του Άκη Γαβριηλίδη
Εδώ και καιρό, κάποιοι σχολιαστές –συνήθως από εκείνους τους οποίους αποκαλούν απαξιωτικά «δικαιωματιστές» όσοι εχθρεύονται τα δικαιώματα-, όχι και τόσο πολλοί ούτως ή άλλως, έχουν επισημάνει ότι ο λόγος και οι πρακτικές της ορθόδοξης λατρείας, λόγιες και λαϊκές, περιέχουν έντονα αντι-εβραϊκά στοιχεία. Οι σχολιαστές αυτοί, όταν δεν λοιδορήθηκαν ή έχασαν τη δουλειά τους[1], απλώς αγνοήθηκαν· συχνά τους αντιτάχθηκε ότι πρόκειται για «άκακες εκφράσεις της λαϊκής θρησκευτικότητας» και η στερεότυπη νουθεσία/ άσυλο της άγνοιας ότι «δεν πρέπει να αντιμετωπίζουμε το παρελθόν με τα κριτήρια του παρόντος». Ένα επιχείρημα που συνεχίζει να ευδοκιμεί και στις μέρες μας, όποτε κάποιος θέλει να δικαιολογήσει την έχθρα προς τους Εβραίους.
Για να μην προσθέσουμε βέβαια ότι, πρόσφατα, αρχίζει να χρησιμοποιείται για τον ίδιο σκοπό και το ακριβώς αντίστροφο σόφισμα: ότι, δεδομένων όσων κάνουν «οι Εβραίοι» σήμερα, δεν πειράζει αν κάποιος στο παρελθόν εξέφρασε έχθρα γι’ αυτούς. Για παράδειγμα, αντιγράφω αυτολεξεί απόσπασμα από σχόλιο που ανήρτησε στον λογαριασμό μου στο facebook χρήστης που υπογράφει ως «Δημήτρης Κιοσες», όταν είχα κοινοποιήσει εκεί το προηγούμενο ποστ:
Ειναι κατάλληλη εποχη να μιλάμε για στιχουργικές ευαισθησίες περί Εβραίων;
Προς όσους συμμερίζονται την άποψη ότι για τον αντιρατσισμό είναι κατάλληλες ορισμένες μόνο εποχές και όχι άλλες, έχω να θέσω το εξής ερώτημα: είναι η δεκαετία του 60 κατάλληλη να μιλάμε για στιχουργικές ευαισθησίες περί Εβραίων; Και μάλιστα όταν πρόκειται για τους στίχους του Διονύση Σαββόπουλου, από εκείνους που τον καταξίωσαν ως πρωτοπόρο και προοδευτικό αμφισβητία τροβαδούρο της περιόδου εκείνης, όχι από εκείνους που έγραφε αργότερα όταν έγινε νεοορθόδοξος;
Αναφέρομαι στους στίχους του τραγουδιού «Τα παιδιά που χάθηκαν».
Το τραγούδι αυτό, όπως το ξέρουμε όλοι και όπως έχει ηχογραφηθεί, περιέχει μεταξύ άλλων την εξής στροφή:
Για τα παιδιά που τα ’συραν
στης Αφρικής τις αγορές
εμπόροι και ληστές.
Πλην όμως: η εκδοχή αυτή φαίνεται ότι δεν είναι η αρχική που είχε γράψει ο δημιουργός του. Υπάρχει ένα άλμπουμ που κυκλοφόρησε το 2005 με τίτλο Ο Σαββόπουλος στην Λύρα. Σύμφωνα με την περιγραφή του προϊόντος στο διαδίκτυο, πρόκειται για μία «πολυτελή κασετίνα με 10 CD του Διονύση Σαββόπουλου που κυκλοφόρησαν από τη ΛΥΡΑ από το 1966 έως το 1983. Η έκδοση σχεδιάστηκε από τον Αλέξη Κυριτσόπουλο και περιλαμβάνει 180 σελίδες με φωτογραφικό και πληροφοριακό υλικό».
Σε αυτό το πληροφοριακό υλικό περιλαμβάνονται και οι στίχοι των τραγουδιών· στο συγκεκριμένο λοιπόν τραγούδι, στη θέση της λέξης «εμπόροι» αναγράφεται φαρδιά-πλατιά Εβραίοι.
Καθόσον μπορώ να δω, δεν δίνεται πουθενά καμία εξήγηση για αυτή την αναντιστοιχία.
Ένα πιθανό σενάριο είναι ότι το τραγούδι είχε γραφτεί έτσι αρχικά, αλλά μετά, στην ηχογράφηση, κάποιος το επεσήμανε ή ο ίδιος ο Σαββόπουλος το ξανασκέφτηκε· ξέχασε όμως να περάσει τη διόρθωση στο χαρτί, και μετά από τριανταπέντε χρόνια κάποιος βρήκε κάπου το αρχικό χειρόγραφο και το ψηφιοποίησε χωρίς να προσέξει ότι το τραγούδι δεν λέει έτσι.
Προσπαθώ να φανταστώ τι δικαιολογία θα επινοήσουν οι Σαββοπουλιστές.
Θα μπορούσαν ίσως να οχυρωθούν πίσω από τον ισχυρισμό ότι η φράση αυτή είναι παράθεμα, δηλ. ο αφηγητής εδώ μεταφέρει τι έλεγαν τα παραμύθια που του είχε διηγηθεί κάποιος/-α άλλος/-η και όχι την δική του άποψη.
Όμως, αν ήταν έτσι, τότε γιατί το άλλαξε; Και γιατί δεν μας μίλησε ανοιχτά για αυτή την αυτολογοκρισία, εκείνος που ατρόμητα αψήφησε την ετερολογοκρισία του Καραμανλή και αρνήθηκε να αντικαταστήσει τους κομμένους στίχους από το «Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο»;
Δεν ξέρω. Κάθε απάντηση δεκτή.

[1] Αυτή είναι η περίπτωση του νομικού Γιώργου Α. Δούδου, ο οποίος, το μακρινό 1989, είχε δημοσιεύσει άρθρο με τίτλο «Ρίζες αντισημιτισμού» στο περιοδικό Χρονικά, όργανο του Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου της Ελλάδος (αριθμός φύλλου 106, Μάιος-Ιούνιος 1989). Τη συνέχεια την περιγράφει ο ίδιος με σημείωμά του:
«Την εποχή που δημοσιεύθηκε η παραπάνω μικρή μελέτη πρόσφερα τις νομικές υπηρεσίες μου ως Δικηγόρος προς τη Μονή Γρηγορίου του Αγίου Όρους. Η δημοσίευση του μελετήματος στα “ΧΡΟΝΙΚΑ”, προσέλκυσε την προσοχή κάποιων κύκλων εθνοθρησκευτικού σωματείου της Πάτρας, που δεν θυμάμαι την επωνυμία του, που αναδημοσίευσε όλο το μελέτημα στο έντυπο που εξέδιδε. Μάλιστα, στο εθνοθρησκευτικό έντυπο προστέθηκε σχόλιο, που μέσες άκρες, κατηγορούσε τους Εβραίους για το θράσος τους να δημοσιεύσουν γραπτό με τέτοιο περιεχόμενο,, τονίζοντας, πως πίσω από, το εκ πρώτης όψεως, χριστιανικό όνομα του συγγραφέα, κρυβόταν ένας Εβραίος! Η αναδημοσίευση του μελετήματος στο έντυπο της Πάτρας έγινε γνωστή στον τότε ηγούμενο της Μονής Γρηγορίου, αρχιμανδρίτη Γεώργιο Καψάνη, ο οποίος μέσω διαφόρων ιερομονάχων και μοναχών, μου υπέδειξε να ανασκευάσω πλήρως το περιεχόμενο. Στην ουσία, επρόκειτο για έκφραση επιθυμίας αποκήρυξης όσων είχα γράψει. Επειδή η αποκήρυξη ποτέ δεν συνέβη, ενώ οι απόψεις μου, του 1989 είναι επίκαιρες και σήμερα, διακόπηκε η επαγγελματική συνεργασία και η κάθε είδους σχέση μου με την Μονή Γρηγορίου».