Ανάλυση λόγου,Διεθνείς σχέσεις,Τέχνη

Για την Κύπρο του Σαββόπουλου ως αντι-μεταπολίτευση

του Άκη Γαβριηλίδη

Στη μεγάλη συναυλία του Διονύση Σαββόπουλου στο Ηρώδειο για τα 50 χρόνια από τη μεταπολίτευση, όπως διαβάζουμε στα ρεπορτάζ, το κύριο μέρος της βραδιάς ξεκίνησε με το τραγούδι «Για την Κύπρο», από τον δίσκο Η ρεζέρβα του 1979, το οποίο τραγούδησε συμμετέχων κατά την προσφιλή του συνήθεια ο Γιώργος Νταλάρας. Υπό την ιδιότητα του κονφερανσιέ-οικοδεσπότη της εκδήλωσης, και για να βάλει τους θεατές/ ακροατές στο κλίμα της εποχής γενικώς και του τραγουδιού ειδικότερα, ο δημιουργός του γνωστοποίησε στο κοινό μεταξύ άλλων τα εξής:

Ο κόσμος [τον Ιούλιο του 74] έπαιρνε στους ώμους του τους πολιτικούς του ηγέτες. Ο καθένας πίστευε πως τα πιο τρελά του όνειρα θα γινόντουσαν πραγματικότητα. Τότε, προσπαθώντας να βάλω τα πράγματα σε μία σειρά, έγραψα ένα τραγούδι «Για την Κύπρο».

Κατά τα λοιπά, όπως προκύπτει από το ίδιο ρεπορτάζ, η παρουσίαση της μεταπολίτευσης στη συναυλία ήταν γενικά θετική. Πλην όμως, η επιλογή να ενταχθεί εξ αρχής όλη αυτή η παρουσίαση σε ένα πλαίσιο χαλιναγώγησης των «τρελών πολιτικών ονείρων» μάλλον υπονομεύει προκαταβολικά αυτή την θετικότητα.

Ασφαλώς, το να επιχειρεί κανείς να προσγειώσει έναν άμετρο ενθουσιασμό και να προειδοποιήσει απέναντι στους κινδύνους μιας αδικαιολόγητης υπεραισιοδοξίας είναι σαφώς μέρος της εργασίας της τέχνης, και κάθε ανθρώπινης επιτέλεσης. Ποια είναι όμως εν προκειμένω η «σειρά» στην οποία μπαίνουν τα πράγματα;

Το τραγούδι «Για την Κύπρο», που δεν έγινε και ιδιαιτέρως γνωστό σε σχέση με άλλα του Σαββόπουλου, αποτελείται από τρία τετράστιχα χωρίς ρεφραίν, συν ένα τρίστιχο «επίμετρο» στο τέλος του τραγουδιού το οποίο στον δίσκο δεν τραγουδά ο ίδιος ο Σαββόπουλος, αλλά δύο αντρικές φωνές, ο Δημήτρης Κοντογιάννης και ο Νίκος Παπάζογλου –οι δύο βασικές φωνές από την «Εκδίκηση της γυφτιάς» που είχε κυκλοφορήσει μόλις πρόσφατα τότε σε δική του παραγωγή. (Δεν κατάφερα να εξακριβώσω εάν το επίμετρο αυτό περιλήφθηκε στην ζωντανή εκτέλεση φέτος και, αν ναι, ποιος/ ποιοι το τραγούδησαν).

Το συνολικό άκουσμα, όπως συχνά συμβαίνει με τα τραγούδια του Σαββόπουλου, έχει κάποια αμφιλεγόμενα και δυσνόητα σημεία, είτε λόγω της παρέλευσης του χρόνου είτε λόγω της χρήσης υπαινιγμών κατανοητών μόνο στον δημιουργό και στο άμεσο περιβάλλον του. Π.χ. την αναφορά σε μία «φλογίτσα που τσιρίζει στις κλειδώσεις» προσωπικά δεν μπορώ να την συνδέσω με κάποιο νόημα. Εν πάση περιπτώσει, είναι σαφές ότι οι στίχοι σκηνοθετούν μία απεύθυνση. Η απεύθυνση αυτή είναι του τύπου της επαιτείας. Ένα πρώτο πρόσωπο μιλά σε ένα δεύτερο, (υποθέτω ο καλλιτέχνης στην εθνική κοινότητα), και το μόνο που του ζητά είναι μία χρηματική συμβολή –«κάνα φράγκο στο κουτί που είναι στην άκρη». Ο ίδιος άλλωστε περιγράφει με κάποια συστολή την πρακτική του ως «ζητιανιά» που «τα δυο χεράκια του στραβώνει».

Φαντάζομαι ότι, το διάστημα εκείνο, θα γίνονταν τέτοιες συλλογές πόρων, έρανοι κ.λπ. υπέρ των «Κυπρίων αδελφών μας». Η αιτιολόγηση της ικεσίας στη συγκεκριμένη πλαισίωσή της γίνεται κυρίως με το μεσαίο τετράστιχο, που λέει τα εξής.

Δεν είναι οικόπεδο που το καταπατούνε

ούτε και μούρλα εθνική που επιστρέφει.

Είναι η Κύπρος που οι εμπόροι τη μισούνε

και η ανάγκη μας που όνομα δεν έχει.

Οι στίχοι αυτοί έχουν γεράσει πολύ άσχημα· οι αρνήσεις των δύο πρώτων, ιδίως με τη χρονική απόσταση, ηχούν σαν τις αρνήσεις εκείνες για τις οποίες λέει ο Φρόιντ ότι μπορούμε να αφαιρέσουμε το «δεν» και να αποδεχθούμε το υπόλοιπο περιεχόμενο ως έχει. «Δεν είναι οικόπεδο που το καταπατούνε». Χμμ … Τότε τι είναι;

Φυσικά, τη δεκαετία του 70 ο Σαββόπουλος δεν ήταν δυνατό να γνωρίζει ότι, λίγα χρόνια μόνο αργότερα, η Κύπρος θα ήταν παράδεισος και έδρα για κάθε λογής εμπόρους, κυριολεκτικούς και μεταφορικούς, νόμιμους και παράνομους, εμπόρους υλικών αντικειμένων, ιδεών, εθνικών και άλλων, έως και διαβατηρίων, μεταξύ των οποίων προεξάρχουσα θέση θα κατείχαν οι ίδιοι οι ιθύνοντες της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ουχ ήττον, δεν ήταν δυνατό να γνωρίζει ότι, λίγα μόλις χρόνια μετά, ο ίδιος θα έπαυε να θεωρεί το εμπόριο επαίσχυντη δραστηριότητα.

Αλλά ακόμη και με τα τότε δεδομένα, ο ισχυρισμός ότι η Κύπρος υπέφερε επειδή κάποιοι έμποροι την «μισούσαν» ηχεί αξιοπερίεργος.

Μεταξύ του δεύτερου και του τρίτου τετράστιχου, μεσολαβεί ένα σόλο στο ούτι. Το ταξίμι δεν είναι επιτυχημένο μουσικά· ρυθμικά θα έλεγα ότι είναι σχεδόν λάθος. Μοιάζει ξεκάρφωτο, σαν να προστέθηκε εμβόλιμα εκ των υστέρων· αρχίζει σε ένα σημείο που μοιάζει τυχαίο, χωρίς προετοιμασία. Τελειώνει δε σε ένα σημείο που επίσης ηχεί αυθαίρετο, σαν να βαρέθηκαν, να μην ήξεραν προς τα πού να το πάνε και να είπαν να επιστρέψουν στην «κανονική» μελωδία –αλλά η επιστροφή αυτή είναι επίσης μη ομαλή. Στο συγκεκριμένο σημείο ακούγεται η φωνή του Σαββόπουλου να χαιρετίζει/ συγχαίρει τον οργανοπαίκτη, κατά την γνωστή συνήθεια, με τα λόγια «Γεια σου Καλύβα». Ακόμα και αυτός ο χαιρετισμός ακούγεται βεβιασμένος, χωρίς ιδιαίτερη πεποίθηση, σαν αυτός που μιλά να μην νιώθει αυτά τα λόγια.

Τέτοιοι χαιρετισμοί βεβαίως είναι γνωστό ότι τις περισσότερες φορές ήταν κόλπα εμπόρων: δεν οφείλονταν στον ενθουσιασμό και στην έκπληξη του τραγουδιστή από την δεξιοτεχνία του οργανοπαίκτη, αλλά ήταν στρατηγικού χαρακτήρα ώστε να εντυπώσουν τα ονόματα των συντελεστών στο μυαλό του ακροατή (ιδίως του ακροατή δίσκων από τζουκ-μποξ ή άλλη συσκευή στην οποία δεν είχε αγοράσει ο ίδιος τον δίσκο και άρα δεν γνώριζε απαραίτητα ποιοι παίζουν και τραγουδάνε).

Η ερμηνεία κατά την οποία τα βάσανα της Κύπρου οφείλεται σε κάποιο μίσος των εμπόρων ηχεί εξίσου τεχνητός, σαν ο ερμηνευτής να μην την πολυπιστεύει ο ίδιος, σαν να την πρόσθεσε απλώς για να δώσει μία αντικαπιταλιστική χροιά που ανέμενε ότι θα γινόταν αποδεκτή από (ορισμένους από) τους ακροατές του. Η ερμηνεία που προβάλλεται σε πρώτο πλάνο, αυτή από την οποία αναμένεται να do the job, είναι ότι η Κύπρος «πληρώνει το άδειο μας πρόσωπο», η οποία εξαγγέλλεται στον τελευταίο στίχο του «κανονικού» τραγουδιού (χωρίς το υ.γ.).

Η ερμηνεία αυτή φαίνεται να έρχεται από μία προβληματική «θεωριών της εξάρτησης» (η Ελλάδα ως ελλειμματικό εθνικό κράτος, με υστέρηση, που δεν μπορεί να επιβάλει διεθνοπολιτικά το σεβασμό των δικαιωμάτων της κ.λπ.), διατυπωμένη όμως και κατά τρόπο συμβατό με μια προβληματική νεο-ορθόδοξη (η ιδιοπροσωπία του νέου ελληνισμού, finis Graeciae, κωλοέλληνες κ.λπ.). Πράγμα που δείχνει ότι τα πάρε-δώσε του Σαββόπουλου με Ράμφους, Γιανναράδες κ.λπ. είχαν ήδη αρχίσει από τότε, πριν καταλάβουν το κέντρο της σκηνής από τα «Τραπεζάκια έξω» και μετά. Άλλωστε, επίσης στην Ρεζέρβα ανήκει και το τραγούδι που αποδίδει στην ίδια την Ελλάδα τον χαρακτηρισμό τον οποίο αρνείται για την Κύπρο: του οικοπέδου (καθώς και της αποικίας).

Πάντως, θα λέγαμε ότι οι δύο αυτές ερμηνείες, των «εμπόρων» και του «άδειου προσώπου», δεν είναι τελείως ασυμβίβαστες, είναι απλώς ετερογενείς. Στο πλαίσιο του συγκεκριμένου τραγουδιού απαρτίζουν ένα συναρμολόγημα το οποίο εγγράφει τα «δεινά της Κύπρου» (και της Ελλάδας ως «μητέρας πατρίδας» της) σε ένα σχήμα με τις εξής στιγμές: φιλανθρωπία/ ενοχή/ εξαγορά. Η Κύπρος πληρώνει το «άδειο μας πρόσωπο», εμού του τραγουδιστή και υμών των συνελλήνων που με ακούτε, αλλά έχουμε την ευκαιρία να μετριάσουμε τον πόνο της και να εξιλεωθούμε δίνοντας «κάνα φράγκο στο κουτί που είναι στην άκρη».

Η προσθήκη των τριών εμβόλιμων στίχων στο συνολικό κολλάζ εντείνει αυτή την αίσθηση αμηχανίας, αφήνοντας μετέωρη την έκβαση της έκκλησης. Οι δύο νεότεροι τραγουδιστές, προσωποποιώντας το μέχρι τότε δεύτερο πρόσωπο-στόχο της απεύθυνσης και της έκκλησης προς συνδρομή, απαντούν στον επαιτούντα καλλιτέχνη:

Και γιατί δε μας το λες,

μόνο βγαίνεις στον κόσμο

όλο κλάψες και ψευτιές.

Η κατάταξη της δραστηριότητας του καλλιτέχνη-ερανιστή από τη μεριά της «ψευτιάς» υπήρχε ήδη στον δικό του λόγο, ο οποίος απηύθυνε έκκληση στο κοινό του να τον συγχωρήσει αν λέει «ψέματα και παραμύθια». Η μυθοπλαστική δραστηριότητα, καθώς και η υπόδυση ρόλων, παραδοσιακά θεωρείται κοινή στους καλλιτέχνες και στους επαίτες (αν θυμηθούμε π.χ. και τον ρόλο του Μίμη Φωτόπουλου στην «Κάλπικη λίρα» του Τζαβέλλα), άρα είναι λογικό να εμφανίζεται «εις την δευτέραν» στους καλλιτέχνες που επαιτούν. Το διακειμενικό «γιατί δε μας το λες», όμως, που είναι ένας ήδη υπαρκτός στίχος γενικής χρήσεως, δεν είναι ξεκάθαρο αν εδώ επαναλαμβάνεται για να δηλώσει απόρριψη ή, αντιθέτως, αποδοχή και πλειοδοσία: «γιατί δεν μας το λες τόση ώρα; Αποδεχόμαστε την σύσταση και προθύμως εισφέρουμε ένα φράγκο».

Είναι ασφαλώς τιμητικό για έναν καλλιτέχνη να καλείται επισήμως να προβεί, σε έναν περίπου ιερό χώρο, σε έναν απολογισμό μισού αιώνα από την ζωή ενός έθνους-κράτους μέσα από το έργο του, παρουσία της προέδρου της δημοκρατίας και της υπουργού πολιτισμού. Η αποδοχή της θεσμικής αυτής τιμής ίσως θα συνεπαγόταν αντίστοιχη ευθύνη να γίνει ένας απολογισμός και του ίδιου του έργου.

Η έκκληση να δώσουμε ένα φράγκο στο κουτί για να ανακουφίσουμε τα δεινά της Κύπρου μάλλον δεν έπιασε τόπο. Η ερμηνεία όμως της προέλευσης αυτών των δεινών άραγε; Θα ήμουν περίεργος να μάθαινα τι σκέφτεται σήμερα γι’ αυτήν ο Σαββόπουλος.

Το πιθανότερο πάντως είναι ότι δεν θα άλλαζε τίποτε σε αυτή. Ούτως ή άλλως, το «άδειο μας πρόσωπο», όπως περίπου και το κακό το ριζικό μας, είναι ένα κενό σημαίνον, μια αιτιολογία με την οποία μπορούν σχεδόν όλοι να συμφωνήσουν, ή να πιστέψουν ότι συμφωνούν έχοντας άλλα πράγματα ο καθένας στο κεφάλι του. Τόσο κενό, που μπορεί να χωρέσει ακόμα και μια στρατιωτική εισβολή σε ξένο κράτος και απόπειρα δολοφονίας του εκλεγμένου ηγέτη του, όπως εκείνη που επιχείρησε η Ελλάδα του στρατηγού Ιωαννίδη θεωρώντας την Κύπρο οικόπεδο και αποικία της, και από την οποία συμπληρώνονται 50 χρόνια ακριβώς τις μέρες που δημοσιεύεται το παρόν σημείωμα.

Κλασσικό

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.