του Πέτρου Καρατσαρέα
Στην Ελλάδα, όταν κάποιος·α πει ότι είναι γλωσσολόγος, οι περισσότεροι άνθρωποι θα σκεφτούν το Γιώργο Μπαμπινιώτη, ειδικά αν δεν έχουν σχέση με τις ανθρωπιστικές επιστήμες ή γενικότερα τον ακαδημαϊκό χώρο. «Α, σαν το Μπαμπινιώτη;», ίσως ρωτήσουν. Η εύκολη λύση και διαφυγή είναι να απαντήσει κανείς «ναι» και να αλλάξει θέμα συζήτησης. «Εσείς με τι ασχολείστε;», έχω ρωτήσει στο παρελθόν όταν με παρομοίασαν με τον πανεπιστημιακό μου δάσκαλο. Η ειλικρινής απάντηση όμως είναι «όχι· δεν έχω και δε θέλω ποτέ να έχω καμία σχέση με ό,τι λέει και ό,τι κάνει».
Για το ευρύ κοινό, το όνομα Μπαμπινιώτης συνδέθηκε με την επιστήμη της γλωσσολογίας στα τέλη της δεκαετίας του 1990, όταν λίγο καιρό μετά την έκδοση του Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, ο Μπαμπινιώτης βρέθηκε να απολογείται ως επιμελητής του λεξικού στα ελληνικά δικαστήρια επειδή αποτύπωσε στο έργο του – ως όφειλε – μια πολύ γνωστή και συνηθισμένη χρήση της λέξης Βούλγαρος:
«(καταχρ. – υβριστ.) ο οπαδός ή παίκτης ομάδας της Θεσσαλονίκης (κυρ. του ΠΑΟΚ)».
Πραγματική ειρωνεία της ζωής να βρίσκεται στο στόχαστρο φανατικών εθνικιστών ένας άνθρωπος με βαθιά ριζωμένες ελληνοκεντρικές ιδέες.
Μέσα από τη δημοσιότητα που έλαβε η έκδοση του λεξικού αλλά και μια συνεχή (αυτο)προβολή του μέσα από τηλεοπτικές εκπομπές γύρω από τη θεωρούμενη ως ορθή χρήση της ελληνικής γλώσσας – στις οποίες απέναντι και δίπλα του δεν είχε ποτέ συναδέλφους γλωσσολόγους αλλά δημοσιογράφους και ηθοποιούς – , ο Μπαμπινιώτης εν πλήρει συνειδήσει του τροφοδότησε την κατασκευή μιας συγκεκριμένης εικόνας σχετικά με το τι είναι και τι κάνει ένας·μία γλωσσολόγος: γράφει λεξικά, ξέρει από πού βγαίνει κάθε λέξη και διορθώνει τα λάθη στη γλώσσα των άλλων ανθρώπων.
Το πρώτο σκέλος δεν είναι στην ουσία του αναληθές. Κάποιοι·ες γλωσσολόγοι όντως έχουν τη συγγραφή λεξικών ως την κύρια επιστημονική και επαγγελματική τους ασχολία.
Το δεύτερο είναι κι αυτό εν μέρει σωστό. Οι γλωσσολόγοι που ασχολούνται με τη λεξικογραφία και την ιστορική γλωσσολογία όντως γνωρίζουν τις ετυμολογίες των λέξεων. Όχι βέβαια όλων, αλλά πολλών και προσπαθούν να βρουν και να καταγράψουν την ιστορική προέλευση όλο και περισσότερων.
Το τρίτο αντιβαίνει στις θεμελιώδεις αρχές της γλωσσολογίας, η οποία είναι περιγραφική και όχι ρυθμιστική επιστήμη. Η γλωσσολογία δε διδάσκει πώς πρέπει να μιλάμε και τι να λέμε. Περιγράφει το πώς μιλάμε και τι λέμε πραγματικά. Χρήσεις, τύπους, προφορές που για κάποιους·ες είναι ‘λάθη’ η γλωσσολογία τα προσεγγίζει μη αξιολογικά αλλά με στόχο να τα ερμηνεύσει και να τα καταγράψει αντικειμενικά. Αυτά μου τα έμαθε ο Γιώργος Μπαμπινιώτης στο πρώτο έτος στο πανεπιστήμιο.
Τις ιδέες όμως αυτές δεν είναι εύκολο να τις ακούσει και να τις δεχτεί ένα ευρύ κοινό που νιώθει τόσο περήφανο για τον εαυτό του όταν του λένε ότι μιλάει τη γλώσσα του Όμηρου, του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη – χωρίς βέβαια να αναλογιστεί ποτέ ότι δεν κόπιασε ούτε στιγμή γι’ αυτό παρά μόνο έτυχε να είναι αυτή η γλώσσα που μιλάει. Δεν πουλάνε αντίτυπα λεξικών ούτε κάνουν νούμερα τηλεθέασης. Και σ’ αυτή τη σκέψη μπορεί ενδεχομένως να βρει κανείς τους λόγους για τους οποίους ο παλιός μου δάσκαλος – αυτός που κρεμόντουσαν από τα παράθυρα στη Φιλοσοφική για να τον ακούσουν – πρόδωσε την ίδια του την επιστήμη.
Μια άλλη πτυχή αυτής της προδοσίας είναι η συστηματική προβολή μύθων για την ελληνική γλώσσα με σκοπό την ανάδειξη της ανωτερότητάς της σε σχέση με τις υπόλοιπες, σχεδόν 8.000 γλώσσες του κόσμου (ή, καλύτερα, κάποιων μορφών και ποικιλιών της ελληνικής, σε καμία περίπτωση όλων). Ένας από αυτούς τους μύθους ανάγει την αρχαία ελληνική γλώσσα σε ύψιστη γλωσσική μορφή που συνδέεται με ένα μακρινό, ένδοξο παρελθόν του οποίου όλοι·ες θέλουν λογικά να είναι κληρονόμοι και κοινωνοί. Κάθε μορφή της ελληνικής που διαφοροποιείται από την αρχαία είναι εκ των πραγμάτων κατώτερης ποιότητας ενώ κάθε μορφή που πλησιάζει στην αρχαία είναι ανώτερη.
Στο βίντεο αυτό ο Μπαμπινιώτης διατυπώνει τη μία επιστημονική ανακρίβεια μετά την άλλη. Οι αντωνυμίες δεν τοποθετούνται πάντα μετά το ρήμα ούτε στα αρχαία ελληνικά ούτε στη σύγχρονη κυπριακή ελληνική ποικιλία. Ανάμεσα στην αρχαία ελληνική και τη σύγχρονη κυπριακή μεσολαβούν αιώνες μεσαιωνικής ελληνικής, η γνώση των οποίων ερμηνεύει το πού θα μπει η αντωνυμία στα κυπριακά. Η γνώση αυτή όμως σκόπιμα σβήνεται. Γιατί αλλιώς πώς θα κάνουμε το μικρό Γιώργο από την Κύπρο να νιώσει περήφανος που είναι έστω και λίγο Αρχαίος Έλληνας;
― «Σαν το Μπαμπινιώτη;»
― «Όχι.»
Υ.Γ. Στην κυπριακή ελληνική, οι άνθρωποι δε λένε «δίνει του», ούτε «λέει του». Λένε «διά του» και «λαλεί του».

Ο Πέτρος Καρατσαρέας είναι γλωσσολόγος