Ανάλυση λόγου,Κινηματογράφος,Τέχνη,Φύλο

Αδέσποτα Ζάρια και Βλάσφημα Κορμιά: οι γυναίκες και η διαταραχή της αντιπροσώπευσης

του Άκη Γαβριηλίδη

 

O χρόνος είναι ένα παιδί που παίζει ζάρια, έλεγε ένας αρχαίος. Για την ακρίβεια, στο πρωτότυπο δεν έλεγε για ζάρια αλλά για πεσσούς, διότι η λέξη ζάρι δεν υπήρχε ακόμα στην ελληνική γλώσσα. Μπήκε αργότερα σε αυτήν από τα αραβικά. Από την ίδια αραβική λέξη προέρχεται και το γαλλικό hasard, ένας όρος μεταξύ άλλων με αρκετές φιλοσοφικές χρήσεις σχετικές με το αστάθμητο και την ενδεχομενικότητα των ανθρώπινων και των φυσικών πραγμάτων ή σχέσεων, του σύμπαντος γενικώς. Το δοκίμιο «Η τύχη και η αναγκαιότητα» του Γάλλου βιολόγου και επιστημολόγου Ζακ Μονό, που τον καιρό του είχε συζητηθεί αρκετά και από πολλούς, (μεταξύ των οποίων και ο Αλτουσέρ), λεγόταν στο πρωτότυπο Le Hasard et la Nécessité.

Xάρη στην τύχη/ αναγκαιότητα του χρόνου, ή ίσως καλύτερα του καιρού, της συγκυρίας, η δημόσια σφαίρα στις 8 Μαρτίου (παγκόσμια ημέρα της γυναίκας), και τις επόμενες μέρες, σημαδεύτηκε στην Ελλάδα από έντονες συζητήσεις γύρω από δύο καλλιτεχνικά προϊόντα φτιαγμένα από γυναίκες και προορισμένα να πάρουν μέρος σε διεθνή φεστιβάλ στη Σκανδιναβία. Το ένα ήταν το τραγούδι «Ζάρι», που έγραψε η ελληνοαραβικής καταγωγής περφόρμερ Μαρίνα Σάττι σε συνεργασία με πολλούς διαφορετικούς δημιουργούς και ερμηνεύει η ίδια, το οποίο έγινε γνωστό ότι επιλέχθηκε ως συμμετοχή της Ελλάδας στο φεστιβάλ της Γιουροβίζιον στο Μάλμε της Σουηδίας· το δεύτερο ήταν η ταινία Αδέσποτα Κορμιά/ Stray Bodies, της Ελίνας Ψύκου, η οποία έγινε γνωστό ότι επιλέχθηκε να συμμετάσχει στο Διαγωνιστικό Τμήμα του φεστιβάλ ντοκιμαντέρ CPH:DOX στην Κοπεγχάγη.

Ακριβέστερα: ως προς το δεύτερο, αντικείμενο συζητήσεων, ή μάλλον αντικείμενο τοξικών επιθέσεων από Χριστιανούς Ταλιμπάν, αποτέλεσε προς το παρόν μόνο η αφίσα της ταινίας. Στην αφίσα αυτή (βλ. παρακάτω) απεικονίζεται μία γυναίκα ημίγυμνη, με κλειστά τα μάτια, γαλήνια έκφραση και μία μαντίλα στο κεφάλι, καρφωμένη σε ένα σταυρό.

Μόλις η σκηνοθέτρια ανακοίνωσε στο facebook την επιλογή της ταινίας για το φεστιβάλ, αναρτώντας φυσικά και την αφίσα, μαζεύτηκε από κάτω ο γνωστός όχλος αγανακτισμένων πολιτών και άρχισε να λοιδορεί, να απειλεί ή να «νουθετεί με αγάπη» τις/ τους δημιουργούς, καθώς και όλους τους «υποκριτές άθεους και βλάσφημους» που «προσβάλλουν τα ιερά και τα όσια ενός λαού» ώστε να τους επαναφέρουν στον ορθό δρόμο. Άλλοι βέβαια, κανονικοί άνθρωποι, συνέχαιραν την Ψύκου και της εύχονταν καλή επιτυχία.

Αυτό που βρίσκω καταρχήν ενδιαφέρον στις κλάψες των επίδοξων λογοκριτ(ρι)ών και αναμορφωτ(ρι)ών είναι η επίμονη προσφυγή σε μία δήθεν πνευματώδη ατάκα, η οποία τείνει να εμπεδωθεί ως βασικό στοιχείο τέτοιου είδους λόγων:

Αναρωτιέμαι γιατί δεν ασχολείστε με τον Μωάμεθ (ρητορική η ερώτηση, γνωρίζετε τι θα πάθετε αν το τολμήσετε)

Την απροκάλυπτη αυτή απειλή την είχαν επαναλάβει, μέχρι τη στιγμή που είχα κοιτάξει, τουλάχιστον πέντε διαφορετικοί άνθρωποι. Kαι πολλοί άλλοι επικροτούσαν. Επικροτούσαν τον απροκάλυπτο θαυμασμό και φθόνο προς τα θεοκρατικά καθεστώτα και τις δικαστικές ή εξωδικαστικές εκτελέσεις τους, των οποίων θα ήθελαν να δουν μία παραλλαγή στο ορθόδοξο.

Άλλοι εξέφραζαν την επιθετικότητά τους προσπαθώντας να τηρήσουν τα προσχήματα του κράτους δικαίου:

Όποιος δεν σέβεται τα ιερά κ τα όσια ενός λαού πρέπει να οδηγείται στη δικαιοσύνη.

Επ’ αυτού, δύο τινά:

– ο ισχυρισμός περί προσβολής ιερών και οσίων, ο οποίος προβάλλεται ως αυτονόητος, με κατηγορηματικότητα (αλλά χωρίς καμία αιτιολόγηση), είναι ανυπόστατος. Οφείλεται σε ανεπεξέργαστα παυλοφικά αντανακλαστικά.

Οι διαμαρτυρόμενοι/-ες θεωρούν δεδομένο ότι η εικονιζόμενη είναι η Παναγία.

Γιατί αυτό;

Είναι μία γυναίκα. Με μαντίλα στο κεφάλι.

Σύμφωνα με όσα έχουν γραφεί στον τύπο, θέμα της ταινίας είναι τρεις γυναίκες οι οποίες έχουν η καθεμιά ένα διαφορετικό πρόβλημα σχετικό με το σώμα τους: η μία θέλει να κυοφορήσει αλλά δεν μπορεί, η άλλη είναι έγκυος και αντιμετωπίζει δυσκολίες στο να κάνει έκτρωση, και η άλλη έχει μια ανίατη αρρώστια.

Με αυτά τα δεδομένα, η επιλογή της αφίσας εμφανίζεται απολύτως εύλογη.

Απεικονίζει ένα γυναικείο σώμα να υποφέρει.

Είναι πολύ τρέχουσα στην καθημερινή γλώσσα η παρομοίωση μίας δύσκολης κατάστασης με «Γολγοθά». Εδώ και χρόνια, υπάρχει ένα νεο-νησιώτικο τραγούδι που περιέχει τον στίχο «Τα βάσανα του Ιησού/ περνώ για το χατήρι σου». Κανείς δεν εξανέστη με αυτό το τραγούδι, ούτε θεώρησε ότι θίγονται ιερά και όσια. Ε, λοιπόν, ό,τι κάνει αυτός ο στίχος με λόγια, το κάνει η αφίσα με εικόνες. Η εικόνα ενός ημίγυμνου άνδρα με ένα κομμάτι ύφασμα γύρω απ’ τη μέση του υπάρχει σε εκκλησίες, σχολεία και δικαστήρια παντού στην Ελλάδα. Η αφίσα χρησιμοποιεί αυτό το ήδη εδραιωμένο σύμβολο και παράγει μία παραλλαγή του για να σηματοδοτήσει εύληπτα και με εικαστική οικονομία το περιεχόμενο της ταινίας. Η παραπομπή θα έλεγα ότι μαρτυρεί σεβασμό, ή πάντως αναγνώριση της δύναμης του συμβόλου.

– Αλλά, δεύτερον και κυριότερον: η επίκληση αυτή του «ενός λαού» αποτελεί εκδήλωση μιας διαταραχής στην αίσθηση της κοινότητας. Η απεικόνιση μιας ημίγυμνης γυναίκας αντί για τον άνδρα βιώνεται ως αποσταθεροποίηση όχι κάποιων ιδιωτικών αξιών, αλλά της Ελλάδας συνολικά ως ολιστικά (ολοκληρωτικά;) ορθόδοξου κράτους/ κοινωνίας.

Από αυτή την άποψη, η ενόχληση που προκάλεσαν τα «Αδέσποτα Κορμιά» (κορμιά χωρίς δεσπότη, δηλαδή χωρίς αρχιερέα, και χωρίς τον δεσποτισμό του), εμφανίζει μια συγγένεια με την ενόχληση εκ του «Ζαριού» της Σάττι, στις οποίες υπήρχε επίσης μια επίκληση της ολότητας μέσω της έννοιας της αντιπροσώπευσης: «Αυτός ο αχταρμάς δεν εκπροσωπεί την Ελλάδα!» αναφώνησαν πολλοί/-ές.

Ένα από τα εμβληματικά έργα της θεωρητικής παραγωγής του αυτόνομου μαρξιστικού φεμινισμού στην Ιταλία της δεκαετίας του 70 ήταν το Οι γυναίκες και η ανατροπή της κοινότητας της Μαριαρόζα νταλλα Κόστα. Σε αυτόν τον τίτλο κάνει μία τιμητική διακειμενική αναφορά και η Τζούντιθ Μπάτλερ, μερικές δεκαετίες αργότερα, στον υπότιτλο του Gender Trouble. Αλλάζοντας το «κοινότητα» σε «ταυτότητα», στο πιο μετα-δομιστικό.

Τόσο η πρώτη, όσο και η δεύτερη εκδοχή ταιριάζουν γάντι στην αναταραχή που προκαλούν τα υπό συζήτηση έργα.

Στα ελληνικά, εδώ και δεκαετίες χρησιμοποιείται η λέξη αποδόμηση, όχι με την έννοια της déconstruction του Ντερριντά αλλά με την έννοια της καταλυτικής κριτικής, της κατεδάφισης, της ισοπέδωσης. Δεν έχω κάποιο πρόχειρο παράδειγμα, αλλά θεωρώ σίγουρο ότι τόσο το Ζάρι όσο και, ιδίως, τα Αδέσποτα Κορμιά θα έχουν κατηγορηθεί ότι «αποδομούν» τον ελληνισμό, την ορθοδοξία, τις παραδόσεις κ.λπ.

Ο ισχυρισμός αυτός ευσταθεί απολύτως, αλλά με την κυριολεξία του όρου. Αυτή είναι η πραγματική αποδόμηση. Τόσο το ένα, όσο και το άλλο έργο δεν αποτελούν κριτική, πολεμική, ανασκευή των παραδόσεων και των κλισέ· αποτελούν ισάριθμες προσπάθειες να αναδειχθεί τι ένα κείμενο λέει χωρίς να το θέλει ή να συνειδητοποιεί. Τόσο το ένα, όσο και το άλλο έρχονται να μιλήσουν σε ένα τοπίο έμφορτο, σχεδόν κορεσμένο από ένα πλήθος λόγων, από αλλεπάλληλα στρώματα προγενέστερων ομιλιών για το σώμα, για το τραύμα, για την εθνική απόλαυση, για την μετακίνηση, την πόλη της Αθήνας. Προϋποθέτουν αυτούς τους λόγους. Δεν έρχονται να μας πουν ότι οι λόγοι αυτοί κάνουν λάθος και πρέπει να τους εγκαταλείψουμε ώστε να φέρουμε επιτέλους στη θέση τους μία σωστή και πλήρη επι-κοινωνία· παράγουν μια επανάληψη με διαφορά των λόγων αυτών, παίρνουν την ύπαρξή τους ως δεδομένη και συνομιλούν μαζί τους κατά τρόπο σχεδόν αγαπητικό που λένε και οι Χριστιανοί, ενίοτε παιγνιώδη, όχι όμως ασεβή.

Ειδικά ως προς το «Ζάρι», ένα σημείο που δίχασε πολεμίους από υποστηρικτές, ενίοτε και τον καθένα απ’ αυτούς ατομικά, ήταν το βασικό ερώτημα: τώρα αυτό είναι σάτιρα και υπονόμευση των κλισέ, ή μήπως είναι κυριολεκτική και αφελής επανάληψή τους; Μία πολλοστή επανάληψη του ερωτήματος περί των προθέσεων του (εν προκειμένω, της) δημιουργού: «τι θέλει να πει ο ποιητής;».

Ακριβώς αυτό το αναποφάσιστο όμως είναι προτέρημα του «Ζαριού» ως κειμένου (και ταυτόχρονα ως ανάγνωσης-παράθεσης άλλων κειμένων), όχι ελάττωμά του. Από τα λόγια, τη μουσική και τις εικόνες του «Ζαριού» παρελαύνουν καταιγιστικά –δηλαδή ακριβώς όπως παρελαύνουν μπροστά απ’ τα μάτια και τα αυτιά των κατοίκων και των επισκεπτών της Αθήνας στο σάουνττρακ της καθημερινής ζωής- ηλεκτρονικοί και αναλογικοί ήχοι, σώματα, βλέμματα, «γνήσια» και «κατασκευασμένα» αρχαία, τζατζίκια, μαρσαρίσματα, κάγκουρες, και πλείστα άλλα. Η παρέλαση αυτή δεν είναι ούτε σάτιρα, ούτε τραγωδία, ούτε διαφήμιση. Τα πράγματα αυτά εκτίθενται, κατά τρόπο που να μπορεί να διαβαστούν τόσο στο πρώτο επίπεδο, όσο και στο δεύτερο (τρίτο, τέταρτο κ.ο.κ. επ’ άπειρον).

Μερικές φορές, το ερώτημα which side are you on μπορεί να είναι κενό νοήματος. Η αμηχανία αυτή πιθανόν να είναι η δύναμη και όχι η αδυναμία των υπό συζήτηση λογοθετικών παραγωγών. Όπως δείχνει η ικανότητά τους να παράγουν ασταμάτητα νέα κείμενα, να λειτουργούν ως αέναες μηχανές παραγωγής άλλων λόγων. Έστω και –αν όχι ιδίως- αν πρόκειται για λόγους που διακηρύσσουν φραστικά –αυτοδιαψευδόμενοι- την «αδιαφορία» του ομιλούντος και την απόφασή του να «μην ασχοληθεί για να μην κάνει δωρεάν διαφήμιση» στο αντίστοιχο έργο, την ίδια στιγμή που κάνει αυτό ακριβώς.

Κλασσικό

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.