ρατσισμός,Εθνικισμός,Πόλεμος

Το Ισραήλ έχει χάσει την ιστορική του νομιμοποίηση

του Ετιέν Μπαλιμπάρ

Μερικές προκαταρκτικές παρατηρήσεις.

Πρώτον, πρέπει να ομολογήσω ότι είμαι τρομερά απαισιόδοξος για τις εξελίξεις στην «ιστορική Παλαιστίνη». Σε μια ανάλυση που δημοσιεύθηκε στις 21 Οκτωβρίου του περασμένου έτους, εξέφρασα τον φόβο ότι ο πόλεμος εξόντωσης που εξαπέλυσε το Ισραήλ κατά της Γάζας ως εκδίκηση για την αιματηρή εισβολή της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου θα οδηγούσε στην ολοκληρωτική καταστροφή της χώρας και των κατοίκων της. Η Παλαιστίνη: εις θάνατον[1]. Και αυτό επιβεβαιώνεται αυτή τη στιγμή, μετά από μήνες σφαγής της οποίας ο γενοκτονικός χαρακτήρας είναι οφθαλμοφανής. Η ενεργητική ή παθητική συνενοχή της διεθνούς κοινότητας, παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, δεν έχει βοηθήσει τα πράγματα, αρχής γενομένης από τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες προμηθεύουν το Ισραήλ με τις βόμβες που συνθλίβουν τη Γάζα και ασκούν βέτο σε κάθε ψήφισμα που ζητά αποτελεσματική κατάπαυση του πυρός. Τα αραβικά κράτη του Κόλπου και η Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν και αυτά τις ευθύνες τους. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο παλαιστινιακός λαός έχει επανειλημμένα αποδείξει την ικανότητά του να επιβιώνει και να υπερασπίζεται τα δικαιώματά του, αλλά είναι δύσκολο να αποφύγουμε την απαισιοδοξία. Αυτός δεν είναι λόγος να μην προσπαθήσουμε να φανταστούμε το αδύνατο. Για να μην πω ότι είναι υποχρέωσή μας.

Δεύτερον, μιλάω εδώ ως διανοούμενος, ως κομμουνιστής και ως Εβραίος (μεταξύ άλλων ταυτοτήτων, καμία από τις οποίες δεν είναι αποκλειστική). Το Ισραήλ παρουσιάζεται πάντα ως το «καταφύγιο» που χρειάζονται οι Εβραίοι σε όλο τον κόσμο απέναντι στην επίμονη απειλή του αντισημιτισμού, πράγμα που του δίνει το δικαίωμα να «υπερασπιστεί» τον εαυτό του με οποιοδήποτε κόστος. Αλλά ο εγγονός κάποιου που συνελήφθη στο μπλόκο του Vel’ d’Hiv και πέθανε στο Άουσβιτς δεν μπορεί να δεχτεί τη διαρκή επίκληση της μνήμης της Σοά για να δικαιολογήσει την αποικιοκρατία, το απαρτχάιντ, την καταπίεση, μέχρι και την εξόντωση με το πρόσχημα της «προστασίας του εβραϊκού λαού». Παραδέχομαι ότι αυτή η ομολογία πίστης εκ μέρους μου θα θέσει υπό αμφισβήτηση την ουδετερότητα της κρίσης μου, αλλά σε αυτό το ζήτημα κανείς δεν είναι ουδέτερος.

Τρίτον, θλίβομαι για όλα τα θύματα της συνεχιζόμενης σύγκρουσης, ακόμη και για εκείνους που θα μπορούσε να ειπωθεί ότι φέρουν μία ευθύνη για όσα τους συμβαίνουν. Αυτό ισχύει για το παρελθόν, για το παρόν, αλλά και για το μέλλον, διότι πιστεύω, δυστυχώς, ότι η καταστροφή που προκάλεσε αυτός ο πόλεμος θα εξαπλωθεί ακόμη περισσότερο και θα απειλήσει όλους τους κατοίκους της περιοχής. Θα υπάρξουν και άλλα θύματα, άλλα «αθώα», άλλα «ένοχα». Οι πράξεις τους δεν είναι ίδιες, αλλά οι θάνατοί τους εγγράφονται όλοι στην ίδια τραγωδία.

Τέταρτον και τελευταίο, πρέπει να πω ότι δεν είμαι ικανοποιημένος από τον τρόπο με τον οποίο οργανώθηκε και δημοσιοποιήθηκε αυτό το συνέδριο[2]. Θα προτιμούσα μια διαφορετική εισαγωγική «αφήγηση» και μια διαφορετική σύνθεση των στρογγυλών τραπεζιών. Απ’ ό,τι αντιλαμβάνομαι, κάποιοι από τους συμμετέχοντες που είχαν αρχικά ανακοινωθεί αποφάσισαν να αποσυρθούν, αν και εγώ ο ίδιος προτίμησα να μείνω και να προσπαθήσω να πω όσα σκέφτομαι. Αλλά στην παρούσα μορφή του το συνέδριο αυτό δεν είναι ισορροπημένο. Θα έπρεπε να περιλαμβάνει τους νομικούς που κατήρτισαν το φάκελο της Νότιας Αφρικής προς υποστήριξη της κατηγορίας της γενοκτονίας ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου (ή κάποιον από τους συνεργάτες τους), ισραηλινούς αντισιωνιστές ιστορικούς, εκπροσώπους νοτιοαφρικανικών και άλλων συλλογικοτήτων που υπερασπίζονται την παλαιστινιακή υπόθεση, και όχι μόνο υπερασπιστές της ισραηλινής πολιτικής, ορισμένοι από τους οποίους υποστηρίζουν την εκδίωξη των Παλαιστινίων από την Παλαιστίνη.

 

Θα συνοψίσω τώρα τις θέσεις μου σε τρία σημεία.

Η 7η Οκτωβρίου και τα επακόλουθά της. Η θανατηφόρα επίθεση της Χαμάς σε χωριά, στρατιωτικές θέσεις και ένα ρέιβ πάρτι στο οποίο συμμετείχαν χιλιάδες επισκέπτες ενός φεστιβάλ, συνοδευόμενη από δολοφονίες αμάχων, βιασμούς και άλλες αγριότητες, καθώς και απαγωγές ομήρων, έλαβε χώρα σε ένα συγκείμενο που έρχεται μετά από πολυετή ισραηλινή καταπίεση και τρομοκρατικές επιχειρήσεις κατά της Λωρίδας της Γάζας και του πληθυσμού της. Από αυστηρά στρατιωτική άποψη, αυτό που την κατέστησε δυνατή ήταν η αδιαλλαξία του ισραηλινού στρατού και η μακροχρόνια διαπλοκή του εβραϊκού κράτους με την Χαμάς, την οποία είχε επιλέξει και αναδείξει ως ιδανικό αντίπαλο. Η σημερινή εκδίκηση αυτό ακριβώς θέλει να κάνει ξεχαστεί –ή να αντισταθμίσει. Αλλά αυτό δεν δικαιολογεί τίποτα. Η επίθεση της Χαμάς δεν ήταν, όπως συνηθίζουν να λένε, ένα «πογκρόμ» (εναντίον παλαιστινιακών χωριών γίνονται σήμερα πογκρόμ στη Δυτική Όχθη). Ήταν όμως αναμφισβήτητα μια τρομοκρατική ενέργεια. Ιστορικά, η τρομοκρατία και η αντίσταση δεν είναι ασύμβατες έννοιες, αν και η πρώτη μπορεί να αμαυρώσει τη νομιμότητα της δεύτερης. Εξακολουθώ να πιστεύω ότι η Χαμάς είχε προβλέψει πως η αιματηρή της επίθεση θα κατέληγε σε καταστροφική εκδίκηση. Ως εκ τούτου, ανέλαβε συνειδητά την ευθύνη να θυσιάσει τους δικούς της ανθρώπους για να επιφέρει μια «στρατηγική» ήττα στον εχθρό, και το τίμημα που θα πληρώσει θα είναι μακροπρόθεσμο και τρομερό.

Αλλά τι γίνεται με την άλλη πλευρά; Η ισραηλινή κυβέρνηση με τον στρατό της, που τελεί όλο και περισσότερο υπό την επιρροή του κόμματος των εποίκων (ενός κόμματος φασιστικού), αλλά μπορεί επίσης να υπολογίζει στην κατανόηση της μεγάλης πλειοψηφίας των Εβραίων πολιτών που είναι σίγουροι για τα δικαιώματά τους και που ο εθνικισμός τους τους κάνει να αδιαφορούν για την τύχη των Παλαιστινίων (με εξαιρέσεις που είναι ακόμη πιο αξιοθαύμαστες επειδή αντιμετωπίζουν όλο και μεγαλύτερη καταστολή), εκμεταλλεύτηκε κυνικά το τραύμα του πληθυσμού και άδραξε αυτήν την «θαυμάσια ευκαιρία» για να «τελειώσει τη δουλειά» (όπως είπε ο Νταβίντ μπεν Γκουριόν το 1948): αναβιώνοντας τη Νάκμπα, επεκτείνοντας τους οικισμούς της Δυτικής Όχθης, εκδιώκοντας και αποδεκατίζοντας τους Παλαιστίνιους, ισοπεδώνοντας τα μνημεία που μαρτυρούν την ιστορία και τον πολιτισμό τους. Πάνω απ’ όλα, σχεδίασε και πραγματοποίησε μια από τις μεγαλύτερες σφαγές αμάχων στην πρόσφατη ιστορία, η οποία συνεχίζεται ακόμη και σήμερα. Είναι αδύνατο να μην μιλήσουμε εδώ για γενοκτονία. Τον περασμένο Ιανουάριο, το Διεθνές Δικαστήριο, σε μια απόφαση που εξέδωσε μετά από προσφυγή της Νότιας Αφρικής, έκανε λόγο για «σοβαρό και άμεσο κίνδυνο». Ο κίνδυνος αυτός υλοποιήθηκε έκτοτε, πράγμα που σημαίνει ότι η γενοκτονία βρίσκεται σε εξέλιξη. Οι ειδήσεις, πάντοτε ήδη μεροληπτικές, που φτάνουν σε εμάς από το έδαφος της Γάζας, στο οποίο δεν μπορεί να μπει κανείς, είναι δυσβάστακτες. Όπως έδειξε η μεταγενέστερη απόφαση του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου που ζητούσε την έκδοση ενταλμάτων σύλληψης για τους ηγέτες του Ισραήλ και της Χαμάς (ένας εκ των οποίων δολοφονήθηκε έκτοτε), τίποτα από όλα αυτά δεν διαγράφει τα εγκλήματα της 7ης Οκτωβρίου. Αλλά ο πόλεμος εξόντωσης του Ισραήλ επιφέρει μια ποιοτική αλλαγή στο επίπεδο της βίας, η οποία επηρεάζει ανεπανόρθωτα την αντίληψή μας για τη φύση της σύγκρουσης.

Το να μιλάμε για ισραηλινο-παλαιστινιακή «σύγκρουση» είναι στην πραγματικότητα ευφημισμός. Αυτό είναι το δεύτερο σημείο μου. Διότι αυτή η σύγκρουση ήταν πάντα βαθιά ασύμμετρη, τόσο από την άποψη της ισορροπίας δυνάμεων όσο και από ηθική άποψη. Άβυσσος χωρίζει τους αντιπάλους. Ήδη πριν από το 1948 και, ιδίως, μετά, οι Παλαιστίνιοι υπέστησαν αποικισμό, απαλλοτρίωση (μέσω μιας συστηματικής πολιτικής εξαγοράς και στη συνέχεια δήμευσης της γης), εθνοκάθαρση, φυλετικές διακρίσεις και υποβιβασμό στην κατηγορία του πολίτη δεύτερης κατηγορίας· όλα αυτά μαζί οδηγούν στη διαγραφή ενός ολόκληρου λαού στο ίδιο του το έδαφος, με τη δική του ιστορία και πολιτισμό. Δεν λέω ότι οι Παλαιστίνιοι δεν φέρουν καμία ευθύνη για τον τρόπο με τον οποίο τέθηκε σε κίνηση και εκτυλίχθηκε αυτή η διαδικασία. Δεν υπήρξε όμως ποτέ συμμετρία, το δε επίπεδο βαρβαρότητας στο οποίο φτάσαμε σήμερα δεν έχει προηγούμενο. Για το λόγο αυτό, δεν μπορούμε να αμφισβητήσουμε το δικαίωμα των Παλαιστινίων να αντισταθούν στην εξόντωσή τους, ακόμη και με τη βία των όπλων, πράγμα που δεν σημαίνει ότι κάθε στρατηγική είναι σωστή ή ότι κάθε μορφή αντι-βίας είναι δίκαιη. Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, το ζήτημα της νομιμότητας τίθεται με εντελώς διαφορετικούς όρους. Έχει σημειωθεί μια δραματική αντιστροφή. Δεν θεωρώ καθόλου ότι η ισραηλινή οντότητα όπως αναγνωρίστηκε από τα Ηνωμένα Έθνη το 1948 (παρά την αντίθεση των αραβικών χωρών) ήταν παράνομη. Θεωρώ όμως ότι η νομιμότητα του κράτους του Ισραήλ ήταν υπό προϋποθέσεις και ότι, έκτοτε, οι προϋποθέσεις αυτές έχουν αναιρεθεί. Γιατί συνέβη αυτό; Αυτό που έδωσε στο Ισραήλ την πολιτική και ηθική του νομιμοποίηση δεν ήταν ασφαλώς ο μύθος της «επιστροφής» των εξόριστων Εβραίων στη Γη της Επαγγελίας (την οποία η Γκόλντα Μέιρ πίστευε ότι θα μπορούσε να περιγράψει ως «γη χωρίς λαό για έναν λαό χωρίς γη»). Ούτε ήταν η μακρά ιστορία των εβραϊκών οικισμών στην Παλαιστίνη, που προωθούσε το σιωνιστικό κίνημα από τα μέσα του 19ου αιώνα. Ο ισραηλινός ιστορικός Shlomo Sand το έθεσε καλά σε μια πρόσφατη τοποθέτησή του: τα ευρωπαϊκά έθνη, με τον ενίοτε σφοδρό αντισημιτισμό τους και τις διώξεις τους, «ξέρασαν εμάς τους Εβραίους» (και είναι ακόμη πιο ειρωνικό ότι οι Σιωνιστές παρουσιάστηκαν τότε ως φορείς μεταλαμπάδευσης του ευρωπαϊκού πολιτισμού και του εκσυγχρονισμού στην Ανατολή!) Αυτό προφανώς δεν συνεπαγόταν καμία υποχρέωση των αυτοχθόνων να τους ανοίξουν την αγκαλιά τους (έστω και αν, ιδανικά, η ίδρυση εβραϊκών αποικιών στην Παλαιστίνη θα μπορούσε να οδηγήσει στην ενσωμάτωσή τους σε μια κοινωνία που είχε πάντα πολυπολιτισμικό και κοσμοπολίτικο χαρακτήρα). Η μόνη και αποκλειστική βάση αυτής της νομιμότητας –αλλά με μεγάλο βάρος- ήταν η ικανότητα του κράτους του Ισραήλ να προσφέρει καταφύγιο και ένα κοινό μέλλον στους επιζώντες της Σοά, τους οποίους όλος ο κόσμος είχε απορρίψει. Τουλάχιστον εμμέσως, και σε αντίθεση με τις βαθιά ριζωμένες τάσεις της σιωνιστικής ιδεολογίας (που από αυτή την άποψη είναι καθαρός και απλός ευρωπαϊκός εθνικισμός), η θεμελίωση αυτή συνοδευόταν από δύο προϋποθέσεις που έπρεπε να εκπληρωθούν μακροπρόθεσμα: 1) η εγκατάσταση των Εβραίων εποίκων έπρεπε να γίνει αποδεκτή από τους γείτονές τους, μέσω διαπραγματεύσεων που θα οδηγούσαν σε μια συμμαχία μεταξύ των λαών, αντί τα ιστορικά εδάφη των Παλαιστινίων να μονοπωλούνται από τους νεοφερμένους που πιστεύουν ή ισχυρίζονται ότι έχουν ένα «πανάρχαιο δικαίωμα» σε αυτά· 2) το κράτος του Ισραήλ έπρεπε να οικοδομηθεί ως ένα δημοκρατικό και κοσμικό κράτος, που θα παρέχει ίσα δικαιώματα και ίση αξιοπρέπεια σε όλους τους πολίτες του. Αντί για όλα αυτά, το κράτος του Ισραήλ, (με κόστος εσωτερικές συγκρούσεις και εκμεταλλευόμενο διάφορες διεθνείς συγκυρίες, μεταξύ των οποίων και οι πόλεμοι που διεξήγαγαν ή σχεδίασαν τα αραβικά κράτη), θεσμοθέτησε τις εθνοτικές διακρίσεις, συστηματοποίησε την κρατική τρομοκρατία και παρακάμπτει διαρκώς το διεθνές δίκαιο, λες και η μεσσιανική του αποστολή το τοποθετούσε υπεράνω του νόμου. Η διαδικασία αυτή κορυφώθηκε το 2018 όταν το Ισραήλ ανακηρύχθηκε «έθνος-κράτος του εβραϊκού λαού», με άλλα λόγια, υιοθετήθηκε ένας ρατσιστικός αυτοπροσδιορισμός που δικαιολογεί το απαρτχάιντ και προοιωνίζεται εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Το Ισραήλ έχει χάσει την ιστορική του νομιμοποίηση –το λέω αυτό με θλίψη και ανησυχία για τις συνέπειες. Δεν αισθάνομαι καμία Schadenfreude [χαιρεκακία].

Το τρίτο μου σημείο είναι το εξής: κάθε λαός έχει το δικαίωμα να υπάρχει, και εννοώ κάθε λαός, και επομένως είναι έγκλημα κατά της ανθρωπότητας να του αρνούμαστε ή να του στερούμε αυτό το δικαίωμα. Αυτό περιλαμβάνει την ασφάλεια, την προστασία και την αυτοάμυνα. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι το δικαίωμα στην ύπαρξη μπορεί να ασκείται με οιαδήποτε συνταγματική μορφή, με οιοδήποτε όνομα, εντός οιωνδήποτε συνόρων και συμπίπτει με την διακήρυξη κάποιας απόλυτης κυριαρχίας που να αγνοεί τα δικαιώματα των άλλων λαών, λες και ο καθένας στέκεται μόνος του υπό το βλέμμα του Θεού ή της Ιστορίας. Το όλο ζήτημα τώρα στην περίπτωση της Παλαιστίνης είναι ότι τον τελευταίο αιώνα, μέσα από μια τραγική αλυσίδα βίας και αντιπαραθέσεων, έγινε η γη δύο λαών, μια γη όπου άνδρες και γυναίκες από δύο διαφορετικές προγονικές γραμμές και δύο διαφορετικούς πολιτισμούς θάβουν τους νεκρούς τους και μεγαλώνουν τα παιδιά τους δίπλα-δίπλα. Για να μπορέσουν να ζήσουν μαζί ειρηνικά, να μοιράζονται τους πόρους και το δικαίωμα ύπαρξης που τους ανήκει, θα πρέπει να ξαναδημιουργηθούν οι συνθήκες· αλλά ο σημερινός πόλεμος αυτό το καθιστά πρακτικά αδιανόητο. Και πάλι, δεν λέω ότι οι Παλαιστίνιοι δεν φέρουν καμία ευθύνη, ειδικά αν βασίζονται στην πολιτική της τζιχάντ. Αλλά ο ισραηλινός ιμπεριαλισμός, στον οποίο οι «δημοκρατικοί θεσμοί» του εβραϊκού κράτους δεν θέτουν ουσιαστικά κανένα εσωτερικό εμπόδιο, είναι αυτός που έχει υπονομεύσει τη δυνατότητα αυτή. Για να ανατρέψουμε αυτό που τώρα φαίνεται μοιραίο, θα έπρεπε να επινοήσουμε κάποια μορφή ομοσπονδίας και να φανταστούμε το δρόμο που θα οδηγούσε στην αποδοχή της από τους δύο λαούς, με την υποστήριξη της διεθνούς κοινότητας και υπό την εποπτεία των θεσμών της. Από αυτή την άποψη, οι έννοιες «λύση ενός κράτους» ή «λύση δύο κρατών» παραμένουν αφηρημένες φόρμουλες, οι οποίες κάνουν κύκλους, όσο δεν πληρούται η απαράβατη προϋπόθεση για μια διευθέτηση, όπως είχε πει ξεκάθαρα μετά το Όσλο ο Έντουαρντ Σαΐντ: «ισότητα ή τίποτα». Πράγμα που σημαίνει επίσης ότι πρέπει να ξεκινήσουμε με την αποκατάσταση των αδικιών που έχουν διαπραχθεί και να αντιστρέψουμε την πορεία. Είμαστε πιο μακριά από ποτέ. Αλλά δεν πρέπει να κουραστούμε να επαναβεβαιώνουμε την αρχή.

Αν υποθέσουμε ότι κινούμαστε προς αυτή την κατεύθυνση, οι άμεσες απαιτήσεις δεν είναι δύσκολο να διατυπωθούν. Είναι πιο δύσκολο να υλοποιηθούν.

Αυτό που χρειάζεται είναι μια άνευ όρων κατάπαυση του πυρός στη Γάζα, ακολουθούμενη από την ανταλλαγή των επιζώντων ομήρων με πολιτικούς κρατούμενους, την πλήρη εκκένωση της Γάζας από τους εισβολείς και την προσωρινή ανάθεση της διοίκησής της σε μια σειρά ανθρωπιστικών οργανώσεων υπό την εποπτεία των Ηνωμένων Εθνών. Μια ανοικτή διαπραγμάτευση με τη Χαμάς και άλλες παλαιστινιακές δυνάμεις θα μπορούσε να το διευκολύνει αυτό.

Πρέπει να καταστείλουμε τη βία των εποίκων στη Δυτική Όχθη και την Ανατολική Ιερουσαλήμ και να ξεκινήσει προοδευτική διάλυση των εποικισμών, οι οποίοι είναι αντίθετοι με το διεθνές δίκαιο, ακόμη και αν αυτό σημαίνει αλλαγή καθεστώτος στο Ισραήλ και επανίδρυση της Παλαιστινιακής Αρχής.

Οι αποφάσεις των διεθνών δικαστηρίων, περιλαμβανομένου του Διεθνούς Δικαστηρίου κατόπιν προσφυγής της Νότιας Αφρικής, της οποίας ο αποφασιστικός ρόλος είναι αξιέπαινος, πρέπει να εφαρμοστούν αυστηρά και πλήρως. Αυτό περιλαμβάνει φυσικά ποινικές κυρώσεις και απαγόρευση της προμήθειας όπλων σε έναν στρατό που σφαγιάζει αμάχους.

Τέλος, υπό την πίεση των Ηνωμένων Πολιτειών και των συμμάχων τους, πρέπει να αρθεί η απαγόρευση της αναγνώρισης του κράτους της Παλαιστίνης και της πλήρους εισδοχής του στα Ηνωμένα Έθνη. Αυτό είναι ένα ουσιαστικό σημείο εκκίνησης για τις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις.

Σε αυτές τις προϋποθέσεις για μια «λύση της σύγκρουσης», οι οποίες είναι ευρέως αναγνωρισμένες, αν και όχι εφικτές επί του παρόντος, θα ήθελα να προσθέσω μία ακόμη, η οποία μπορεί να φαίνεται υποκειμενική, αλλά είναι εξίσου πολιτική: όσοι θεωρούν τους εαυτούς τους Εβραίους σε όλο τον κόσμο πρέπει να αποστασιοποιηθούν μαζικά από την ιδέα ότι η «προστασία του εβραϊκού λαού» συμπίπτει με την υποστήριξη της ισραηλινής αποικιοκρατίας, η οποία είναι δολοφονική και αυτοκαταστροφική. Και να απορρίψουν την εξίσωση της κριτικής του σιωνισμού με τον αντισημιτισμό, την οποία πολλά κράτη έχουν απερίσκεπτα επισημοποιήσει. Ναι, η τύχη του κράτους του Ισραήλ έχει σημασία για τους Εβραίους και οι συνέπειες των πολιτικών του είναι δική τους υπόθεση, επειδή η συλλογική τους στάση δεν στερείται επιρροής πάνω στη συμπεριφορά του. Αλλά γενικότερα, αυτό που διακυβεύεται είναι η σημασία που θα διατηρήσει το «εβραϊκό όνομα» στην ιστορία: τιμή ή ατίμωση, that is the question. Οι Εβραίοι ίσως δεν έχουν κανένα προνόμιο να διεκδικήσουν την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των Παλαιστινίων, των οποίων ο αγώνας είναι παγκόσμιος, όπως έγραψα πριν από πολύ καιρό[3]. Αλλά αυτή τη στιγμή ίσως έχουν μια αποστολή να εκπληρώσουν.

[1] Etienne Balibar: Palestine à la mort.

[2] Βλέπε το σάιτ www.africanglobaldialogue.org και, για τις κριτικές που επέσυρε εκ μέρους ορισμένων κινήσεων υποστήριξης στον παλαιστινιακό αγώνα: https://www.palestinechronicle.com/genocide-washing-upcoming-liberal-zionist-conference-in-south-africa-slammed/

[3] Etienne Balibar: Universalité de la cause palestinienne, Le Monde Diplomatique, Μάιος 2004 (αφιέρωμα Voix de la résistance [Φωνές της αντίστασης]).

Το παραπάνω κείμενο αποτελεί την εισήγηση του συγγραφέα στο συνέδριο «Narrative Conditions towards peace in the Middle East» [Αφηγηματικές προϋποθέσεις για ειρήνη στη Μέση Ανατολή] που οργάνωσε το New South Institute του Γιοχάννεσμπουργκ στο πλαίσιο της σειράς «African Global Dialogues», από 18 έως 20 Σεπτεμβρίου 2024. Πρώτη δημοσίευση: Mémorandum sur le génocide en cours à Gaza et ses implications concernant Israël et la Palestine. Μετάφραση: Α.Γ.

Κλασσικό

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.