του Άκη Γαβριηλίδη
Εδώ και πολλά χρόνια, είναι δημοσιευμένη στο διαδίκτυο (και προηγουμένως σε ένα ή περισσότερα βιβλία, φαντάζομαι) μία φωτογραφία όπου απεικονίζεται ο Βασίλης Τσιτσάνης καθισμένος σε ένα τραπέζι και γύρω του άλλα τέσσερα άτομα. Επίσης διαθέσιμες ηλεκτρονικά είναι σαφείς πληροφορίες για τη φωτογραφία και την περίσταση: τα τέσσερα αυτά άτομα είναι οι τραγουδιστές Παύλος Σιδηρόπουλος και Αλεξάνδρα (Κυριακάκη), η ηθοποιός Δέσποινα Τομαζάνη και ο ιδιοκτήτης του κλαμπ «Κύτταρο», το δε στιγμιότυπο είναι από το 1975 όταν οι τρεις άλλοι πήγαν στο κέντρο «Χάραμα» όπου εμφανιζόταν ο Τσιτσάνης μαζί με την Αλεξάνδρα, κάθησαν για λίγο στο ίδιο τραπέζι και φωτογραφήθηκαν μαζί τους.
Για άγνωστους λόγους, τον περασμένο μήνα κάποιος είχε την ατυχή έμπνευση να απομονώσει τον Τσιτσάνη και τον Σιδηρόπουλο –τυχαίνει να κάθονταν δίπλα δίπλα- σε ένα καρέ, να αποκόψει όλους τους άλλους από γύρω και να αναρτήσει το αποτέλεσμα σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης, συνοδευμένο από το εξής προχειρογραμμένο και ψιλοασυνάρτητο κείμενο:
Όταν ο Παυλάρας συνάντησε τον Βασίλη και του ζήτησε να παίξει την Συννεφιασμένη Κυριακή Τότε κι ο Βασίλης του είπε είσαι ο Πρίγκιπας της απέναντι όχθης θέλω να παίξεις κι εσύ Το αντε και καλή τύχη μάγκες Αυτοί οι δύο καλλιτέχνες από δύο διαφορετικά μονοπάτια ένωσαν το ρεμπέτικο με το Ροκ τίποτα λιγότερο τίποτα περισσότερο.-
Όποιος έχει στοιχειώδη επαφή με την εποχή και με το αντικείμενο, αντιλαμβάνεται ότι αυτός ο υποτιθέμενος διάλογος δεν είναι γραμμένος με σοβαρή πρόθεση, δεν αποτελεί μαρτυρία αλλά αποτελεί κάτι σαν αναδρομικό wishful thinking, κάτι σαν μια φαντασιακή λεζάντα που προσθέτουμε στην εικόνα με βάση όσα θα θέλαμε να είχαν ειπωθεί. Επειδή όμως, ακριβώς, δεν είναι απαραίτητο να έχουν όλοι τέτοια επαφή, είτε διότι δεν είχαν γεννηθεί ακόμα, είτε διότι δεν τους ενδιέφερε η δραστηριότητα των εικονιζομένων και δεν την είχαν παρακολουθήσει από κοντά, πολύς κόσμος πήρε τον διάλογο αυτό για πραγματικό, και άρχισε να κοινοποιεί τη δημοσίευση αβέρτα. Έτσι, η ανάρτηση δεν θα έλεγα μεν ότι έχει γίνει βάιραλ, (ή ιογενής, για όποιον προτιμά τα ελληνικά προϊόντα), αλλά πάντως, τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, έχει ήδη πάνω από δέκα χιλιάδες αντιδάσεις και αρκετές εκατοντάδες κοινοποιήσεις στο facebook, όχι ευκαταφρόνητη παρουσία στο Χ και στο tiktok, ενώ διά της μεθόδου του κόπυ-πέιστ την μετέτρεψαν σε άρθρο η φυλλάδα Sportime –η Ελεύθερη Ώρα του αθλητικού τύπου- και η πύλη iNews, προσθέτοντας ως δική τους συμβολή την πληροφορία/ σχόλιο ότι οι δύο καλλιτέχνες «αποθέωσαν ο ένας τον άλλον».
Φυσικά, τίποτε από τα παραπάνω δεν είναι δυνατό να ισχύει, για πολλούς λόγους. Μεταξύ των οποίων:
α) Το τραγούδι «Άντε … και καλή τύχη μάγκες», που υποτίθεται ότι ζήτησε ο Τσιτσάνης από τον Σιδηρόπουλο να του παίξει, κυκλοφόρησε σε δίσκο το 1985, δηλαδή ένα χρόνο μετά το θάνατο του Τσιτσάνη και δέκα ολόκληρα χρόνια από τότε που βγήκε η φωτογραφία.
Επιπλέον, πρόκειται για ένα τραγούδι που, για να παιχθεί, χρειάζεται ντραμς, κιθάρες, ανθρώπους, μηχανήματα κ.λπ.· ακόμη και αν ο Τσιτσάνης γνώριζε και εκτιμούσε αυτό το τραγούδι, θα ήταν αδιανόητο να ζητήσει στα καλά καθούμενα από τον δημιουργό του να «του το παίξει» καθώς αυτός καθόταν με γυμνά χέρια στο τραπέζι ενός κέντρου -στο οποίο μάλιστα εμφανιζόταν ο ίδιος παίζοντας το δικό του πρόγραμμα.
Το πιθανότερο δε είναι ότι ο Τσιτσάνης αγνοούσε όχι μόνο το συγκεκριμένο τραγούδι, αλλά και συνολικά την όποια σύνδεση του Σιδηρόπουλου με το ροκ. Το 1975 δεν είχε ακόμα κυκλοφορήσει ο δίσκος «Φλου», ο οποίος εδραίωσε τον τραγουδιστή –καθώς και το συγκρότημα Σπυριδούλα- ως βασικούς εκπροσώπους του ελληνόφωνου ροκ. Μέχρι τότε, η πιο προβεβλημένη δραστηριότητα του Παύλου ήταν η συνεργασία του με τον Γιάννη Μαρκόπουλο, για την οποία ήταν γνωστός στον περισσότερο κόσμο –και πάντως σίγουρα στον Τσιτσάνη, με τον οποίο άλλωστε συνυπήρξαν, όχι βέβαια μουσικά αλλά πάντως δισκογραφικά, ακριβώς στην ηχογράφηση του «Θεσσαλικού Κύκλου» του Μαρκόπουλου, ο οποίος ως πρώτο track έχει έναν επαινετικό πρόλογο … του Τσιτσάνη, σε πρόζα. Η ιδέα αυτό το endorsement να γίνει προφορικά πάνω στο βινύλιο και όχι γραπτά στο εξώφυλλο του δίσκου είναι ασυνήθιστη –εγώ δεν γνωρίζω άλλη τέτοια περίπτωση- και πιθανολογώ ότι ρόλο «προξενητή» στη συνεργασία αυτή έπαιξε ο στιχουργός του δίσκου Κώστας Βίρβος, συντοπίτης και στενός φίλος του Τσιτσάνη.
Όσο για την «Συννεφιασμένη Κυριακή», αυτή κατά 99% θα περιλαμβανόταν ούτως ή άλλως στο πρόγραμμα του κέντρου, οπότε δεν υπήρχε λόγος να του ζητήσει κανείς να την παίξει· και δεν ξέρω αν ο Τσιτσάνης έπαιζε ό,τι του ζητούσαν οι ακροατές του, έστω και αν αυτοί ήταν «πρίγκιπες».
β) Την ίδια αυτή έκφραση, επιπλέον, «πρίγκιπας της άλλης όχθης», θεωρώ τελείως απίθανο να την χρησιμοποίησε ο Βασίλης Τσιτσάνης. Η έκφραση αυτή έγινε γνωστή από τον τίτλο δίσκου των Πυξ Λαξ –εκεί εμφανίζεται ως «της δυτικής όχθης»- που κυκλοφόρησε το 1994. Ειδικά με τον Σιδηρόπουλο, η λέξη «πρίγκιπας» –χωρίς όχθες- είχε συνδεθεί ιδίως χάρη στον τίτλο ενός δίσκου με ανολοκλήρωτα τραγούδια του που κυκλοφόρησε το 1992, δηλαδή μετά το θάνατο όχι μόνο του Τσιτσάνη, αλλά και του ίδιου του Σιδηρόπουλου.
γ) Για τον Σιδηρόπουλο, με κάποια καλή θέληση, μπορούμε να δεχτούμε ότι «ένωσε το ρεμπέτικο με το ροκ» –ή τουλάχιστον προσπάθησε κάποιες φορές προς το τέλος της σύντομης ζωής του. (Οι προσπάθειες αυτές ακριβώς αποτυπώθηκαν στον μεταθανάτιο δίσκο που αναφέραμε προηγουμένως). Ο Τσιτσάνης όμως ποτέ δεν είχε την παραμικρή σχέση με το ροκ, ούτε θέλησε να ενώσει τίποτε με αυτό.
Hθικόν δίδαγμα; τίποτε ιδιαίτερο ή πρωτάκουστο, πέρα από το: όταν γράφουμε φανταστικούς διαλόγους, καλό είναι να το δηλώνουμε σαφώς διότι κάποιοι μπορεί να τους πάρουν για πραγματικούς· όταν διαβάζουμε διαλόγους όπου ο τάδε «αποθεώνει» τον δείνα λέγοντάς του απιθανότητες, να μην τους καταπίνουμε αμάσητα, και κυρίως, να μην τους διαδίδουμε παρακάτω, χωρίς να τους ξεψαχνίσουμε λίγο. Τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο.
