του Γιαν Nτε Βος
Πώς να δεις ζητήματα όπως το καθήκον και η ευθύνη ως ψυχαναλυτής/αριστερός θεωρητικός (που δεν είναι πλέον επαγγελματίας) όταν η Ακαδημία δεν σε θέλει πια; Τι μπορώ να κάνω, ερήμην, μη έχοντας πλέον ρόλο λέκτορα ή ερευνητή (άρα χωρίς χρηματοδότηση για συνέδρια, βιβλία, άρθρα …); Δηλαδή, μετά τα πρώτα δεκαπέντε χρόνια κλινικής εργασίας, έκανα δώδεκα χρόνια κριτικο-θεωρητική έρευνα για τις διαδικασίες ψυχολογικοποίησης σε διάφορα πανεπιστήμια: αφού αυτό τελείωσε, βρέθηκα έξω από την Ακαδημία. Σήμερα, για να βγάλω το ψωμί μου, κάνω αναπληρωματική διδασκαλία σε ένα Πανεπιστημιακό Κολλέγιο (τεχνική σχολή) στο τμήμα Κοινωνικής Εργασίας. Πρόσφατα, για να μην υποκύψω εντελώς υπ’ αυτή την αποξενωτική διδασκαλία, άρχισα να εργάζομαι με μερική απασχόληση ως οδηγός ταξί για μια εταιρεία που μεταφέρει πελάτες σε αναπηρικά καροτσάκια. Δύο μέρες τη βδομάδα –μια πραγματική χειρωνακτική εργασία, λέω στον εαυτό μου, για να επιβιώσω διδάσκοντας σε ένα περιβάλλον που στηρίζεται στις ίδιες τις κυρίαρχες θεωρίες και τα ψυχολογίζοντα πλαίσια που συνήθιζα να καταπολεμώ στο κριτικό μου έργο[1]. Η ειρωνεία είναι ότι η επιχείρηση ταξί θεωρεί την αποστολή της ως ένα είδος κοινωνικού ή και ψυχολογικού λειτουργήματος.
Όσα ακολουθούν είναι μια αυτο-εθνογραφικού τύπου περιγραφή τού πώς κανείς γίνεται ένας άστεγος διανοούμενος.
Ίσως περιμένετε από μένα να κάνω κάποια διδακτική γενικευτική στροφή, συνδέοντας την προσωπική μου περιγραφή με ευρύτερα καθολικά ζητήματα. Ίσως θα μπορούσα να διαφοροποιήσω μεταξύ δημόσιων και ιδιωτικών ρόλων ή να συζητήσω την επισφάλεια και τη σημερινή χειρωνακτική εργασία. Ή πάλι, θα μπορούσα να εμβαθύνω στον καταμερισμό της εργασίας μεταξύ κλινικών και θεωρητικών της ψυχανάλυσης, ξεκινώντας από τις «κλινικές» μου συναντήσεις στο ταξί. Όλα όσα η Ακαδημία θα ήθελε να μάθει, αλλά φοβόταν να ρωτήσει τον αλλοτριωμένο εργαζόμενο; Υποθέτω όμως ότι αυτό θα λειτουργούσε μόνο στη θεωρία, ή καλύτερα, η θεωρία λειτουργεί διαφορετικά και, ταυτόχρονα, η «πραγματική εργασία» λειτουργεί επίσης διαφορετικά. Ως εκ τούτου, ας κρατήσω τον χρόνο μου και τον περιορισμένο χώρο που έχω εδώ για να αφηγηθώ πώς κανείς γίνεται/είναι (λακανικός) ταξιτζής.
Θα ξεκινήσω με αυτό: πριν από καιρό σπούδασα ψυχολογία. Παρεμπιπτόντως, η εταιρεία ταξί το εκτίμησε αυτό: σκέφτηκαν ότι θα είμαι καλός με τους ανθρώπους. Ωστόσο, σπούδασα ψυχολογία για δύο λάθος λόγους: με ενδιέφερε το ζήτημα του ανθρώπινου και, επιπλέον, είχα τα προσωπικά μου θέματα. Πρώτον, η ακαδημαϊκή ψυχολογία δεν έχει καμία σχέση με τη διερώτηση περί του ανθρώπινου, αντίθετα, απαντά αντικειμενικά –δηλαδή εκτός θέματος- τι υποτίθεται ότι είναι το άτομο. Σχετικά με τον δεύτερο λόγο, τα θέματά μου, στην εναρκτήρια ομιλία του ο πρύτανης είπε σε μας τους πρωτοετείς ότι, αν ήρθαμε εδώ για προσωπικά προβλήματα, καλύτερα να φύγουμε. Περιττό να πω ότι πάγωσα, πιθανότατα μαζί με την πλειοψηφία, ενώ οι λίγοι που δεν το έκαναν ήταν σίγουρα οι επικίνδυνοι …
Αλλά ίσως ξεκίνησα το πανεπιστήμιο κυρίως για να γίνω διανοούμενος. Διότι, αφού αποφοίτησα και εργάστηκα 15 χρόνια, αρχικά ως κοινωνικός λειτουργός, στη συνέχεια ως ψυχοθεραπευτής –κανείς δεν κατάλαβε ότι ήμουν απατεώνας;- θέλησα να επιστρέψω στο πανεπιστήμιο. Όχι μόνο κατάλαβα τελικά ότι η κλινική εργασία δεν ήταν το φόρτε μου, αλλά είχα επίσης σιχαθεί τις απάνθρωπες και μη χειραφετητικές πτυχές του τομέα Ψ και ήθελα να κάτσω λίγο να το σκεφτώ. Ως προπτυχιακό φοιτητή με τράβηξε η θεωρητική πλευρά της ψυχανάλυσης και ιδιαίτερα οι αντιψυχολογικοί και φιλοσοφικοί της προσανατολισμοί. Σε αυτό ήθελα να επιστρέψω: να θεωρητικοποιήσω την αλλοτρίωση που ενυπάρχει στον τομέα Ψ, στον οποίο δεν ήθελα πλέον να ανήκω. Μετά από μια αρκετά μακρά και σκληρή αναζήτηση, εξασφάλισα ένα έμμισθο διδακτορικό στη φιλοσοφία. Δεν ήμουν πλέον ο ψυχαναλυτής μεταμφιεσμένος σε ψυχολόγο, αλλά έγινα ο στρατευμένος φροϋδο-λακανικός θεωρητικός, του οποίου η κριτική προς την ψυχή και την ψυχολογία κόμιζε αυτό το μήνυμα προς τους κλινικούς γιατρούς: μην υποκύπτετε στα ψεύτικα θέλγητρα της (νευρο)ψυχολογίας και στις ιδεολογικές αναγωγές τόσο της κοινωνικότητας όσο και της υποκειμενικότητας σε ζητήματα κατανοητά και διαχειρίσιμα!
Ο Ρόμπερτ Πφάλλερ, ο φιλόσοφος της τέχνης, υποστήριξε κάποτε ότι η φιλοσοφία δεν πρέπει να λέει στην τέχνη τι να σκέφτεται, αλλά μάλλον να λέει στην τέχνη τι να μην σκέφτεται[2]. Παρομοίως, θεώρησα καθήκον μου να πω στους κλινικούς τι να μην σκέφτονται, αν ήθελαν να παραμείνουν πιστοί στην ψυχανάλυση, όχι μόνο ως πρακτική ή θεωρία, αλλά και ως ουσιαστική αναφορά για ένα χειραφετητικό πολιτικό πρόταγμα. Όσον αφορά το τελευταίο, δεν είναι άραγε καθήκον της ψυχανάλυσης να ενημερώνει τους ακτιβιστές ότι, σε μια αριστερή προοπτική, δεν μπορούμε να παρακάμψουμε τον Φρόιντ και τον Λακάν, αλλιώς οι αριστεροί/ακτιβιστές υπάρχει κίνδυνος να γλιστρήσουν στην ψυχολογικοποίηση; Μια τάση που, ακριβώς, είναι όλο και περισσότερο η ραχοκοκαλιά του σημερινού καπιταλισμού. Αυτά τα αυτο-επιβεβλημένα καθήκοντα υπήρξαν για μένα πηγή απόλαυσης, αλλά και αγώνα, επί μακρύ διάστημα (τέσσερα χρόνια διδακτορικό, έξι χρόνια μεταδιδακτορικό) συν ένα σύντομο διάλειμμα που έκανα ακαδημαϊκή διδασκαλία/έρευνα. Όλα αυτά τελείωσαν, και μετά από αμέτρητες αιτήσεις, άρχισα να διδάσκω στην Τεχνική Σχολή της πόλης όπου γεννήθηκα· σύντομα όμως αντιλήφθηκα ότι, για να τη βγάλω, θα έπρεπε να το συνδυάσω με μια μερική απασχόληση «πραγματικού εργάτη».
Στην πόλη μου υπήρχε αυτή η περιβόητη συζήτηση μεταξύ δύο μαρξιστών φιλοσόφων, που κατηγορούσαν ο ένας τον άλλον ότι δεν έχει εργατική καταγωγή. Συχνά το σκέφτομαι αυτό όταν βγάζω τους πελάτες μου από το ταξί με την αναπηρική τους πολυθρόνα για να τους παραδώσω στους γιατρούς στα κέντρα αποκατάστασης· εκείνοι με αγνοούν ή μου κουνάνε μεγαλόθυμα το κεφάλι –αυτοί οι ανεκπαίδευτοι σωφέρ! Μερικοί είναι πραγματικά καλοί με τους ανθρώπους. Είμαι όμως άραγε έστω καλός με τους ανθρώπους; Παρατηρώντας τους συναδέλφους μου –κάποιοι από τους οποίους είναι πολύ καλύτεροι με τους ανθρώπους απ’ ό,τι εγώ- εγκατέλειψα αυτή την ιδέα. Όμως, όταν μετά από εννέα ώρες οδήγησης επιστρέφω στο σπίτι εξαντλημένος, αρπάζω ένα μπουκάλι μπύρα και βλέπω μπάλα, τότε είμαι όντως εργάτης. Εν τω μεταξύ, όταν κάνω μεγάλες διαδρομές χωρίς πελάτες (καμιά φορά οδηγώ μία ώρα μέχρι να φτάσω στον πελάτη), ακούω διάφορα podcast φιλοσοφίας. Σε ένα από αυτά (με τον Gabriel Tupinambá)[3] έμαθα για τη δυστυχισμένη συνείδηση του Χέγκελ –το υποκείμενο που διχάζεται ανάμεσα σε μια ανεπανόρθωτα πλέον χαμένη ενσάρκωση (ως πολιτισμικό ομιλ-όν δεν μπορούμε πλέον να συμπέσουμε απλά με τον καθημερινό εμπειρικό εαυτό μας), απ’ τη μια, και στην οικουμενική γωνία θέασης απ’ την άλλη (η αρχιμήδειος προοπτική της απόλυτης γνώσης είναι εξίσου απρόσιτη). Έτσι κατέληξα να σκέφτομαι τον εαυτό μου ως τον δυστυχισμένο ταξιτζή, διχασμένο ανάμεσα στην Εργασία και την Ακαδημία. Αλλά, αναρωτιέμαι, μήπως αυτή ακριβώς δεν είναι η οικουμενική γωνία θέασης του ανθρώπου ως τέτοιου, τοποθετημένου εν τέλει σε ένα πέραν ή σε ένα ενδιάμεσο; Φαίνεται λοιπόν ότι το κλασικό Out of Academia δεν μου έφερε κάτι καινούργιο: και πριν, ένα διχασμένο υποκείμενο ήμουν· διχασμένο ανάμεσα στην κλινική και τη θεωρία, ανάμεσα στην Ακαδημία και την πολιτική…
Ωστόσο, αν η Ακαδημία μού επέτρεψε, ως ένα βαθμό, να παραμείνω πιστός στη ριζοσπαστική μου κριτική απέναντι στην ψυχολογία, στην Τεχνική Σχολή δεν έχω πλέον αυτή την πολυτέλεια. Δεν μπορώ να αντιμετωπίσω κατά μέτωπο το ηγεμονικό πλαίσιο του τμήματος Κοινωνικής Εργασίας, που επικεντρώνεται γύρω από φράσεις όπως: αποδίδουμε στους «πελάτες» τη δύναμή τους, στήριξη προσανατολισμένη προς την επίλυση προβλημάτων, κυριότητα … Δεν έχω την πλήρη δυνατότητα να καταγγείλω δημόσια αυτές τις βαρύγδουπες θεωρίες ως απλές εκδηλώσεις της εμπορευματοποίησης της υποκειμενικότητας από τον σημερινό καπιταλισμό. Μπορώ μόνο περιστασιακά να ζητήσω από τους φοιτητές μου να θέσουν αυτές τις τραγελαφικές διατυπώσεις στην άκρη και να μου πουν τι βλέπουν και τι ακούνε, ή να τους προτρέπω να χρησιμοποιήσουν τη θεωρία διαφορετικά: να θέτουν ερωτήσεις.
Η καντιανή διαφοροποίηση μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού χώρου θα μπορούσε να βοηθήσει να κατανοήσουμε την κατάστασή μου, αλλά ίσως πιο σκόπιμη είναι η διαφοροποίηση του Χέγκελ μεταξύ εξωτερίκευσης και αλλοτρίωσης. Αλλά με μια διαφοροποίηση: η δυσχερής θέση μου δεν αφορά μόνο το ότι αναπόφευκτα είμαι ένας δρων, ότι έχω έναν ρόλο και έτσι προδίδω τον (φανταστικό) εαυτό μου (αυτό είναι εξωτερίκευση), αλλά, μάλλον, στην Τεχνική Σχολή ακριβώς με καλούν να μην παίζω έναν ρόλο και να είμαι επιτέλους ο εαυτός μου, και αναμένουν από μένα να καλώ τους φοιτητές να κάνουν το ίδιο: υποκειμενικότητα και κοινωνικότητα χυμένες μέσα σε ψυχοδιαχειριστικά καλούπια! Εδώ είναι που η εξωτερίκευση (συστατική, οντολογική, εφόσον σχετίζεται με τη γλώσσα και την κοινωνικότητα) μπλέκεται με την αλλοτρίωση (ενδεχομενικά εξαρτημένη από το πολιτικοοικονομικό σύστημα). Μήπως επιδίωξα να γίνω ταξιτζής αναζητώντας μια διαφυγή, κάνοντας την αλλοτρίωση της ήπιας εξουσίας πιο πραγματική και υλική; Ωστόσο, το σίγουρο είναι ότι δεν θα έπρεπε να καυχιέμαι ότι είμαι εργάτης: οι συνάδελφοι ταξιτζήδες που εργάζονται με πλήρες ωράριο και κερδίζουν έναν πραγματικά μέτριο μισθό, αυτοί είναι εργάτες, όχι εγώ. Ή μήπως πρόκειται για ένα είδος εγελιανού «entlassen» –να φέρομαι σαν να είμαι νεκρός, σαν να έχει ήδη συμβεί η αποκάλυψη, προκειμένου να γίνω υποκείμενο, όταν δεν υπάρχει επιλογή να γίνει κανείς υποκείμενο;[4] Έτσι, να γίνω οδηγός μερικής απασχόλησης για να σηματοδοτήσω την ακαδημαϊκή μου έξοδο ως οριστική, και με αυτόν τον τρόπο να επιβιώσω αυτής της εξόδου, να παραμείνω, όπως λέμε στα φλαμανδικά, «κάτω στο λαό»[5];
Και, από αυτό το «κατέβασμα στο λαό», δεν θα μπορούσα μήπως να αντλήσω διδάγματα για να τα περάσω σε κοινωνικούς λειτουργούς, ψυχολόγους, ψυχαναλυτές, θεωρητικούς ή ακτιβιστές; Εξίσου όσο και ο αναλυτής, ένας ταξιτζής δεν θέλει να θεραπεύσει· οπότε, μήπως αυτό δεν επιτρέπει στους πελάτες να μιλήσουν εν εκτάσει για την επιθυμία τους; Μήπως η δική μου ακρόαση δεν ενδυναμώνει με διαφορετικό τρόπο μια αληθινή πλήρη ομιλία; Γρήγορα απέρριψα αυτή την ιδέα. Έ, οδηγέ, με εγκαλούν, μήπως γίνεται να μην πηγαίνεις από τις λακκούβες; Εκεί, στο κάτω κάτω, αντιμετωπίζω μια απλή εξωτερίκευση: έχω έναν ρόλο, για τον πελάτη και για την εταιρεία. Έτσι, οδηγώ, θέλεις να σιωπήσεις, να κοιτάξεις το κινητό σου; Κανένα πρόβλημα. Θέλεις να μιλήσεις; Κι αυτό γίνεται. Αλλά και πάλι, όταν μιλάνε, δεν είναι μήπως αναπόφευκτο να ακούω με έναν συγκεκριμένο τρόπο; Μια σύντομη βινιέτα:
[Γυναίκα που κάνει αποκατάσταση μετά από εγκεφαλικό επεισόδιο] «Γιατί δεν φροντίζουν πρώτα απ’ όλα τους δικούς μας ανθρώπους; Δεν είμαι ρατσίστρια, αλλά ξέρετε…».
Παραμένω σιωπηλός.
Ρωτάει: «Είσαι από τη Γάνδη;»
«Ναι.»
«Κι εγώ…».
Πλησιάζοντας στο σπίτι της, μας περιμένει ένας άνδρας. Είναι έγχρωμος.
Λέει:
«Είμαι ο Χ από τις Βρυξέλλες».
«Εγώ είμαι ο Γιαν από τη Γάνδη.»
«Α, και ο σύντροφός μου!»
Εγώ: Όλοι οι καλοί άνθρωποι είναι από εκεί».
Εκείνη: «Δεν είμαι τόσο σίγουρη».
Εδώ ξεκάθαρα δεν έχουμε να κάνουμε με μια κλινική συνάντηση. Μήπως τελικά πρόκειται για μια θεωρητική συνάντηση; Διότι, μήπως δεν αποδόμησε τον παιγνιώδη τοπικισμό μου, αναδεικνύοντας ότι ενέχει κάποια δόση ρατσισμού; Εκείνο το βράδυ σημείωσα το περιστατικό, κάνοντας την υπόθεση ότι η φευγαλέα φύση των συναντήσεων στο ταξί συμβαδίζει με τη ρευστή εποχή μας και το κεντρικό για μένα ζήτημα της επισφάλειας.
Προφανώς, η επισφάλεια είναι ο μακροχρόνιος σύντροφός μου: ως ενσωματωμένο χαρακτηριστικό της ακαδημαϊκής κοινότητας, την είχα ήδη συναντήσει όσο ήμουν στο Πανεπιστήμιο. Αλλά στην Τεχνική Σχολή ήρθε στο επίκεντρο. Στο πρώτο έτος έπρεπε να διδάξω ψυχολογία. Σκέφτηκα να «χώσω» λίγη κριτική θεωρία. Δεν έπιασε· οι φοιτητές στραβομουτσούνιαζαν: γιατί η ψυχολογία είναι τόσο περίπλοκη;. Εγώ τους απαντούσα: η ζωή σας δεν είναι περίπλοκη; Κι άλλη γκρίνια: ναι, φυσικά, αλλά πώς να τα διαβάσουμε όλα αυτά για τις εξετάσεις; Το δεύτερο έτος δίδαξα Κοινωνική Ψυχολογία. Ξεκίνησα μινιμαλιστικά: θα είμαι κριτικός κατά έναν ελαφρύ, καθημερινό τρόπο (θα έλεγα: μερικές φορές θα ήταν καλύτερα να αντικαταστήσουμε τις βαριές θεωρητικοποιήσεις με απλές κοινωνικές και πολιτικές έννοιες, για παράδειγμα αντίσταση και αλληλεγγύη). Αυτό λειτούργησε ίσως μόνο για λίγους. Την άλλη χρονιά, μου προσφέρθηκε ένα πιο ουδέτερο μάθημα: ερευνητικές μέθοδοι. Σκέφτηκα: επιτέλους ένας απλός ρόλος, δεν χρειάζεται να προδώσω τον εαυτό μου! Αναμφισβήτητα, η εξωτερίκευση είναι μια πολυτέλεια για προνομιούχους· εμείς, στο πρεκαριάτο, πρέπει να αντιμετωπίσουμε την αλλοτρίωση ως τέτοια. Ας θυμηθούμε την ταινία «Ο Ταξιτζής» με τον τραυματισμένο βετεράνο πολέμου που πιάνει δουλειά σε ταξί: σε μια δεδομένη στιγμή στρέφεται σε έναν ηλικιωμένο συνάδελφο για να μιλήσει για τα πράγματαπουτονστεναχωρούν.Οσυνάδελφοςτουαπαντά:
Ένας άντρας παίρνει μια δουλειά, ξέρεις. Και εννοώ αυτή η δουλειά, να έτσι … Ξέρεις, γίνεται πλέον αυτή η δουλειά. Ας πούμε … κάνεις ένα πράγμα, και αυτό είσαι.
Για τον Τράβις Μπικλ αυτό δεν μπορεί να ισχύσει· δεν έχει ρόλο: δεν πρόκειται για μια μικροαστική πολυτέλεια που του δίνεται –εκείνος παλεύει με τους δαίμονές του, τους δαίμονες της εποχής του, της Αμερικής και της ήττας της στο Βιετνάμ.
Στο μεταξύ, στην Τεχνική Σχολή, εξακολουθώ κατά καιρούς να είμαι αμείλικτα κριτικός. Λέω στους φοιτητές: έχετε ακόμη ανάγκη να ξεμάθετε πολλά. Εν τέλει, αυτοί οι μελλοντικοί φροντιστές θα δουλέψουν με τους κολασμένους της γης, θα φροντίσουν και τα παιδιά μας, και εμάς, όταν γεράσουμε. Αυτό το μήνυμα θα έπρεπε ίσως να το μεταφέρω στους ψυχαναλυτές, τους κλινικούς και τους θεωρητικούς: όσοι συχνά θεωρούνται φοιτητές δεύτερης γραμμής (τους οποίους θα από ακαδημαϊκά [παρα]μορφωμένοι ψυχολόγοι και παιδαγωγοί), ό,τι κάνουν έχει σημασία, οπότε ας στηρίξουμε την απελευθέρωσή τους. Πολλοί είναι αφοσιωμένοι και κριτικοί, αλλά δεν έχουν λόγο, δεν έχουν θεωρία, τους ταΐζουν με λάθος ιδέες, και καταλήγουν να είναι μέρος της καταπίεσης την οποία καταπολεμούν.
Τώρα, όπως είπαμε, η εταιρεία ταξί μου φλερτάρει με τα ίδια Ψ μοντέλα. Κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσής μας, μας προειδοποίησαν: «Οι ιστορίες των πελατών μπορεί να σας πάρουν από κάτω, είναι σημαντικό να φροντίζετε τον εαυτό σας». Ε λοιπόν, οι ιστορίες ήρθαν, σε πρώτη φάση από τους συναδέλφους μου: π.χ. ο D. μου έλεγε στα ουρητήρια ότι είχε καρκίνο του προστάτη και δεν του σηκώνεται πια: ψυχολογικά είναι βαρύ, μου είπε –μεταβίβαση στην τουαλέτα. Κατά βάθος, δεν είναι και τόσο άσχημα, μερικές φορές μου αρέσει η οδήγηση, το τοπίο, η κουβέντα, οι απρόσμενες στροφές …
Για παράδειγμα η Β. Την παίρνω από ένα παλιό αγρόκτημα. Είναι στα εβδομήντα, είχε εγκεφαλικό επεισόδιο, την πηγαίνω στο κέντρο αποκατάστσης. Μπορεί να περπατά λίγο χρησιμοποιώντας το αναπηρικό καροτσάκι ως στήριγμα, έχει αποφασιστικότητα, η μη συμμετοχή της σε συζήτηση το ενισχύει αυτό. Αργότερα την πηγαίνω σπίτι. Ένα σύντομο χαμόγελο, μπαίνει μέσα και παραμένει σιωπηλή. Όταν ανεβαίνω στο αγρόκτημα, λέει «Να ο άντρας μου». Διασχίζει την αυλή. Την αφήνω να κατέβει, σκεπτόμενος ότι ο σύζυγος θα βοηθήσει. Παίρνω τη θέση μου, εκείνη παλεύει με το αναπηρικό καροτσάκι, σύζυγος δεν φαίνεται πουθενά. Προσφέρομαι να βοηθήσω. «Όχι, καλοσύνη σας», χαμογελάει. Απομακρύνομαι προς την εθνική οδό που περνά ακριβώς δίπλα το ειδυλλιακό αγρόκτημα, αναρωτιέμαι αν κάποιος συνηθίζει τον συνεχή θόρυβο.
Δεν ξέρω, τι και ποιον αφορούν αυτές οι ιστορίες; Μήπως τελικά αποσύρομαι στη μελαγχολική μοιρολατρία, παρουσιάζοντας τον εαυτό μου ως τον άτυχο διανοούμενο που άδικα τα παράτησε; Μήπως να θυμηθούμε τον Βάλτερ Μπένγιαμιν που μιλά για τους «μελαγχολικούς αριστερούς» που χάνουν τα επαναστατικά τους αντανακλαστικά, απολαμβάνοντας μια γαλήνη αρνητισμού και επιδεικνύοντας μια διανοουμενίστικη μοιρολατρία «όσων βρίσκονται πιο μακριά από την παραγωγική διαδικασία»;[6] Είναι μήπως οι βινιέτες μου φαντασιώσεις ενός επίδοξου εργάτη, είναι απλές μοιρολατρικές, ανθρωπιστικές αισθητικοποιήσεις; Ελπίζω όχι, μου αρέσει να τις συνδέω με τη «μελαγχολική πίστη» του Δαβίδ Παβόν Κουέγιαρ· στην περίπτωσή μου: πίστη τόσο σε έναν άλλο τρόπο να ακούμε όσο και σε έναν άλλο τρόπο να φανταστούμε τον κόσμο.
Δεν πενθώ που δεν έχω πλέον θέση στην ακαδημαϊκή κοινότητα, γνωρίζοντας ότι η μη θέση μου δεν είναι παρά μια ζοφερή εκδοχή όσων υπομένουν οι πραγματικά κολασμένοι (όπως οι τραυματισμένοι πελάτες μου στο ταξί). Ρε οδηγέ, δεν βάζεις λίγη μουσική (όταν ξεχνάω να κλείσω το podcast). Στο μεταξύ, προβληματίζομαι για τους «νέους τραυματίες»[7] της Catherine Malabou και τον ισχυρισμό της ότι τα εγκεφαλικά τραύματα καταρρίπτουν την πρωτοκαθεδρία που απέδιδε ο Φρόιντ στον ψυχισμό (και τη σεξουαλικότητα). Ως (λακανικός) ταξιτζής διαφωνώ, και από αυτόν τον μη-χώρο μιλάω στους ψυχαναλυτές και σε άλλους. Άλλωστε, η ίδια η ψυχανάλυση ήταν πάντα ένα ζήτημα μη-χώρου (το γραφείο είναι ένας μη-χώρος, το ασυνείδητο είναι ένας μη-χώρος…). Και, καθώς το μέλλον της ψυχανάλυσης τόσο ως κλινικής όσο και ως θεωρίας δέχεται όλο και περισσότερες πιέσεις από τις κυρίαρχες θεωρίες και πρακτικές, ίσως θα σας ενδιέφερε να μάθετε ότι τόσο η Τεχνική Σχολή μου όσο και η εταιρεία ταξί εξακολουθούν να αναζητούν προσωπικό.

[1] De Vos, J. (2012). Psychologisation in times of globalisation. Routledge. Περισσότερα στο: Books – Jan De Vos (weebly.com)
[2] Pfaller, R. (2017). Interpassivity. The Aesthetics of Delegated Enjoyment, Εδιμβούργο.
[3] https://danieltutt.substack.com/p/jouissance_vampires_episode_13mp3
[4] Βλέπε: Badiei, S., Badiou, A., Cerdeiras, R., Dunker, C. I. L., LaFave, K., Livingston, P., … & Tupinambá, G. Entlassen. Remarks on Hegel, Sacrifice and Liberation.
[5] Στα ολλανδικά, χρησιμοποιείται η έκφραση onder het volk (μέσα στο λαό, μεταξύ του λαού), στην οποία κατά λέξη το onder σημαίνει «κάτω από» [σ.τ.μ.].
[6] Παρατίθεται στο: Pavón-Cuéllar, D. (2023). «Spectres of Marx in the Lacanian Left: Between Melancholia and Mourning of Marxism», Revista de Humanidades de Valparaíso, (23), 91-106.
[7] Malabou, C. (2012). The New Wounded: From Neurosis to Brain Damage, Νέα Υόρκη.
Μετάφραση: Α.Γ.
Επαρκείς βιογραφικές πληροφορίες για τον Jan De Vos παρέχονται στο ίδιο το κείμενο του άρθρου.
Εξαιρετικό!
Μου αρέσει!Μου αρέσει!