του Αλέξ Μαουντώ
Στις 7 Ιανουαρίου 2022, ο Ζαν-Μισέλ Μπλανκέ, υπουργός εθνικής παιδείας [της Γαλλίας], εξεφώνησε την εναρκτήρια ομιλία στη συνάντηση που οργάνωσε στη Σορβόννη μία ένωση, το «Collège de Philosophie», και που παρουσιάστηκε ως συνέδριο με θέμα τους κινδύνους της «αποδόμησης» στο πανεπιστήμιο. Η εκδήλωση αυτή συγκέντρωνε ένα ετερόκλητο σύνολο από δημόσιους διανοούμενους, γενικών καθηκόντων σχολιαστές της επικαιρότητας, δοκιμιογράφους, μέχρι και πανεπιστημιακούς, για να πραγματευθούν διάφορα προβλήματα τα οποία, κατ’ αυτούς, αντιμετωπίζει η ανώτατη εκπαίδευση στη Γαλλία και στο εξωτερικό: «αποδομισμός», «διαθεματικότητα», «κριτική φυλετική θεωρία », «νεοφεμινισμός», «ιδεολογία του gender», «cancel culture» κ.λπ. –χωρίς να ξεχνάμε και ένα πάνελ αφιερωμένο στο ζήτημα του Ισλάμ. Για κάποιους σχετικά παλιούς και καθιερωμένους στον δημόσιο διάλογο, για άλλους πιο πρόσφατους, όλοι αυτοί οι όροι αποτελούν εκφάνσεις μίας γενικότερης μανίας σχετικά πρόσφατης στη Γαλλία: του «ουοκισμού».
Ο όρος woke προέρχεται από μία μορφή αγγλικών που χρησιμοποιούσαν οι μαύροι στις Ηνωμένες Πολιτείες, την African American Vernacular English, στην οποία σημαίνει «αφυπνισμένος». Ο όρος αυτός χρησιμοποιήθηκε με κοινωνική ή πολιτική σημασία από τον 19ο αιώνα, και προσδιόριζε την επιλογή να μην χάνει κανείς απ’ τα μάτια του ότι τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι μαύροι στις ΗΠΑ δεν ανάγονται αποκλειστικά σε προσωπικά τους ελαττώματα, αλλά σε μια συνολική κατάσταση δυσμενή γι’ αυτούς. Kατά τον 20ό αιώνα λίγο-πολύ χρησιμοποιούνταν, αλλά ξαναβγήκε στην επιφάνεια ιδίως με την άνοδο των αντιρατσιστικών κινητοποιήσεων κατά τη δεύτερη θητεία του Μπαράκ Ομπάμα, η οποία σημαδεύτηκε από τη δημιουργία του κινήματος και της οργάνωσης Black Lives Matter. Ανάμεσα σε διάφορα άλλα σλόγκαν, η επιταγή stay woke έγινε σύντομα δημοφιλής στο καλλιτεχνικό επίπεδο και πέρασε στην τρέχουσα χρήση. Αργότερα, ο όρος εξελίχθηκε και άρχισε να καλύπτει την υποκριτική στάση ορισμένων επιχειρήσεων να διαφημίζονται με διάφορα εξισωτικά σύμβολα ενώ στην ουσία δεν άλλαζαν τίποτε στα ανισωτικά κοινωνικά συστήματα, κινητοποιώντας την αισθητική της κοινωνικής δικαιοσύνης όπως τα προηγούμενα χρόνια διάφορες επιχειρήσεις έβαφαν πράσινο το λογότυπό τους για να συγκαλύψουν ότι ρυπαίνουν[1]. Κατά το τέλος της θητείας του Τραμπ, όταν στις ΗΠΑ άνοιξε ένας νέος κύκλος αντιρατσιστικών κινητοποιήσεων μετά το φόνο του Τζορτζ Φλόυντ από έναν αστυνομικό, τον όρο woke άρχισε να τον οικειοποιείται η αμερικανική δεξιά, με αποτέλεσμα να προσλάβει ένα νόημα λιγότερο μονοσήμαντο και συχνά επικριτικό. Σε αυτό το κλίμα, το «woke» εμφανίζεται ως συνώνυμο όλων όσων πηγαίνουν στραβά, όχι μόνο στην αριστερά αλλά και στις μεγάλες επιχειρήσεις και τους δημόσιους θεσμούς, στα κοινωνικά δίκτυα κ.λπ. Μια σειρά από περιστατικά λιγότερο ή περισσότερο διογκωμένα ή επινοημένα άρχισαν να ενισχύουν την αίσθηση μιας απτής και σημαντικής απειλής: ομιλίες πανεπιστημιακών που ματαιώνονται από παρεμβάσεις αποδοκιμασίας ή συμβόλαια που ακυρώνονται εξαιτίας των απόψεων ή των καταχρήσεων που (φέρεται να) έχουν διαπράξει οι ενδιαφερόμενοι, αλλεπάλληλοι κανονισμοί ή εκπαιδευτικά σεμινάρια σε επιχειρήσεις σχετικά με ζητήματα σεξισμού ή ρατσισμού, η αλλαγή της μασκότ μιας γνωστής εμπορικής μάρκας[2] ή η ένταξη προβληματισμών κοινωνικής δικαιοσύνης σε ένα πλάνο επένδυσης υποδομών, όλα αυτά εκλαμβάνονται ως σύμβολα της εξέλιξης αυτής της απειλής. Γενικώς, η γεωγραφική προέλευση της ιδεολογικής αυτής μόλυνσης εντοπίζεται στα «πανεπιστημιακά κάμπους», (για τη γαλλική συζήτηση στα «αμερικανικά κάμπους»), διότι προφανώς οι σχολιαστές είναι πεπεισμένοι ότι η κοινωνία στο σύνολό της ενημερώνεται από επιστημονικές επιθεωρήσεις. Ασχέτως εάν ούτε το κίνημα BLM, ούτε τα γαλλικά αντίστοιχά του δημιουργήθηκαν από φοιτητές ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών οι οποίοι εκτέθηκαν στην κριτική θεωρία.
Στη Γαλλία, ο όρος άρχισε να αντικαθιστά άλλους που καταλάμβαναν ανάλογη θέση τα προηγούμενα χρόνια, εκ των οποίων οι περισσότεροι είχαν εισαχθεί από τις Ηνωμένες Πολιτείες: έτσι, το «woke», ή ο «wokisme», ήρθε να προστεθεί στον «ιθαγενισμό», την «cancel culture» και τον «ισλαμο-αριστερισμό», αλλά και στον «κοινοτισμό», στο «πολιτικά ορθό» και στον «διαθεματικό νεοφεμινισμό», με τους οποίους θεωρείται αμοιβαία αντικαταστατός. Σύντομα ο όρος πέρασε στην πολιτική σκηνή: στις προεδρικές εκλογές, η υποψήφια των Οικολόγων Σαντρίν Ρουσσώ επερωτήθηκε σε τηλεοπτικό πάνελ για τον «ουοκισμό» της, ενώ ο κομμουνιστής Φαμπιέν Ρουσσέλ έτυχε ενθουσιωδών επαίνων από τον μέινστρημ τύπο για την αποστασιοποίησή του από το woke. Το φθινόπωρο του 21, ο υπουργός εθνικής παιδείας ανακοίνωσε τη συγκρότηση ενός think tank αφιερωμένου στην καταπολέμηση του φαινομένου, το οποίο θεωρεί κίνδυνο για τις γαλλικές αξίες.
Οι «ουοκολόγοι» έχουν διάφορες θεωρίες για να εξηγήσουν το φαινόμενο. Για κάποιους, οι αιτίες του είναι ψυχολογικές: οι Greg Lukianof και Jonathan Haidt, στο The Coddling of the American Mind, το βλέπουν ως αποτέλεσμα μιας τροποποίησης των συμπεριφορών των γονέων απέναντι σε μια γενιά γεμάτη άγχος και κατάθλιψη, του περιορισμού πρακτικών όπως το παιχνίδι στον εξωτερικό χώρο, της επέκτασης της γραφειοκρατίας στα κάμπους, της κομματικής πόλωσης· όλα αυτά οδηγούν σε μια ιδεολογία πάση θυσία επιδίωξης της ασφάλειας που ωθεί στη μισαλλοδοξία και τον εξτρεμισμό. Πιο συνοπτικός, ο Μπρις Κουτυριέρ από τη μεριά του περιγράφει μια γενιά «ναρκίσσων στο τετράγωνο» που έχουν δυσκολίες να προσαρμοστούν στον πραγματικό κόσμο.
Μία δεύτερη γραμμή ερμηνείας είναι ιδεολογική: υπεύθυνη είναι η ανάπτυξη μίας ύπουλης ιδεολογίας, του μεταμοντερνισμού, που αναπτύχθηκε στον κόσμο της εκπαίδευσης και διείσδυσε στην υπόλοιπη κοινωνία. Για άλλους, τέλος, ο «ουοκισμός» είναι μία μορφή θρησκείας, που αντικατέστησε της παλιές μορφές πίστης με μια λατρεία –διαλέγετε και παίρνετε- της ποικιλομορφίας, της αυτοθυματοποίησης ή της ενιαίας σκέψης.
Αντί να αναρωτιόμαστε για τον ορισμό και τις αιτίες του «ουοκισμού», η παρούσα εργασία προτείνει να εξετάσουμε τι σημαίνει πολιτικά αυτό το κόλλημα με μια κατηγορία η οποία, πριν από έξι μήνες, δεν σήμαινε τίποτε για εκείνους που την χρησιμοποιούν, και που, ακόμη και αφού τέθηκε σε κυκλοφορία, συνεχίζει να μην βρίσκει μεγάλη απήχηση στον γενικό πληθυσμό: μια δημοσκόπηση του 2021 έδειξε ότι, στους 100 που ρωτήθηκαν, μόλις 8 είχαν ακούσει για την «σκέψη woke» και γνώριζαν περί τίνος πρόκειται. Τα νούμερα μπορεί να έχουν αλλάξει από τότε, αλλά ο «ουοκισμός» αρχικά υπήρξε μία ανησυχία που ήρθε «απ’ τα πάνω»: συζητήθηκε στις Αίθουσες Τύπου και στα υπουργεία πριν ανησυχήσει –όσο ανησύχησε- την κοινωνία γενικά. Το ερώτημα που με απασχολεί δεν είναι τόσο «τι είναι ο ουοκισμός», αλλά γιατί αυτό το φαινόμενο, πραγματικό ή υποτιθέμενο, ενδιαφέρει σε τέτοιο βαθμό ένα μέρος της κοινωνίας –αυτό που έχει πρόσβαση στα τηλεοπτικά πλατώ, που δημοσιεύει τακτικά επιφυλλίδες στα περιοδικά ευρείας κυκλοφορίας, συνάπτει εκδοτικά συμβόλαια με επιφανείς ή λιγότερο επιφανείς οίκους, μπορεί να οργανώνει «συμπόσια» και να συγκροτεί think tank με χρηματοδότηση από τον προϋπολογισμό του υπουργείου εθνικής παιδείας.
Το γιαούρτι του Σατανά
Το Σεπτέμβριο του 2017, η βουλεύτρια των [Γάλλων] Ρεπουμπλικανών Βαλερί Μπουαγιέ έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου για μία ανησυχητική εξέλιξη. Σε μια επιστολή με τη σφραγίδα της Εθνοσυνέλευσης, η δεξιά πολιτικός εξέφραζε την ανησυχία της για το παράπτωμα ενός μεγάλου γαλλικού εμπορικού ομίλου ο οποίος, κατ’ αυτήν, βάλθηκε να αφαιρέσει έναν σταυρό από τη συσκευασία ενός γιαουρτιού ελληνικού τύπου που διέθετε στα σούπερ μάρκετ. Έθετε δε τον διευθύνοντα σύμβουλο της εταιρίας προ των ιστορικών του ευθυνών: «Το εγχείρημά σας ενισχύει την χριστιανοπεριφρόνηση όσων επιδιώκουν να καταργήσουν του σταυρούς από τις εισόδους των νεκροταφείων μας, τις χριστουγεννιάτικες φάτνες από τα δημόσια κτίρια, τις λιτανείες στα χωριά μας, τις βασιλόπιτες [galettes des Rois] από τα σχολεία μας …», εκφράζοντας το φόβο ότι, με τη χειρονομία αυτή, η βιομηχανία θα διαγράψει «1500 χρόνια χριστιανικής παράδοσης». Προφανώς δεν πρέπει να παραβλέψουμε την μείζονα πολιτική επιρροή που ασκούν τα κεσεδάκια γιαουρτιού στον γενικό πληθυσμό.
Η Μπουαγιέ προφανώς θέλησε να «καβαλήσει» και αυτή πάνω σε μία πολεμική η οποία μέχρι τότε περιοριζόταν σε κάποια κοινωνικά δίκτυα και να την μεταφέρει στην κεντρική σκηνή. Πράγμα που τελικά οδήγησε τους υπευθύνους επικοινωνίας κάποιων εταιριών να ζητήσουν συγνώμη από τα σάιτ τους.
Μια πενταετία αργότερα, η Γερουσία αφιέρωνε ένα απόγευμα στη συζήτηση του ζητήματος των «απειλών που θέτει ο ουοκισμός για το πανεπιστήμιο και τις ακαδημαϊκές ελευθερίες». Οι κεντροδεξιοί γερουσιαστές φοβόντουσαν για το μέλλον της κοινωνίας: αναπτύσσοντας τη συμπεριληπτική γραφή, καταγγέλλοντας το ανέβασμα ενός θεατρικού έργου ή μιλώντας για «συστημικό ρατσισμό», πανεπιστημιακοί και φοιτητές έθεταν την τελευταία σε κίνδυνο εξαφάνισης. Ο υφυπουργός νεότητας τους εξήγησε ότι η κυβέρνηση αναγνωρίζει τη σοβαρότητα του προβλήματος και δρα αποφασιστικά εναντίον αυτών των κινδύνων.
Παρόμοιες διαμαρτυρίες θα προκαλούσαν θυμηδία, αν παραβλέπαμε το γεγονός ότι κινητοποίησαν πόρους ενός κοινοβουλίου, βουλευτές, γερουσιαστές και τουλάχιστον έναν υπουργό, χωρίς να έχουν καμία ιδιαίτερη σχέση με τις πραγματικές συνθήκες ζωής των ανθρώπων για τους οποίους μιλάνε.
Οι ιστορίες όμως αυτές μαρτυρούν πώς μπορεί κανείς, με την επίκληση αξιών που είναι –ή που όσοι τις επικαλούνται πιστεύουν ότι είναι- σημαντικές για το κοινό, όπως η διατήρηση μιας απειλούμενης ιστορικής ή πολιτιστικής κληρονομιάς, να πυροδοτήσει μια σύγκρουση χωρίς να έχει να προτείνει τίποτε είτε στο υλικό, είτε στο συμβολικό επίπεδο. Λες και η πολεμική αρκεί από μόνη της: έτσι, αρκετούς μήνες αφού είχε κηρύξει την έναρξη της καταπολέμησης του «ισλαμοαριστερισμού» στα πανεπιστήμια, και χωρίς να έχει μεσολαβήσει απολύτως τίποτε πέρα από μία πολεμική, η υπουργός Φρεντερίκ Βιντάλ ανακοίνωσε ότι το πρόβλημα είχε λυθεί.
Όχι ότι η πολιτική δεν ενέχει μια διάσταση αξιών, ταυτότητας ή συμβολισμού γενικώς· κάθε άλλο. Ο μαρξιστής φιλόσοφος Αντόνιο Γκράμσι είχε θεωρητικοποιήσει το ρόλο των διανοουμένων και το διακύβευμα της παραγωγής μιας ιδεολογικής ηγεμονίας. Ένα τμήμα της δεξιάς ενσωμάτωσε εδώ και καιρό αυτή την ιδέα, στη Γαλλία όσο και στις Ηνωμένες Πολιτείες όπου ο αντιδραστικός προπαγανδιστής Άντριου Μπράιτμπαρτ, ιδρυτής του ομώνυμου τραμπικού πόρταλ, είχε οικειοποιηθεί τη διατύπωση: «Η κουλτούρα προηγείται της πολιτικής». Ο Γκράμσι είχε επιμείνει περισσότερο στο ρόλο της ταξικής πάλης σε αυτό το φαινόμενο της ηγεμονίας, αλλά η ανάλυση αυτή χρησίμευσε για να δώσει νόημα σε μία ιδιαίτερη μορφή σύγκρουσης που μοιάζει να ξεσπά στις Ηνωμένες Πολιτείες και να διαδίδεται στον υπόλοιπο κόσμο από το τέλος του 20ού αιώνα: τους πολέμους της κουλτούρας.
(…)
Η παραβολή του Λέστερ
Το 2021, το πανεπιστήμιο του Λέστερ, στο Ηνωμένο Βασίλειο, ανακοίνωσε ένα πλάνο ανασυγκρότησης των τμημάτων του, με καταργήσεις μαθημάτων και απολύσεις. Ανάμεσα στα πτυχία που επρόκειτο να καταργηθούν ήταν το μάστερ στην αγγλική λογοτεχνία, στο πλαίσιο του οποίου διδασκόταν μεταξύ άλλων το κλασικό έργο Θρύλοι του Κάντερμπέρυ του μεσαιωνικού ποιητή Τζέφφρυ Τσώσερ. Η διδασκαλία αυτή επρόκειτο να αντικατασταθεί από άλλα αντικείμενα «πιο ελκυστικά και καινοτόμα», όπως η φυλή και η εθνοτική καταγωγή ή η σεξουαλικότητα. Ως αιτιολόγηση προβλήθηκε η «αποαποικιοποίηση» των προγραμμάτων, αλλά και, πιο πεζά, η «ανταγωνιστικότητα» του πανεπιστημίου «σε παγκόσμιο επίπεδο» και η επιθυμία του να προσελκύσει αλλοδαπούς φοιτητές.
Τα ΜΜΕ στην Αγγλία κατήγγειλαν το σχέδιο αυτό ως ακόμα μία ακρότητα του «ουοκισμού»· οι αρθρογράφοι αναρωτιόνταν ρητορικά αν «ο Τσώσερ θα επιβιώσει των αντιρατσιστικών εκκαθαρίσεων». Για να τους μιμηθούν σύντομα τα αντίστοιχα γαλλικά.
Για ποιο λόγο άραγε η ίδια απόλυση είναι άξια ενδιαφέροντος εάν αποδίδεται στην «παλαβή αριστερά», αλλά όχι εάν αποδίδεται σε ιδιωτικοποιήσεις και περικοπές δαπανών;
Η δημοσιογραφία, ως δραστηριότητα, συνίσταται εν μέρει στην επιλογή των θεμάτων που είναι άξια να τους αφιερωθεί ένα άρθρο, και πρέπει να αναρωτηθούμε για περιεχόμενο ακριβώς αυτών των επιλογών. Μια αφελής ανάγνωση θα έβλεπε αυτή την ιεράρχηση ως ουδέτερη δραστηριότητα, βασισμένη στην «αντικειμενική» βαρύτητα των αντίστοιχων θεμάτων. Μια πιο ελιτίστικη θεώρηση θα αναδείκνυε τον ρόλο των «εντολοδοτών» που κατευθύνουν τους δημοσιογράφους. Mια άλλη πάλι ανάγνωση θα επικαλούνταν ότι τα μέσα λειτουργούν με βάση τη ζήτηση, οπότε προσφέρουν στο κοινό τους ό,τι το ενδιαφέρει, ακόμη και αν αυτό στερείται ενδιαφέροντος.
Μια απάντηση διαφορετική από τις παραπάνω μπορεί να δοθεί με βάση την έννοια του ηθικού πανικού.
Όταν η κοινωνία τρέχει πίσω από τις παρεκτροπές: οι ηθικοί πανικοί
Έρχονται στιγμές όπου, στους κόλπους μιας κοινωνικής ομάδας, διασπείρεται ο φόβος ενός φαινομένου που φαίνεται να θέτει υπό αμφισβήτηση τα θεμέλια της ευπρέπειας, της ευγένειας, της κοινωνικής συνύπαρξης και σύμπνοιας, και του οποίου η αιτία αποδίδεται σε μία ομάδα ατόμων που αντιμετωπίζονται ως ενιαία και δαιμονοποιούνται. Το φαινόμενο αυτό ενδέχεται να καλύπτεται από τα ΜΜΕ υπό μορφή εντυπωσιακών ειδήσεων, φορτισμένων συζητήσεων, μανιφέστων … ή να διαδίδεται ανεξάρτητα υπό μορφή φημών και αστικών μύθων. Γενικώς, ο φόβος που εκλύεται απηχεί κάποια άγχη κοινά και δεδηλωμένα, ή λιγότερο δεδηλωμένα, από πολιτική άποψη, λες και θίγει ένα στοιχείο της πολιτικής συναίνεσης για το οποίο είναι δύσκολο να μιλήσει κανείς. Με βάση το έργο των κοινωνιολόγων Στάνλεϋ Κόεν και Στιούαρτ Χωλλ, τα επεισόδια αυτά χαρακτηρίζονται «ηθικοί πανικοί».
Με τη χρονική απόσταση, οι ηθικοί πανικοί συχνά φαίνονται γελοίοι και ανορθολογικοί, ακόμη και όταν τα αποτελέσματά τους είναι σοβαρά. Τέτοιος ήταν, τις δεκαετίες του 1960 και 70, ο φόβος ότι συμμορίες «νέων» θα ρημάξουν την αγγλική επαρχία προβαίνοντας σε απολύτως μηδενιστικές καταστροφές περιουσιών. Τέτοιος ήταν, τη δεκαετία του 1980 στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο φόβος ότι ένα κύμα σατανισμού διαπερνά τη χώρα και ότι τοπικές σέκτες οργανώνουν τρομακτικές επιθέσεις κατά τη διάρκεια διαβολικών τελετών, ή στο Ηνωμένο Βασίλειο, την επόμενη δεκαετία, ότι ο εμβολιασμός κατά της ερυθράς προκαλεί στα παιδιά ένα αυτιστικό σύνδρομο. Άλλο παράδειγμα: η «φήμη της Ορλεάνης», αντισημιτικός αστικός μύθος τον οποίο μελέτησε η ομάδα υπό τον Εντγκάρ Μορέν. Στην καρδιά της επιδημίας του AIDS, ευδοκιμούσαν διάφορες ομοφοβικές τερατολογίες εις βάρος των θυμάτων της ασθένειας τα οποία είχε αφήσει απροστάτευτα η κρατική εξουσία: ότι αφήνουν μολυσμένες σύριγγες σε καθίσματα κινηματογράφων ή ότι γοητεύουν έγγαμους άνδρες για να διαδώσουν την ασθένεια. Τη δεκαετία του 1990, προέκυψε ο φόβος μήπως η δικομανία οδηγήσει σε πληθωρισμό παράλογων κανονισμών, με βάση την –εν μέρει μόνο αληθή- φήμη ότι μία ασφαλιστική εταιρία έπεισε μία γυναίκα να ασκήσει αγωγή κατά των Μακντόναλντς επειδή οι υπάλληλοι δεν την είχαν ενημερώσει ότι ο καφές που της σέρβιραν ήταν ζεστός.
Όταν οι πανικοί αυτοί βασίζονται σε υπαρκτά γεγονότα, αυτά γενικώς διαστρεβλώνονται ή διογκώνονται τεχνητά.
Οι ηθικοί πανικοί χαρακτηρίζονται από κάποια κοινά στοιχεία. Συνοδεύονται από έναν βαθμό ανησυχίας σχετικά με τη συμπεριφορά μιας ομάδας, η οποία θεωρείται ως επιβλαβής σε βαθμό που να συνιστά απειλή για την εύρυθμη λειτουργία μιας κοινωνίας. Τα μέλη της ομάδας αυτής περιγράφονται με λόγους σημαδεμένους από έναν βαθμό εχθρότητας και από μειωτικά στερεότυπα, ως καρικατούρες με τις οποίες δεν έχει νόημα να συζητάμε. Η πραγματικότητα για την οποία μιλά ο πανικός προκαλεί έναν βαθμό συναίνεσης, αν και όχι ομοφωνίας. Τέταρτον, ο ηθικός πανικός είναι παροδικός: για ένα διάστημα αναδεικνύεται εμμονικά σε θέμα δημοσιεύσεων, διαδόσεων και παρεμβάσεων, ενώ μετά εξαφανίζεται σχεδόν όπως εμφανίστηκε· ενδεχομένως αντικαθίσταται από κάποιο άλλο επεισόδιο, αφήνοντας βέβαια ίχνη υπό μορφή πολιτικών ομάδων ή μέτρων ad hoc (αστυνομικές μονάδες ή έκτακτες διαδικασίες, δεξαμενές σκέψης, ενώσεις, περιοδικά και λόμπυ κ.λπ.).
Ακόμα περισσότερο ίσως από την υπερβολή και τη δραματοποίηση, στους μελετητές των ηθικών πανικών κάνει εντύπωση η διάσταση της εθελούσιας άγνοιας που τους συνοδεύει. Από τη δεκαετία του 1960 και μετά, οι θάνατοι που συνδέονται με τη χρήση παράνομων ναρκωτικών προκαλούν πανικό· κυκλοφορούν φήμες ότι οι χρήστες LSD ίσως ριχτούν μπροστά στις ρόδες ενός αυτοκινήτου πιστεύοντας ότι μπορούν να το σταματήσουν, τη στιγμή που ένα νόμιμο ναρκωτικό όπως το οινόπνευμα την εποχή εκείνη προκαλούσε πολύ περισσότερους θανάτους στους δρόμους, υπό γενική αδιαφορία. Πού οφείλονται τα φαινόμενα αυτά; Και κυρίως, σε τι χρησιμεύουν;
Οι ηθικοί πανικοί ούτε «κατασκευάζονται εκ των άνω» στην υπηρεσία κάποιας μονολιθικής και κακόβουλης ελίτ, ούτε είναι αποτέλεσμα του ανορθολογισμού του πλήθους. Είναι πρώτα απ’ όλα πολιτικά φαινόμενα τα οποία χαρακτηρίζονται από την κατασκευή δημοσίων προβλημάτων. Αυτή η διαδικασία «τοποθέτησης στην ημερήσια διάταξη» είναι συνήθης σε όλα τα πολιτικά συστήματα: άτομα οργανωμένα στο πλαίσιο ομάδων συμφερόντων, ενώσεων, άτυπων δικτύων κ.λπ. επιδιώκουν να τραβήξουν την προσοχή σε ένα φαινόμενο που τα απασχολεί. Για να ξαναπάρουμε το παράδειγμα των επιθέσεων στο Ηνωμένο Βασίλειο: δεν λέμε ότι κάθε άτομο που είχε ανησυχήσει για τις κλοπές και τις σωματικές επιθέσεις τη δεκαετία του 1970 ήταν τμήμα κάποιας μυστικής συνεννόησης που αποσκοπούσε να αντλήσει όφελος από τον ηθικό πανικό. Η εξύμνηση όμως του «νόμου και της τάξης» που τον συνόδευε επέφερε μια απαξίωση προς την αριστερά των Εργατικών, συνηχώντας με τον «αυταρχικό λαϊκισμό» των χρόνων της Μάργκαρετ Θάτσερ και του Τζον Μέιτζορ.
![]()
[1] Ορισμένοι συντηρητικοί σχολιαστές χρησιμοποιούν την πραγματικότητα αυτή για να καταγγείλουν συνολικά την ιδέα της κοινωνικής δικαιοσύνης ως υποκριτική. Ωστόσο, οι επιχειρήσεις χρησιμοποιούν πολλών ειδών αισθητικές για να πουλήσουν τα προϊόντα τους: μια μάρκα ανδρικών αποσμητικών επιστρατεύει την προοπτική σεξουαλικής ικανοποίησης για να υποσχεθεί ότι οι καταναλωτές τους θα γοητεύσουν πολλές γυναίκες, αλλά κανείς εξ αυτού δεν συνήγαγε ότι συνολικά η ιδέα της σεξουαλικότητας είναι υποκριτική. Επίσης, μια μάρκα ζυμαρικών, που φυσικά κατασκευάζονται βιομηχανικά, μπορεί να παρουσιάζεται σε ένα γοητευτικό περιτύλιγμα που παραπέμπει στα κόκκινα καρό τραπεζομάντιλα της δεκαετίας του 1950 και την υπέροχη γεύση της παράδοσης, χωρίς κανείς να συμπεραίνει ότι η παράδοση και τα οικογενειακά τραπέζια είναι υποκριτικές αξίες.
[2] Τα παραδείγματα αφθονούν. Ας θυμηθούμε π.χ. πώς η απόφαση της εταιρίας που παράγει τα σιρόπια Aunt Jenima να ξεφορτωθεί το ιστορικό της λογότυπο, το οποίο εμφάνιζε μία μαύρη γυναίκα με στερεοτυπικά χαρακτηριστικά, περιγράφηκε το 2021 ως υπερβολική παραχώρηση προς τους έξαλλους αντιρατσιστές.
Το παραπάνω κείμενο αποτελεί απόδοση επιλεγμένων αποσπασμάτων από το βιβλίο τού Alex Mahoudeau La Panique woke. Anatomie d’une offensive réactionnaire, Τextuel, Παρίσι 2022 (σελ. 9-18 και 64-71). Κάποια σημεία αποδόθηκαν συνοπτικά ή μετατοπίστηκαν χάριν καλύτερης αναγνωσιμότητας. Μετάφραση: Α.Γ.