του Ματτέο Πασκουινέλλι
Υπάρχει μια σημαντική παρανόηση σχετικά με τις επιστημονικές φιλοδοξίες της κυβερνητικής. Στην πραγματικότητα, η κυβερνητική δεν ήταν μια επιστήμη αλλά μια σχολή μηχανικής μεταμφιεσμένη –μια σχολή με αρκετή αυτοπεποίθηση ώστε να επεκτείνει τις πληροφοριακές και υπολογιστικές αναλογίες της σε διάφορες πτυχές της φύσης και της κοινωνίας. Το βιβλίο αυτό προσπαθεί να ξεκαθαρίσει ότι, αντί να σχεδιάζουν μηχανές που να μοιάζουν με οργανισμοί (βιομορφισμός), όπως διακήρυτταν, τελικά οι κυβερνητιστές οραματίστηκαν οργανισμούς να μοιάζουν με μηχανές (τεχνομορφισμός), οι οποίες αντανακλούσαν τη δική τους περιρρέουσα κοινωνική τάξη πραγμάτων (κοινωνιομορφισμός). Όπως και οι φιλοσοφίες της φύσης των προηγούμενων αιώνων (τυπικό παράδειγμα το L’homme Machine του Λα Μεττρί του 1747), οι κυβερνητιστές προβάλλουν στην οντολογία της φύσης και του εγκεφάλου την τεχνική σύνθεση της εποχής τους, που αποτελείται από τηλεγραφικά δίκτυα, ηλεκτρομηχανικά ρελέ, συστήματα ανατροφοδότησης και τηλεοπτικούς σαρωτές. Οι κυβερνητιστές δεν ακολουθούσαν μια επιστημονική και πειραματική αλλά μάλλον μια θεωρησιακή (και συχνά αφελή) μέθοδο αναλογίας, μεταφέροντας πάνω στη φύση εκ των προτέρων καθορισμένους κανόνες, αντί να κάνουν υποθέσεις για νέους. Η επιμονή των Μακκάλλοκ, Πιττς και φον Nόιμανν ότι οι νευρώνες του εγκεφάλου είναι «όργανα με διακόπτες» λειτουργικώς ισοδύναμα με ηλεκτρονόμους είναι ένα καλό παράδειγμα των υπερφίαλων αναλογιών της κυβερνητικής[1].
Η αναλογία μεταξύ οργανισμών και μηχανών φαίνεται, εκ πρώτης όψεως, να αποτελεί ζήτημα επιστημικής μετάφρασης μεταξύ των κλάδων της μηχανικής και της βιολογίας, αλλά, στην πραγματικότητα, φέρνει στο φως μια βαθύτερη τάση της κυβερνητικής μηχανικής: ποιες είναι οι ηθικές επιπτώσεις τού να βλέπουμε μια βιομηχανική μηχανή ως οργανισμό, ως ζωντανό ον; Όπως και η «επιστήμη των υπολογιστών», η κυβερνητική δεν ήταν επιστήμη, αλλά μια τεχνητή γλώσσα, ένα εγχειρίδιο οδηγιών για εξαρτήματα μηχανής –μια «σημειολογία της μηχανής» που συνέβη να μεταφραστεί διά της βίας σε μια οντολογία της φύσης. Αλλά, αν είναι αλήθεια ότι η τεχνολογία μπορεί να επηρεάσει επιστημονικά παραδείγματα και συμπαντικά μοντέλα, είναι εξίσου αλήθεια ότι η τεχνολογία έχει τους δικούς της δαίμονες και διαμορφώνεται από εξωτερικές δυνάμεις εντός του δικού της πεδίου. Τα δίκτυα επικοινωνιών, όπως ο τηλέγραφος, για παράδειγμα, δεν είναι απλώς τεχνικές συσκευές αλλά κοινωνικοί θεσμοί. Οι κυβερνητιστές προέβαλαν την τεχνική σύνθεση που ενυπήρχε στο δικό τους επάγγελμα, με τη μορφή της εργασίας και της γνώσης τους, σε ένα νέο παράδειγμα του κόσμου. Συγκεκριμένα, πρόβαλλαν στη φύση μορφές αυτοοργάνωσης που αποτελούσαν ήδη μέρος του καταμερισμού εργασίας και της τεχνικής οργάνωσης της κοινωνίας που τους περιέβαλλε. Ο τρόπος με τον οποίο οι κυβερνητιστές ισχυρίζονταν ότι μιμούνταν την αυτοοργάνωση των έμβιων όντων για να κατασκευάσουν μηχανές αποκάλυπτε εμμέσως περισσότερα για την οργάνωση της κοινωνίας και τις εργασιακές σχέσεις της εποχής τους παρά για τη φύση.
Ο MακΚάλλοκ κάποτε ισχυρίστηκε ότι «κάθε ρομπότ παραπέμπει σε μια μηχανιστική υπόθεση περί ανθρώπου»[2]. Η θέση αυτή της κυβερνητικής επιστημολογίας υποστηρίζει ότι η εφεύρεση μηχανών μπορεί να βοηθήσει στην ανακάλυψη γνώσεων σχετικά με τη λειτουργία του ανθρώπου, ακολουθώντας την αναγωγιστική ιδέα ότι οι μηχανές και οι οργανισμοί υπάρχουν στο ίδιο σύμπαν και επομένως πρέπει να υπακούουν στους ίδιους φυσικούς κανόνες. Όμως η λέξη «ρομπότ» είναι εδώ αποκαλυπτική, λόγω της βιομηχανικής και φεουδαρχικής κληρονομιάς της, και μπορεί να υπαινίσσεται ένα άλλο νόημα: ότι η οργάνωση της εργασίας σε μια δεδομένη εποχή επηρεάζει τη διαμόρφωση των τεχνολογιών και των μέσων, και στη συνέχεια των επιστημονικών παραδειγμάτων, των αντιλήψεων για τη φύση και των μοντέλων για τον νου επίσης.
Ό,τι δείξαμε για τη βιομηχανική εποχή φαίνεται να ισχύει και για την εποχή της πληροφορίας: τα μέσα παραγωγής (εδώ όχι απλώς τηλέγραφοι και ηλεκτρονικοί υπολογιστές, αλλά και τεχνητά νευρωνικά δίκτυα) μιμούνται –στον εσωτερικό σχεδιασμό τους- τις σχέσεις παραγωγής, δηλαδή την εκτεταμένη οργάνωση της εργασίας στην κοινωνία. Οι τεχνολογίες της πληροφορίας αύξησαν τον έλεγχό τους στην κοινωνία με αυτή την προσαρμογή, όχι χάρη στη δύναμη ενός τεχνολογικού a priori (όπως υποστηρίζουν οι τεχνο-ντετερμινιστές), αλλά με ένα κοινωνικό a priori –δηλαδή με την έμφυτη ικανότητά τους να αιχμαλωτίζουν την κοινωνική συνεργασία. Η εργασιακή θεωρία της αυτοματοποίησης του δέκατου ένατου αιώνα βρίσκει επιβεβαίωση και στην εποχή της πληροφορίας.
Τελικά, δεν είναι αξιοπερίεργο το γεγονός ότι η πιο επιτυχημένη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης, δηλαδή τα τεχνητά νευρωνικά δίκτυα, είναι εκείνη που μπορεί να αντανακλά καλύτερα, και συνεπώς να αποτυπώνει καλύτερα, την κοινωνική συνεργασία. Το παράδειγμα της συνδετιστικής τεχνητής νοημοσύνης επικράτησε επί της συμβολικής TN όχι επειδή η πρώτη είναι πιο «έξυπνη» ή καλύτερα ικανή να μιμηθεί τις δομές του εγκεφάλου, αλλά μάλλον επειδή οι επαγωγικοί και στατιστικοί αλγόριθμοι είναι πιο ικανοί να συλλάβουν τη λογική της κοινωνικής συνεργασίας απ’ ό,τι οι παραγωγικοί. Ανιχνεύοντας την εξέλιξη από τη γραμμική στην αυτοοργανωμένη πληροφορία, μπορούμε να αρχίσουμε να βλέπουμε την ιστορία της ανάλυσης δεδομένων, της μηχανικής μάθησης και της ΤΝ, σε προοπτική, ως μια μεγάλη διαδικασία αυτοοργάνωσης εντός της τεχνόσφαιρας ώστε να ακολουθήσει τον μετασχηματισμό της κοινωνικής τάξης πραγμάτων.
Οι κλάδοι της θεωρίας της πληροφορίας, της κυβερνητικής, της τεχνητής νοημοσύνης και της επιστήμης των υπολογιστών, και οι ονομασίες τους, εδραιώθηκαν τη δεκαετία του 1950. Αν και ο στρατός των ΗΠΑ, όπως είδαμε, έπαιξε σημαντικό ρόλο στη χρηματοδότηση πολλών από αυτά τα έργα, θα ήταν λάθος να υποθέσουμε ότι σε αυτόν αξίζουν αποκλειστικά τα εύσημα για τη δημιουργία αυτών των κλάδων. Πράγματι, το παρόν βιβλίο επιδιώκει να διευρύνει αυτή την καθιερωμένη γενεαλογία. Απέναντι στις τεχνο-ντετερμινιστικές αναγνώσεις των τεχνολογιών της πληροφορίας που δίνουν έμφαση στην εσωτερική της εξέλιξη, έχω προτείνει μια εξίσου ισχυρή υπόθεση με βάση τα εκτός της: ότι ο σχεδιασμός των μηχανών της πληροφορίας ανταποκρινόταν –ακόμη και στο επίπεδο των λογικών μορφών των αλγορίθμων τους- στις μορφές της κοινωνικής αλληλεπίδρασης στο σύνολό της. Στον εικοστό αιώνα, με άλλα λόγια, δεν ήταν πρωτίστως οι τεχνολογίες της πληροφορίας που αναδιαμόρφωσαν την κοινωνία, όπως υπονοεί το μυθοποιημένο όραμα της «κοινωνίας της πληροφορίας –αντίθετα, οι κοινωνικές σχέσεις ήταν εκείνες που σφυρηλάτησαν εκ των έσω τα δίκτυα επικοινωνίας, τις τεχνολογίες της πληροφορίας και τις κυβερνητικές θεωρίες. Οι πληροφοριακοί αλγόριθμοι σχεδιάστηκαν σύμφωνα με τη λογική της αυτοοργάνωσης, ώστε να αποτυπώσουν καλύτερα ένα κοινωνικό και οικονομικό πεδίο που τελούσε υπό ριζικό μετασχηματισμό.
Στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα, η κραυγή «Αυτονομία!» αναδείχθηκε ως το κοινό σύνθημα τόσο της κυβερνητικής επιστήμης όσο και της αναδυόμενης αντικουλτούρας. Υψηλού επιπέδου κυβερνητιστές που χρηματοδοτούνταν από τον αμερικανικό στρατό συζητούσαν για «αρχές αυτοοργάνωσης» σε οργανισμούς και μηχανές, όπως ακριβώς αντιεξουσιαστικά κινήματα πρότειναν το ίδιο για τους κοινωνικούς και πολιτικούς θεσμούς. Ως τέτοιες, οι δύο αυτές τάσεις συζητούσαν, για διαφορετικούς σκοπούς, την ικανότητα ενός συστήματος να ορίζει για τον εαυτό του νέους κανόνες, υπεράνω και εναντίον ενός εξωτερικού κυβερνήτη (αυτή άλλωστε είναι, στην πραγματικότητα, η αρχική έννοια του όρου αυτονομία»). Ήταν και οι δύο, η καθεμία από τη δική της πλευρά, μορφές πολιτικής πρωτοπορίας και μια απάντηση στην κυριαρχία ξεπερασμένων καθεστώτων: του ευρωπαϊκού φασισμού, του σταλινικού ολοκληρωτισμού και του αμερικανικού καπιταλισμού.
Οι όροι «κυβερνητική» και «beat generation» και οι δύο επινοήθηκαν, κατά σύμπτωση, το 1948. Λίγα χρόνια αργότερα, ο Nόρμπερτ Βήνερ όρισε τόσο τον φασισμό, όσο και την κυριαρχία των επιχειρήσεων στη Δύση[3] ως ιδεολογίες της «απάνθρωπης χρήσης ανθρώπινων όντων» απέναντι στις οποίες η κυβερνητική υποσχόταν να προσφέρει μια πιο «ανθρώπινη χρήση των ανθρώπινων όντων». Όμως, ενώ η κυβερνητική στην πραγματικότητα ενίσχυσε τη στρατιωτική πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ κατά τη διάρκεια και μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η αντικουλτούρα και το φοιτητικό κίνημα μποϊκοτάρισαν σταθερά τον πόλεμο του Βιετνάμ και την κούρσα των εξοπλισμών. Το πρόταγμα της αυτονομίας προφανώς σήμαινε διαφορετικά πράγματα για αυτά τα διαφορετικά μέρη. Για τα αντιεξουσιαστικά κινήματα, αντιπροσώπευε την ελευθερία της αυτοδιάθεσης και ένα μέσο για τη συγκρότηση νέων θεσμών και εναλλακτικών μορφών ζωής. Για τους κυβερνητιστές, ήταν η τεχνολογική ουτοπία της πλήρους αυτοματοποίησης και του πεφωτισμένου κοινωνικού ελέγχου: μια στρατιωτική και βιομηχανική φαντασίωση που περιλάμβανε και το σχέδιο της τεχνητής νοημοσύνης. Το ότι ακόμη και ο στρατός –η πιο παραδοσιακά ιεραρχική δομή- είχε επίσης ιδιαίτερο ενδιαφέρον για μορφές κατανεμημένης επικοινωνίας και αυτοοργανωμένα δίκτυα είναι ένα σημάδι βαθύτερων μετασχηματισμών.
Τη δεκαετία του 1960, το Κίνημα Ελεύθερου Λόγου στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Μπέρκλεϊ ορθώς καταδίκασε τις πρώτες μονάδες κεντρικών υπολογιστών ως τεχνολογίες πολέμου και κοινωνικού ελέγχου στα χέρια της κυβέρνησης και των εταιρειών. (…)
Αυτή η κριτική των τεχνολογιών της πληροφορίας άλλαξε πολικότητα κατά την επόμενη δεκαετία: η επιστήμη των υπολογιστών απορρόφησε τις φιλοδοξίες της παλαιότερης αντικουλτούρας, ενώ η ίδια η αντικουλτούρα διεκδίκησε τις χειραφετητικές δυνατότητες των τεχνολογιών της πληροφορίας (και τελικά μεταλλάχθηκε στη λεγόμενη κυβερνοκουλτούρα). Η αμφιλεγόμενη διαπλοκή κοινωνικής αυτονομίας και τεχνολογικής αυτοματοποίησης ήταν ήδη παρούσα, αν και υπόγεια, στις συζητήσεις της δεκαετίας του 1960. Οι συνιστώσες της αντικουλτούρας, ιδιαίτερα εκείνες που εμπνέονταν από την ανατολική πνευματικότητα, ανέπτυξαν μια αφελή έλξη προς την κυβερνητική. (…) Ο Ρίτσαρντ Μπράουτιγκαν φωτογράφισε αυτή τη σύγκλιση στο διάσημο σατιρικό του ποίημα All Watched Over by Machines of Loving Grace. Από την άλλη μεριά, ευρωπαϊκές φωνές όπως αυτή του Χέρμπερτ Mαρκούζε από τη σχολή της Φρανκφούρτης και οι αυτόνομοι μαρξιστές διεκδίκησαν τον αυτοματισμό στη μάχη της χειραφέτησης από τη βιομηχανική εργασία. Στην Ιταλία, ένα διάσημο σύνθημα της autonomia διεκδικούσε: «Lavoro zero e reddito intero, tutta la produzione all’automazione» (Εργασία μηδέν και αμοιβή πλήρης, όλη η παραγωγή στην αυτοματοποίηση).
Οι όροι «αυτονομία», «αυτόνομος», «αυτοματοποίηση» και ο πιο αμφίσημος «αυτονόμηση» (που σημαίνει, ανάλογα με το πλαίσιο, «γίνομαι αυτόματος» ή «γίνομαι αυτόνομος») δεν είναι ισοδύναμοι, ενώ επίσης διαφέρουν από την «αυτοοργάνωση». Ετυμολογικά, ο κλασικός ελληνικός όρος αὐτονομία –από το αὐτός («εαυτός») και νόμος– σημαίνει τη δύναμη να ορίζει κανείς για τον εαυτό του νέες συνήθειες, κανόνες και νόμους. Η νεωτερικότητα αναγνωρίζει αυτή την εξουσία ως ανήκουσα στους νομοθετικούς θεσμούς, ιδίως στη συντακτική συνέλευση που θεμελιώνει την πολιτική τάξη του κράτους. Η αυτονομία είναι μια εξουσία ταυτόχρονα συντακτική και αποτακτική: κάθε φορά που επινοείται ένας νέος κανόνας, ένας παλαιός μπορεί να ανατρέπεται, να ακυρώνεται ή να ενσωματώνεται από τη νέα επινόηση. Αλλά και το αντίθετο είναι αληθές: κάθε φορά που παραβιάζεται ένας κανόνας, μια ανωμαλία παίρνει μορφή και αυτή κομίζει ένα νέο σύνταγμα –ένα νέο όραμα του κόσμου.
Στην κυβερνητική, η αυτονομία ορίστηκε ως η ικανότητα ενός τεχνικού συστήματος πολλαπλών παραγόντων να βρίσκει μια νέα οργάνωση και ισορροπία σε σχέση με εξωτερικές εισροές –δηλαδή η ικανότητα προσαρμογής στο περιβάλλον. Με αυτόν τον τρόπο, ένα τεχνικό σύστημα λέγεται ότι εμφανίζει αναδυόμενες ιδιότητες που ένας ανθρώπινος παρατηρητής μπορεί να νοήσει ως «ευφυείς». Τα ερωτήματα αυτά συνεχίζουν να στοιχειώνουν το όνειρο της τεχνητής νοημοσύνης, ακόμη και τώρα: μπορεί ένα αυτόματο πεπερασμένης κατάστασης –δηλαδή ένας υπολογιστής- να επιδείξει ιδιότητες αυτονομίας; Μπορεί ένας υπολογιστής προγραμματισμένος να ακολουθεί αυστηρούς κανόνες να επαναστατήσει ενάντια στις βασικές του οδηγίες και να εφεύρει νέες; Αν αυτονομία είναι η δύναμη να επινοεί κανείς έναν νέο κανόνα, η αυτοματοποίηση μπορεί να οριστεί ως η τυφλή τήρηση ενός κανόνα, όπως συμβαίνει με την υπολογιστική δραστηριότητα. Ως προς αυτό, ο Αυστριακός φιλόσοφος Λούντβιχ Βίττγκενστάιν παρατήρησε ότι η έκφραση «ακολουθώ έναν κανόνα» θα έχει πάντοτε διαφορετική σημασία για έναν άνθρωπο απ’ ό,τι για μια μηχανή. Λαμβάνοντας υπόψη τις πρόσφατες συζητήσεις σχετικά με την μεροληψία της τεχνητής νοημοσύνης, καθώς και τις εικασίες σχετικά με τους κινδύνους της «υπερ-νοημοσύνης», αναρωτιέται κανείς αν το παιχνίδι της τεχνητής νοημοσύνης εξακολουθεί να παίζεται στο πεδίο του αυτοματισμού (ακολουθώ έναν κανόνα) και όχι στο πεδίο της αυτονομίας (παραβιάζω τους κανόνες).
Για το κλείσιμο, ένας ανταγωνιστικός ισχυρισμός: οι τεχνολογίες αυτοματοποίησης ήταν πάντοτε απαντήσεις στην κοινωνική αυτονομία, ενώ οι τεχνικές αυτοοργάνωσης της κυβερνητικής, όπως τα τεχνητά νευρωνικά δίκτυα, υπήρξαν, ομοίως, προσωποποιήσεις [avatars] των αναδυόμενων κοινωνικών σχέσεων της εποχής τους. Εκ των υστέρων, βλέπουμε ότι τόσο η κυβερνητική όσο και τα μεταπολεμικά κοινωνικά κινήματα είχαν άμεση σχέση με την αυτονόμηση της γνώσης και της πληροφορίας στις εργασιακές διαδικασίες και τις κοινωνικές συμπεριφορές, η οποία είχε πυροδοτήσει την άνοδο νέων μέσων και τεχνολογιών. Τα σημεία αυτά, με την πάροδο του χρόνου, έγιναν μια συμβατική ερμηνεία σε θεωρίες περί κοινωνίας της γνώσης και οικονομίας της πληροφορίας, σε σημείο που ακόμη και νεοφιλελεύθερα οικονομικά παραδείγματα, όπως η αυθόρμητη τάξη των αγορών του Χάγεκ, ή «καταλλαξία», μπορούν να θεωρηθούν απαντήσεις στην αυξημένη ανταλλαγή πληροφοριών μέσα στην κοινωνία στο σύνολό της. Οι υλιστές ιστορικοί παραδέχονται τις διαλεκτικές σχέσεις των δύο κινημάτων –μεταξύ της ώθησης για κοινωνική αυτονομία από νέες γενιές εργαζομένων, από τη μια πλευρά, και της εμφάνισης νέων τεχνολογιών αυτοματοποίησης από την άλλη. Τελικά, τα ποικίλα σχέδια αυτοματοποίησης μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο ήταν ένας τρόπος να κυβερνηθούν αναπτυσσόμενες κοινωνικές δυνάμεις –δηλαδή να οργανωθεί μια «επανάσταση ελέγχου» (όπως την όρισε ο Beniger) ενάντια σε μια πιο εξεγερτική κοινωνία[4]. Δεν είναι τυχαίο ότι, τουλάχιστον στον Παγκόσμιο Βορρά, οι φοιτητές και οι προγραμματιστές ηλεκτρονικών υπολογιστών μετατράπηκαν σε μια νέα πολιτική υποκειμενικότητα ανάλογη με το κίνημα των βιομηχανικών εργατών, με δεδομένη μια παγκόσμια οικονομία που εξαρτάται όλο και περισσότερο από την πληροφορία, τη γνώση και την επιστήμη ως βασικούς οικονομικούς μοχλούς.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1960, ο πολιτικός φιλόσοφος Μάριο Τρόντι πρότεινε να αντιστρέψουμε μια θέση που ήταν τότε κυρίαρχη και στον μαρξισμό: η καπιταλιστική ανάπτυξη θεωρούνταν πάντα ότι διαμορφώνει την οργάνωση των εργαζομένων και την πολιτική τους. Ακριβώς αντίθετα, ο Τρόντι υποστήριξε ότι η καπιταλιστική ανάπτυξη, περιλαμβανομένης και της τεχνολογικής καινοτομίας, πυροδοτούνταν πάντοτε από τους αγώνες των εργαζομένων. Είναι ενδιαφέρον ότι για έναν Ευρωπαίο διανοούμενο όπως ο Τρόντι, «ο αγώνας της εργατικής τάξης έφτασε στο υψηλότερο επίπεδο ανάπτυξης μεταξύ 1933 και 1947, και συγκεκριμένα στις Ηνωμένες Πολιτείες»[5]. Δηλαδή, κατά σύμπτωση, ακριβώς τα χρόνια κατά τα οποία παρατηρείται η άνοδος της κυβερνητικής και της ψηφιακής υπολογιστικής δραστηριότητας. Ριζοσπαστικές και αντισυμβατικές προοπτικές όπως αυτή θα πρέπει να διερευνηθούν, ώστε να αφηγηθούμε τη συνδυασμένη εξέλιξη της κοινωνίας και της τεχνολογίας κατά τη διάρκεια του εικοστού και του εικοστού πρώτου αιώνα. Σε όλους τους ιστορικούς μετασχηματισμούς που επιχειρεί να αναλύσει αυτό το βιβλίο, φαίνεται ότι το εγχείρημα της τεχνητής νοημοσύνης δεν ήταν ποτέ πραγματικά βιομορφολογικό (δεν σκόπευε στη μίμηση της φυσικής νοημοσύνης), αλλά εμμέσως κοινωνιομορφικό –σκόπευε την κωδικοποίηση των μορφών κοινωνικής συνεργασίας και συλλογικής νοημοσύνης ώστε να τις ελέγξει[6]. Το πεπρωμένο της αυτοματοποίησης της νοημοσύνης δεν μπορεί να θεωρηθεί ξεχωριστό από την πολιτική επιδίωξη της αυτονομίας: ήταν τελικά η αυτοοργάνωση του κοινωνικού νου που έδωσε μορφή και ώθηση στο εγχείρημα της τεχνητής νοημοσύνης.
[1] «Ο νευρώνας, καθώς και η λυχνία κενού… είναι λοιπόν δύο περιπτώσεις της ίδιας γενικής οντότητας, την οποία είθισται να αποκαλούμε όργανο μεταγωγής ή όργανο μετάδοσης.… Τα βασικά όργανα μεταγωγής των ζωντανών οργανισμών, τουλάχιστον στο βαθμό που τα εξετάζουμε εδώ, είναι οι νευρώνες. Τα βασικά όργανα μεταγωγής των πρόσφατων τύπων υπολογιστικών μηχανών είναι οι λυχνίες κενού –στις παλαιότερες ήταν εξ ολοκλήρου ή εν μέρει μηχανικοί ηλεκτρονόμοι». John von Neumann, «The General and Logical Theory of Automata», στο Jeffress, Hixon Symposium, 12.
[2] Ο όρος «ρομπότ» προέρχεται από την τσεχική λέξη για τον «υπηρέτη» της φεουδαρχικής εποχής.
[3] Στο πρωτότυπο: Western corporatism (Σ.τ.μ.).
[4] James Beniger, The Control Revolution: Technological and Economic Origins of the Information Society, Cambridge, MA: Harvard University Press, 1986.
[5] Mario Tronti, «Postcript of Problems», στο Operai e capitale, 2η έκδοση, Τορίνο: Einaudi, 1971, μεταφρασμένο [στα αγγλικά] ως Workers and Capital, Λονδίνο: Verso, 2019, 294. Βλ. επίσης Raniero Panzieri, ‘Sull’uso capitalistico delle macchine nel neocapitalismo’, Quaderni Rossi 1 (1961): 53-72.
[6]Βλ. επίσης Matteo Pasquinelli, «Abnormal Encephalization in the Age of Machine», e-flux 75 (Σεπτέμβριος 2016).

Το παραπάνω κείμενο αποτελεί απόδοση της έκτης και της έβδομης ενότητας από το: Matteo Pasquinelli, The Eye of the Master: A Social History of Artificial Intelligence, Verso, Λονδίνο/ Νέα Υόρκη 2023, με κάποιες μικρές περικοπές. Μετάφραση: Α.Γ.