Πολιτική

Μπίλλυ Ουάιλντερ, ο λαθρομετανάστης

Στις 11 Απριλίου 1988 απονεμήθηκε στον αυστριακοεβραϊκής καταγωγής Αμερικανό σκηνοθέτη (και σεναριογράφο) Μπίλλυ Ουάιλντερ το ειδικό βραβείο της Ακαδημίας Κινηματογράφου για το σύνολο του έργου του (ένα από αυτά που αποκαλούνται κοινώς «Όσκαρ», αλλά το συγκεκριμένο επισήμως έχει την ειδική ονομασία Irving G. Thalberg Memorial Award). Το κείμενο που ακολουθεί είναι ο σύντομος λόγος που εκφώνησε κατά την τελετή απονομής.

Τη δημοσίευσή του την αφιερώνουμε σε όσους και όσες από τη Συρία, το Αφγανιστάν, τη Νιγηρία, και ποιος ξέρει από πού ακόμα, θα μπορούσαν να γράφουν ή να γυρίζουν ταινίες, να παίζουν μουσική ή θέατρο, να γράφουν ποιήματα ή γενικά να εμπλουτίζουν την ελληνική κοινωνία κατ’ ανάλογους τρόπους, αλλά σπαταλάνε μήνες και χρόνια σε στρατόπεδα, αστυνομικά τμήματα, υπηρεσίες αλλοδαπών και ποιος ξέρει πού αλλού περιμένοντας να ευδοκήσει το ελληνικό κράτος να τους δώσει τα κατάλληλα χαρτιά. Ή να παραδεχτεί ότι δεν μπορούν να τα έχουν.

Σας ευχαριστώ πολύ. Αντιλαμβάνομαι ότι το βραβείο αυτό είναι το σημαντικότερο που μπορεί να πάρει κανείς, με την πιθανή εξαίρεση του βραβείου Νόμπελ, φυσικά. Ας το πάρει κάποιος αυτό [παίρνει το αγαλματίδιο από το βάθρο και το δίνει στον Τζακ Λέμμον] γιατί έχω την αίσθηση ότι θα σπάσει.

Θα ήθελα ιδιαίτερα να ευχαριστήσω –αφού ευχαριστήσω τους επικεφαλής της Ακαδημίας και τα μέλη, και όλα τα εκατομμύρια των θαυμαστών που έχω σε όλο τον κόσμο, στα πολιτισμένα μέρη του κόσμου- θα ήθελα πολύ να ευχαριστήσω έναν συγκεκριμένο κύριο, χωρίς τη βοήθεια του οποίου δεν θα στεκόμουν εδώ απόψε. Έχω ξεχάσει το όνομά του, αλλά δεν έχω ξεχάσει ποτέ την καλοσύνη του. Ήταν ο Αμερικανός πρόξενος στο Μεξικάλι του Μεξικού.

Φανταστείτε ότι βρισκόμαστε στο 1934. Ένα χρόνο μετά το πραξικόπημα του Χίτλερ. Είμαστε όλοι εξόριστοι: Ζυρίχη, Λονδίνο, Παρίσι. Τότε, η τύχη μου με βοηθάει: πουλάω μια ιστορία στο Χόλλυγουντ και παίρνω βίζα επισκέπτη για έξι μήνες. Μετά έρχομαι εδώ και αρχίζω να δουλεύω, αλλά οι έξι μήνες περνούν πολύ, πολύ γρήγορα. Λοιπόν, δεν θέλω να φύγω. Θα ήθελα να μείνω στην Αμερική. Έτσι, μου λένε ότι χρειάζομαι μια βίζα μετανάστη, και για τον λόγο αυτό πρέπει να φύγεις από τη χώρα, να πάρεις τη βίζα μετανάστευσης και στη συνέχεια να επιστρέψεις για να ξαναμπείς με τα κατάλληλα χαρτιά. Πηγαίνω λοιπόν στο Μεξικάλι, το οποίο είναι το πλησιέστερο αμερικανικό προξενείο μόλις περάσεις τα σύνορα από την Καλιφόρνια. Και καθώς με οδήγησαν στο γραφείο του προξένου ήμουν μούσκεμα στον ιδρώτα. Δεν έφταιγε η ζέστη. Ήταν απλά ο πανικός, ο φόβος. Ήξερα ότι χρειαζόμουν ένα σωρό έγγραφα: πιστοποιητικά, επίσημη απόδειξη προηγούμενης κατοικίας, ένορκες βεβαιώσεις ότι δεν υπήρξα ποτέ εγκληματίας ή αναρχικός. Δεν είχα τίποτα, τίποτα. Μόνο το διαβατήριό μου και το πιστοποιητικό γέννησής μου, συν μερικές επιστολές από μερικούς Αμερικανούς φίλους που εγγυώνταν ότι ήμουν ακίνδυνος. Η κατάσταση φαινόταν απελπιστική.

Ο πρόξενος –έμοιαζε λίγο με τον Ουίλ Ρότζερς- εξέτασε τα πενιχρά μου έγγραφα. «Μόνο αυτά έχετε;» ρώτησε. Και είπα, «Ναι». Χρειάστηκε να εξηγήσω ότι, ξέρετε, όταν έπρεπε να φύγω από το Βερολίνο είχα ελάχιστο χρόνο στη διάθεσή μου, περίπου είκοσι λεπτά. Ένας γείτονας με ειδοποίησε ότι με αναζητούσαν δύο τύποι με στολή. Είχα μόλις το χρόνο να ρίξω μερικά πράγματα σε μια βαλίτσα και να μπω σε ένα νυχτερινό τρένο για το Παρίσι.

Ο πρόξενος με κοίταξε επίμονα και μου είπε: «Δηλαδή, εγώ τι περιμένετε να κάνω, μόνο με αυτά τα χαρτιά;». Και του είπα ότι προσπάθησα να τα πάρω από τη ναζιστική Γερμανία, αλλά δεν ανταποκρίνονταν. Φυσικά μπορούσα να επέστρεφα στη Γερμανία να τα ζητήσω, αλλά τότε θα με φόρτωναν σε ένα τραίνο και θα με έστελναν στο Νταχάου.

Αυτός συνέχισε να με κοιτάζει επίμονα και δεν ήμουν σίγουρος αν είχε καταλάβει τι του έλεγα. Έχω ακούσει για ολόκληρες οικογένειες που πέρασαν χρόνια εκεί περιμένοντας τη βίζα και για άλλους που δεν την πήραν ποτέ. Και πιστέψτε με, ήθελα να επιστρέψω στην Αμερική.

Τα πράγματα φαίνονταν άσχημα.

Καθίσαμε έτσι εκεί αρκετή ώρα κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον, ο πρόξενος και εγώ, μέσα σε απόλυτη σιωπή. Στο τέλος με ρώτησε, «Τι κάνεις; Εννοώ επαγγελματικά;». Και είπα, «Γράφω ταινίες». «Μπα, ναι;» είπε. Σηκώθηκε και άρχισε να περπατάει, κάπως πίσω μου, αλλά ένιωσα ότι με «έκοβε». Στη συνέχεια επέστρεψε στο γραφείο, πήρε το διαβατήριό μου, το άνοιξε, πήρε μια σφραγίδα και έκανε έτσι [χτυπάει δύο φορές το χέρι του στο βάθρο], μου έδωσε πίσω το διαβατήριο και μου είπε: «Να γράψεις καμιά καλή».

Αυτό έγινε πριν από πενήντα τέσσερα χρόνια. Από τότε προσπαθώ. Σίγουρα δεν ήθελα να απογοητεύσω αυτόν τον αξιαγάπητο άνθρωπο στο Μεξικάλι. Και ξέρετε, καθώς κοιτάζω πίσω, ξέρετε, έχω ζήσει μια γοητευτική ζωή. Ποτέ δεν περίμενα κάτι σαν το βραβείο Θάλμπεργκ. Είστε αναμφίβολα οι πιο γενναιόδωροι άνθρωποι στον κόσμο. Και ελπίζω να παρακολουθείς, I.A.L., γιατί ένα μέρος αυτού είναι δικό σου. Οπότε, περαστικά σου, εντάξει; Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.

Μετάφραση: Α.Γ.

Στην τελευταία παράγραφο ο ομιλητής αναφέρεται στον Ι.Α.Λ. Ντάιαμοντ, βασικό του συνεργάτη στα σενάρια των ταινιών του.

 

Κλασσικό

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.