του Άκη Γαβριηλίδη
Οι δηλώσεις του βουλευτή της ΝΔ και διεθνολόγου Άγγελου Συρίγου περί του «κατά 97% παρωχημένου» χαρακτήρα της συνθήκης της Λωζάννης, υπήρξε μια θαυμάσια ευκαιρία για τουλάχιστον δύο χρήσιμες διαπιστώσεις σχετικά με την δημόσια συζήτηση στην Ελλάδα.
Πρώτον, ότι στην αριστερά, είτε αυτή αυτοσυστήνεται ως «πατριωτική» είτε όχι, είναι πάντα πολύ ζωντανό και εδραιωμένο το αντανακλαστικό να καταγγέλλει τη δεξιά ως εθνοπροδοτική και να την αντιπολιτεύεται από εθνικιστικές θέσεις, ώστε να ανταποδώσει τις κατηγορίες που έχει δεχθεί η ίδια κατά καιρούς.
Δεύτερον, ότι η επίσημη θέση –και, κυρίως, η πρακτική- του ελληνικού κράτους είναι αναθεωρητική, και ταυτόχρονα υποκριτική. Τη στιγμή που κατηγορεί την Τουρκία ότι με τις κατά καιρούς δηλώσεις του «σουλτάνου Ερντογάν» αμφισβητεί το ισχύον διεθνές δίκαιο, η Ελλάδα δεν το αμφισβητεί απλώς φραστικά αλλά το παραβιάζει εμπράκτως ήδη εδώ και χρόνια, έχοντας πλήρως στρατιωτικοποιήσει τα νησιά του Αιγαίου. Το μόνο που έκανε ο Συρίγος είναι να θέσει αυτή την αντίφαση στον δημόσιο χώρο και να αναλάβει ευθαρσώς την ευθύνη της παραβίασης.
Πάντως, για κάποιον που θέλει να επιδοθεί σε κάτι παραπάνω από κοκορομαχίες στο εσωτερικό της επίσημης γραμμής του βαθέος και του ρηχού κράτους για να αποδείξει ότι είναι καλύτερος εκφραστής της από τον Μητσοτάκη, η δήλωση αυτή θα ήταν μια χρυσή ευκαιρία να κάνει κάτι άλλο: να βγει και να διακηρύξει ότι οι συνθήκες της Λωζάννης είναι συνολικά παρωχημένες, ακόμη και –αν όχι ιδίως- όσον αφορά αυτό το 3% που αφήνει εκτός της κριτικής του ο Συρίγος.
Σε αυτό το 3%, όπως προκύπτει, ο Συρίγος εντάσσει κυρίως τις διατάξεις για τα σύνορα, ενώ αναγνωρίζει επίσης ότι «υπάρχει κάποια θεωρητική σημασία για την ύπαρξη των μειονοτήτων στη Θράκη και στην Κωνσταντινούπολη» (χωρίς να γίνεται σαφές τι ακριβώς σημαίνει αυτό το «θεωρητική»).
Όσον αφορά το πρώτο: η Ελλάδα και η Τουρκία ασφαλώς έχουν σύνορα, όπως όλα τα κράτη.
Η ύπαρξη αυτών των συνόρων δεν εξαρτάται από τη συνθήκη της Λωζάννης. Εάν εννοούμε ότι αυτή η συνθήκη ορίζει τη συγκεκριμένη χάραξη αυτών των συνόρων, τότε πρέπει να διαπιστώσουμε ότι ο ορισμός αυτός δεν φαίνεται να υπήρξε απολύτως επιτυχής εφόσον ακόμα σήμερα εγείρει αμφισβητήσεις και δέχεται διαφορετικές ερμηνείες. Επιπλέον, ένα τμήμα αυτών των συνόρων –και δη εκείνο για το οποίο εγείρονται αμφισβητήσεις- ρυθμίζεται από πράξεις που υπογράφηκαν μεταγενέστερα, τη δεκαετία του 1940. Όταν υπογράφηκε η συνθήκη, τα σύνορα των δύο κρατών –ακόμα και η ύπαρξη του ενός εκ των δύο- ήταν κάτι ρευστό και αβέβαιο. Σήμερα, έχουν μεσολαβήσει 100 χρόνια χωρίς κάποια αλλαγή, οι χώρες έχουν προσχωρήσει σε διεθνείς οργανισμούς με αυτά τα σύνορα, και εν πάση περιπτώσει η σχετική κρισιμότητα της συνθήκης έχει υποχωρήσει. Εάν αύριο καθ’ υπόθεσιν πάψει να υπάρχει η συνθήκη, δεν θα πάψουν να υπάρχουν σύνορα.
Τώρα, όσον αφορά τις μειονότητες και την «θεωρητική σημασία» των συναφών διατάξεων. Η σημασία αυτή είναι μονομερής: ισχύει μόνο στην Ελλάδα, και μόνο τις τελευταίες δεκαετίες, κατά τις οποίες το ελληνικό κράτος –το βαθύ και το ρηχό- έχει αποφασίσει ότι η μειονότητα στη Θράκη δεν πρέπει να αποκαλείται «τουρκική», αλλά «μουσουλμανική», με το πρόσχημα ότι «αυτόν τον όρο χρησιμοποιεί η συνθήκη».
Ο ισχυρισμός αυτός είναι ψευδής, κατά τρεις τουλάχιστον έννοιες: πρώτον, απλούστατα δεν είναι αλήθεια ότι στο κείμενο της συνθήκης απαντά μόνο ο όρος «μουσουλμανική». Αντιθέτως, σε αυτό οι όροι «Τούρκοι, τουρκική» χρησιμοποιούνται μια χαρά, και μάλιστα περισσότερες φορές απ’ ό,τι ο προηγούμενος[1].
Δεύτερον, ο ισχυρισμός είναι, όπως λένε οι νομικοί, όχι μόνο ουσία, αλλά και νόμω αβάσιμος. Ακόμη και αν υποθέταμε ότι η Λωζάννη δεν μιλά για Τούρκους, αυτό ουδόλως θα αρκούσε ώστε να δικαιολογηθεί η άρνηση αποδοχής του αυτοπροσδιορισμού της μειονότητας. Από το απλό γεγονός ότι μία διεθνής πράξη δεν χρησιμοποιεί κάποιον όρο δεν επιτρέπεται να συναχθεί απαγόρευση χρήσης αυτού του όρου στο μέλλον, ιδίως μάλιστα όταν σε κανένα σημείο η χρήση αυτού ή του άλλου όρου δεν επενδύεται με κάποια κανονιστική αξία αλλά γίνεται για καθαρά περιγραφικούς λόγους.
Το αθέμιτο αυτής της συναγωγής, κατά τρίτον, έχει επιβεβαιωθεί πανηγυρικά και επανειλημμένα όποτε το ζήτημα τέθηκε στην κρίση διεθνών δικαστηρίων, με τις πάγιες καταδίκες που τρώει σε κάθε τέτοια περίπτωση η Ελλάδα. Πράγμα που δείχνει ότι ακριβώς αυτό το στοιχείο το οποίο ο Συρίγος εντάσσει στο «σωζόμενο» 3%, είναι το πλέον παρωχημένο απ’ όλα, και δεν χρειάζεται καν να αναθεωρηθεί διότι έχει ήδη τώρα χάσει οποιαδήποτε αξία ως επιχείρημα.
Ένα ηλεκτρονικό μέσο που, εξ όσων έχω αντιληφθεί, συντάσσεται πλέον με την νέα ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, αναφέρθηκε στο θέμα χρησιμοποιώντας την παρακάτω παράγραφο ως κλείσιμο:
Δεν γνωρίζουμε αν ο κ. Συρίγος ενεργεί σαν «λαγός» μιας συμφωνίας Μητσοτάκη – Ερντογάν για τα ελληνοτουρκικά, αλλά, αν η κυβέρνηση θεωρεί ότι η Συνθήκη της Λωζάνης είναι κατά 97% άχρηστη, λογικό είναι να περιμένουμε εκπλήξεις.
Το να περιμένεις εκπλήξεις δεν ξέρω αν είναι «λογικό», ξέρω όμως ότι είναι κακή πολιτική. Είναι πολιτική συντηρητική, πολιτική εκείνου που έχει βασιστεί στο ότι τα πράγματα θα μείνουν ως έχουν, δεν παίρνει καμία πρωτοβουλία ώστε να αλλάξουν, παραχωρεί την πρωτοβουλία αυτή σε άλλους και απλώς δυσφορεί και κλαψουρίζει όταν εκείνοι την πάρουν.
Αν η κυβέρνηση θεωρεί ότι η Συνθήκη της Λωζάννης είναι κατά 97% άχρηστη, πολύ πιο λογικό θα ήταν να της προκαλέσουμε εμείς εκπλήξεις λέγοντας ότι την θεωρούμε κατά 100% άχρηστη και ότι θεωρούμε πράγματι επιθυμητή μια νέα διακρατική συμφωνία. Αλλά αυτό φαίνεται ότι είναι επιστημονική φαντασία για μια αριστερά που άγχεται να δώσει εξετάσεις ώστε να αναγνωριστεί ως πατριωτική.

[1] Βλ. σχετικά Δημήτρη Δημούλη, Ένα ανθεκτικό ψεύδος: η Ελλάδα έχει μια μόνο μειονότητα, τη μουσουλμανική.