της Σοφί Μαντελσόν και του Λίβιο Μπόνι
Τα ψυχολογικά περιγράμματα της αποικιοκρατίας είναι πλέον γνωστά ως προς τα βασικά τους στοιχεία (…). Λιγότερο γνωστές είναι οι πολιτισμικές και ψυχολογικές παθολογίες που παρήγαγε η αποικιοκρατία στις χώρες των αποίκων.
Ashis Nandy[1]
Σε τελευταία ανάλυση, η ψυχανάλυση έχει ίσως ένα διαπολιτισμικό μέλλον όπως η επιστήμη· ίσως μάλιστα η κουλτούρα και η επιστήμη βρίσκουν σε αυτήν ένα αμοιβαίο στήριγμα.
Oκτάβ Mαννονί[2]
H ανάλυση του ασυνειδήτου θα έπρεπε να είναι μάλλον μια γεωγραφία παρά μια ιστορία.
Ζιλ Ντελέζ και Κλαιρ Παρνέ[3]
Η ψυχανάλυση, η οποία διανύει ήδη τον δεύτερο αιώνα της, έχει σημαδέψει βαθύτατα την κριτική σκέψη, τις ανθρωπιστικές επιστήμες, τις λογοτεχνικές σπουδές και τις cultural studies λίγο πολύ παντού στον ακαδημαϊκό κόσμο και τα περίχωρά του, ιδίως στον αγγλόφωνο και ισπανόφωνο χώρο. Μέσα απ’ τη μεσολάβηση της αποδόμησης, και ευρύτερα της French Theory, αλλά και ενός ορισμένου μεταμαρξισμού, η αναλυτική γλώσσα έχει καθιερωθεί μόνιμα στην παγκόσμια και παγκοσμιoποιημένη κριτική θεωρία, εξίσου, αν όχι περισσότερο, από ό,τι την εποχή του δομισμού και της Σχολής της Φρανκφούρτης, οι οποίες, στις δεκαετίες του 1950 και του 1960, σηματοδότησαν την πρώτη μεγάλη ανακάλυψη του φροϋδισμού στις ανθρωπιστικές επιστήμες, οι οποίες τότε κυοφορούνταν. Θα μπορούσε μάλιστα να υποστηριχθεί ότι η ψυχανάλυση, όπως και ο μαρξισμός, συνέβαλε ουσιαστικά στη διαμόρφωση του πεδίου των ανθρωπιστικών επιστημών, που πλέον διακρίνεται, τουλάχιστον από ορισμένες απόψεις, από τις «humanities[4]». Ωστόσο, σε πείσμα της διαρκούς γκρίνιας ότι η ψυχανάλυση χάνει την επιρροή της στη γενική οικονομία της γνώσης, παρατηρούμε ένα παρόμοιο φαινόμενο στο σύγχρονο πλαίσιο. Η ψυχανάλυση αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του νέου κύματος της κριτικής σκέψης, από τις σπουδές φύλου μέχρι τις μετααποικιακές σπουδές, περνώντας από τους νεοφεμινισμούς και τους μεταδομισμούς, κατά τρόπο ώστε να μπορούμε να μιλάμε για μια πανταχού παρουσία του λόγου της σε ένα πολύ ευρύ φάσμα της σύγχρονης κριτικής θεωρίας, που συνδέεται με την Τζούντιθ Μπάτλερ, τoν Σλάβοϊ Ζίζεκ, τον Eρνέστο Λακλάου, τον Φρέντρικ Τζέιμσον και τον Χόμι Μπάμπα, για να αναφέρουμε μόνο μερικές από τις κορυφές αυτού του μετα-φροϋδο-λακανικού παγόβουνου.
Δυτικοκεντρική μυωπία
Αν λοιπόν δεν μπορεί εύλογα να υποστηριχθεί ότι η ψυχανάλυση έχασε την ικανότητά της να αρδεύει την κριτική σκέψη, και αν μπορεί επιπλέον να θεωρηθεί ότι μια τέτοια ικανότητα έχει πλέον διευρυνθεί πολύ πέραν του δυτικού κόσμου και έχει γίνει σχεδόν παγκόσμια, κυρίως μέσα από μια εντυπωσιακή διεθνοποίηση των χρήσεων του λακανικού λεξιλογίου στη λογοτεχνική κριτική, τις cultural studies και την πολιτική ανθρωπολογία, δεν ισχύει το ίδιο για την διάδοση της ψυχανάλυσης ως κλάδου και ως κλινικής πρακτικής, η οποία φαίνεται περιορισμένη, κατ’ ουσίαν, στον ευρωπαϊκό ή εξευρωπαϊσμένο κόσμο (Ευρώπη, βόρεια Αμερική), χωρίς να επενδύει –παρά μόνο περιθωριακά- τον «υπόλοιπο κόσμο», για να επαναλάβουμε εδώ το βορειοαμερικανικό σλόγκαν The West and the rest το οποίο επιστρατεύουμε εδώ, αλλά για να το αντιστρέψουμε.
Είναι γνωστό, πράγματι, ότι η ψυχανάλυση έκανε θεαματικά άλματα σε ορισμένες πολύ «εξευρωπαϊσμένες» χώρες της Λατινικής Αμερικής, και ιδίως στην Αργεντινή, σε σημείο που ορισμένοι ήδη θεωρούν ότι η ισπανική γλώσσα τείνει να γίνει η ηγεμονική της γλώσσα (διαδεχόμενη την αγγλική η οποία εκθρόνισε τη γερμανική μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο)[5]. Αυτό όμως ουδόλως αρκεί για να διαταράξει την κυρίαρχη αντίληψη κατά την οποία η ψυχανάλυση παραμένει κατ’ ουσίαν προσδεδεμένη στον κόσμο του Βορρά και της Δύσης, ο οποίος γίνεται νοητός ταυτόχρονα ως χώρος γεωγραφικός (κατ’ ουσίαν, το βόρειο ημισφαίριο), ως πολιτισμικός (ιουδαιο-χριστιανικός) και ως πολιτικός (εκείνος των φιλελεύθερων δημοκρατιών). Όλα τα υπόλοιπα (η ψυχανάλυση στον αραβικό κόσμο, στην Ινδία, στην Κίνα κ.λπ.) μοιάζουν μάλλον περιστασιακά στην κυρίαρχη αναπαράσταση, και, όταν ενδιαφέρεται κανείς για την παρουσία της ψυχανάλυσης σε μη δυτικές χώρες, αυτό αναπόφευκτα γίνεται με όρους «διάδοσης» και «αντίστασης». Λες και η ψυχανάλυση, ομοούσια όπως είναι με τον δυτικό κόσμο, δεν μπορούσε παρά να ακτινοβολεί στον εξω-δυτικό κόσμο, ο οποίος θα είχε έτσι μόνο δύο δυνατότητες: να την υποδεχθεί μέσω εισαγωγής και μίμησης, ή να της αντισταθεί λόγω κάποιου θεμελιακού σημείου ασυμβατότητας (πολιτισμοί που κατευθύνονται ακόμη από τη θρησκεία· αυταρχικά και αντιφιλελεύθερα καθεστώτα· απουσία μιας εξατομικευτικής και ενδοσκοπικής σύλληψης του υποκειμένου κ.λπ.).
Σε αντίθεση τώρα με αυτήν την κυρίαρχη αναπαράσταση που αφορά τη θέση της μέσα στην τοπογραφία των σύγχρονων γνωστικών πεδίων, σκοπεύουμε να δείξουμε, μέσω αυτής της γεω-ιστορίας, ότι η ψυχανάλυση υφίσταται εδώ και καιρό κατεργασία από τα χωρικά, πολιτισμικά και πολιτικά αλλού της, κατά τρόπο ώστε είναι αδύνατο να την θεωρήσουμε ως μια αποκλειστικά δυτική περιπέτεια.
Υπάρχουν, πράγματι, λόγοι τριών ειδών για να κηρύξουμε ανεπαρκή μία δυτικοκεντρική θεώρηση της ψυχανάλυσης:
- Η ευρωπαϊκή ψυχανάλυση κατατρύχεται, από τη δεκαετία του 1920, από το ερώτημα της αποικιοκρατίας, έστω και αν αυτό τίθεται τότε με διακριτικό τρόπο, πριν εκραγεί κατά τη διάρκεια των απο-αποικιοποιήσεων το διάστημα 1945-1970·
- υπάρχουν ευρηματικές και πρωτότυπες χρήσεις της ψυχανάλυσης στον μη δυτικό κόσμο, που δεν περιορίζονται σε μια απλή παθητική εισαγωγή εκ των έξω, αλλά εγγράφονται σε ιστορικά, γεωγραφικά και κλινικά συγκείμενα που διαθέτουν τις δικές τους συντεταγμένες·
- διαμορφώνεται έτσι, στην πορεία μιας ιστορίας ενός αιώνα, ένα τοπίο που δεν είχαμε υποψιαστεί, το οποίο περικλείει και τις πέντε ηπείρους, όπου η ψυχανάλυση συνεχίζει σήμερα να παίζει μείζονα ρόλο στην κριτική της μετα-αποικιακής συνθήκης, τόσο στις πρώην αποικιοκρατούμενες όσο και στις πρώην αποικιοκρατικές χώρες.
Το να λάβουμε υπόψη αυτές τις πραγματικότητες θα επιτρέψει, αν όχι μία επανάσταση, πάντως μία ανατροπή –για να ξαναπιάσουμε ένα σύνταγμα προσφιλές στον Λακάν- της τρέχουσας παράστασης που έχουμε για την ψυχαναλυτική πλανητόσφαιρα.
Να τροποποιήσουμε τους άξονες της ιστορίας του φροϋδισμού
Την ιστορία της ψυχανάλυσης την σκεφτόμαστε συνήθως κατά τρόπο πτολεμαϊκό, ως μια βαρυτική διαδικασία οργανωμένη γύρω από ένα κεντρικό άστρο, την «Βιέννη του τέλους του αιώνα», εστία μιας αντισυμβατικής και εκλεπτυσμένης διανόησης, πρωταρχικό έδαφος αυτής της διακεκριμένης και ενοχλητικής επινόησης της αστικής νεωτερικότητας, η οποία προοδευτικά κατέκτησε τον γερμανόφωνο κόσμο πριν διασπαρεί στο σύνολο της Ευρώπης και διασχίσει σύντομα τον Ατλαντικό.
Η βιογραφική διαδρομή του θεμελιωτή της ψυχανάλυσης ενθαρρύνει μια τέτοια εικόνα ασταμάτητης πορείας προς τη Δύση. Με προέλευση τη Μοραβία, στη σημερινή Τσεχική Δημοκρατία, οι Φρόιντ ήταν μια οικογένεια Ost Juden, «ανατολικών Εβραίων», που μετακινούνταν όλο και περισσότερο προς τα δυτικά στο εσωτερικό αυτού του διεθνικού και κοσμοπολίτικου χώρου που ήταν η Αυστρο-ουγγρική Αυτοκρατορία. Έχοντας περάσει σχεδόν το σύνολο της ύπαρξής του στη Βιέννη, ο Φρόιντ πέρασε τις τελευταίες του μέρες στο Λονδίνο, μετά το Anschluss, την προσάρτηση της Αυστρίας από τη ναζιστική Γερμανία, πράγμα που συμβάλλει να επικυρωθεί η ιδέα ενός περάσματος της σκυτάλης, για την ψυχανάλυση, από τον ηπειρωτικό γερμανόφωνο χώρο στον ατλαντικό αγγλόφωνο χώρο. Κατά καιρούς διάφοροι υπενθυμίζουν το ίδιο το φαντασιακό του ανδρός Φρόιντ, ο οποίος συνέκρινε τον εαυτό του με έναν conquistador μάλλον παρά με έναν «λόγιο», σε μια διάσημη επιστολή του προς τον Βίλχελμ Φλης, για να στιγματίσουν το αυτοκρατορικό, αν όχι ιμπεριαλιστικό του όραμα[6]. Εξάλλου, μια ολόκληρη σειρά από μεταφορές συνηθισμένες στην ιστορία της ψυχανάλυσης, από εκείνη των «πρωτοπόρων» [pionniers] για να δηλώσουμε την πρώτη γενιά θεραπευτών, μέχρι εκείνη της «ανακάλυψης» μιας νέας «ηπείρου», σε σχέση με το φροϋδικό ασυνείδητο, υπογείως ενισχύει αυτή την δυτικοκεντρική παράσταση.
Έτσι, διατρέχουμε τον κίνδυνο να ξεχάσουμε κάπως βιαστικά ότι η πλειονότητα των πρώτων φροϋδιστών προέρχονταν από τις ανατολικές επαρχίες της Αυστρο-ουγγρικής Αυτοκρατορίας (την Γαλικία, την Βοημία, την Τρανσυλβανία ή την Μπουκοβίνα) και ότι ο ίδιος ο Φρόιντ, για ένα μέρος της ζωής του, είχε το βλέμμα στραμμένο μάλλον προς την βορειοανατολική Ευρώπη για να αναπτύξει τη νέα του επιστήμη, και περισσότερο προς τη Βουδαπέστη, την άλλη πρωταρχική εστία του φροϋδισμού, παρά προς το Βερολίνο. Ο Σάντορ Φερέντσι, ο μεγάλος ούγγρος μαθητής του Φρόιντ, και ο Καρλ Άμπραχαμ, ο ιδρυτής του Ψυχαναλυτικού Ινστιτούτου του Βερολίνου μετά τον μεγάλο πόλεμο, από μόνοι τους ενσαρκώνουν την ηπειρωτική φιλοδοξία της ψυχανάλυσης. Ωστόσο, η διάλυση της Αυστρο-ουγγρικής Αυτοκρατορίας, η ρωσική επανάσταση του 1917 και η έλευση του ναζισμού θα αποξηράνουν προοδευτικά σχεδόν κάθε δυνατότητα στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη, υποχρεώνοντας τον Φρόιντ και μεγάλο μέρος του αναλυτικού κινήματος να στραφούν προς την Αγλία και, σε μικρότερο βαθμό, προς τη Γαλλία, ή πάλι να μεταναστεύσουν προς την Αμερική –βόρεια ή νότια. Υπάρχει λοιπόν, αναμφίβολα, μια δυτική διαδρομή της ιστορίας του αναλυτικού κινήματος, μια μετατόπιση από την Mitteleuropa προς τον ατλαντικό χώρο, μεταξύ των ετών 1930-1950.
Πρέπει άραγε γι’ αυτό να θεωρήσουμε ότι μια τέτοια διαδρομή συνιστά μια μοίρα, ότι αποκαλύπτει μία εγγενή κατεύθυνση, εγκαθιδρύοντας ένα είδος ομοουσίου ανάμεσα στην ψυχανάλυση και σε αυτό που αποκαλείται «δυτικός κόσμος», ή μήπως μπορούμε μάλλον να δούμε σε αυτό μία δεσπόζουσα, η οποία, ως τέτοια, γεννά εξαιρέσεις, αντιπαραδείγματα, εναλλακτικές κινήσεις;
Το στοίχημα της παρούσας Ψυχανάλυσης του υπόλοιπου κόσμου συνίσταται στο ότι επιλέγει ξεκάθαρα υπέρ της δεύτερης από τις δύο αυτές οπτικές. Με άλλα λόγια, η χειρονομία από την οποία μας φαίνεται αναγκαίο να ξεκινήσουμε είναι μια χειρονομία χωρική, ή χαρτογραφική: να εξετάσουμε άλλες διαδρομές, άλλα «ίχνη», και όχι τόσο «οδούς» που σκιαγραφεί η ιστορία της ψυχανάλυσης. Ακολουθίες, για παράδειγμα, κατά τις οποίες αυτή προβαίνει από Νότο προς Βορρά παρά από Βορρά προς Νότο, όπως στον Οκτάβ Μαννονί και τον Φραντς Φανόν, τους πρώτους που επιστράτευσαν την ψυχανάλυση με αφετηρία την αποικιακή συνθήκη, ή στην περίπτωση της μεταφρανκικής Ισπανίας, όπου η ψυχανάλυση (επαν)εισήχθη από τον Αργεντινό Όσκαρ Μασόττα. Ή πάλι, από τη Δύση προς την Ανατολή, όπως στην μοναδική ιστορία της ψυχανάλυσης στην Ινδία στο τέλος της αποικιακής εποχής, ή κατά το άνοιγμα της Κίνας στη διάρκεια της δεκαετίας του 90· ή πάλι, στην περίπτωση περισσότερο οριζόντιων κυκλοφοριών, Νότου-Νότου, όπως εκείνη της ακτινοβολίας της αργεντίνικης ψυχανάλυσης στη Βραζιλία, στην Αυστραλία. Να αρχίσουμε με το να αναδείξουμε εγκάρσιους δρόμους στον φαντασιακό χάρτη της ιστορίας της ψυχανάλυσης και έτσι να επικαιροποιήσουμε τον χάρτη του κόσμου μας: μόνο με αυτή την προϋπόθεση θα τεθεί υπό αμφισβήτηση μια ορισμένη «αυθόρμητη» θεώρηση περί μιας ξέφρενης πορείας προς τη Δύση.
Εξυπακούεται ότι αυτή η εναλλακτική γεωγραφία δεν εμφανίζεται ούτε ως εγκυκλοπαιδική, ούτε ως εξαντλητική. Στο μέτρο που δουλεύει με θραύσματα ιστορίας, είναι εκ φύσεως ατελής και ανολοκλήρωτη. Εκ των πραγμάτων, η ασυνεχής παρουσία της ψυχανάλυσης εκτός του «δυτικού» κόσμου είναι ένα σχεδόν πάγιο χαρακτηριστικό. Θα μπορούσε ίσως κανείς να αντιτείνει ότι μια τέτοια ιστορική ασυνέχεια δεν χαρακτηρίζει τόσο αποκλειστικά τον μη δυτικό κόσμο, δεδομένου ότι, και στην Ευρώπη, παρατηρήθηκε μια απαγόρευση του κλάδου τόσο στη ναζιστική Γερμανία, όσο και στην σταλινική ΕΣΣΔ, μέχρι και στην φασιστική Ιταλία μετά τους φυλετικούς νόμους του 1938, ή και στην φρανκική Ισπανία. Αλλά αυτές οι φάσεις λογοκρισίας και αναγκαστικής εξορίας για κάποιους εκπροσώπους του αναλυτικού κινήματος δεν το εμπόδισαν να επιβιώσει, μετακινούμενο μεταξύ Ευρώπης και βόρειας ή νότιας Αμερικής, διατηρώντας παράλληλα ισχυρούς δεσμούς διανοητικής καταγωγής, γλωσσικές συνέχειες, και τρέφοντας ένα παιχνίδι εσωτερικών παραπομπών και μεταδόσεων. Η συνθήκη του εξορίστου, η οποία συχνά συνδέεται με τις πρώτες γενιές του αναλυτικού κινήματος, δεν εμπόδισε με δυο λόγια τη διάδοσή του, σχεδόν το αντίθετο: η συνθήκη του εξορίστου έχει περιγραφεί ως η πλέον αντίστοιχη προς την έκκεντρη κατάσταση του υποκειμένου της ανάλυσης.
Η εξω-δυτική ψυχανάλυση. Μια ασυνεχής ιστορία
Αλλιώς έχουν τα πράγματα στο μη δυτικό συγκείμενο. Στις περιπτώσεις αυτές, η παρουσία της ψυχανάλυσης, πάντοτε εξαιρετικά περιθωριακή, ακόμη και όταν είχε κάποια επιρροή, δεν διαθέτει τα στηρίγματα και την πυκνότητα που διαθέτει στον ευρωπαϊκό ή εξευρωπαϊσμένο κόσμο. Κατά συνέπεια, η ασυνέχεια μεταφράζεται σε φάσεις έκλειψης, αν όχι ανυπαρξίας. Πράγμα εξάλλου που έχει ως αποτέλεσμα οι επανεμφανίσεις να λαμβάνουν χώρα, με τη σειρά τους, χωρίς προφανή σχέση με τις προηγούμενες φάσεις, ενώ αντιθέτως στην Ευρώπη οι στιγμές ιστορικής ασυνέχειας φαίνεται να συμμετέχουν σε έναν μετασχηματισμό της ψυχανάλυσης· όχι μόνο δεν θέτουν υπό αμφισβήτηση μια στοιχειώδη μονιμότητα, αλλά και την ενισχύουν (ας σκεφτούμε πώς η ουγγρική ψυχανάλυση και η Σχολή της Βουδαπέστης γονιμοποίησαν το διεθνές ψυχαναλυτικό κίνημα μετά το τέλος της Αυστρο-ουγγρικής Αυτοκρατορίας και την αποτυχία της ουγγρικής επανάστασης του 1919).
Ας πάρουμε το εξαιρετικά διδακτικό παράδειγμα της Ινδίας. Η ψυχανάλυση κάνει εκεί μία απρόσμενη πρώτη εμφάνιση από τη δεκαετία του 1920, με έναν πυρήνα πρώτων αναλυτών στην Καλκούτα, οι οποίοι καταπιάνονται με ζητήματα θεωρητικά όσο και πολιτικά, σχετικά με την αποικιακή συνθήκη. Μετά την ανεξαρτησία της χώρας, το 1947, και το θάνατο του πρώτου Ινδού αναλυτή Γκιριντρασεχάρ Μπόσε (1887-1953), η ορμή αυτή εξαντλείται, η δε ψυχανάλυση επιβιώνει ως περιθωριακή πρακτική και σχεδόν εξαφανίζεται από τη δημόσια σκηνή. Πρέπει να περιμένουμε την πρώτη μεγάλη πολιτική κρίση του νέου καθεστώτος, την οποία σηματοδοτεί το αυταρχικό εγχείρημα της Ίντιρα Γκάντι, και το τέλος της δεαετίας του 1970, για να στραφεί μία νέα γενιά προς την ψυχανάλυση και το φροϋδισμό. Αυτό συμβαίνει με τον Ασίς Νάντυ, ο οποίος επιστρατεύει τον κλάδο στο πλαίσιο μιας κοινωνιολογίας της σύγχρονης Ινδίας, αλλά και με τον Σουδίρ Κακάρ, άλλη εξέχουσα μορφή στην αναγέννηση της ψυχανάλυσης μέσα στην υπο-ήπειρο. Όλα δείχνουν ότι η ψυχανάλυση, στο ινδικό συγκείμενο, εμφανιζόταν πρώτα ως σκέψη της κρίσης και ως εργαλείο στοχασμού της μετααποικιακής δυσφορίας. Έτσι, εμφανίζεται, σε αυτό το πλαίσιο, ως ένα είδος έμμεσου αναλυτή της αποαποικιοποίησης, των υποκειμενικών της ελατηρίων, των παραδόξων της, των αδιεξόδων της.
Παρά την ασυμμετρία των καταστάσεων, θα μπορούσαμε να πούμε το αντίστοιχο για την ιστορία της ψυχανάλυσης στην Κίνα, η οποία γνωρίζει δύο περιόδους ακόμη πιο ασυνεχείς. Καταρχάς, μία πρώτη ανάδυση, κυρίως φιλοσοφική και λογοτεχνική, στον μεσοπόλεμο, με φόντο την πολιτική αποσύνθεση με το τέλος της δυναστείας Κίνγκ (1991) και τον πολιτισμικό εκσυγχρονισμό που συγχέεται με τον αποικιακό έλεγχο, η οποία εν συνεχεία εξαφανίζεται στην κομμουνιστική Κίνα. Μια νέα φάση ανοίγεται, κατά απρόσμενο τρόπο, από τη δεκαετία του 1990 και μετά, συμπίπτοντας με το άνοιγμα της οικονομίας της αγοράς και με τις γιγαντιαίες κοινωνιολογικές μεταλλάξεις που γεννά η ιλιγγιώδης ανάπτυξη της οικονομίας (εσωτερικές μεταναστεύσεις, διάλυση οικογενειών, μέγιστη κοινωνική πίεση πάνω στα μοναχοπαίδια κ.λπ.). Σε αυτό το πλαίσιο, το πλαίσιο μιας κοινωνίας ταυτόχρονα τραυματισμένης και σε πλήρη μετάλλαξη, έκανε την επάνοδό της η ψυχανάλυση στην Κίνα τις τελευταίες δεκαετίες. Κατάσταση την οποία ασφαλώς αξίζει να παρακολουθήσουμε εκ του σύνεγγυς στα χρόνια που έρχονται[7].
Θα έπρεπε άραγε από αυτά να συμπεράνουμε ότι, αν υπάρχει σαφώς μία παρουσία, θα ήταν καταχρηστικό να μιλήσουμε για μια ιστορία της μη δυτικής ψυχανάλυσης; Θα λέγαμε μάλλον ότι υφίσταται, σε αυτούς τους κόσμους, μια συγκυριακή ιστορία της ψυχανάλυσης, δηλαδή μια ιστορία επικαθορισμένη από το ενδιαφέρον που μπορεί να παρουσιάζει η ψυχανάλυση όχι κατά πρώτον ως θεραπευτική πρακτική, αλλά ως κριτική σκέψη ικανή να περιλάβει ζώνες ασκέπτου προσίδϊες στην ιστορία των Νότων. Την ίδια στιγμή που η ψυχανάλυση δεν είναι αντικείμενο επιθυμίας ή μετάφρασης τόσο συνολικής όσο τα άλλα μεγάλα ρεύματα της νεωτερικότητας –όπως για παράδειγμα ο μαρξισμός, που δεν είχε καμιά δυσκολία να επινοηθεί εκ νέου σε κάθε γωνιά του κόσμου-, οι πρόοδοί της εκτός δυτικού πλαισίου έχουν έναν χαρακτήρα συμπτωμικό, συχνά συνδεδεμένο με κόμβους, αντιφάσεις και αδιέξοδα προσίδϊα στη διαδικασία αποαποικιοποίησης, και στην υποκειμενική διάσταση τέτοιων αδιεξόδων. Να γιατί η ιστορία της, στην πλειονότητα των μη δυτικών εδαφών, επιδεικνύει έναν ασυνεχή χαρακτήρα επικαθορισμένο από στιγμές κρίσης που μας αναγκάζουν να ξαναξεκινήσουμε από το μηδέν, ή σχεδόν από το μηδέν, κάθε φορά που διανοίγεται ένας νέος χώρος δυνατότητας.
Η συγκυριακή αυτή ανάγνωση μας φαίνεται πιο υποσχόμενη απ’ ό,τι μια ανάγνωση που θα αρκούνταν να θέτει a priori τις προϋποθέσεις εξαγωγής της ψυχανάλυσης στον κόσμο. Κατά την Ελιζαμπέτ Ρουντινεσκό, φαίνεται ότι αυτά τα ιστορικά προαπαιτούμενα, ουσιαστικά ανυπέρβλητα, είναι τρία: η ύπαρξη ενός δημόσιου χώρου σχετικά εκκοσμικευμένου, όπου η θρησκεία δεν είναι πλέον ηγεμονική· η ύπαρξη ενός δημοσίου δικαίου (απ’ όπου προέρχεται η κατηγορία του «υποκειμένου»)· και η παρουσία ενός πρότερου σώματος ψυχιατρικών γνώσεων, σε σχέση με το οποίο η ψυχανάλυση μπορεί να διαφοροποιηθεί, αλλά ταυτόχρονα να βρει και ένα θεμέλιο[8]. Ένα τέτοιο σχήμα, όμως, αν και κατάλληλο για την μείζονα ιστορία της ψυχανάλυσης στον κόσμο, δεν πρέπει να αναχθεί σε ημι-υπερβατικό και ανιστορικό αξίωμα. Όχι μόνο επειδή η ψυχανάλυση κατάφερε να επιβιώσει σε αυταρχικά καθεστώτα, μέχρι και να επωφεληθεί απ’ αυτά, για παράδειγμα στη νότια Αμερική –όπως άλλωστε υπενθυμίζει η ίδια η Ρουντινεσκό-, καθώς οι χειραφετητικές φιλοδοξίες που ματαιώνονταν στον πολιτικό χώρο αναδιπλώνονταν στον ιδιωτικό· αλλά επίσης στο μέτρο που υπάρχουν και άλλες δυνατές μετεμφυτεύσεις οι οποίες, αν και επισφαλείς, δεν μπορούν να υπαχθούν στην τριάδα εκκοσμίκευση/ κράτος δικαίου/ (αντι)ψυχιατρική. Θα έπρεπε, αν μη τι άλλο, να σχετικοποιήσουμε το βάρος αυτών των προϋποθέσεων, θεωρώντας ενδεχομένως ότι η συνύπαρξή τους είναι αναγκαία ώστε η ψυχανάλυση να εγκατασταθεί στη διάρκεια, όχι ώστε να ξεπηδήσει για πρώτη φορά.
Ας πάρουμε, και πάλι, την ινδική περίπτωση: είναι αλήθεια ότι η ψυχανάλυση μετεμφυτεύεται εκεί με βάση την ύπαρξη μιας ήδη συνεστημένης αποικιακής ψυχιατρικής, όπως δείχνει το παράδειγμα του ψυχιάτρου Όουεν Μπέρκλεϋ-Χιλλ, ο οποίος είναι ένας από τους πρωτεργάτες του κλάδου στην Ινδία. Είναι επίσης αλήθεια ότι υπάρχει, στην τότε βρετανική Ινδία, ένα δημόσιο δίκαιο, παρά την αποικιακή συνθήκη. Αλλά δεν θα είχε πολύ νόημα να μιλούσαμε για μια εκκοσμίκευση της ινδικής κοινωνίας την εποχή εκείνη, όσο και αν ο ινδουισμός βρίσκεται αντιμέτωπος με σημαντικές μεταρρυθμιστικές και ανανεωτικές κινήσεις.
Όσο για την Κίνα της δεκαετίας του 1990, αυτή έχει ίσως ισχυρά εκκοσμικευθεί από τον μαοϊσμό, την πολιτιστική επανάσταση και την καλπάζουσα οικονομική ανάπτυξη που εγκαινιάζεται με τον Ντενγκ Χσιαοπίνγκ· η ψυχιατρική καθόλου δεν απουσιάζει, αν και ταλαντεύεται ανάμεσα στο παλαιό μοντέλο του ασύλου και στην εισαγωγή μιας ιατρικοποιημένης προσέγγισης με βάση το βορειοαμερικανικό μοντέλο· δεν μπορούμε όμως να πούμε ότι η μεταμαοϊκή Κίνα είναι κράτος δικαίου, έστω και αν παρατηρούμε, τη στιγμή κατά την οποία επανεμφανίζεται το ενδιαφέρον για την ψυχανάλυση, τη γέννηση ενός εμβρύου δημοσίου δικαίου, με το δικαίωμα στην εργασία και το «κίνημα των ξυπόλητων δικηγόρων» (Weiquan).
Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε και άλλα παραδείγματα, ίσως λιγότερο εντυπωσιακά, αλλά υπαρκτά, παρουσίας της ψυχανάλυσης σε χώρους όπου οι όροι δυνατότητας που εισηγείται η Ρουντινεσκό δεν συντρέχουν. Σκεφτόμαστε το Ιράν[9] και την πλειονότητα των αραβο-μουσουλμανικών χωρών. Η τελευταία αυτή περίπτωση, ιδιαιτέρως πολύπλοκη, παίζει μείζονα ρόλο στην απόπειρά μας να σκεφτούμε μια γεω-ιστορία, διότι επαναλαμβάνεται κατά κόρον, ιδίως σε γαλλόφωνο συγκείμενο, ότι η ψυχανάλυση δεν μπορεί να ανθίσει στον αραβο-μουσουλμανικό κόσμο, εξαιτίας της προεξάρχουσας θέσης που διατηρεί εκεί η θρησκεία, παρά το γεγονός ότι από την αραβική σκέψη δεν λείπουν σημεία σύζευξης με την ψυχολογία, ή ακόμα και με την ίδια την έννοια του ασυνειδήτου από την εποχή του Αβερρόη και του Ιμπν Αραμπί, περνώντας από την παρεκκλίνουσα, ανοιχτή και πάντοτε ζωντανή παράδοση του σουφισμού.
Αυτή την άποψη προάγει, για παράδειγμα, ο Φετχί Μπενσλαμά, ενώ άλλοι συγγραφείς, όπως ο Μουσταφά Σαφουάν, προτίμησαν να επιμείνουν στον σχεδόν δομικό χαρακτήρα του μουσουλμανικού θεολογισμού, που είναι εγγεγραμμένος στην ίδια την γλωσσική διάκριση, στον αραβικό κόσμο, ανάμεσα στην κλασική γλώσσα, στην οποία αποτυπώθηκε το Κοράνι, και την ομιλούμενη, χωρίς ισχυρό συμβολικό καθεστώς. Παρόμοιες διαγνώσεις θα μπορούσαν να μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε τις βαθιές αντιστάσεις που η αραβο-μουσουλμανική κουλτούρα αντιτάσσει στον φροϋδισμό και την ψυχανάλυση, αλλά υπάρχει και κίνδυνος να εκθρέψουν μία μελαγχολία χωρίς τέλος, ένα είδος ματαιωμένης επιθυμίας για εκδυτικισμό, η οποία θα απαριθμούσε τη μία μετά την άλλη τις αντιστάσεις απέναντι στην ψυχανάλυση και τις πολιτικές ιδιαιτερότητες του μουσουλμανικού κόσμου. Αυτό θα κατέληγε να αποκρύψει, τουλάχιστον εν μέρει, την υπαρκτή, αν και αμήχανη, παρουσία της ψυχανάλυσης στον ισλαμικό κόσμο, παρουσία η οποία συχνότατα στηρίζεται στη φιλοσοφία, την ποίηση και μια πολιτισμική τοπογραφία που έχει βαθιές διαφορές από τις ευρωπαϊκές κουλτούρες του Διαφωτισμού, και την οποία πρέπει να μπορέσουμε να τοποθετήσουμε αλλιώς και όχι ως ελλειμματική σε σχέση με την Ευρώπη[10].
Διότι, για να κατανοήσουμε καλύτερα, εκεί όπως και αλλού, την παρουσία της ψυχανάλυσης στον κόσμο, είναι αναγκαίο να μην καπελώσουμε με ευρωκεντρικά μοντέλα πάνω σε άλλους χώρους και άλλες συγκυρίες, πράγμα που θα ισοδυναμούσε με αναπαραγωγή του αποικιακού αντανακλαστικού σκέψης και θα εξέτρεφε ένα αίσθημα ανημπόριας στους αραβόφωνους ψυχαναλυτές. Είναι προτιμότερο να επιδιώξουμε να εντοπίσουμε τις πολλαπλές ρωγμές στις οποίες διεισδύουν η ψυχανάλυση και ο φροϋδισμός, πέρα από μία περιρρέουσα εχθρότητα, στον σύγχρονο μουσουλμανικό κόσμο[11], όπως και σε άλλους κόσμους.
Να ανατρέψουμε τη φόρμουλα «The West and the Rest»
Έτσι, επανερχόμαστε στην έκκληση που είχε άλλοτε απευθύνει ο Ζακ Ντερριντά –σε μια διάλεξη σχετικά με την λανθάνουσα γεωπολιτική των αναλυτικών θεσμών με τίτλο «Géopsychanalyse … and the Rest of the World»[12], που εκφωνήθηκε το 1981. Η παρούσα συλλογή έτσι στρέφεται προς τους Νότους του πλανήτη και σε ό,τι δεν έχει τακτοποιηθεί ή δεν μπορεί να ταξινομηθεί με βάση τις βορειο-δυτικές κατηγορίες: την Ασία (Κίνα, Ινδία, Ταϊβάν), την Αφρική (Μαγκρέμπ, Νότια Αφρική, δυτική Αφρική), τη Μέση Ανατολή (Παλαιστίνη και Αίγυπτο), τον Ινδικό Ωκεανό (Μαδαγασκάρη, Κομόρες), την Καραϊβική (Μαρτινίκα, Πουέρτο Ρίκο), τη Λατινική Αμερική (Μεξικό, Βραζιλία, Αργεντινή), καθιστώντας μειονοτική την «μείζονα» ιστορία της ψυχανάλυσης (Ευρώπη και Ηνωμένες Πολιτείες).
Αυτή η μεινοτικοποίηση [minorisation] της Ευρώπης και της Δύσης δεν σημαίνει ωστόσο ότι εδώ αποβλέπουμε απλώς σε μια απλή αντι-ιστορία της ψυχανάλυσης στο «υπόλοιπο» του κόσμου. Διότι κάθε αντι-ιστορία διατρέχει παγίως τον κίνδυνο να είναι απλώς ένα αρνητικό, με την φωτογραφική έννοια, της ηγεμονικής εκδοχής. Αυτό, κατά τα λοιπά, θα οδηγούσε στο να αντιπαραθέσουμε αφελώς το Νότο προς τον Βορρά, τις υποτιθέμενες περιφέρειες προς ένα ψευδο-κέντρο, ή το έλασσον στο μείζον, ενώ το ζητούμενο μάλλον είναι πώς η ψυχανάλυση εμφανίζεται, αν όχι από τα ξεκινήματά της, πάντως από την πολιτισμική κρίση που άνοιξε ο Μεγάλος Πόλεμος, ως ένα διανοητικό εγχείρημα και ως μια πρακτική που εμπλέκονται μέσα στην κίνηση της παγκόσμιας ιστορίας. Είναι αλήθεια ότι αυτοκατανοείται, ήδη από τις απαρχές της, ως ένα διεθνικό[13] κίνημα, και, ως τέτοιο, μη αναγώγιμο σε μία μόνο γλώσσα ή σε μία μόνο εθνική κουλτούρα· είναι εξίσου αναντίρρητο ότι παρεμβαίνει και σε άλλους γεωγραφικούς, πολιτικούς και πολιτισμικούς χώρους, πέραν της «δυτικής» ακτινοβολίας της, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1920, όπως το δείχνουν κατά εύγλωττο τρόπο η περίπτωση του Μεξικού μετά την επανάσταση του 1919, εκείνη της Ινδίας των τελών της αποικιακής εποχής ή της Κίνας μετά το τέλος της αυτοκρατορίας Κινγκ, ή πάλι εκείνη της Παλαιστίνης υπό εντολή (1930-1940), όπου ο φροϋδισμός αφήνει ένα αποτύπωμα μοναδικό και, από ορισμένες απόψεις παράδοξο, στο συλλογικό κίνημα των κιμπούτς.
Αυτές οι ετερογενείς κυκλοφορίες μας καλούν να μην αντιτάξουμε μια ψυχανάλυση απόκεντρη σε μια ψυχανάλυση ευρωκεντρική, αλλά να λάβουμε υπόψη και να θέσουμε υπό διερώτηση τις ήσσονες μορφές των επιστημικών κυκλοφοριών και των μεταδόσεων γνώσεων, που δεν έμειναν χωρίς αποτελέσματα επί της γενικής ιστορίας της ψυχανάλυσης. Η συνεργασία, άλλοτε αρμονική και άλλοτε επίπονη, μεταξύ ψυχαναλυτών του Βορρά και ψυχαναλυτών του Νότου, είναι από αυτή την άποψη αποκαλυπτική για την ταυτόχρονη συνύπαρξη περισσότερων σκηνών, μεταξύ άλλων και στους κόλπους μιας ιστορίας της ψυχανάλυσης που τείναμε μάλλον να αναπαριστούμε ως μονοδιάστατη.
Η κοινή εργασία του Γκιριντρασεχάρ Μπόσε και του Όουεν Μπέρκλεϋ-Χιλλ στη Βεγγάλη κατά τις πρώτες δύο δεκαετίες του 20ού αιώνα, οι καρποφόρες συναντήσεις Ευρωπαίων ψυχαναλυτών και ψυχιάτρων, ανθρωπολόγων και θεραπευτών στη Σενεγάλη και τη Νότια Αφρική μεταξύ των δύο παγκόσμιων πολέμων, το χιαστό σχήμα ανάμεσα στην Ψυχολογία του αποικισμού του Οκτάβ Μαννονί και το Μαύρο δέρμα, λευκές μάσκες του Φράντς Φανόν στις αρχές της δεκαετίας του 1950, γύρω από μια προσπάθεια που ήταν κοινή, αν και εξελίχθηκε διαφορετικά, να επιστρατευθεί η ψυχανάλυση για να συλλάβουμε τις υποκειμενικές διαστάσεις του αποικισμού, συνιστούν κάποια από τα παραδείγματα «μεταβίβασης εργασίας» ανάμεσα στις φωνές του Βορρά και του Νότου.
Αλλά ο αναγνώστης της Ψυχανάλυσης του υπόλοιπου κόσμου θα ανακαλύψει και πιο πρόσφατες συναντήσεις, όπως αυτή ανάμεσα στον γερμανο-αμερικανό ψυχαναλυτή Έρικ Έρικσον και τον Σουδίρ Κακάρ, στο Αχμενταμπάντ στις αρχές της δεκαετίας του 1960, η οποία οδήγησε στην κλήση εκείνου που αργότερα έγινε ένας από τους βασικούς πρωταγωνιστές της αναγέννησης της ψυχανάλυσης στην Ινδία. Ή πάλι, τη συνάντηση ανάμεσα σε έναν κινέζο φοιτητή ανθρωπολογίας, τον Χούο Ντατόνγκ, και τον ψυχαναλυτή Μισέλ Γκιμπάλ στο Παρίσι προς το τέλος της δεκαετίας του 1980, που υπήρξε προπαιδευτική για μια μετακένωση της ψυχανάλυσης λακανικού προσανατολισμού προς την Κίνα, στην οποία οι δύο άνδρες θα δουλέψουν παράλληλα για μια ολόκληρη περίοδο.
Αν αυτή η διάσταση συνάντησης και μεταβίβασης μεταξύ προσωπικοτήτων βγαλμένων από τόσο απόμακρα γεωγραφικά και πολιτισμικά ημισφαίρια είναι δηλωτική, δεν παίρνει πάντοτε μια διάσταση τόσο δυική. Έτσι, στην μακρά πορεία του φροϋδισμού υπάρχει μία επίδραση στο κίνημα της νεγρότητας, μέσω του σουρρεαλισμού, η οποία ξεπερνά κατά πολύ την εναρκτήρια συνάντηση ανάμεσα στον Αντρέ Μπρετόν και τον Αιμέ και την Συζάν Σεζαίρ στη Μαρτινίκα το 1941· όπως και ένας ορισμένος φροϋδισμός που απορροφήθηκε από τους αφρο-αμερικανούς συγγραφείς στο Παρίσι, μέσω του υπαρξισμού· και ξαναβρίσκουμε αυτόν τον κατά βάση έμμεσο χαρακτήρα του αντικτύπου της ψυχανάλυσης στα κινήματα των μαύρων της βόρειας Αμερικής σε συγγραφείς και διανοουμένους όπως ο Ρίτσαρντ Ράιτ (Wright) και ο Τζέιμς Μπώλντουιν –ενώ η βορειοαμερικανική ψυχανάλυση μόνον οψίμως καταπιάστηκε με το φυλετικό ζήτημα και την κληρονομιά του διαχωρισμού λευκών/ μαύρων.
Να χαρτογραφήσουμε διαφοροποιημένους τρόπους κυκλοφορίας
Έτσι, στην πορεία των δεκαπέντε ιστορικο-γεωγραφικών ακολουθιών αυτού του τόμου, διαγράφεται όχι μόνο μία εναλλακτική χαρτογραφία της ιστορίας της ψυχανάλυσης, αλλά ενικές τροπικότητες κυκλοφορίας, θέματα[14] (επανερχόμενα μοτίβα και φαντασιακές κλίσεις προσίδϊες σε κάθε εντοπισμένη επιστημονική έρευνα), πρωτότυποι αλλά αναγνωρίσιμοι τρόποι να επερωτούμε τον κλάδο έξω από το πλαίσιο που του είναι οικείο. Με αυτές θα μπορούσαμε να επιχειρήσουμε να σκιαγραφήσουμε μια διαφορική τοπογραφία αυτών των ησσόνων τρόπων κυκλοφορίας της ψυχανάλυσης στους μη δυτικούς χώρους:
– στην ινδική υπο-ήπειρο, η ψυχανάλυση επιστρατεύεται κυρίως στον μετα-αποικιακό άξονα, εξ αρχής, ως εργαλείο για να αναλύσουμε ορισμένα συμπλέγματα κληρονομημένα από την αποικιακή καθυπόταξη και να συμβάλουμε στην απομάκρυνσή τους·
– στην Κίνα, η ψυχανάλυση φαίνεται να τρυπώνει ανάμεσα στoυς κόμβους της κρατικής και σχεδιαστικής εξουσίας, σαν να της έχει επιτραπεί, μετά το άνοιγμα της χώρας στον κόσμο, να καταπιαστεί με μία ατομική δυσφορία η οποία δεν έβρισκε χώρο στην πολιτική και ιδεολογική αυτοαναπαράσταση της μεταμαοϊκής Κίνας. Αυτή την παρουσία θα μπορούσαμε να την τοποθετήσουμε στον ψυχοθεραπευτικό αν-ιδεολογικό άξονα.
– Στον αραβο-μουσουλμανικό κόσμο, η ψυχανάλυση φαίνεται να βρίσκει τη δραστικότητά της πάνω σε έναν κριτικο-πνευματικό άξονα, ως έμμεση κριτική της θεολογίας του Ενός, η οποία συχνά από τη Δύση θεωρείται ως μια τυραννία χωρίς υπόλοιπο· η κριτική αυτή αφορά κυρίως το υποτιθέμενο ομοιότροπο [univocité] του κορανικού κειμένου, συμμαχώντας με την αρχαία αραβική φιλοσοφική παράδοση, με τις πολύσημες πηγές της λογοτεχνίας και της ποίησης, ή και με μια πάντοτε ζωντανή σουφική παράδοση.
– στη δυτική Αφρική, η συμβολή της ψυχανάλυσης εμφανίζεται, ήδη από την εποχή της σχολής του Ντακάρ, ως αδιαχώριστη από έναν ανθρωπολογικό άξονα, στο μέτρο μάλιστα που η ψυχανάλυση εκεί ποτέ δεν αποσυνδέθηκε από τον τοπικό συνδυασμό θεραπευτικών γνώσεων και παραδοσιακών τελετουργιών, χρησιμεύοντας ως καταλύτης όχι για να απαξιώσει αυτές τις τελευταίες, αλλά για να τους δώσει μια νέα εμβέλεια και επικαιρότητα.
– Στις γαλλικές Αντίλλες, η πρόσληψη της ψυχανάλυσης παραμένει επικαθορισμένη από την «πρωταρχική σκηνή» της συνάντησης μεταξύ των εξόριστων σουρρεαλιστών και του κινήματος της νεγρότητας, σε έναν ποιητικο-πολιτικό άξονα.
Το να εντοπίσουμε μία τροπικότητα που να προσιδιάζει στην υποδοχή της ψυχανάλυσης στη Λατινική Αμερική αποδεικνύεται πιο περίπλοκο, με δεδομένη την γονιμότητα του φροϋδισμού και των παραλλαγών του σε αυτό τον τεράστιο και πολυσύνθετο χώρο, που εκτείνεται από το Μεξικό ως την Αργεντινή, περνώντας από τη Βραζιλία και τη Χιλή. Ωστόσο, παρατηρούμε εκεί ένα έντονο μεταπολιτικό αντανακλαστικό, με κύριο άξονα την άρθρωση μεταξύ ψυχανάλυσης και μαρξισμού, η οποία πήρε διάφορες μορφές σε κάθε εποχή και χώρα, αλλά που επέφερε μία «φυγόκεντρη τάση» σε σχέση με το θεσμοποιημένο κίνημα καθώς και μία επέκταση του φροϋδισμού στις μεσαίες τάξεις, ενταγμένη σε πρακτικές όπως η ομαδική ψυχοθεραπεία ή οι θεραπευτικές κοινότητες. Έτσι, παράλληλα με την «κλασική ιδιωτική χρήση», η οποία επιφυλασσόταν σε αναλυτές με ιατρική κατάρτιση οι οποίοι δέχονταν ως ασθενείς τις ελίτ αυτών των χωρών, τις δεκαετίες του 1950 και 60 υπήρξε μία εντυπωσιακή άνθηση της λαϊκής [profane] ψυχανάλυσης την οποία ασκούσαν κυρίως γυναίκες και ανθρωπίστριες ψυχολόγοι, ακολουθώντας τον Φρόιντ και την Μέλανι Κλάιν εξίσου όσο και τον Έριχ Φρομμ ή τον Σαρτρ και δουλεύοντας στους δημόσιους χώρους. Στη συνέχεια, η διάδοση της ιταλικής και της αγγλικής αντιψυχιατρικής, τη δεκαετία του 1970, διασταυρώθηκε με την υποδοχή του γαλλικού δομισμού, στον οποίο περιλαμβανόταν και το παροδικό πάντρεμα μεταξύ του αλτουσεριανού μαρξισμού και του λακανισμού. Η έλευση των αιμοσταγών δικτατοριών στον νότιο κώνο προκάλεσε την εξορία των κλινικών και διανοητικών αυτών τάσεων που ήταν ιδιαίτερα ζωντανές (ιδίως στο Μεξικό) μέχρι τη δεκαετία του 1980.
Θα ήταν επίσης δυνατό να σκιαγραφήσουμε περιφερειακά και εθνικά υποσύνολα στο εσωτερικό αυτών των κύριων τρόπων κυκλοφορίας.
(…)
Τούτου λεχθέντος, ένας τέτοιος περιορισμός της εστίασης ενέχει τον κίνδυνο να αναβιώσει μια κουλτουραλιστική προκατάληψη, δίνοντας υπερβολικό βάρος σε τοπικές ιδιαιτερότητες, ενώ μας φαίνεται σημαντικό να διατηρήσουμε την ιδέα γενικότερων, και διαφοροποιημένων, μορφών κυκλοφορίας της ψυχανάλυσης ανά τον κόσμο. Καμία από αυτές τις ήσσονες τροπικότητες επιστράτευσης της ψυχανάλυσης δεν είναι απολύτως ετερογενής, διότι όλες υπάρχουν εξίσου σε άλλους χώρους, μεταξύ των οποίων και ο εξευρωπαϊσμένος ψυχαναλυτικός χώρος. Αλλά αποκτούν μια άλλη ζωτικότητα και νέες σηματοδοτήσεις σε μη δυτικά συγκείμενα.
Έτσι, η κυκλοφορία της ψυχανάλυσης στους Νότους του κόσμου κάνει να αναδυθούν στοιχεία του φροϋδισμού τα οποία δεν είναι μεν ξένα, αλλά τα οποία παραμένουν σε δεύτερο πλάνο στην ηγεμονική «δυτική» μορφή του που είναι περισσότερο προσηλωμένη στην φιλοσοφική και την ιατρική παράδοση. Με άλλα λόγια, το στοίχημα της παρούσας Ψυχανάλυσης του υπόλοιπου κόσμου συνίσταται στο να ανατρέψει μια ορισμένη ελλειμματική προσέγγιση της ιστορίας της ψυχανάλυσης στον εξω-δυτικό κόσμο, δίνοντας έμφαση όχι σε ό,τι αυτή στερείται, αλλά στις έκκεντρες οικειοποιήσεις της, τις μεταστροφές της, τις δημιουργικές επανεφευρέσεις της. Διότι το ζητούμενο πλέον δεν είναι να επιμείνουμε σε αυτό που λείπει από την ψυχανάλυση ώστε να αναπτυχθεί πλήρως, αλλά σε αυτό που απομένει[15] ως πόρος και ως αντίδοτο στην ομογενοποιητική της παγκοσμιοποίηση.
Μέσα από τις διασταυρούμενες οπτικές τριάντα περίπου συγγραφέων από τον Βορρά και τον Νότο, ανακαλύπτουμε ότι η ψυχανάλυση υπήρξε και συνεχίζει να υπάρχει «αλλού». Και ότι έχει παίξει ενεργό ρόλο στο κρίσιμο και ανολοκλήρωτο έργο της αποαποικιοποίησης, απαραίτητο επακόλουθο κάθε πολιτικής χειραφέτησης.
Μέσα από μια σειρά πανοραμικών κειμένων, συνεντεύξεων, πορτρέτων και διεπιστημονικών ενοτήτων που διερευνούν τις διεπιστημονικές συζητήσεις που πυροδότησε το φροϋδικό συμβάν, η Ψυχανάλυση του υπόλοιπου κόσμου προσφέρει μια άλλη ιστορία, ένα πρωτοφανές πανόραμα των τόπων, των καταστάσεων και των αντιπαραθέσεων στις οποίες έχει εμπλακεί η ψυχανάλυση, καθώς και έναν χάρτη της κυκλοφορίας της, τόσο ως πρακτική όσο και ως κριτικό εργαλείο.
Σε αυτές τις αποφασιστικά ευρύτερες βάσεις, γίνεται δυνατό να οραματιστούμε με διαφορετικό τρόπο το μέλλον και τη θέση της ψυχανάλυσης στον μετααποικιακό κόσμο που είναι πλέον ο κοινός μας κόσμος.
[1] Ashis Nandy, L’Ennemi intime: Perte de soi et retour à soi sous le colonialisme, Fayard, Παρίσι 2007 [1983], σ. 72 [πρωτότυπος τίτλος: The Intimate Enemy: Loss and Recovery of Self Under Colonialism].
[2] Octave Mannoni, « La psychanalyse et la science », στο Un si vif étonnement. La honte, le rire, la mort, Seuil, Παρίσι 1988, σ. 196.
[3] Gilles Deleuze – Claire Parnet, Dialogues, Champs, Παρίσι 1996, σ. 122.
[4] Louis Althusser, «Freud et Lacan» (1964), στο Écrits sur la psychanalyse, Stock/ΙΜΕC, Παρίσι 1995, σ. 23-48, και Psychanalyse et sciences humaines. Deux conférences, LGF/ΙΜΕC, Παρίσι 1996.
[5] Joy Damousi και Mariano Ben Plotkin, «Introduction», στο Joy Damousi και Mariano Ben Plotkin (επιμ.), The Transnational Unconscious. Essays in the History of Psychoanalysis and Transnationalism, Palgrave Macmillan, Λονδίνο 2009, σ. 6.
[6] Στο πρωτότυπο: «impériale, voire imperialiste». Στα ελληνικά χάνεται η εγγύτητα των λέξεων. [Σ.τ.μ.]
[7] Μάρτυρας αυτής της ζωτικότητας της ψυχανάλυσης, ιδίως της λακανικής, στον κινεζικό χώρο, ο πρόσφατος τόμος Lacan en Chine, σε επιμέλεια των Monique Lauret και Albert Nguyên (δίγλωσση έκδοση, γαλλικά-κινεζικά), Stilus, Παρίσι 2023.
[8] Βλ. Elisabeth Roudinesco, Généalogies, Fayard, Παρίσι 1997, σ. 82-85.
[9] Επ’ αυτού, βλ. την κλινικο-πολιτική μαρτυρία τής Gohar Homayounpour, Une psychanalyste à Téhéran, Bayard, Μονρούζ 2013.
[10] Ως προς το σημείο αυτό βλ. Omnia El Shakry, The Arabic Freud: Psychoanalysis and Islam in Modern Egypt, Princeton University Press, Πρίνστον 2020, και Dany Nobus, «Psychoanalytic Geopolitics», στο Yannis Stavrakatis [sic], (επιμ.), Routledge Handbook of Psychoanalytic Political Theory, Routledge, Λονδίνο 2020, σ. 355-367.
[11] Bλ. Stefania Pandolfo, Knot of the Soul. Madness, Psychoanalysis, Islam, University of Chicago Press, Σικάγο 2018.
[12] Το κείμενο αυτής της διάλεξης μπορεί κανείς να το βρει στο Jacques Derrida, Psyché (tome 1). Inventions de l’autre, Galilée, Παρίσι 1998.
[13] Βλ. Joy Damousi και Mariano Ben Plotkin, «Introduction», στο Joy Damousi και Mariano Ben Plotkin (επιμ.), The Transnational Unconscious. Essays in the History of Psychoanalysis and Transnationalism, Palgrave Macmillan, Λονδίνο 2009. Στην εισαγωγή τους σε αυτόν τον σημαντικό τόμο, οι δύο επιμελητές εντοπίζουν τρεις προϋποθέσεις μιας διεθνικής σκέψης: το γεγονός ότι διαπερνά τα σύνορα· το γεγονός ότι δεν συνδέεται οργανικά σε μία συγκεκριμένη εθνική κουλτούρα· την ικανότητα να υιοθετεί διάφορες γλώσσες. Πρόκειται ακριβώς για τις προϋποθέσεις που πληροί η ψυχανάλυση από τα ξεκινήματά της, μέσα σε αυτόν τον αυτοκρατορικό και κοσμοπολιτικό χώρο, διάφορο του έθνους-κράτους, που ήταν η Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία.
[14] Στο πρωτότυπο η ελληνική λέξη με λατινικά στοιχεία [Σ.τ.μ.].
[15] Η λέξη που χρησιμοποιείται εδώ στο πρωτότυπο είναι reste, η οποία ως ουσιαστικό σημαίνει «υπόλοιπο» και με αυτή μορφή εμφανίζεται στον τίτλο του βιβλίου. Η δισημία χάνεται στα ελληνικά [Σ.τ.μ.].
O Livio Boni είναι ψυχαναλυτής και διευθυντής προγράμματος στο Collège international de philosophie. Έχει γράψει μεταξύ άλλων τα βιβλία L’Inde et la psychanalyse (2011), Freud et la question archéologique (2014) και –από κοινού με άλλους- La Ville inconsciente (2018).
Η Sophie Mendelsohn είναι ψυχαναλύτρια και συμμετέχει στην πρωτοβουλία Collectif de Pantin η οποία συγκεντρώνει ψυχολόγους, ψυχαναλυτές, ψυχιάτρους, φιλοσόφους και ανθρωπολόγους γύρω από ζητήματα φυλής και μετααποικιακής κληρονομιάς.
Έχουν από κοινού συγγράψει το La vie psychique du racisme. L’empire du démenti [H ψυχική ζωή του ρατσισμού. Η αυτοκρατορία της διάψευσης] (2021).
Το παραπάνω κείμενο αποτελεί την Εισαγωγή των επιμελητών από το Psychanalyse du reste du monde. Géo-histoire d’une subversion, La Découverte, Παρίσι 2023, με λίγες περικοπές και με προσθήκη δύο παραγράφων από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου. Επιμέλεια-μετάφραση: Α.Γ.
