του Απόστολου Λαμπρόπουλου
Στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του Παρισιού είδαμε μερικά από τα πράγματα για τα οποία αξίζει να ζει κανείς: έξαλλο χορό και πολύχρωμο ντεφιλέ στο άκουσμα υπέροχων ετερόκλητων μουσικών· τέχνη και ρευστά φύλα· διαδρομές στον Σηκουάνα με το βλέμμα στραμμένο σε μια παλλόμενη πόλη· μια κάποτε κυρίαρχη γλώσσα ξαναδουλεμένη στα προάστια και τραγουδισμένη με προφορές του παγκόσμιου νότου· βιβλιοθήκες και λογοτεχνία δεμένα με σεξ. Μαζί με αυτά, είδαμε παρκούρ στις πολυμελετημένες στέγες του 19ου αιώνα· μια υπενθύμιση για τους κάπως διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους οι χώρες εκατέρωθεν της Μάγχης εντάσσουν τις βασίλισσές τους στις τελετές έναρξης των αγώνων που διοργανώνουν· προτάσεις για αγάλματα που θα μπολιάσουν τη δημόσια μνήμη· και άλλα πολλά. Και τα μεν και τα δε ήταν στοιχεία που, αποσπασματικά αλλά ενδεικτικά, συγχρόνιζαν τους αγώνες με την πόλη που τους φιλοξενούσε. Όχι τυχαία, η synchronicité ήταν ο τρίτος από τους δώδεκα πίνακες γύρω από τους οποίους είχε δομηθεί η τελετή, ενώ λίγο αργότερα έρχονταν η sororité (η γυναικεία αδελφοσύνη ως συμπλήρωση και αντίστιξη της fraternité) και η solidarité.
Αυτό το αφήγημα εξύφανε η ομάδα γύρω από τον σκηνοθέτη Thomas Jolly, τον ιστορικό Patrick Boucheron, τη μυθιστοριογράφο Leïla Slimani, τη σεναριογράφο Fanny Herrero και τον δραματουργό Damien Gabriac. Αντί να επιδιώξουν μια ασφαλή εκδοχή της γαλλικής ιστορίας (αλλά ποια θα ήταν αυτή, άραγε;) και αντί να επιλέξουν γενικόλογες εικονογραφήσεις υποτίθεται πανανθρώπινων αξιών, έφεραν στο προσκήνιο πολλά από τα ζητήματα που διχάζουν την ίδια τη φιλοξενούσα χώρα και μεγάλο μέρος του σύγχρονου κόσμου. Έκαναν, εντέλει, κάτι πολύ χαρακτηριστικά γαλλικό: σε μια τελετή για το ευρύτερο δυνατό κοινό πρότειναν την κριτική διχογνωμία ως δυνάμει οικουμενική αξία. Ακόμη καλύτερα, την είδαν σαν προϋπόθεση μιας επιτυχημένης γιορτής η οποία ξεδιπλώνεται γύρω από πράγματα που μπορεί να μοιάζουν σαν αντιφάσεις: το ντραγκ σε μια περίσταση όπου κυριαρχούν οι εθνικές στολές, το κουήρ σεξ σε μια διοργάνωση που μοιράζει 200000 προφυλακτικά στο ολυμπιακό χωριό όπου στεγάζονται μερικές χιλιάδες από τα πιο αθλητικά σώματα του πλανήτη, ή το διάβασμα σε μια συνθήκη στην οποία η περισυλλογή σχετίζεται κατά κύριο λόγο με τις επιδόσεις. Σε λίγες ώρες τελετής, μερικοί διάσπαρτοι κόσμοι συγχρονίστηκαν χωρίς ομοφωνία και, το κυριότερο, χωρίς νοσταλγία.
Κάπως αντίστοιχα, την προσοχή μου έχουν τραβήξει τις τελευταίες μέρες μερικά από τα αθλήματα που έχουν βρει τη θέση τους στις τελευταίες Ολυμπιάδες, συγχρονίζοντάς τες κάπως με τις πραγματικότητες των σημερινών πόλεων. Το μπάσκετ 3×3, με μια μπασκέτα και σε ανοιχτό χώρο, μου φαίνεται πολύ κοντινό, οπτικά τουλάχιστον, στην εμπειρία ενός αθλήματος όπως τη βιώνουν χιλιάδες άνθρωποι που το αγαπούν και αρκετά μακριά από την κυρίαρχη εκδοχή του, στο προσεγμένο παρκέ μιας κλειστής αίθουσας. Το σκέιτμπορντ, με πολύ νέα πρόσωπα να αγωνίζονται, μοιάζει σχεδόν βγαλμένο από τους υποφωτισμένους αντίστοιχους χώρους σε πάμπολλες πόλεις, τις ατέλειωτες άκαρπες απόπειρες να γυρίσει η σανίδα στον αέρα και τις αναρίθμητες πτώσεις στο τσιμέντο που είναι κάτι σαν τη γενέθλια γη της αθλητικής ζωής αυτών των νέων ανθρώπων. Βλέποντας αυτές τις εικόνες, δεν μπόρεσα να μην σκεφτώ (χωρίς την παραμικρή λύπη, οφείλω να πω) πόσο άκαιρα νοσταλγικό θα ήταν να βραβεύονται αθλήτριες και αθλητές βγαλμένοι από τα σπλάχνα των πόλεων με ένα δάφνινο στεφάνι, κατά τον τρόπο των Αγώνων της Αθήνας του 2004.
Οι Ολυμπιακοί, φυσικά, παραμένουν Ολυμπιακοί με τον γιγαντισμό τους, το οικολογικό τους αποτύπωμα, την αυστηρή εθνική εκπροσώπηση με ελάχιστες εξαιρέσεις, και τα μύρια όσα άλλα πολιτικά, οικονομικά και ηθικά προβλήματα με τα οποία είναι διαρκώς αντιμέτωποι. Είναι και μια παγκόσμια συνάθροιση που κάθε φορά μας θυμίζει μερικά από τα επίδικα του κόσμου μας και, συχνά με μεγάλη θεσμική χρονοκαθυστέρηση, συγχρονίζεται με πράγματα που συμβαίνουν πολύ έξω από το κέλυφός τους. Κάθε Ολυμπιάδα μπορεί να γίνει, για όσες και όσους συμμετέχουν ή συνεισφέρουν σε αυτή, ενδιαφέρονται για αυτή, ή έστω δεν την απορρίπτουν ολοκληρωτικά για τους δικούς τους λόγους, αντικείμενο έντονης ψυχικής και συναισθηματικής επένδυσης –αλλά και μιας νοσταλγίας που ακινητοποιεί. Έγραψε σχετικά προ ημερών ο Kostis Kornetis. Κάτι τέτοιο συμβαίνει ανά τέσσερα χρόνια στην ελληνική δημόσια σφαίρα, ακόμη περισσότερο φέτος με αποκορύφωμα τo πολυσέλιδο, καλαίσθητο και από πολλές απόψεις συγκινητικό, αφιέρωμα που επιμελήθηκε ο Δημήτρης Παπαϊωάννου.
Έχω κρατήσει μια πολύ τρυφερή ανάμνηση από την τελετή έναρξης του 2004 και τους αγώνες που ακολούθησαν, ανάμνηση συμπυκνωμένη σε μια πρόσκαιρη αίσθηση του εφικτού για τη χώρα της οποίας είμαι πολίτης. Ξαναβρήκα αυτό το νήμα διαβάζοντας το αφιέρωμα, αλλά μέχρι εκεί. Το γεγονός ότι η έμπνευση της τελετής αντλούσε στοιχεία από τη δημιουργία μιας τότε εναλλακτικής ομάδας, η οποία είχε τη στήριξη της οργάνωσης των αγώνων και της πολιτικής ηγεσίας είναι ίσως το στοιχείο που αναφέρεται ακόμη στον δημόσιο διάλογο με μια κάποια συχνότητα. Άλλα εμπνευστικά στοιχεία, όπως η εντυπωσιακά για εκείνα τα δεδομένα νεαρή ηλικία των καλλιτεχνών ή η πρωτόγνωρη στην κλίμακά της ζεύξη τεχνολογίας και καλλιτεχνικής δημιουργίας έχουν περάσει σε δεύτερο πλάνο ή έχουν εντελώς ξεχαστεί.
Για λόγους σαν κι αυτούς, δέχτηκα σχεδόν με ανακούφιση το γεγονός ότι την περίοδο της προετοιμασίας των Αγώνων του Παρισιού οι αναφορές των Γάλλων διοργανωτών ήταν κυρίως στο Πεκίνο του 2008 και στο Λονδίνο του 2012. Μετά είκοσι έτη, οι Αγώνες και η τελετή του 2004 παίρνουν σιγά σιγά, και όπως είναι αναμενόμενο, τον δρόμο μιας ήπιας λήθης, ακολουθώντας τη Βαρκελώνη του 1992 και, πριν από αυτή, τη Μόσχα του 1980. Δεν βλέπω κάτι αυστηρά αξιολογικό σε αυτό. Αλλά δεν παραγνωρίζω και το γεγονός ότι το περιγραφικό και αναδρομικά επεξηγηματικό λεξιλόγιο του ΔΠ (για την πρόεδρο της οργανωτικής επιτροπής ως εξωγήινη ντραγκ κουήν και πηγή ατέλειωτης διασκέδασης και φόβου, ή για το πύρινο σπέρμα της τελετής, ή για τον τελικό οργασμό των πυροτεχνημάτων και άλλα παρόμοια) ακούγεται πια παρωχημένος – πολύ περισσότερο καθώς συνδέεται με τη λείανση την οποία επιφέρει ο χρόνος και καθιστά εφικτή η σχεδόν πάνδημη στην Ελλάδα αξία εκείνης της τελετής. Οι ντραγκ κουήνς, μαζί με τον ερωτισμό στις πολλαπλές εκδοχές του, είναι πια επί σκηνής, αφορμή διαλόγου σε παγκόσμια κλίμακα.
Συμμερίζομαι την ανάγκη να καταγραφούν με ψυχραιμία οι ιδέες και οι εμπειρίες του 2004. Χωρίς να υποτιμώ τις κριτικές εκείνης της τελετής, αναγνωρίζω στο ακέραιο τη φιλοδοξία και το μέγεθος του εγχειρήματος. Βρίσκω θλιβερό το γεγονός ότι εκείνη ακριβώς η τελετή είναι το μόνο σχεδόν αντικείμενο συλλογικής νοσταλγίας για ολόκληρο το πρώτο τέταρτο του ελληνικού 21ου αιώνα. Αλλά το Παρίσι του 2024 κατάφερε να μας δείξει μια άλλη κατεύθυνση: αντί για υπαινιγμούς που απαιτούν ετεροχρονισμένες εξηγήσεις για να διαιωνίσουν τον ρηξικέλευθο χαρακτήρα τους, σκέψη μέσω εικόνων σε παρόντα χρόνο· αντί για την αναζήτηση των απαράμιλλων μορφών, πολύμορφα και περίεργα σώματα· αντί για την υπερμνησία της νοσταλγικής προσκόλλησης σε κάτι που αγαπήσαμε, συγχρονισμός με τα παράξενα που συμβαίνουν γύρω μας και αξίζει να καταλάβουμε· και, βέβαια, πολύ διάβασμα με ό,τι αυτό μπορεί απρόσμενα, ή όχι και τόσο απρόσμενα, να φέρει.
