέρος του ΛΟΑΤΚΙ+ κινήματος και του κινήματος κατάργησης του φύλου ζητούν την νομιμοποίηση της παρένθετης μητρότητας, μια ακόμα δηλαδή εμπορευματοποίηση του γυναικείου σώματος, και μάλιστα στα πιο βαθιά του σημεία, που δεν αγγίζει μόνο τις γυναίκες που εμπορευματοποιούν τη γέννηση, αλλά και τα δύσμοιρα παιδιά που θα γεννηθούν. Φυσικά εμείς είμαστε ενάντια στην παρενθεσία, και για γυναίκες και για άνδρες.
Καταρχάς, μία πραγματολογική παρατήρηση. Εάν με το «εμείς» δηλώνεται «το φεμινιστικό κίνημα», τότε δεν είναι ακριβές ότι το κίνημα αυτό είναι στο σύνολό του κατά της «επαγγελματοποίησης» της σεξουαλικής εργασίας και κατά της παρενθεσίας.
Υπέρ της «επαγγελματοποίησης» (ακριβέστερα, υπέρ της αναγνώρισης της σεξουαλικής εργασίας ως εργασίας, από κοινωνική και νομική άποψη) δεν είναι μόνο, ούτε κυρίως, το ΛΟΑΤΚΙ+ κίνημα (στο βαθμό που το θεωρούμε διακριτό από το φεμινιστικό, πράγμα όχι αυτονόητο), αλλά και πολλές στρέιτ φεμινίστριες. Κυρίως όμως, υπέρ του αιτήματος αυτού είναι παγίως οι ίδιες οι ενδιαφερόμενες/-οι, δηλ. οι σεξουαλικά εργαζόμενες. Όποτε υπήρξε κάποια προσπάθεια για συλλογική συγκρότηση και έκφραση αιτημάτων εκ μέρους των εργαζομένων αυτών, ποτέ, καθόσον έχω υπόψη μου, στα αιτήματα αυτά δεν περιλαμβανόταν η κατάργηση ή η ποινική απαγόρευση της σεξουαλικής εργασίας. Το αίτημα αυτό προέρχεται πάντοτε, ή πάντως τις περισσότερες φορές, από άτομα που βρίσκονται εκτός και επιδιώκουν να μιλήσουν για λογαριασμό των άμεσα εμπλεκομένων.
Η δικαιολογία βέβαια για αυτή την υποκατάσταση είναι ότι έτσι «δίνουμε φωνή σε όσες δεν μπορούν να μιλήσουν». Το πρόβλημα όμως είναι ότι οι εργάτριες του σεξ, κατά καιρούς και κατά τόπους, μίλησαν, και αυτά που είπαν δεν ταυτίζονταν με την «φωνή» που φιλοδοξούσαν να τους δανείσουν οι abolitionists.
Ας δούμε όμως και, από άποψη περιεχομένου, ποια είναι η αιτιολογία για την άρνηση της «επαγγελματοποίησης»: είναι η διάκριση ανάμεσα στον «καταναγκασμό» και την «ελεύθερη επιλογή».
Η διάκριση αυτή είναι μεθοδολογικά-φιλοσοφικά εσφαλμένη και πρακτικά απρόσφορη.
Είναι μεθοδολογικά εσφαλμένη διότι βασίζεται στην ιδεαλιστική έννοια της ελευθερίας της βούλησης. Μια έννοια στην οποία έχουν ασκήσει πειστική και καταλυτική κριτική όλοι οι σημαντικοί υλιστές φιλόσοφοι και στοχαστές· για να μην πάμε παλιότερα, ιδίως ο Λουί Αλτουσέρ και γενικότερα οι εκπρόσωποι της λεγόμενης French theory, η οποία αναπτύχθηκε από το 60 και μετά σε στενή συνάφεια με τα (τότε) «νέα κοινωνικά κινήματα» –στα οποία περιλαμβανόταν φυσικά και το φεμινιστικό.
Πρακτικά, όταν λέμε ότι η πορνεία δεν μπορεί να αποτελέσει επάγγελμα διότι όσες εντάσσονται σε αυτήν δεν το κάνουν από την «ελευθερία της βούλησής τους», αλλά πιεσμένες από εξωτερικούς καταναγκασμούς, αφήνουμε να νοηθεί ότι η ένταξη σε όλα τα άλλα επαγγέλματα αποτελεί προϊόν ελεύθερης επιλογής. Αυτό όμως δεν είναι πειστικό. Εκείνος που αποφάσισε να γίνει π.χ. οδοκαθαριστής, το έκανε άραγε «εκούσια» ή «καταναγκαστικά»; Δεν είναι δυνατό, ούτε απαραίτητο να απαντήσουμε. Η απόφαση να ασκήσει κάποιος/-α σεξουαλική εργασία είναι προφανώς καθορισμένη από ένα πλαίσιο πιεστικών εξωτερικών παραγόντων· το ίδιο όμως είναι κάθε άλλη απόφαση που λαμβάνουμε οι άνθρωποι στη ζωή μας. Αυτός δεν είναι λόγος να αντιταχθούμε στη νομική ρύθμιση αυτής της άσκησης· το αντίθετο μάλιστα. Μια τέτοια ρύθμιση είναι ο μόνος τρόπος να περιοριστεί και να αναχαιτιστεί η πίεση αυτών των παραγόντων. Αντιθέτως, αν η εργασία αυτή τεθεί εκτός νόμου, τότε και όσοι/-ες την ασκούν τίθενται εκτός δικαιωμάτων –εφόσον, στις κοινωνίες που ζούμε, τα δικαιώματα με νομικές ρυθμίσεις θεσπίζονται.
Ούτε ο Μαρξ, ούτε ο Ένγκελς, ούτε οι άλλοι σοσιαλιστές θεωρητικοί και ακτιβιστές κάθισαν ποτέ να εξετάσουν αν οι προλετάριοι «αποφάσισαν ελεύθερα» να γίνουν προλετάριοι πριν ταχθούν στο πλευρό τους και ζητήσουν βελτίωση της θέσης τους. Αντιθέτως μάλιστα: είχαν σαφή επίγνωση ότι αυτό δεν συνέβη, και ανέλυσαν διά μακρών τις διαδικασίες (πρωταρχικής συσσώρευσης) που τους έφεραν στο σημείο να μην έχουν άλλη λύση και να οδηγηθούν εκόντες άκοντες στη μισθωτή εργασία. Αυτό όμως δεν έκανε κανέναν σοσιαλιστή ή κομμουνιστή να ζητήσει την ποινική καταστολή της μισθωτής εργασίας, την απαγόρευση λειτουργίας των εργοστασίων και τη σύλληψη των καπιταλιστών από την αστυνομία. Η κατάργηση της μισθωτής εργασίας σίγουρα αποτέλεσε μακροπρόθεσμο στόχο των κομμουνιστών –έστω διακηρυκτικά, διότι στην πράξη συχνά τον ξεχνούσαν και αυτόν. Πάντως δεν αποτέλεσε αίτημά τους προς το αστικό κράτος και την έννομη τάξη του.
Όσο για την παρενθεσία, και για αυτήν υπάρχουν φεμινιστικές φωνές –εκτός του ΛΟΑΤΚΙ+ κινήματος- που αντιτίθενται στην απαγόρευσή της. Ένα εκτενές δείγμα δημοσιεύσαμε και εδώ πριν από όχι πολύ καιρό. Δεν αποτελεί σύμπτωση το ότι η συγγραφέας του επίσης συμμερίζεται την θέση που ανέπτυξα προηγουμένως: δηλώνει ότι δεν βλέπει κανένα λόγο να μην χαρακτηρίζεται εργασία η σεξουαλική εργασία, ενώ σπεύδει να προσθέσει ότι δεν θεωρεί κατά κανέναν τρόπο τιμητικό τον χαρακτηρισμό αυτό και ότι, ως κομμουνίστρια, προσβλέπει στην κατάργηση της μισθωτής εργασίας γενικά, όχι κάποιων ιδιαίτερων υποκατηγοριών της.
Προ καιρού, αρκετές φεμινίστριες, οι οποίες δεν ανήκουν στο ΛΟΑΤΚΙ+ κίνημα, αντιθέτως είναι μάλλον αρνητικές απέναντί του, είχαν κυκλοφορήσει μια αφίσα υπέρ του δικαιώματος στην έκτρωση. Η αφίσα βασιζόταν στο σκεπτικό ότι αρμόδια να αποφασίζει για την πραγματοποίηση ή μη έκτρωσης είναι όποια έχει μήτρα, και μάλιστα όχι οποιαδήποτε μήτρα αλλά εκείνη όπου βρίσκεται το προς αφαίρεση έμβρυο.
Στην παρούσα διαμάχη, όσες δηλώνουν ότι «είναι» το φεμινιστικό κίνημα και το αντιδιαστέλλουν από το ΛΟΑΤΚΙ+, δηλώνουν ότι είναι αντίθετες προς την έκφραση «άτομα με μήτρα» και προτιμούν απλώς τον όρο «γυναίκες». Ταυτόχρονα βέβαια δεν παύουν να διακηρύσσουν την πίστη τους και την προτίμησή τους προς τη «φύση» και τη «βιολογία» που «μας έχει δοθεί» απ’ αυτήν. Αυτό βέβαια ηχεί κάπως οξύμωρο, διότι είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πιο «βιολογική» έκφραση από το «άτομα με μήτρα». Το «γυναίκες» πάντως σίγουρα δεν είναι πιο «βιολογικό», διότι ήδη από τον φεμινισμό του πρώτου κύματος έχουμε μάθει ότι «γυναίκα δεν γεννιέσαι, γίνεσαι».
Παρόμοια, το άρθρο της Σ.Β., ήδη από τον τίτλο του, διά της ρητορικής ερώτησης τίθεται υπέρ του «θηλυκού γένους» και εναντίον των παπακίων· ωστόσο, στο καθαυτό κείμενο επικρίνει σφοδρά «το μεγαλύτερο μέρος του ΛΟΑΤΚΙ+ κινήματος» διότι «υιοθετούν τα σύμβολα της λεγόμενης “θηλυκότητας”». Τελικά, όμως, τι απ’ τα δύο; Αυτό το «θηλυκό γένος» είναι πραγματικό, και μάλιστα άξιο υποστήριξης, ενώ η θηλυκότητα είναι εντός εισαγωγικών;
Το ζήτημα όμως, όπως έγραψα, δεν είναι να αναδείξουμε αντιφάσεις σε κανέναν. Αν κανείς πιάσει οποιοδήποτε κείμενο, πάντα με λίγη προσπάθεια είναι δυνατό να βρει πράγματα που ηχούν αταίριαστα. Αυτό που θέλω να επισημάνω εδώ είναι το εξής: αν στην περίπτωση της έκτρωσης μόνο αρμόδιο να αποφασίζει για την τύχη της κυοφορίας του είναι το «άτομο με μήτρα» και σε όλους τους υπόλοιπους δεν πέφτει λόγος, γιατί άραγε το ίδιο άτομο να μην έχει την ίδια αποκλειστική αρμοδιότητα στην περίπτωση της παρένθετης κύησης, σύμφωνα με την παραλλαγή της αφίσας που παρατίθεται κατωτέρω; Τι είναι αυτό που εξουσιοδοτεί κάποια άτομα με μήτρα, ή έστω, κάποιες γυναίκες, αλλά άλλες από την παρένθετη μητέρα, να έχουν λόγο για το τι θα κάνει εκείνη με τη μήτρα της;

Κάτι τελευταίο. Με βάση τα παραπάνω, είναι τελείως εσφαλμένη η ταξινόμηση την οποία επιχείρησε ο Ηλίας Ιωακείμογλου σχετικά με την συγκεκριμένη αντιπαράθεση.
Σε ανάρτησή του, ο Ιωακείμογλου κατέγραψε τις αντιμαχόμενες πλευρές ως
… δύο διαφορετικές εκδοχές του φεμινισμού που είναι ανταγωνιστικές. Η πρώτη, αυτή που έρχεται σε εμάς από τα χρόνια της μεγάλης ανόδου της Αριστεράς (1960-1980) αντιλαμβάνεται την κατάσταση των γυναικών σε σχέση με τις κοινωνικές σχέσεις, με τις θέσεις που καταλαμβάνουν τα άτομα στις βασικές κοινωνικές διαδικασίες, της παραγωγής και της κοινωνικής αναπαραγωγής. Η κοινωνία για αυτό το κύμα φεμινισμού υπάρχει και αποτελεί το δεσμευτικό πλαίσιο αλληλεξαρτήσεων μέσα στο οποίο μπορούν να ενεργούν τα άτομα. Πρόκειται για τον τρόπο με τον οποίο καταλαβαίνει τα πράγματα η Αριστερά (και ο οποίος ανάγεται στην μαρξιστική καταγωγή της).
Η δεύτερη εκδοχή του φεμινισμού, αυτή που αναπτύσσεται τώρα, βρίσκεται υπό την ιδεολογική ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού, και για αυτό αντιλαμβάνεται την κατάσταση των γυναικών ως ατομική υπόθεση υποκειμένων που είναι εκ φύσεως ελεύθερα …
Με βάση τις θέσεις ειδικά για τις πρακτικές της παρενθεσίας και της σεξουαλικής εργασίας, τις οποίες εκθέσαμε εδώ, η κατανομή αυτή είναι όχι απλώς εσφαλμένη, αλλά αντιστροφή της πραγματικότητας. Η θέση που αντιτίθεται σε αυτές τις πρακτικές και ζητά την απαγόρευσή τους είναι αυτή που «αντιλαμβάνεται την κατάσταση των γυναικών ως ατομική υπόθεση υποκειμένων που είναι εκ φύσεως ελεύθερα»· ως εκ τούτου, την υιοθέτηση των πρακτικών αυτών την αντιλαμβάνεται ως παρέκκλιση από αυτή την «κανονική» κατάσταση ελευθερίας, ως παραβίασή της, η οποία πρέπει να παταχθεί. Αντιθέτως, όποιος δέχεται την πραγματικότητα και την υλικότητα αυτών των πρακτικών και ζητά την κοινωνική τους ρύθμιση, αυτός είναι που αναγνωρίζει την ύπαρξη της κοινωνίας ως δεσμευτικού πλαισίου αλληλεξαρτήσεων μέσα στο οποίο μπορούν να ενεργούν τα άτομα.