Ανάλυση λόγου,Γλώσσα,Εθνικισμός,επιστημολογία

Μπαμπινιώτης: ένας Πορτοκάλος χωρίς τα λάθη

του Άκη Γαβριηλίδη

Το παρακάτω κείμενο γράφτηκε ως απάντηση σε άρθρο του Γεωργίου Μπαμπινιώτη στο περιοδικό «Το Δέντρο». Το απέστειλα στο περιοδικό, αλλά δεν είχα καμία απάντηση στα επανειλημμένα μου τηλεφωνικά και ηλεκτρονικά μηνύματα, οπότε τεκμαίρω ότι σιωπηρώς απερρίφθη. Το δημοσιεύω λοιπόν εδώ.

Για την ιστορία: ο τίτλος με τον οποίο το είχα υποβάλει ήταν «Γιατί είναι καλό να είσαι οικουμενικός;».

Ο Γεώργιος Μπαμπινιώτης αρχίζει το άρθρο του με τίτλο «Ο οικουμενικός χαρακτήρας της ελληνικής γλώσσας» (τ. 240-241) ως εξής:

Στην Ελλάδα δεν έχουμε εκτιμήσει, νομίζω, στην πραγματική του διάσταση το γεγονός της οικουμενικής παρουσίας, του κύρους και της αίγλης που χαίρει η ελληνική γλώσσα ευρύτερα στον κόσμο.

Όταν κάποιος ισχυρίζεται ότι κάτι δεν έχει εκτιμηθεί «στην πραγματική του διάσταση» κάνει μία σύγκριση ανάμεσα στην υπάρχουσα και στην δέουσα/ επιβεβλημένη εκτίμηση, από την οποία σύγκριση συνάγει ότι το πρώτο μέγεθος είναι μικρότερο από το δεύτερο. Λογικά, λοιπόν, θα αναμενόταν να μας εξηγήσει (ιδίως προκειμένου για μια εκτίμηση, δηλαδή ένα μέγεθος κατεξοχήν αφηρημένο και δύσκολα ποσοτικοποιήσιμο, που αφορά τα μυαλά των ανθρώπων) α) πόσο είναι κατ’ αυτόν το εν λόγω μέγεθος, πώς το διαπίστωσε, με ποια κριτήρια, ποια έρευνα κ.λπ.· β) πόσο θεωρεί ότι θα έπρεπε να είναι και γιατί.

Όταν βέβαια αυτό συνοδεύεται από το disclaimer «νομίζω», οι σχετικές απαιτήσεις χαλαρώνουν.

Καθόσον με αφορά, πάντως, θα ισχυριστώ στο παρόν σημείωμα ότι, αντιθέτως, το πρώτο μέγεθος είναι συντριπτικά μεγαλύτερο από το δεύτερο, θα συνοδεύσω δε τον ισχυρισμό αυτόν με κάποιες εξηγήσεις ελπίζω πληρέστερες.

Το ότι είναι μεγαλύτερο μπορεί κανείς να το διαπιστώσει εάν αφιερώσει λίγες ώρες έστω την εβδομάδα στο να περιδιαβάσει τον ελληνόφωνο κυβερνοχώρο. Σε αυτή την περιδιάβαση είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα πέσει τουλάχιστον μία φορά σε αναρτήσεις οι οποίες δοξολογούν την ελληνική ως μία γλώσσα όχι απλώς οικουμενική, αλλά συχνά ανώτερη από κάθε άλλη, τέλεια, «μαθηματική», «νοηματική», συμπαντική, θεϊκή. Προς τεκμηρίωση οι αναρτήσεις αυτές επικαλούνται επιχειρήματα τα οποία συχνά είναι εξίσου ανορθολογικά και ανυπόστατα με την θέση που προβάλλουν. Όχι σπανίως, όμως, επικαλούνται τα επιχειρήματα του κ. Μπαμπινιώτη, αυτούσια ή παραλλαγμένα/ διογκωμένα: δάνεισε πολλές λέξεις σε όλες τις άλλες γλώσσες, ήταν παγκόσμια, σε αυτήν διατυπώθηκε ο φιλοσοφικός/ επιστημονικός/ θείος λόγος, μιλιέται αδιαλείπτως επί Χ χρόνια.

Καλό είναι μάλιστα να θυμηθούμε ότι οι αφελείς αυτές θεωρίες έχουν ήδη σατιριστεί «ευρύτερα στον κόσμο» χάρη στη γνωστή ταινία My big fat Greek wedding –την οποία άλλωστε γύρισαν άτομα ελληνικής εθνοτικής καταγωγής. Eκεί υπάρχει το ξεκαρδιστικό επεισόδιο με τον Γκας Πορτοκάλος που διακατέχεται από την εμμονή να γνωστοποιήσει σε όλους τους μη ελληνικής καταγωγής συνομιλητές του τι γλωσσική και πνευματική διείσδυση έχει επιτελέσει η ελληνική γλώσσα, με τραβηγμένα από τα μαλλιά παραδείγματα.

Τις ανορθολογικές αυτές θεωρίες ο Μπαμπινιώτης δεν φαίνεται να τις έχει υπόψη του· πάντως στο άρθρο του δεν τις αναφέρει καθόλου, δεν τις συνυπολογίζει στη ζυγαριά της σύγκρισής του, και φυσικά δεν κάνει καμία προσπάθεια –ούτε στο άρθρο ούτε, καθόσον γνωρίζω, οπουδήποτε αλλού- να αντιταχθεί σε αυτές, να τις διαψεύσει και να δηλώσει δημόσια ότι είναι εσφαλμένες ώστε να κόψει κάπως τη φόρα των μυθομανών γλωσσολογούντων. Αντιθέτως μάλιστα, τις ενθαρρύνει, λέγοντας ότι τόσοι λιβανωτοί για την ελληνική γλώσσα δεν φτάνουν και χρειάζονται περισσότεροι. Για τον Μπαμπινιώτη, η πρακτική του Πορτοκάλος δεν έχει κανένα πρόβλημα, πέρα από το ότι η ετυμολόγησή του τυχαίνει να είναι λάθος. Αυτό είναι το μόνο γελοίο σε αυτήν. Εάν έδινε κάποιο παράδειγμα που να ισχύει, θα ήταν αξιέπαινος. Ο Μπαμπινιώτης είναι ένας Πορτοκάλος χωρίς λάθη, και μας υποδεικνύει να γίνουμε κι εμείς.

Τι συγκεκριμένα μας υποδεικνύει όμως να κάνουμε; Όλα αυτά που διακηρύσσει το άρθρο, με έναν ενθουσιασμό λες και ακούγονται για πρώτη φορά, διδάσκονται ανελλιπώς σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης του ελληνικού κράτους από καταβολής του. Αποτελούν το κύριο μέρος, αν όχι το σύνολο, τόσο του θεσμοποιημένου, εκ των άνω λόγου περί γλώσσας, όσο και του αυθόρμητου και διάχυτου αντίστοιχου. Οπότε κανείς, νομίζω, δεν τα αγνοεί. Τι περισσότερο μένει να γίνει ώστε να θεωρηθεί ότι «εκτιμήσαμε στην πραγματική της διάσταση» την αίγλη της ελληνικής γλώσσας;

Αλλά είναι και πολύ συζητήσιμο αν όλα αυτά τεκμηριώνουν κάποια «οικουμενικότητα» της ελληνικής γλώσσας. Πρώτα απ’ όλα, ο σχετικός ισχυρισμός είναι αθεράπευτα ευρωκεντρικός. Από την ελληνική γλώσσα έχουν πράγματι αντλήσει όρους πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες. Ωστόσο, η Ευρώπη δεν είναι η οικουμένη.

Κάποιες απ’ αυτές τις γλώσσες επεκτάθηκαν αργότερα και σε άλλα μέρη του κόσμου. Πλην όμως: η επέκταση αυτή

α) συντελέστηκε μέσα από γενοκτονίες, αποικιοκρατία, δουλοκτησία και στρατιωτικές επεμβάσεις, πράγματα δηλαδή όχι ιδιαιτέρως γοητευτικά και άξια υπερηφανείας. Όποιος λοιπόν έχει διάθεση να πανηγυρίσει για την οικουμενικότητα της ελληνικής γλώσσας, καλό είναι να θυμάται ότι αυτή επιτεύχθηκε (και) μέσα από την μερική ή ολοκληρωτική καταστροφή άλλων πολιτισμών. Η ανωτερότητα του πολιτισμού ο οποίος βασίστηκε στην ελληνική και τη λατινική παράδοση, και ο οποίος συνεχίζει να ανατρέχει στα (αρχαία) ελληνικά για να ονομάσει τους πυραύλους του και την Ευρώπη που σφυρηλατεί, όπως μας διαβεβαιώνει με αγγελικό ύφος η Ζακλίν ντε Ρομιγύ και όπως την παραθέτει ο Μπαμπινιώτης, χρησιμοποιήθηκε ως δικαιολογητική βάση για αυτή την εξάλειψη γλωσσών (και εξολόθρευση των ομιλητών τους).

Αυτό άλλωστε δεν ήταν κάτι καινούριο. Ήδη κατά την αρχαιότητα, η διάδοση της ελληνικής γλώσσας προς ανατολάς, άρα μεταξύ άλλων και η ιδιότητά της ως «γλώσσας της Καινής Διαθήκης», οφειλόταν επίσης σε στρατιωτική εισβολή και επιθετική επέκταση.

β) Δεν κάλυψε όλη την οικουμένη, αλλά πάλι ένα τμήμα της. Άφησε απ’ έξω μεταξύ άλλων τη Ρωσία και τις άλλες σλαβόφωνες χώρες, το μεγαλύτερο μέρος της Ασίας και μεγάλο μέρος της Αφρικής. Δηλαδή την πλειονότητα του παγκόσμιου πληθυσμού. Κάποιες από τις γλώσσες που μιλιούνται στις περιοχές αυτές είχαν, κατά καιρούς και σε διαφορετικούς βαθμούς, υιοθετήσει αυτοτελώς κάποιες λέξεις από την ελληνική γλώσσα –όπως άλλωστε και αυτή από εκείνες. Η «οικουμενικότητα» λοιπόν αυτή δεν είναι καθολική, αλλά μερική.

Ας δεχθούμε όμως, παρακάμπτοντας αυτές τις ενστάσεις, ότι η ελληνική γλώσσα είναι όντως «οικουμενική», όπως και αν το εννοεί κανείς αυτό. Και μετά; Γιατί αυτό είναι ωφέλιμο, και για ποιον; Η μόνη σχετική αιτιολόγηση που δίνεται στο άρθρο είναι ότι αυτό είναι καλό για λόγους γοήτρου, εξαιτίας «του κύρους και της αίγλης» που εξασφαλίζει σε «εμάς» (υποθέτω τους Έλληνες, τους ομιλητές της ελληνικής γλώσσας).

Ο λόγος αυτός δεν είναι γλωσσολογικός, αλλά ιδεολογικός-πολιτικός –αν όχι ψυχολογικός. Δεν φαίνεται να υποστηρίζεται κάπου ότι για τις «οικουμενικές» γλώσσες –ή για την οικουμενική γλώσσα· από το άρθρο δεν προκύπτει αν υπάρχουν και άλλες- ισχύουν άλλοι κανόνες και άλλες ιδιότητες, χάρη στις οποίες να πρέπει να μελετηθούν διαφορετικά απ’ ό,τι οι μη οικουμενικές. Μας λέγεται βέβαια ότι η ελληνική γλώσσα είναι «μοναδική». Αλλά, από γλωσσολογική άποψη, όλες οι γλώσσες είναι μοναδικές, από κάποιες απόψεις, και παρόμοιες με τις υπόλοιπες από άλλες.

Ως εκ τούτου, ένας γλωσσολόγος δεν έχει κάποιο προνόμιο στη συζήτηση περί «οικουμενικότητας/ μοναδικότητας», αλλά συμμετέχει σε αυτήν υπό ίσους όρους με οποιονδήποτε άλλον. Διότι η πολιτική, όπως έλεγαν άλλωστε και οι αρχαίοι Έλληνες, (κάποιοι αρχαίοι Έλληνες, όχι φυσικά όλοι –π.χ. όχι ο Πλάτων), και όπως συνέχισαν να λένε οι σύγχρονοι μη Έλληνες, π.χ. Γάλλοι (κάποιοι Γάλλοι, όχι φυσικά όλοι –όχι ας πούμε η Ζακλίν ντε Ρομιγύ, ούτε η Μαρίν Λεπέν, αλλά ο Ζακ Ρανσιέρ), ή τουλάχιστον η δημοκρατική πολιτική, είναι ένα πεδίο στο οποίο μετέχουν όσοι δεν έχουν κάποιον ιδιαίτερο τίτλο για να άρχουν.

Το ότι στο άρθρο του αυτό, και όλα τα ανάλογα, ο Μπαμπινιώτης δεν μιλά ως γλωσσολόγος, αλλά ως (εθνικός) ιδεολόγος, προκύπτει και από τη στάση του απέναντι στη γλωσσική αλλαγή. Η στάση αυτή είναι απερίφραστα αρνητική και εχθρική· μια θέση γλωσσικού συντηρητισμού. Η γλωσσική αλλαγή, κατ’ αυτόν, είναι κάτι επαίσχυντο, αποκρουστέο. Το «γόητρο» και η «αίγλη» (όροι ήκιστα επιστημονικοί) συνδέονται με το γεγονός ότι «πρόκειται για την ίδια γλώσσα». Άρα, εξ αντιδιαστολής, στοιχεία τα οποία δημιουργούν την εντύπωση ότι ίσως δεν πρόκειται για την ίδια γλώσσα καταρρακώνουν αυτό το γόητρο και πρέπει να αποσιωπηθούν ως ένοχα μυστικά. Πράγματι αποσιωπώνται εξάλλου. Το ότι, σε αυτήν την «ίδια γλώσσα», «πραγματοποιήθηκαν πολλές αλλαγές», ο Μπαμπινιώτης το παραδέχεται μόνο απρόθυμα, επειδή δεν μπορεί να κάνει αλλιώς, και το αναφέρει μόνο δευτερογενώς, ως μία ενοχλητική λεπτομέρεια η οποία κατά τα λοιπά δεν πρέπει να υπονομεύσει την κεντρική διαπίστωση ότι «η Ελληνική [sic] αποτελεί μοναδικό παράδειγμα γλώσσας με αδιάσπαστη ιστορική συνέχεια». Αναφέρει με ενθουσιασμό έρευνες, δικές του και άλλων, από τις οποίες προκύπτει ότι στην αγγλική γλώσσα υπάρχουν 50.747 «ελληνικής προελεύσεως λέξεις» και ότι «είναι τεράστιος γενικότερα ο αριθμός των ‘αντιδανείων’ και ιδίως των ‘ελληνογενών’ λέξεων που έχουν εισέλθει στη γλώσσα μας». Πουθενά όμως δεν ασχολείται με τον αριθμό των μη ελληνογενών (π.χ. αραβικών, περσικών, τουρκικών, αλβανικών …) λέξεων που έχουν εισέλθει στη γλώσσα μας. Διότι το να χρωστάμε σε τέτοια μπασκλασαρία, να υφίσταται η δική μας γλώσσα διείσδυση αντί να την επιτελεί, σίγουρα θα έριχνε το γόητρό μας.

Πράγμα που, εκτός των άλλων, δείχνει και μία γλωσσολογικά εσφαλμένη –κυριολεκτική- σύλληψη της μεταφοράς του «δανείου». Ο μόνος λόγος να αισθάνεται κανείς πλουσιότερος όταν η γλώσσα «του» δανείζει στις άλλες και φτωχότερος όταν δανείζεται απ’ αυτές είναι ότι προφανώς φαντάζεται τους γλωσσικούς πόρους ως πεπερασμένους, όπως είναι και οι οικονομικοί. Προκειμένου για χρήματα, όταν ο Α μεταβιβάζει στον Β ένα ποσό, ο Β το παίρνει και ο Α το στερείται. Αυτό όμως δεν ισχύει στη γλώσσα: όταν μία λέξη μεταφέρεται από την Χ γλώσσα στην Ψ, δεν χάνεται εξ αυτού του λόγου για την Χ· μπορεί κάλλιστα να συνεχίσει να χρησιμοποιείται. Γι’ αυτό και ποτέ δεν ζητήθηκε η επιστροφή κανενός τέτοιου «δανείου», η οποία θα ήταν άνευ νοήματος –αντίθετα απ’ ότι υπονοεί η αφελής υπόθεση (του μη πραγματικού) που αποδίδεται στην προαναφερθείσα ντε Ρομιγύ, κατά την οποία «Αν η Ελλάδα μάς ζητούσε πίσω όλες τις λέξεις της που έχουμε δανειστεί, ο Δυτικός πολιτισμός θα κατέρρεε». Και η οποία επίσης είναι ιδιαιτέρως αγαπητή στους εθνογλωσσολογούντες του διαδικτύου.

Για να μην αναφέρουμε βέβαια και την περίπτωση όπου μία γλώσσα «δανείζεται» από μία άλλη έναν όρο ο οποίος δεν χρησιμοποιείται (πλέον, ή και καθόλου) σε εκείνη την άλλη γλώσσα· τα λεγόμενα «ψευδοδάνεια». Οι περιπτώσεις αυτές δεν (είναι λογικό να) περιποιούν ούτε αίγλη, ούτε αμηχανία στους ομιλητές είτε της μίας, είτε της άλλης γλώσσας· είναι όμως πολύ λογικό να παρουσιάζουν τρομερό ενδιαφέρον για έναν γλωσσολόγο –ή και για έναν μη γλωσσολόγο. Όχι για τον Μπαμπινιώτη.

Αυτή η ανορεξία και η αδιαφορία για τις λέξεις που έχουν εισέλθει στην ελληνική γλώσσα ως σκέτα «δάνεια», και γενικά για κάθε μεταβολή πέρα από εκείνες που εμπίπτουν στην κατηγορία των «αντιδανείων» (και άρα μπορούν να θεωρηθούν ως μη μεταβολές, ως επιβεβαίωση της «αδιάσπαστης ενότητας» και όχι διάρρηξή της), είναι κατεξοχήν αγλωσσολόγητη αντίδραση. Είναι επιστημολογικό εμπόδιο. Ένας γλωσσολόγος θα πηδούσε από τη χαρά του, θα έτριβε τα χέρια του εάν διαπίστωνε ότι έχει μπροστά του ένα τέτοιο χρυσωρυχείο, μία τόσο λαμπρή ευκαιρία να μελετήσει τη μεταβολή «στην προφορά, στη γραμματικοσυντακτική δομή και στο λεξιλόγιο» μιας γλώσσας. Όχι ο Μπαμπινιώτης, ο οποίος εγκαταλείπει αυτή την απρόθυμη παραδοχή ευθύς μόλις την κάνει, δεν της δίνει καμία συνέχεια, αλλά σπεύδει να ξαναμπαλώσει το όποιο ρήγμα διαβεβαιώνοντάς μας ότι «τα κύρια χαρακτηριστικά της δομής της αρχαίας ελληνικής γλώσσας εξακολουθούν να προσδιορίζουν την φυσιογνωμία και της σύγχρονης ελληνικής γλώσσας».

Η επίκληση όμως του «κύρους» και της «αίγλης» ως θελγήτρου δεν λειτουργεί για όσους από εμάς δεν ενδιαφέρονται να βασίσουν την αυτοεκτίμηση και το «γόητρό» τους στην οικουμενικότητα και στους υπόλοιπους από τους παράγοντες τους οποίους εκθέτει ο Μπαμπινιώτης. Προσωπικά, ως εις εξ «ημών», εξ αυτών που εγκαλούνται από τις υποδείξεις του, δεν βλέπω κανέναν λόγο να αισθάνομαι αυξημένο γόητρο για κάτι που εγώ δεν επέλεξα, ούτε συνέβαλα καθ’ οιονδήποτε τρόπο στην επέλευσή του –το ότι τυχαίνει να μιλάω την Χ και όχι την Ψ γλώσσα. Σε σχετικές «πορτοκαλικές» γλωσσικές επιτελέσεις παρατίθεται συχνά ο στίχος του Οδυσσέα Ελύτη «τη γλώσσα μού έδωσαν ελληνική» –ο οποίος έδωσε και τον τίτλο στη γνωστή τηλεοπτική εκπομπή. Ο στίχος όμως αυτός αναδεικνύει πολύ εύστοχα ότι η γλώσσα είναι κάτι που μας δίνουν άλλοι· έχει αποφασιστεί πριν από μας για μας. Απεναντίας, κάτι που θα έβρισκα ευτύχημα, και λόγο υπερηφάνειας, θα ήταν να μιλά κανείς και άλλες γλώσσες εκτός από εκείνη που του έδωσαν. Για παράδειγμα, οι πρόγονοί μου, πριν από δύο μόλις γενιές, μιλούσαν τουρκικά, αποκλειστικά ή σε συνδυασμό με τα ελληνικά. Ακόμη και όταν έγραφαν στα ελληνικά, τα έγραφαν με μια ορθογραφία (ή μάλλον, ακριβώς, πολλές ορθογραφίες) που δεν ήταν ίδιες ούτε με εκείνη των υπολοίπων κατά καιρούς χρηστών της γλώσσας αυτής, ούτε και μεταξύ τους. Επίσης, δεν ζούσαν στον «ίδιο γεωγραφικό χώρο, την Ελλάδα». Άρα λοιπόν, με τα κριτήρια του Μπαμπινιώτη, δεν ανήκαν στον «ίδιο λαό» ο οποίος αποτελεί ένα από τα στοιχεία που συγκροτούν την ελληνική ως «μοναδικό παράδειγμα γλώσσας». Έπρεπε λοιπόν να εξελληνισθούν/ εκπολιτισθούν, εκόντες-άκοντες, ώστε να μην διαψεύδουν το ένδοξο αφήγημα.

Όπως και έγινε.

Οι γονείς μου ακόμη καταλάβαιναν κάπως τα τουρκικά. Στη δική μου γενιά, και πολύ περισσότερο στις επόμενες, η γλωσσική εθνοκάθαρση και μονοκαλλιέργεια την οποία πρεσβεύει ο Μπαμπινιώτης εξαφάνισε κάθε τέτοιο ίχνος –ή τουλάχιστον προσπάθησε, με επιτυχία αλλά όχι ολική, και συνεχίζει να προσπαθεί, να εξαφανίσει. Δείγμα τού ότι, γι’ αυτόν, το «εθνικό γόητρο» είναι σημαντικότερη αξία από τον γλωσσικό πλούτο και την πολυμορφία, αλλά ακόμη και από την προαγωγή της επιστήμης του.

Κλασσικό

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.