του [Ντραγκούτιν Βλαντισάβλιεβιτς]
Η νουβέλα Ένας περίπατος στο μέλλον υπήρξε ένα παιδικό αφήγημα επιστημονικο-πολιτικής φαντασίας που δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στο προλεταριακό παιδικό περιοδικό Budućnost [=Μέλλον] το 1924, στο τότε Βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων. Ως υπογραφή έφερε απλώς το όνομα της νεαρής πρωταγωνίστριας, της «μικρής Ζόρα» [=Αυγής], αλλά πιθανολογείται ότι πραγματικός συγγραφέας του ήταν ο εκδότης του περιοδικού Ντραγκούτιν Βλαντισάβλιεβιτς, γιατρός, παιδαγωγός και ιδρυτικό μέλος του κομμουνιστικού κόμματος Σερβίας –από το οποίο όμως αποχώρησε λίγο αργότερα. Αφηγείται ένα όνειρο της Ζόρα, κόρης επαναστατών εργατών, την παραμονή της Πρωτομαγιάς του 1924, στο οποίο βρίσκεται εκατό χρόνια αργότερα και ξεναγείται στα κομμουνιστικά σχολεία του (τότε) μέλλοντος από τους αυτοοργανωμένους μαθητές και μαθήτριες.
Το ουτοπικό αυτό κείμενο είχε ουσιαστικά ξεχαστεί επί έναν αιώνα, αλλά πρόσφατα το ξαναανακάλυψε τυχαία σε μια βιβλιοθήκη του Βελιγραδίου η πανεπιστημιακή φιλόλογος Μπιλγιάνα Αντόνοβσκα, και το εξέδωσε σε μια δίγλωσση έκδοση –σερβοκροατικό πρωτότυπο και αγγλική μετάφραση-, με συνεπιμέλεια της Ίβανα Μομτσίλοβιτς, μαζί με δύο επεξηγηματικά σημειώματα των δύο επιμελητριών. H έκδοση γνώρισε απρόβλεπτη απήχηση στη Σερβία, διότι σύντομα μετά ακολούθησαν οι μαζικές κινητοποιήσεις για την κατάρρευση της στέγης στο σταθμό του Νόβισαντ, στις οποίες πρωταγωνιστικό ρόλο έπαιξαν, και παίζουν, οι φοιτητές και οι φοιτήτριες. Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, 75 από τις 80 πανεπιστημιακές σχολές του Βελιγραδίου είναι κατειλημμένες, και στις καταλήψεις συχνά οργανώνονται εκδηλώσεις όπου διαβάζεται μεταξύ άλλων και ο Περίπατος στο μέλλον.
Παρουσιάζουμε παρακάτω αποσπάσματα από το βιβλίο αυτό μεταφρασμένα (από το αγγλικό). Εισαγωγή-απόδοση Α.Γ.
(…)
Μια παράξενη μουσική και τραγούδισμα. Μήπως είναι κελάηδισμα πουλιών ή κουδούνια προβάτων … ή φλογέρα τσοπάνου; Αλλά όχι … Ακούγεται και τραγούδι. Ένα εύθυμο τραγούδι από τα στόματα εκατοντάδων αντρών και γυναικών, ανάμικτο με κελαηδίσματα και τσιρίδες παιδιών, κάποτε κοντά, άλλοτε απόμακρα! … Εισπνέω έναν παράξενο αέρα που με μεθά, με ξεπερνά, ανοίγει το στήθος μου και με κάνει να αισθάνομαι τόσο ανάλαφρα όσο και όταν βάδιζα μέσα απ’ τα χωράφια και σκαρφάλωνα σε λόφους μαζί με τον ξάδερφό μου.
Τι είναι αυτό; Πού βρίσκομαι;
Φοράω ένα φόρεμα φτιαγμένο από ελαφρύ λεπτό ύφασμα κεντημένο με αστέρια που λάμπουν λες και είναι διαμάντια. Στα πόδια μου ελαφριά παπούτσια φτιαγμένα από μαλακό κίτρινο δέρμα. Στο κεφάλι μου ένα όμορφο ψάθινο καπέλο.
Καλά καλά δεν είχα προλάβει να τα δω όλα αυτά όταν η πόρτα άνοιξε και μπήκαν τρεις μικρές συντρόφισσες και δύο σύντροφοι … Δεν τους ξέρω … Καθώς όμως είχαν τις ίδιες φορεσιές με μένα, γίναμε αμέσως φίλοι και γίναμε σαν αδελφοί και αδελφές.
«Έλα, Ζόρα», είπε μία απ’ αυτές, «είναι ώρα να πηγαίνουμε. Μάλλον γράφτηκες μόλις τώρα στο σχολείο, οπότε δεν θα ξέρεις ακόμα το πρόγραμμα της μέρας». Την κοίταξα λίγο μπερδεμένη, αλλά κατάλαβα αμέσως, όπως κάποιος που ξυπνά απότομα όταν ρίξει κρύο νερό στο πρόσωπό του.
«Λογικό», πρόσθεσε ένας συντροφάκος. «Η Ζόρα γράφτηκε στον κατάλογο σήμερα το πρωί. Γι’ αυτό ήρθαμε να την πάρουμε και να την οδηγήσουμε στο σχολείο».
«Δεν έφαγα πρωινό όμως», είπα, «περιμένετε ένα λεπτό, να πιω ένα γάλα στα γρήγορα». Τα παιδιά με κοίταξαν έκπληκτα. Μου φάνηκε ότι ανυπομονούσαν, οπότε το ξανασκέφτηκα και τους είπα: «Καλά, δεν θα πιω γάλα, ούτως ή άλλως νομίζω ότι ο γαλατάς δεν μας έφερε επειδή ήδη του χρωστάμε πέντε λίτρα και ο μπαμπάς είναι άνεργος και δεν έχει λεφτά να τον πληρώσει. Θα πάρω απλώς μια φέτα ψωμί και θα το φάω στο δρόμο».
Όταν άκουσαν τι είπα, τα παιδιά ξέσπασαν όλα σε γέλια. Ένα είπε:
«Εσύ, Ζόρα, κοιμάσαι ακόμα! Τι είναι αυτά που μουρμουρίζεις; Ποιος γαλατάς, ποιο χρέος, ποια λεφτά; Πήγαινε πλύσου και ξύπνα!»
Τότε, ένας σύντροφος μου άρπαξε το χέρι και με έβγαλε έξω:
«Έλα μαζί μας, ας βγούμε, ο καθαρός αέρας θα σε ξυπνήσει!»
«Τι ψωμί; Πού το είδες αυτό, παιδιά να κουβαλάνε μαζί τους ψωμί όταν πηγαίνουν σχολείο;», πρόσθεσε ένας άλλος σύντροφος, απορώντας και χαμογελώντας ταυτόχρονα.
Έξω από την εξώπορτα του σπιτιού μας στεκόταν ένα μικρό αυτοκίνητο, κάτι σαν παιδικό καροτσάκι σε μεγέθυνση. Ήταν πάντως αρκετά μεγάλο ώστε να μας χωράει όλους. Ένα κορίτσι και ένα αγόρι κάθισαν μπροστά, και εμείς, τρία κορίτσια και ένα αγόρι, καθίσαμε πίσω.
«Πώς; Εσύ θα οδηγήσεις το αμάξι, συντρόφισσα;» την ρώτησα έκθαμβη και κατατρομαγμένη.
Η συντρόφισσα που κρατούσε το τιμόνι χαμογέλασε και οι άλλοι με κοίταξαν παραξενεμένοι.
«Συντρόφισσα», μου είπε ευγενικά, «αν θέλεις, μπορείς να πάρεις εσύ τη θέση μου».
«Μα πώς; Και πού να ξέρω εγώ να οδηγήσω αυτοκίνητο; Νομίζω ότι θα έπρεπε να οδηγήσει κάποιος ενήλικος σύντροφος που να ξέρει οδήγηση, αλλιώς θα γίνει κανένα ατύχημα».
Και πάλι όλοι με κοίταξαν απορημένοι.
Το αυτοκίνητο ξεκίνησε. Κατεβήκαμε έναν δρόμο που έμοιαζε περισσότερο με αλέα, με λουλούδια και χαμηλούς θάμνους απ’ τις δυο μεριές. Ένα πουλί βγήκε από τους θάμνους και, χωρίς να μας φοβηθεί καθόλου, πέταξε πάνω απ’ τα κεφάλια μας κελαηδώντας.
Αλλά εγώ ακόμη φοβόμουν το αυτοκίνητο. Ποτέ δεν είχα ανεβεί σε ένα τέτοιο θηρίο, και εδώ το οδηγούσε ένα κοριτσάκι. Κουλουριάστηκα φοβισμένη και απλώς κοιτούσα να δω από πού μπορούσα να ξεφύγω αν αναποδογυρίζαμε. Διάφορες φρικτές εικόνες έρχονταν στο μυαλό μου από ιστορίες που είχα ακούσει για το πώς άνθρωποι σκοτώθηκαν σε δυστυχήματα. Αλλά οι σύντροφοί μου ήταν εύθυμοι και χαιρετούσαν τους περαστικούς, τόσο όσους ήταν σε αμάξια όσο και τους πεζούς, τους κουνούσαν κόκκινα μαντίλια και έστελναν φιλιά στα παιδάκια.
«Γιατί μαζεύτηκες;» με ρώτησε ο συντροφάκος μου. «Φοβάσαι;».
«Φοβάμαι μήπως συγκρουστούμε ή ανατραπούμε», ψέλλισα.
«Α, μη φοβάσαι! Το αμάξι μας έχει ισχύ μόνο ενός ίππου και ζυγίζει μόνο τριάντα κιλά. Οπότε, δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος. Ακόμη και να θέλαμε να πάμε πιο γρήγορα δεν θα μπορούσαμε, επειδή σε κάθε δρόμο υπάρχει ένας ραδιοσταθμός που παρακολουθεί όλα τα αυτοκίνητα και δεν τα αφήνει να τρέξουν περισσότερο. Και αν, από κακό χειρισμό, ένα αυτοκίνητο βγει από την πορεία του, οι ίδιοι ραδιοσταθμοί θα το σταματήσουν και θα το επαναφέρουν στη σωστή κατεύθυνση. Κοίτα εκεί: αυτό το κτίριο που περνάμε τώρα είναι ραδιοσταθμός. Μέσα βρίσκονται δύο ή τρεις συντρόφισσες που διαρκώς μας παρακολουθούν με τη βοήθεια ειδικών συσκευών, ακόμη και όταν είμαστε μακριά και δεν μας βλέπουν. Με τη βοήθεια ραδιοτηλεφώνων, ακούνε όσα λέμε. Κοίταξε το κτίριο: βλέπεις πώς γελάνε οι συντρόφισσες; Κι ωστόσο είναι σε επαγρύπνηση και παρατηρούν κάθε μας κίνηση. Μόλις διαπιστώσουν ότι κάποιος από μας είναι αδιάθετος, ή στεναχωρημένος, ή ότι το αμαξάκι μας κατευθύνεται προς ένα άλλο, ισχυρότερο αμάξι, εκλύουν αμέσως μια ηλεκτρική ακτίνα και σταματάνε και τα δύο αυτοκίνητα την ίδια στιγμή. Και έτσι μπορούμε να είμαστε τελείως ξένοιαστοι, αφού τίποτε δεν μπορεί να μας συμβεί».
«Τηλεφωνήτριες είναι;» ρώτησα, επειδή ο συντροφάκος είπε ότι οι συντρόφισσες ακούνε όσα λέμε χρησιμοποιώντας ένα ρα … ραδι … ραδιοτηλέφωνο.
«Τηλεφωνήτριες; Τι είναι αυτό;» με ρώτησε παραξενεμένη μια μικρή συντρόφισσα.
Είχα μπερδευτεί, αλλά μια άλλη μικρή συντρόφισσα με έβγαλε από τη δύσκολη θέση και πρόσθεσε αμέσως:
«Είναι μανάδες μας –δασκάλες μας. Αυτή τη στιγμή εργάζονται, και μας επιβλέπουν».
«Πώς είναι δυνατό να μας επιβλέπουν όταν είμαστε μόνες μας;».
«Όχι, δεν είμαστε μόνες μας. Σου το είπα ήδη, με την βοήθεια μιας ειδικής ραδιοσυσκευής, μπορούν να μας ακούσουν και να δουν οτιδήποτε κάνουμε. Είμαστε ήδη στο σχολείο αυτή τη στιγμή και αυτό είναι το πρώτο μας μάθημα, που κρατά από τις 6 μέχρι τις 8 το πρωί. Είναι μάθημα ανατροφής».
«Τι είδους μάθημα είναι αυτό όταν πηγαίνουμε μόνοι μας με το αυτοκίνητο και ο δάσκαλος δεν είναι μαζί μας;» ρώτησα με απορία.
«Ποιος δάσκαλος;» αντιγύρισε ο σύντροφος έκπληκτος. «Τα μικρά παιδιά μεγαλώνουν από μόνα τους. Τα ανατρέφουν τα πουλιά, οι πεταλούδες, ένα ελαφρύ ευχάριστο αεράκι, οι κόκκινες ακτίνες της αυγής –με μια λέξη, τα μεγαλώνει και τα γαλουχεί η ίδια η Φύση. Τα μικρά παιδιά πρέπει να είναι εύθυμα, ζωηρά, ακόμα και άτακτα· αυτό όμως είναι αδύνατο όταν ένας ενήλικος σύντροφος είναι μαζί τους.
(…)
Άρχιζε να μου αρέσει αυτό το σχολείο. Όλα τα παιδιά δούλευαν. Μερικά τραγουδούσαν κιόλας ενώ δούλευαν, άλλα μιλούσαν. Μερικά μιλούσαν μόνα τους, εκνευρισμένα που δεν κατάφερναν να κάνουν κάτι, ή τσακώνονταν με άλλα για κάτι που έπρεπε να γίνει.
Καθώς εξέταζα προσεκτικά τα περιεχόμενα του κουτιού εργασίας που μου είχαν δώσει και τακτοποιούσα τα πράγματα πάνω στο τραπέζι, ούτε καν πρόσεξα τι συνέβαινε στην άλλη άκρη του κτιρίου. Λοιπόν, εκεί που τέλειωνε η τεράστια αυτή αίθουσα, τα αγόρια είχαν φτιάξει μία σιδηροδρομική γραμμή, είχαν τοποθετήσει ράγες και πάνω σ’ αυτές μετακινούσαν βαγόνια. Ο σιδηρόδρομός τους έπιανε ένα πέρασμα σε ολόκληρο το μήκος της αίθουσας. Είχανε στήσει σταθμούς σε τέσσερα ή πέντε σημεία. Σε κάθε σταθμό είχανε βάλει έναν ενήλικο σύντροφο να στέκεται και να χτυπά μία καμπάνα όποτε ένα τραίνο έφτανε ή αναχωρούσε από το σταθμό. Θα ήταν εντάξει αν το τραίνο τους περνούσε μόνο μια φορά, αλλά τους άρεσε το πώς οι μεγάλοι φώναζαν κάθε φορά «ντιν-ντιν-ντιν» αντί να χτυπά πραγματική καμπάνα, ή σφύριζαν αντί να χρησιμοποιούν σφυρίχτρα, και έτσι μετακινούσαν πάνω-κάτω τα βαγόνια τους εκατό φορές. Οι ενήλικοι σύντροφοι βαριόντουσαν και ήθελαν να φύγουν. Αλλά τα διαβολάκια δεν τους άφηναν· συνέχιζαν να τους ταλαιπωρούν.
Ένας σύντροφος που στεκόταν δίπλα μου μου εξήγησε ότι τα αγόρια ήθελαν με αυτό να τιμωρήσουν τους ενήλικους συντρόφους επειδή ένας απ’ αυτούς είχε ψηφίσει ενάντια στις επιθυμίες των παιδιών σε μια συνέλευση. Και τώρα, εξαιτίας ενός, όλοι έπρεπε να κάνουν μετάνοιες.
Ευτυχώς, χτύπησε το κουδούνι στην αίθουσα. Σημάδι ότι ήταν ώρα για φαγητό.
Τα μικρότερα παιδιά τρέξανε πρώτα προς την πόρτα.
«Πού τρέχετε; Ήρεμα. Όλοι θα φτάσουμε».
«Βιαζόμαστε να δούμε τον Μπαμπά και τη Μαμά».
Ήταν ώρα να έλθουν και εκείνοι …
Εμείς περπατούσαμε αργά. Οι μεγαλύτεροι σύντροφοι έλεγαν ότι δεν πρέπει να τρέχουμε πριν το φαγητό γιατί αν κουραστούμε δεν θα έχουμε πολλή όρεξη. Αυτό το κατάλαβα, διότι ξέρω ότι πολλές φορές ο Μπαμπάς δεν μπορούσε να τελειώσει το φαγητό του από την κούραση, παρόλο που πεινούσε. Τις Κυριακές, που δεν δούλευε, χαιρόταν πολύ περισσότερο το φαγητό του.
(…)
Και απ’ τις δύο πλευρές του φράχτη πολλά παιδιά έρχονταν φορώντας πολύχρωμα ρούχα, και οι κουβέντες τους μπλέκονταν με τραγούδια που ηχούσαν σαν κελάηδισμα πουλιών. Και αυτός ο φράχτης με τα τριαντάφυλλα, γλυσίνα, πεταλούδες και μικρά παιδιά ήταν τόσο μαγικός που αμέσως σκέφτηκα τον παράδεισο που ένας παπάς μας είχε πει γι’ αυτόν στα θρησκευτικά. Έτσι, ρώτησα μια συντρόφισσα δίπλα μου:
«Είναι τόσο όμορφα! Πραγματικός παράδεισος! … Αλλά τι είναι αυτό;».
«Ακριβώς, συντρόφισσα», μου απάντησε, «αυτός είναι ο παιδικός μας παράδεισος. Δηλαδή, είναι παράδεισος και για ενήλικους συντρόφους, ακόμα και για τους γονείς μας, και εμείς είμαστε αγγελούδια, όπως μας φωνάζουν μιλώντας σαν κάτι παλιές ιστορίες από τον καιρό που οι εργάτες δεν ζούσαν με χαρά και ευημερία αλλά δούλευαν για τα κέρδη των πλουσίων. Αυτοί οι ενήλικοι σύντροφοι ανυπομονούν να γίνει μεσημέρι για να έρθουν στον παράδεισο, γιατί τότε μαζεύονται τα παιδιά σε αυτό το σημείο, μετά τη δουλειά. Στην πόλη αυτή υπάρχουν τέσσερις παράδεισοι. Σε μεγαλύτερες πόλεις έχει περισσότερους και σε μικρότερα μέρη λιγότερους. Σε μερικά μέρη έχει μόνο έναν παράδεισο».
Την κοίταξα άναυδη. «Τι σόι παράδεισοι είναι αυτοί που υπάρχουν σε πολλά μέρη;» σκέφτηκα. Με κάποιο δισταγμό, την ρώτησα:
«Πώς γίνεται να υπάρχουν πολλοί παράδεισοι; Αφού μάθαμε ότι μόνο ένας παράδεισος υπάρχει, όχι σε αυτή τη γη αλλά στον ουρανό!».
«Τι ανοησίες!» με διέκοψε, κοιτώντας με παραξενεμένη. «Δεν ξέρεις τι λες».
Η αντίδρασή της με εκνεύρισε και ήμουν έτοιμη να αρχίσω καυγά μαζί της, αλλά ένας ενήλικος σύντροφος μας διέκοψε:
«Γιατί μαλώνετε; Έτσι φέρονται οι σύντροφοι;».
«Ε, η συντρόφισσα εδώ μιλάει για κάποιον παράδεισο στον ουρανό και της είπα να μην λέει βλακείες. Της είπα για τους παραδείσους στις μικρότερες πόλεις, και άρχισε τα χαζά».
«Μην θυμώνετε, μικρές μου συντρόφισσες. Έγινε παρεξήγηση. Είναι αλήθεια: κάποτε, εκατό χρόνια πριν, δεν υπήρχε παράδεισος για τους εργαζόμενους στη γη, και έτσι τους λέγανε ότι ο παράδεισος ήταν κάπου ψηλά πάνω απ’ τα σύννεφα ή, όπως έλεγαν, στους ουρανούς. Την εποχή εκείνη, τα παιδιά δεν τα φροντίζανε, ενώ τα παιδιά των εργατών ήταν πραγματικοί μάρτυρες: χλωμά, ισχνά, αδύναμα, ντυμένα με κουρέλια, συχνά ξυπόλητα, άπλυτα και πεινασμένα. Τότε, τους παλιούς καιρούς, οι άνθρωποι επινόησαν ένα είδος αόρατων αγγέλων, και οι ζωγράφοι τούς ζωγράφιζαν, και οι άγγελοι αυτοί είχαν παιδικά χαρακτηριστικά: ήταν όμορφοι, ροδαλοί, χαμογελαστοί και γλυκεροί. Οι άγγελοι αυτοί, όπως τους ζωγράφιζαν οι ζωγράφοι, δεν υπήρχαν πραγματικά. Σήμερα οι ζωγράφοι δεν ζωγραφίζουν αγγέλους, αλλά οι άγγελοι εκείνοι, όπως τους ζωγράφιζαν, υπάρχουν πραγματικά, είναι ζωντανοί, και είστε εσείς, τα ροδαλά μας παιδιά, γεμάτα ενέργεια, εύθυμα, όμορφα, τόσο γεμάτα αγάπη που εμάς τους μεγαλύτερους μας ζεσταίνετε την καρδιά. Ο κήπος που μέσα του περπατάμε τώρα είναι ο παράδεισός μας. Πριν εκατό χρόνια, στους εργάτες και στους φτωχούς μιλούσαν για κάποιον αόρατο παράδεισο στους ουρανούς, όπου λέει θα ζούσαν αφού πέθαιναν από πείνα και φτώχεια. Σήμερα οι εργαζόμενοι έχουνε χτίσει πραγματικούς παραδείσους στη γη. Η μικρή Ζόρα βρίσκεται για πρώτη φορά στον παράδεισο, σίγουρα δεν ήξερε γι’ αυτόν, και μάλλον θα είχε ακούσει από τους γηραιότερους να μιλάνε για τον παράδεισο στον ουρανό, και γι’ αυτό είπε όσα είπε».
