του Άκη Γαβριηλίδη
Γνωρίζατε εσείς ότι ο θηλασμός είναι «φυσικό δικαίωμα»;
Ούτε εγώ.
Το διάβασα σε κείμενο που υπογράφεται από δέκα ελληνικές φεμινιστικές συλλογικότητες και με το οποίο ζητείται να απαγορευθεί τελείως η παρένθετη μητρότητα.
Θα ήμουν περίεργος να μάθαινα ποια συλλογικότητα ή ποιο άτομο είχε την φαεινή έμπνευση να χρησιμοποιήσει σήμερα αυτή την απαρχαιωμένη έννοια, και τι ακριβώς εννοεί με αυτή.
Η έννοια των «φυσικών δικαιωμάτων» έχει εγκαταλειφθεί από τη νομικοπολιτική σκέψη –και πρακτική- εδώ και κάτι αιώνες. Έπαιξε ίσως κάποιο προοδευτικό ρόλο την εποχή των μεγάλων αστικών επαναστάσεων. Έκτοτε όμως, όποτε χρησιμοποιήθηκε, ήταν πάντα σε συντηρητική κατεύθυνση: ως «νόμο της φύσης» αναγορεύει συνήθως κάποιος μια ισχύουσα κατάσταση πραγμάτων προκειμένου να αντιταχθεί στην αλλαγή της[1]. Οι συντάκτριες του κειμένου δεν μπορεί να αγνοούν ότι αυτό ακριβώς κάνουν το διάστημα αυτό, μιλώντας για το ίδιο ακριβώς θέμα, οι ορθόδοξοι παπάδες, όταν διακηρύσσουν ότι «στη φύση δεν υπάρχει ομοφυλοφιλία». Όσοι όμως δεν είναι παπάδες, (ενίοτε και κάποιοι που είναι), ξέρουν ότι η φύση δεν παρέχει, ούτε αναγνωρίζει δικαιώματα· τα δικαιώματα δεν φυτρώνουν απ’ τα δέντρα, αλλά θεσπίζονται κοινωνικά. Τι λοιπόν μπορεί να σημαίνει ότι ο θηλασμός είναι φυσικό δικαίωμα; Είναι δικαίωμα που χορηγεί η φύση; Πώς και σε ποιον το χορηγεί; Στη μητέρα; Στο παιδί; Και στους δύο;
Προκαλεί δυσάρεστη έκπληξη ότι μεταξύ των συλλογικοτήτων που υπογράφουν συγκαταλέγεται και το Εργαστήριο Σπουδών Φύλου από το Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής του Παντείου. Αναρωτιέμαι μήπως, με βάση την προσχώρηση του Εργαστηρίου στη θεωρία των φυσικών δικαιωμάτων, θα έπρεπε να αλλάξει η επωνυμία του τμήματος και να γίνει «Τμήμα Φυσικής Πολιτικής».
Δεν παραγνωρίζω ότι σε τέτοια κείμενα συλλογικών υπογραφών αναγκάζεται κανείς να βάλει νερό στο κρασί του και να ανεχθεί κάποια προβληματικά σημεία επειδή θεωρεί ότι αξίζει τον κόπο να δημοσιευθεί το κείμενο και να ακουστούν όσα λέγονται στα υπόλοιπα σημεία του. Όμως, ακριβώς, αξίζει τον κόπο; Ή μήπως τελικά μένει μόνο νερό και καθόλου κρασί;
Η γνώμη μου είναι ότι το δεύτερο συμβαίνει. Και μάλιστα, το νερό αυτό είναι το θολό νερό του ιδεαλισμού, της ουσιοκρατίας και της ομοφοβίας.
Η ομοφοβία αυτή δηλώνεται –διά της εύγλωττης σιωπής- από την πρώτη παράγραφο του κειμένου.
Η παράγραφος αυτή λέει τα εξής:
Η δημόσια συζήτηση που άνοιξε τις τελευταίες μέρες με αφορμή το επικείμενο νομοσχέδιο για την νομιμοποίηση του γάμου των ομόφυλων ζευγαριών έφερε στην επιφάνεια το θέμα και τις προεκτάσεις της παρένθετης μητρότητας.
Αυτές οι απρόσωπες διατυπώσεις δίνουν στον αναγνώστη την εντύπωση ότι η «συζήτηση» για την παρενθεσία (όπως αποκαλείται ευφημιστικά –στην ουσία η λυσσαλέα αντίθεση σε αυτήν) υπήρξε κάποιο –ακριβώς- φυσικό φαινόμενο.
Όμως, το θέμα της παρενθεσίας δεν το έφερε από μόνη της η «δημόσια συζήτηση» έτσι γενικώς. Το έφεραν, πολύ συγκεκριμένα, κάποιοι συζητητές και όχι άλλοι. Και δη εκείνοι που θεωρούν την πυρηνική ετεροκανονική οικογένεια μονόδρομο επιβεβλημένο από το φυσικό/ θεϊκό δίκαιο.
To ίδιο το νομοσχέδιο δεν αφορά την παρενθεσία, ούτε την θεσπίζει τώρα για πρώτη φορά. Η σχετική δυνατότητα υπήρχε εδώ και 20 χρόνια. Εάν αντίδραση εκδηλώθηκε τώρα και όχι όλα τα προηγούμενα χρόνια, αυτό οφείλεται στο ότι τώρα οι ομοφοβικοί φοβούνται μήπως το δικαίωμα που έχουν ήδη οι ετεροφυλόφιλοι επεκταθεί και στους ομοφυλόφιλους. Με το να αναφέρει αορίστως ότι το θέμα «ήρθε στην επιφάνεια» χωρίς να μπαίνει στο ποιος και γιατί το έφερε, το κείμενο εγγράφεται στην ανισωτική αυτή λογική και την προσυπογράφει.
Βέβαια, το κείμενο δεν αποκρύπτει ότι νόμος περί παρενθεσίας υπήρχε ήδη. Το αναφέρει, αλλά σε άλλο σημείο και με άλλο σκοπό: να αναδείξει αποδοκιμαστικά ότι «η κοινωνία μας επί 20 χρόνια εθελοτυφλούσε και σιωπούσε, με εξαίρεση κάποιες φεμινιστικές οργανώσεις».
Ίσως όμως αυτό ακριβώς θα έπρεπε να εμβάλει σε σκέψεις: εάν επί 20 χρόνια κάποιοι προσπαθούν να αναδείξουν κάτι ως πρόβλημα, αλλά η κοινωνία δεν αντιδρά, μήπως η πρώτη ερμηνεία που θα έπρεπε να σκεφτούμε είναι ότι απλούστατα κανείς άλλος δεν το θεωρεί πρόβλημα; Εκτός αν θα πρέπει να διαλύσουμε την κοινωνία και να εκλέξουμε μία άλλη στη θέση της.
Το αίτημα για πλήρη απαγόρευση της παρενθεσίας αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα υποκατάστασης των κοινωνικών κινημάτων, και της κοινωνίας συνολικά, από μια αυτοδιορισμένη φωτισμένη πρωτοπορία. Τέτοιο αίτημα δεν έχει ποτέ τεθεί από τις ίδιες τις (υποψήφιες) παρένθετες μητέρες, από τα φερόμενα ως θύματα της ολέθριας αυτής πρακτικής, στο πλαίσιο κάποιου κοινωνικού κινήματος. Εγώ τουλάχιστον δεν έχω υπόψη μου κάποια τέτοια περίπτωση. Ούτε όμως και οι 10 φεμινιστικές συλλογικότητες φαίνεται να έχουν υπόψη τους. Αν είχαν, θα την ανέφεραν.
Από αυτή την άποψη, και από πολλές άλλες, το αίτημα αυτό μοιάζει πολύ με το αίτημα για απαγόρευση της σεξουαλικής εργασίας. Όπως για εκείνη λεγόταν ότι «δεν μπορεί να θεωρείται μια εργασία σαν όλες τις άλλες», το ίδιο λέγεται και εδώ: ότι η κύηση δεν μπορεί να αποτελεί επάγγελμα διότι έτσι «εμπορικοποιείται».
Η άρνηση αυτή έχει ως λογική προϋπόθεση μία εξιδανίκευση της εργασίας στο πλαίσιο μιας άκριτης αποδοχής της (καπιταλιστικής) εργασιακής ηθικής. Για όποιον/-α είναι στρατηγικά υπέρ της κατάργησης της ίδιας της (μισθωτής) εργασίας, το να αποδέχεται ότι μια δραστηριότητα συνιστά τέτοια εργασία δεν αποτελεί κανενός είδους κομπλιμέντο. Ούτε βέβαια «ηθική νομιμοποίηση». Αντιθέτως, η (με την στενή, τεχνική έννοια) νομιμοποίηση μιας δραστηριότητας είναι αυτή που ανοίγει το δρόμο για την έστω ημιτελή θεσμική οριοθέτηση και τιθάσευσή της και την αναγνώριση κάποιων στοιχειωδών εργασιακών δικαιωμάτων. Αντίθετα, η κήρυξη ενός τομέα εκτός νόμου αφήνει έκθετες τις εργαζόμενες σε αυτόν, ενώ οι εργοδότες είναι πιθανότερο να βρουν έτσι ή αλλιώς κάποιο τρόπο να καταστρατηγήσουν την απαγόρευση μετακυλίοντας τα βάρη στις πρώτες.
Οι «κάποιες φεμινιστικές οργανώσεις» τις οποίες δεν άκουγε 20 χρόνια η κοινωνία, μας λέει το κείμενο, «κατήγγειλαν ότι βρισκόμαστε αντιμέτωπες/οι με μία νέα θεώρηση κατακερματισμού και εκμετάλλευσης του γυναικείου σώματος, αφού διαιρείται σε μέρη διαφορετικά το ένα από το άλλο, σαν να ήταν αντικείμενα». Και παραπονούνται ότι, με την παρενθεσία, η γυναίκα θεωρείται «‘μηχανή παραγωγής ωαρίων’ και όχι ένα σύνολο σώματος, νου και ψυχής, χάνοντας έτσι την ακεραιότητά της ως άτομο και εισάγοντας την έννοια της ‘απανθρωποποίησης’»[2].
Τα ιδεαλιστικά και ανθρωπιστικά αυτά παράπονα είναι δείγματα ασυγχώρητης αφέλειας. Μα καλά, τόση αθωότητα πλέον στις μέρες μας, τον 21ο αιώνα; Αυτό το οποίο σκανδαλίζει τις φεμινίστριες, δηλαδή η «εκμετάλλευση και εμπορευματοποίηση», είναι ο ορισμός της εργασίας. Ο ορισμός της μισθωτής εργασίας στον καπιταλισμό, προφανώς. Αλλά σε ποια άλλη εργασία, πού αλλού, θεωρούνται οι γυναίκες –και οι άντρες- ως «ένα σύνολο σώματος, νου και ψυχής στην ακεραιότητά του»; Θα έπρεπε να είναι περιττό να προστεθεί αυτή τη διευκρίνιση. Στον καπιταλισμό δεν ζούμε; Από τον 19ο αιώνα, ενδεχομένως και από πιο πριν, γνωρίζουμε ότι ο πυρήνας του καπιταλισμού είναι η συνάντηση ανάμεσα σε έναν κάτοχο κεφαλαίου και σε έναν –συνήθως περισσότερους/-ες- προλετάριους, «ελεύθερους» εργαζόμενους, και η σύναψη μιας σύμβασης βάσει της οποίας οι δεύτεροι εκμισθώνουν περιστασιακά στους πρώτους ένα μέρος, μια ειδική χρησιμότητα, του σώματος ή/ και του πνεύματός τους, εκείνοι δε δικαιούνται να καρπώνονται τα προϊόντα της λειτουργίας αυτής της δραστηριότητας. Από τα τέλη του 20ού αιώνα, χάρη στις αναλύσεις του ιταλικού εργατισμού, μάθαμε και ότι, στον μεταφορντικό καπιταλισμό, πηγή τέτοιας υπεραξίας γίνονται επίσης τα συναισθήματα των εργαζομένων, οι γλωσσικές, καλλιτεχνικές και λοιπές δεξιοτεχνίες τους.
Μήπως λοιπόν να ζητήσουμε από την κυβέρνηση «να καταργήσει κάθε νόμο που επιτρέπει την εργασία για όλους τους πολίτες της χώρας μας, γυναίκες και άντρες»;
Εγώ δεν θα διαφωνούσα επί της αρχής με ένα τέτοιο αίτημα (ασχέτως του πόσο πιθανό είναι να εισακουστεί). Μήπως όμως είναι καλό να αναρωτηθούμε γιατί οι ίδιοι πάνω-κάτω παράγοντες οδηγούν κάποιες να ζητήσουν την απαγόρευση της αντίστοιχης δραστηριότητας σε κάποιες περιπτώσεις και να συνεχίσουν να θεωρούν «φυσική» και «αξιοπρεπή» την εκμετάλλευση και την εμπορευματοποίηση σε άλλες;
Οι συντάκτριες απαριθμούν, ως bullet points, μια σειρά από λόγους για τους οποίους δηλώνουν ότι είναι «ενάντια στην παρένθετη μητρότητα»[3]. Ωστόσο, κανένας από αυτούς τους λόγους από μόνος του δεν δικαιολογεί το αίτημα για απαγόρευση. Πρόκειται για ένα τεράστιο non sequitur.
Για τα περί «διαστρέβλωσης των ανθρώπινων αξιών» περίπου είπαμε προηγουμένως: οι «ανθρώπινες αξίες», ιδίως όταν δεν συνοδεύονται από κανέναν άλλο ειδικότερο προσδιορισμό, είναι ένας όρος αφηρημένος, ανεπίδεκτος συγκεκριμένης αξιολόγησης και ανεπαρκής για να θεμελιώσει ένα αίτημα απαγόρευσης. Δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι, ούτε όλες οι κοινωνίες τις ίδιες αξίες.
Ο ισχυρισμός ότι μία δραστηριότητα «δυνητικά μπορεί να εξελιχθεί σε ιδιότυπη μορφή δουλεμπορίου», επίσης ανεπαρκής. Σε ένα φιλελεύθερο ποινικό σύστημα, μία πράξη είναι δικαιολογημένο να απαγορευθεί εφόσον είναι παράνομη καθεαυτήν, για αυτοτελείς λόγους, και όχι στο βαθμό που δυνητικά μπορεί στο μέλλον να οδηγήσει στη διάπραξη άλλων αδικημάτων.
Εν προκειμένω, όταν και όπου υπήρχε θεσμισμένο όχι κάποιο «ιδιότυπο», αλλά το κυριολεκτικό δουλεμπόριο, οι «κανονικοί» τότε σκλάβοι έκαναν τις ίδιες πάνω-κάτω εργασίες με αυτές που εκτελούν τώρα οι «ελεύθεροι» εργαζόμενοι. Αυτό που ήταν παράνομο δεν ήταν οι εργασίες καθεαυτές, αλλά το καθεστώς υπό το οποίο τις εκτελούσαν. Οι περισσότεροι Αφρικανοί καλλιεργούσαν φυτείες. Μετά τον αμερικανικό εμφύλιο, αυτό που καταργήθηκε δεν ήταν η καλλιέργεια φυτειών γενικώς, αλλά το καθεστώς ιδιοκτησίας ενός ανθρώπου από άλλο άνθρωπο.
Εάν η δυνητικότητα που επισημαίνεται εδώ υλοποιηθεί κάποια στιγμή, αυτό που θα διωχθεί ποινικά θα είναι το –όποιο- «ιδιότυπο δουλεμπόριο», όχι η ίδια η δραστηριότητα την οποία ασκούν οι δούλοι/-ες εάν κατά τα λοιπά δεν θίγει καθεαυτή κάποιο έννομο αγαθό.
Δεύτερος λόγος: «Η εγκυμοσύνη είναι μια υψηλού κινδύνου διαδικασία στον οργανισμό της γυναίκας».
Πράγματι είναι. Ωστόσο, αυτό ισχύει στον ίδιο περίπου βαθμό για οποιαδήποτε εγκυμοσύνη, όχι ειδικά για την παρένθετη.
Οπότε; Να απαγορευθεί η εγκυμοσύνη;
Οι άλλοι δύο λόγοι είναι ο συναισθηματικός δεσμός που αναπτύσσεται μεταξύ της κυοφορούσας και του εμβρύου, αφενός, και ο προαναφερθείς θηλασμός αφετέρου. Υπάρχουν όμως ήδη άλλες μορφές μητρότητας και γονεϊκότητας (π.χ. υιοθεσία από ετερόφυλα ζευγάρια) στις οποίες η κυοφορούσα (/-ήσασα) δεν διατηρεί δεσμούς με το τέκνο και δεν το θηλάζει. Το γεγονός αυτό δεν οδήγησε κανέναν/ καμία να ζητήσει την απαγόρευση των μορφών αυτών.
Ένα από τα πιο προβληματικά σημεία του κειμένου, το οποίο φτάνει στα όρια της ξενοφοβίας, είναι το παρακάτω:
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Πρωτοδικείου Αθηνών οι περισσότερες άδειες για παρένθετη κύηση δόθηκαν σε αλλοδαπές γυναίκες. Γυναίκες που βρίσκονται σε κατάσταση ανάγκης ή και πλήρους ανέχειας, εξαρτημένες από εργοδότες που επιθυμούν να τεκνοποιήσουν με κάθε τρόπο, μόνες, ευάλωτες και που ανέχονται αυτές τις ταλαιπωρίες και τους κινδύνους, συχνά και τον εγκλεισμό σε ακατάλληλο οίκημα, υπό διαρκή έλεγχο, μην έχοντας συχνά άλλη επιλογή επιβίωσης. Διαθέτουν το σώμα τους σε μια αγορά προσφοράς και ζήτησης, όπου πλούσιοι κατά πλειοψηφία, άνθρωποι, προβαίνουν σε κανονική αγορά βρέφους … κ.λπ. κ.λπ.
Τα προβλήματα αυτά πράγματι υπάρχουν, ή μπορεί να υπάρξουν. Το ότι όμως θα λυθούν με την πλήρη απαγόρευση της παρενθεσίας, είναι κάτι προς απόδειξη. Το κείμενο δεν παραθέτει κανένα σχετικό επιχείρημα.
Η πείρα δείχνει ότι, στο σενάριο αυτό, οι ήδη ευάλωτες γυναίκες θα γίνουν ακόμα πιο ευάλωτες με την απαγόρευση, και θα είναι οι πρώτες που θα πληρώσουν τη νύφη. Η συνολική κήρυξη ενός τομέα εκτός νόμου αφήνει πρώτα απ’ όλα έκθετες τις εργαζόμενες σε αυτόν. Από την άλλη, εάν λαμβάνουμε ως δεδομένο ότι υπάρχουν κάποιοι ισχυροί «εργοδότες που επιθυμούν να τεκνοποιήσουν με κάθε τρόπο», λογικό είναι να υποθέσουμε ότι θα συνεχίσουν να το επιθυμούν και μετά την τυχόν απαγόρευση. Καθώς είναι ισχυρότεροι, είναι πιθανότερο να βρουν έτσι ή αλλιώς κάποιο τρόπο να συγκροτήσουν δίκτυα παράκαμψης, όπως συνέβη με την ποταπαγόρευση στην Αμερική το 1930 ή με την απαγόρευση των ναρκωτικών παγκοσμίως τους τελευταίους αιώνες, μετακυλίοντας τα βάρη στις εργαζόμενες[4].
Αν γίνει δεκτό το αίτημα των οργανώσεων, μαντέψτε τι θα συμβεί με αυτές τις αλλοδαπές γυναίκες: θα επαναπροωθηθούν πίσω στις πατρίδες τους, χάνοντας την όποια αμοιβή και παραμένοντας στην ίδια ή και χειρότερη κατάσταση από άποψη υγειονομικής περίθαλψης.
Στο σημείο αυτό ας μου επιτραπεί να αναφερθώ σε μία προσωπική (έστω και έμμεση) εμπειρία. Περί τα τέλη του προηγούμενου αιώνα, είχα μία συζήτηση με κάποια πολύ γνωστή ελληνίδα φεμινίστρια. Μου μετέφερε λοιπόν ότι η οργάνωσή της είχε καταγγείλει ένα δίκτυο μαστροπών που έφερνε κοπέλες από τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία στην Αθήνα με σκοπό να γίνουν πόρνες, και είχε τελικά επιτύχει την εξάρθρωσή του. Μετά την επιτυχία αυτή, οι κοπέλες-θύματα του trafficking στάλθηκαν πίσω στις πατρίδες τους. Αυτό που προβλημάτιζε τη συνομιλήτριά μου ήταν ότι, μήνες μετά το γεγονός αυτό, καμία από αυτές τις κοπέλες δεν είχε επικοινωνήσει ούτε μια φορά μαζί τους για να τις ευχαριστήσει. Το ανεξήγητο αυτό γεγονός το ερμήνευε με βάση την –ήδη από τότε ισχυρή και ελκυστική- θεωρία της «απανθρωποποίησης»: δηλαδή το ότι η εμπειρία της σεξουαλικής εργασίας διαλύει σε τέτοιο βαθμό ένα υποκείμενο, ώστε αυτό χάνει τον έλεγχο για μεγάλο διάστημα και δεν είναι ικανό να σκεφτεί λογικά ή/ και να συνειδητοποιήσει και να εκφράσει τα συναισθήματά του.
Εγώ τότε δεν είχα μεγάλη εξοικείωση με το θέμα και κούνησα το κεφάλι μου προβληματισμένος χωρίς να πω τίποτα. Με τον καιρό, όμως, αναλογίστηκα ότι, και εδώ, η πιο εύλογη εξήγηση είναι η πρώτη που μας έρχεται στο μυαλό: αν οι κοπέλες αυτές δεν είχαν εκφράσει καμία ευγνωμοσύνη, αυτό μάλλον οφειλόταν στο ότι απλούστατα δεν ένιωθαν καμία ευγνωμοσύνη. Δεν ήθελαν να γυρίσουν στον τόπο απ’ όπου είχαν μόλις πρόσφατα φύγει χωρίς να πολυεξηγήσουν πού θα πάνε και τι θα κάνουν, και, επιστρέφοντας νωρίτερα απ’ ό,τι είχαν υπολογίσει, θα είχαν να αντιμετωπίσουν τα ερευνητικά και ίσως αποδοκιμαστικά βλέμματα των συγγενών και των συγχωριανών τους, στους οποίους θα έπρεπε να εξηγήσουν όλα αυτά τα πήγαινε-έλα, και πάντως θα βρίσκονταν πάλι στο σημείο μηδέν, εκεί που βρίσκονταν πριν τη φυγή τους –για την οποία προφανώς θα είχαν κάποιο λόγο.
Αναλογίστηκα επίσης ότι η «επιτυχία» αυτή της ελληνικής συλλογικότητας τελικά δεν οδήγησε σε καμία σωτηρία και καμία απελευθέρωση των κοριτσιών αυτών, αλλά στη σύλληψη και την απέλασή τους. Και ότι αυτή η εκ των άνω παρέμβαση ήταν εκείνη που καταργούσε την υποκειμενικότητα και την αυτενέργεια των ενδιαφερομένων, πνίγοντάς τες κάτω από το μανδύα μιας γενικευμένης θυματικής ιδιότητας και λαμβάνοντας ως δεδομένο ότι εκείνες δεν ξέρουν ή/ και δεν μπορούν να πουν τι είναι καλό για τις ίδιες.
Δεν έχουμε λόγους να υποθέσουμε ότι θα συμβεί κάτι διαφορετικό τώρα.
Εκτός αν σκεφτούμε να ρωτήσουμε τις ίδιες τις κοπέλες.

[1] Για να αποκτήσουμε μια ιδέα, παραθέτω ένα απόσπασμα από το λήμμα «φυσικό δίκαιο» της Wikipedia (λήμμα «φυσικό δικαίωμα» δεν υπάρχει): «Το Φυσικό Δίκαιο (…) είναι το αιώνιο και αναλλοίωτο Δίκαιο που βασίζεται στην ανθρώπινη φύση και στη λογική. Έμμεσες πηγές του Δικαίου αυτού θεωρούνται τόσο η βούληση του Θεού, όπως αυτή αποκαλύπτεται από ιερά κείμενα, όσο βεβαίως και η ανθρώπινη φύση».
[2] Εδώ, και αλλού, το κείμενο είναι κακογραμμένο και ασύντακτο. Έτσι όπως είναι διατυπωμένη η πρόταση, υποκείμενο της μετοχής «εισάγοντας» είναι η γυναίκα· αυτή δηλαδή είναι που «εισάγει την έννοια της απανθρωποποίησης». Προφανώς οι συντάκτριες δεν ήθελαν να πουν αυτό.
[3] Στην πραγματικότητα, βέβαια, μόνο τα τέσσερα από τα επτά σημεία αποτελούν (καταφατικές) ειδικές προτάσεις. Τα υπόλοιπα τρία είναι απλώς ερωτήσεις, με αποτέλεσμα να προκύπτει ακόμα μία ασυνταξία («θεωρούμε ότι … Πώς θα αισθανθεί ένα παιδί;»).
[4] Το σημείο αυτό το έχουν πρώτες απ’ όλους αναδείξει φεμινίστριες συγγραφείς που προέρχονται ή εμπνέονται από το ρεύμα του αυτόνομου μαρξισμού-κομμουνισμού. Βλ. π.χ. Σόφι Λιούις, Παρενθεσία για όλους: ο φεμινισμός κατά της οικογένειας.
υπέροχο κείμενο! Αποτελεί το θρίαμβο του ορθού λόγου απέναντι στον κάθε λογής σκοταδισμό, απ όπου κι αν προέρχεται. Αποδομεί ανελέητα και πανηγυρικά, ισοπεδώνει εξοντωτικά την ανοησία, εξουδετερώνει τα σπουδαιοφανή αλλά κενά επιχειρήματα.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Φεμινίστριες υπέρ της λήψης μέτρων που θα απαγορεύουν στις ίδιες να αποφασίζουν μόνες τους τι θέλουν να κάνουν (σ)το σώμα τους; 🤷
Μου αρέσει!Μου αρέσει!