του Άκη Γαβριηλίδη
Πριν από 30 περίπου χρόνια είχα διαμείνει για σχετικά σύντομο σχετικά διάστημα στο Λουξεμβούργο. Κατά την διαμονή μου αυτή, έτυχε να παρακολουθήσω μεταξύ άλλων μία εκδήλωση του «Συνδέσμου ελληνολουξεμβουργιανής φιλίας» ή κάπως έτσι, στην οποία είχε κληθεί να μιλήσει ο συγγραφέας Άρης Φακίνος για το βιβλίο του «Το κάστρο της μνήμης». Τότε δεν υπήρχε ακόμα Powerpoint, αλλά υπήρχαν προτζέκτορες που πρόβαλαν διαφάνειες. Ως φόντο για την ομιλία, λοιπόν, προβαλλόταν σε διαφάνεια το εξώφυλλο του δίσκου «Ο Άη Λαός» του Δημήτρη Λάγιου και του Μιχάλη Μπουρμπούλη, στον οποίο τραγουδούσε η Σωτηρία Μπέλλου –σε μια από τις πιο ατυχείς επιλογές της καριέρας της. Ένα εξώφυλλο που δικαιούται πανηγυρικά τη θέση της ελληνικής συμμετοχής στην ομάδα Bad album covers: εικονογράφηση της θεωρίας του «ελληνισμού ως αντίσταση» στο στυλ του πατριωτικού κιτς της δεκαετίας του 70.
Μόλις τελείωσε η ομιλία και δόθηκε ο λόγος στο ακροατήριο, ένας κύριος, Λουξεμβούργιος, κατά τεκμήριο φίλος και όχι εχθρός της Ελλάδας, πήρε το λόγο και ρώτησε τον συγγραφέα: «θεωρείτε ότι ανήκετε στον εκλεκτό λαό του Θεού;».
H ερώτηση προκάλεσε έκπληξη και αμηχανία, σε όλους, μπορώ να πω και σε μένα που δεν είχα δώσει ιδιαίτερη σημασία στην εικαστική πλαισίωση. «Τι εννοείτε;» ρώτησε ο ομιλητής. «Μα εμφανίζετε τον ελληνικό λαό ως peuple saint, ως ιερό», εξήγησε ο ερωτών.
Δεν θυμάμαι καθόλου εάν δόθηκε κάποια απάντηση και ποια. Νομίζω όμως ότι η ερώτηση του Λουξεμβούργιου συνδεσμίτη υπήρξε ένας πρώτος σπόρος που με έκανε να σκεφτώ κάποια πράγματα, τα οποία μία δεκαετία περίπου αργότερα μορφοποιήθηκαν στην Αθεράπευτη νεκροφιλία.
Ασχέτως της εικαστικής και (άρα) ιδεολογικής πτυχής, μιλώντας για την καλλιτεχνική αξία του συγκεκριμένου δίσκου δεν μπορώ να είμαι αντικειμενικός. Γενικά μιλώντας, δεν είμαι ακριβώς φαν του λεγόμενου έντεχνου λαϊκού τραγουδιού, αλλά για τον Δημήτρη Λάγιο θεωρώ ότι είναι ο πλέον ατάλαντος και αδιάφορος μουσικός που πέρασε απ’ αυτό. Ασφαλώς, το ότι πέθανε νέος είναι λυπηρό. Αλλά το γεγονός αυτό δεν έκανε καθόλου καλύτερα τα τραγούδια του.
Ο Μιχάλης Μπουρμπούλης από την άλλη υπήρξε καλός στιχουργός, αλλά είχε κι αυτός τις αδύναμες στιγμές του, και αυτή είναι η πλέον αδύναμη όλων.
Γι’ αυτό, μου προκάλεσε δυσάρεστη έκπληξη το ότι ένα από τα τραγούδια αυτού του δίσκου, το «Θα με δικάσει», περιλήφθηκε στη συναυλία στο Παναθηναϊκό Στάδιο υπέρ των συγγενών των θυμάτων από το ατύχημα των Τεμπών, στο τελευταίο της μέρος, εκείνο του Θανάση Παπακωνσταντίνου, τραγουδισμένο από την Μάρθα Φριντζήλα. Αν δεν μου διέφυγε κάτι, ήταν το μόνο στο μέρος αυτό που δεν αποτελούσε σύνθεση του Παπακωνσταντίνου, και υποθέτω ότι δεν αποτέλεσε ούτε και επιλογή δική του, διότι το τραγούδι αυτό εδώ και χρόνια έχει ενταχθεί στο προσωπικό ρεπερτόριο της τραγουδίστριας.
Η αυθόρμητη αίσθησή μου ήταν ότι το τραγούδι αυτό δεν είχε καμία σχέση με την περίσταση.
Εδώ που τα λέμε, όμως, με τι ακριβώς έχει σχέση;
Με αφορμή αυτό το περιστατικό, έκανα μία πρόχειρη έρευνα στο διαδίκτυο για να δω τι –αν κάτι- λέγεται σχετικά εκεί. Με έκπληξη διαπίστωσα ότι, από όσες αναρτήσεις υπάρχουν για το τραγούδι αυτό, αρκετές –μάλλον οι περισσότερες- θεωρούν ότι αναφέρεται στην Μικρασιατική Καταστροφή. Μερικές το αναφέρουν ήδη στον τίτλο τους –χωρίς ωστόσο καθόλου να εξηγούν σε τι υποτίθεται ότι συνίσταται αυτή η σχέση.
Εάν έχει αξία κάποια προσωπική μαρτυρία, σημειώνω εδώ ότι προσωπικά τυγχάνω απόγονος Ρωμιών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και από τις τέσσερις πλευρές[1]. Μέχρι τώρα, ποτέ δεν μου είχε περάσει από το μυαλό ότι το τραγούδι αυτό μιλά για εκείνους, δεν είχα αναγνωρίσει σε αυτό κάτι από την εμπειρία τους.
Bέβαια, για να είμαι ειλικρινής, πρέπει να πω ότι δεν είχα και ποτέ καθήσει να ακούσω όλους τους στίχους του τραγουδιού· μόλις τύχαινε σε κάποιο ραδιόφωνο (ή άλλη πηγή την οποία ήλεγχα) να ακουστεί η αρχή του, άλλαζα σταθμό. Αλλά ακριβώς αυτό το γεγονός δείχνει ότι δεν με είχε τραβήξει καθόλου.
Με την προχθεσινή αφορμή, για να μου φύγει η περιέργεια, έψαξα και βρήκα ότι οι στίχοι αυτοί έχουν ως εξής:
Θα με δικάσει ο κούκος και τ’ αηδόνι,
μα στην Αγιάσο, σταυρουδάκι μου χρυσό,
τις νύχτες που θα πέφτει άσπρο χιόνι
οι Τσέτες θα κρεμάνε το Χριστό.
Στον ουρανό που κάναμε ταβάνι
δε βλέπουμε τις νύχτες ξαστεριά.
Κουρσάροι, Φράγκοι, Βενετσιάνοι
μας πούλησαν για γρόσια και φλουριά.
Στην Τροία μεγαλώνουνε τα στάχυα
και στην Αγιάσο, σε μιαν έρμη εκκλησιά,
ζωγράφισε ο Θεόφιλος με αίμα
το χάρο να φοράει θαλασσιά.
Η εντύπωσή μου δεν μεταβλήθηκε: πρόκειται για λόγια μεγαλόστομα, ασαφή και κακοφτιαγμένα, με διάφορα υποτίθεται φορτισμένα ποιητικά σύμβολα τα οποία όμως είναι φλου αρτιστίκ, ετερόκλητα, δεν λειτουργούν και δεν «δένουν» για να παραγάγουν κάποιον σπινθήρα νοήματος ή συγκίνησης.
Kαταρχάς: ποιος μιλάει εδώ, σε ποιον, και για ποιο θέμα; Έχουμε ένα πρώτο ενικό πρόσωπο, εκείνο το οποίο προλέγει ότι θα το δικάσουν δύο πτηνά, ένα δεύτερο ενικό πρόσωπο (εκτός κι αν δεν είναι πρόσωπο αλλά απλώς υλικό αντικείμενο, το «σταυρουδάκι»), και ένα πρώτο πληθυντικό, εκείνους οι οποίοι κοιμήθηκαν στο ύπαιθρο και τους πούλησαν –χωρίς να είναι σαφές εάν σε αυτούς περιλαμβάνεται ο υπόδικος ή/ και το σταυρουδάκι.
Τι αντικείμενο θα έχει αυτή η δίκη; Οι απαντήσεις των διαδικτυακών θαυμαστών διίστανται: κάποιοι θεωρούν ότι θα ζητά ευθύνες για τις καταστροφές που υπέστη το έθνος. (Ερμηνεία όμως η οποία αποκλείει το ενδεχόμενο ο ομιλών να είναι κάποιο από τα θύματα της καταστροφής· εκτός εάν συγκεντρώνει και τις δύο ιδιότητες). Ένας μάλιστα συνδέει την αναζήτηση ευθυνών με την … υπογραφή της συμφωνίας των Πρεσπών (!). Τουλάχιστον μία, αντίθετα, θεωρεί ότι η «δίκη» αυτή είναι μετωνυμία των ταλαιπωριών και των βασάνων τα οποία υφιστάμεθα όλοι εμείς, ο «απλός (/ άγιος) λαός», χωρίς να μας αξίζουν.
Γιατί θα είναι δικαστές τα δύο αυτά πτηνά; Άγνωστο. Από άποψη συνειρμών, ας σημειωθεί ότι το μόνο γνωστό σε μένα λεκτικό προηγούμενο στα ελληνικά όπου αυτά αναφέρονται μαζί είναι η έκφραση «μας βγήκε ο κούκος αηδόνι», με την οποία δηλώνουμε ότι κάτι έχει υπερεκτιμηθεί, έχει στοιχίσει δυσανάλογα σε σχέση με την πραγματική του αξία.
Η μόνη λέξη, σε όλο αυτό το κείμενο, που παραπέμπει με σαφήνεια στα γεγονότα των δεκαετιών του 1910 και 20 στη Μικρά Ασία είναι οι «τσέτες» –η οποία δήλωνε τα μέλη των ένοπλων συμμοριών ατάκτων, ή, παλαιότερα, ληστών, οι οποίοι «αιχμαλωτίστηκαν» (με την έννοια των Ντελέζ/Γκουατταρί) από τους εθνικούς στρατούς και περιστασιακά εξυπηρέτησαν τους σκοπούς τους[2]. Ωστόσο, ακόμα και η σύνδεση αυτή αδυνατίζει καθόσον αυτοί οι τσέτες φέρεται να δρουν στην Αγιάσο, δηλαδή στη Μυτιλήνη, όχι στη Μικρά Ασία· και, κυρίως, η δραστηριότητά τους αυτή συνίσταται στο ότι … σταυρώνουν το Χριστό. Δηλαδή τίθενται στη θέση των «άνομων Εβραίων».
– Μεταγενέστερη (15/10) προσθήκη-παρεμβολή:
Αφού είχε δημοσιευθεί η ανάρτηση, ο τραγουδοποιός και δισκογραφικός παραγωγός Μωυσής Ασέρ μου μετέφερε την εξής τρομερά ενδιαφέρουσα μαρτυρία:
Το είχα ακούσει σε μια συναυλία του Λάγιου πριν την κυκλοφορία του δίσκου, με τη φωνή του Γιάννη Κούτρα, όπου αντί για «Τσέτες» έλεγε «Εβραίοι» προφανώς έγινε αυτολογοκρισία!
Η λεπτομέρεια αυτή, την οποία φυσικά αγνοούσα όταν έγραφα, ρίχνει ένα νέο φως στην όλη συζήτηση, εφόσον δείχνει ότι ακόμη και αυτό το μοναδικό στοιχείο που συνδέει τα λόγια με τη Μικρασιατική Καταστροφή δεν ήταν καν η αρχική επιλογή του στιχουργού, και προφανώς επιβεβαιώνει ακόμη περισσότερο την ερμηνεία μέσω της ανταγωνιστικής ταύτισης/ φθόνου προς τους Εβραίους που ήδη είχα προτείνει.-
Στην ίδια όμως θέση τίθενται και οι Έλληνες. Σύμφωνα με ένα σχήμα διπλής ταύτισης τυπικό για τον λεκτικό σχηματισμό της αθεράπευτης νεκροφιλίας, στη φαντασίωσή του το υποκείμενο λέει: με διώκουν οι Εβραίοι, αλλά και εγώ είμαι οι Εβραίοι. Αυτή τη φορά όχι καθόσον είναι «θεοκτόνοι» αλλά καθόσον είναι, ακριβώς, ο εκλεκτός λαός του Θεού που υποφέρει χωρίς να έχει φταίξει και χωρίς να το αξίζει, που είναι όχι θύτες αλλά τα κατεξοχήν θύματα.
Εξ ου και το δεύτερο πρόσωπο είναι ένα «σταυρουδάκι», δηλ. μικρογραφία του οργάνου μαρτυρικής θανάτωσης του Εβραίου προφήτη από τους άλλους Εβραίους.
Αλλά μία αγόρευση ριζοσπαστικού πατριωτισμού δεν είναι πλήρης χωρίς και ένα τουλάχιστον σύμβολο της αγνής ελληνικότητας όπως το κατασκεύασε η γενιά του 30. Έτσι, στο τελευταίο τετράστιχο εμφανίζεται και ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ, να δρα και αυτός επίσης στην Αγιάσο. Και, φυσικά, μέσα σε μία εκκλησία.
Δεν είμαι επαΐων στο έργο του συγκεκριμένου ζωγράφου, αλλά δεν νομίζω ότι όσα του αποδίδονται αντιστοιχούν έστω απόμακρα σε κάτι που πραγματικά έκανε εν ζωή. Βεβαίως, ζωγράφιζε· δεν έχω υπόψη μου όμως να ζωγράφισε ποτέ με αίμα τον Χάρο να φοράει θαλασσιά. Εάν το σενάριο αυτό αποτελεί μη πραγματικό ποιητικό εύρημα, δεν μου γεννά κανέναν συνειρμό· σίγουρα όχι κάποιον που να σχετίζεται με την Μικρασιατική Καταστροφή.
Πώς μπορεί λοιπόν να εξηγηθεί η απήχηση που συναντά ένα τέτοιο τραγούδι; Μα ακριβώς με βάση τα ίδια στοιχεία που εντοπίζονται εδώ ως ελαττώματά του, και τα οποία από τη συγκεκριμένη οπτική μπορεί να θεωρηθούν πλεονεκτήματα: μιλά για άδικες ταλαιπωρίες, χωρίς να λέει ακριβώς το όνομά τους· ή λέγοντας ονόματα τα οποία μπορεί να ταιριάξουν με περισσότερες της μιας ιστορικές ή μυθολογικές περιστάσεις, ώστε ο καθένας να μπορεί να πάρει εκείνη που τον βολεύει. Και μιλά για λογοδοσία, χωρίς να λέει ποιος συγκεκριμένα θα την ζητήσει από ποιον και για ποιες πράξεις ή παραλείψεις, ώστε ο καθένας να μπορεί να πάρει εκείνη που τον βολεύει. Το μόνο σίγουρο πάντως είναι ότι αυτός που υποφέρει είναι ο ελληνισμός, και ότι γι’ αυτό φταίνε οι ξένοι που τον «πούλησαν», οι μεγάλες δυνάμεις –ποτέ οι μικρές, προς θεού.
Ο «αντιλαϊκιστής» Στάθης Καλύβας χαλάστηκε από τη συναυλία, στην οποία διέγνωσε «λαϊκισμό». Άλλες πανεπιστημιακοί πάλι, πιο ευφάνταστες, σκέφτηκαν συνειρμικά τον … Νασράλα. (Φαντάζομαι κοινό έδαφος που ευνόησε τον συνειρμό είναι ο «κοινοτισμός» που υποτίθεται ότι χαρακτηρίζει και τα δύο μέρη, και που αποτελεί προσφιλή επίκριση της αντι-woke ατζέντας μαζί με τον «ισλαμοαριστερισμό». Στο παρελθόν μάλιστα υπήρξε και κάποιος που δημοσίευσε μία ολόκληρη ανάλυση/ καταγγελία κατά του Θανάση Π. με επίκεντρο αυτήν ακριβώς την κατηγορία).
Βυθισμένος στον θετικισμό και την ουσιοκρατία του, ο Καλύβας δεν σκέφτηκε καθόλου ότι, ακριβώς, ο λαϊκισμός δεν είναι μία ποσότητα, αλλά μία σχέση· ορθότερα, είναι η διαδικασία που αρθρώνει κάποια σημαίνοντα τα οποία καθεαυτά δεν είναι σημαδεμένα προς τα εδώ ή προς τα εκεί, έτσι ώστε να παράγουν εκάστοτε κάποιο συγκεκριμένο νόημα. Οπότε, με το να πούμε ότι μία κοινωνική μορφή ή έκφραση είναι «λαϊκισμός» δεν λέμε και πολλά πράγματα· σχεδόν όλες είναι. Το ζήτημα είναι ακριβώς να σκεφτούμε ποια σημαίνοντα, τι είδους διαδικασία, τι είδους νόημα.
Εν προκειμένω, μια αισθητική μορφή μπορεί να συμπυκνώνει σε μια επίπεδη ψευδο-ναΐφ αφίσα τους ήρωες του 21 και τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους όπως τους βλέπαμε σε πορτραίτα στα δημοτικά μας σχολεία επί χούντας, πασπαλισμένους με λίγο Άρη Βελουχιώτη και με άλλους επιφανείς άνδρες του έθνους –συν κάποιες γυναίκες, όχι πάρα πολλές όμως- και να αναγορεύει αυτό το αυθαίρετο σύνολο σε άγιο λαό. Είναι αυτό «λαϊκισμός»; Ίσως. Κυρίως όμως, είναι ένας σχηματισμός συμβιβασμού-συμπύκνωσης ο οποίος επιτρέπει σε κάποιους να μιλάνε, έστω κωδικοποιημένα, για μια αμφισβητησιακή κοινωνική πρακτική, χωρίς να αμφισβητούν –είτε διότι δεν επιτρέπεται, είτε διότι δεν επιθυμούν ούτε οι ίδιοι- τις κόκκινες γραμμές του έθνους. Μιλάνε για «εθνική αντίσταση»· από αυτό όποιος θέλει παίρνει κυρίως την εθνικότητα, όποιος θέλει κυρίως την αντίσταση. Όταν βλέπουμε κάποιες επόμενες γενιές, μετά από δεκαετίες, να υιοθετούν –εν μέρει και- αυτά τα λογοθετικά σχήματα, δεν κερδίζουμε τίποτε με το να τα ψέγουμε και να τα απορρίπτουμε με μονολεκτικούς χαρακτηρισμούς· καλό είναι να ενδιαφερθούμε να μάθουμε τι τους λένε, γιατί θεώρησαν ότι ένα τέτοιο σχήμα αρμόζει στην συλλογική διαχείριση ενός τωρινού κοινωνικού τραύματος. Εάν βέβαια ενδιαφερόμαστε να κατανοήσουμε την κοινωνία στην οποία ζούμε και όχι να την πειθαρχήσουμε· και εάν θέλουμε αν μη τι άλλο να παραδεχθούμε ότι εδώ υπάρχει ένα τραύμα, και όχι να ζητήσουμε από τους ενδιαφερόμενους να πουν «ε, τι να γίνει, ένα ατύχημα ήταν, ας επικεντρωθούμε στα θετικά της πορείας της χώρας μας η οποία ανέβηκε επενδυτική βαθμίδα στις αξιολογήσεις». Διότι όποιος αναμένει κάτι τέτοιο, μάλλον ζει εκτός πραγματικότητας και δεν μπορεί να έχει την αξίωση να μας την αναλύσει και να τον πάρουμε στα σοβαρά. Και πάντως, δεν είναι λιγότερο λαϊκιστής –ή εθνικιστής- από εκείνους που (φαντάζεται ότι) επικρίνει.

[1] Ο Μπουρμπούλης, πάλι, όχι· ήταν Επτανήσιος.
[2] Εκτός βέβαια και αν θεωρήσουμε υπαινιγμό στα γεγονότα αυτά την κάπως ξεκάρφωτη αναφορά στην Τροία. Η Τροία βέβαια συνδέεται με μία επιθετική στρατιωτική εισβολή από την περιοχή της σημερινής Ελλάδας στην περιοχή της σημερινής Τουρκίας. Το ότι «μεγαλώνουνε τα στάχυα» μπορεί να σημαίνει ότι η πόλη ερήμωσε και έμεινε ακατοίκητη μετά την κατάληψή της, αλλά και ότι η γη στην χαμένη μας πατρίδα είναι εύφορη και συνεχίζει να καρποφορεί εν τη απουσία μας.