του Άκη Γαβριηλίδη
Το τελευταίο (μέχρι το επόμενο) περιστατικό λογοκρισίας με θύμα το έργο της Γεωργίας Λαλέ, αποδεικνύει για άλλη μια φορά, εάν υπήρχε ανάγκη τέτοιας απόδειξης, ότι όσοι κηρύσσουν σταυροφορίες υπέρ του έθνους και της ελληνικότητας έχουν στο μυαλό τους μία απολύτως μερική, ενδεχομενική και αυθαίρετη αντίληψη για το τι είναι και τι δεν είναι ελληνικό, την οποία απολυτοποιούν και με αυτήν αξιώνουν να αστυνομεύσουν όλους τους υπολοίπους παριστάνοντας ότι υπερασπίζονται αιώνιες αξίες, ενώ υπερασπίζονται μόνο το δικό τους καπρίτσιο και την δική τους αγραμματοσύνη.
Τα λόγια με τα οποία ο Νατσιός, δάσκαλος της μέσης εκπαίδευσης [sic], τεκμηρίωσε (; ) την λογοκριτική του απαίτηση να κατέβει το έκθεμα από τον τοίχο του προξενείου, απαίτηση την οποία έσπευσε να ικανοποιήσει ο Γεραπετρίτης, συνταγματολόγος [ξανά sic], ήταν τα εξής:
Είναι δυνατόν να παρουσιάζεται η σημαία μας με ροζ χρώμα, να διακωμωδείται το εθνικό μας σύμβολο; Η σημαία επιτρέπεται να αλλάξει χρώμα μόνον όταν βαφτεί κόκκινη από το αίμα των αγώνων του λαού μας.
Ο Νατσιός, όπως κάθε εθνικιστής, φαίνεται ότι έχει μια εμμονή με το αίμα. Π.χ. πρόσφατα είχε αναγγελθεί η συμμετοχή του στην παρουσίαση βιβλίου με τον τίτλο Η Ελλάδα ματώνει, η οποία (παρουσίαση) ευτυχώς, και ευλόγως, ματαιώθηκε. Το βιβλίο εκείνο ήταν γραμμένο από μία γυναίκα. Παρόλα αυτά, φαίνεται ότι δεν είναι οποιοδήποτε αιμορραγία που τον ενδιαφέρει· όταν ματώνει η «Ελλάδα» ως αφαίρεση, δέχεται ευχαρίστως να μιλάνε και να γράφουνε γι’ αυτό ακόμα και γυναίκες. Όχι όμως και να μιλάνε για άλλες πραγματικές, ενσώματες γυναίκες που ματώνουν. Φαίνεται ότι αυτές δεν ανήκουν στον «λαό μας (τους)», ή, αν ανήκουν, όταν χύνεται το αίμα τους αυτό δεν οφείλεται στους «αγώνες» του και άρα δεν δικαιούται διά να βάφει την σημαία.
Εκτός αν το πρόβλημα έγκειται στο ότι το αίμα εκείνων δεν είναι κόκκινο, αλλά ροζ, με αποτέλεσμα η βαφή να διακωμωδεί το εθνικό τους σύμβολο.
Όπως είναι προφανές, όλοι αυτοί οι συλλογισμοί στους οποίους βασίζεται – στους οποίους συνίσταται– η αιτιολόγηση είναι απολύτως αυθαίρετοι, στα όρια του γελοίου.
Έχουν βέβαια το εξής αξιοπερίεργο, και ενδιαφέρον: δέχονται ότι δεν είναι κάθε «παραποίηση» της σημαίας απορριπτέα. Η αλλαγή του χρώματος σε κόκκινο επιτρέπεται· απαράδεκτη είναι μόνο η αλλαγή σε ροζ.
Αυτή η καθαυτή ενδιαφέρουσα παραδοχή, όμως, καθιστά ακόμα πιο ανακόλουθο και ασυνάρτητο τον συλλογισμό, με τον οποίο συντελούνται τουλάχιστον τρία λογικά/ πραγματολογικά άλματα:
- Όπως μπορεί να δει κανείς ακόμα και στην έγχρωμη φωτοτυπία που κραδαίνει και επιδεικνύει στους βουλευτές ο ενδιαφερόμενος, το χρώμα που έχουν οι περισσότερες ρίγες και τουλάχιστον δύο από τα τετράγωνα που σχηματίζονται πίσω από το σταυρό στην παραλλαγμένη σημαία είναι, ακριβώς, κόκκινο· άρα η παραποίηση πληροί τις προϋποθέσεις ώστε να υπαχθεί στην εξαίρεση.
- Η διαφοροποίηση βέβαια αυτή ανάμεσα στο επιτρεπτό κόκκινο και το ανεπίτρεπτο ροζ δεν έχει καμία νομική βάση. Η διάταξη που ποινικοποιεί την παραποίηση εθνικών συμβόλων[1] δεν κάνει καμία τέτοια διάκριση.
- Ακόμη και αν ήταν ροζ, γιατί άραγε αυτό θα ισοδυναμούσε με «διακωμώδηση» της σημαίας; Δεν υπάρχει καμία καθολικά αποδεκτή και αμφιμονοσήμαντη αντιστοιχία ανάμεσα στα διάφορα χρώματα και κάποια καθορισμένη σημασία, από δε το ίδιο το έργο (τον τίτλο του, τις δηλώσεις της δημιουργού) δεν προκύπτει η παραμικρή πρόθεση διακωμώδησης. Το αντίθετο μάλιστα.
Για μία ακόμα φορά, λοιπόν, η ελληνική (ακρο)δεξιά προσπαθεί να επιβάλει την αχρωματοψία της, μεταφορική ή/ και κυριολεκτική, την ιδιοσυγκρασιακή παραξενιά ενός παπαδάσκαλου, ως καθολικό νόμο.

Από παιδιά στο σχολείο και στις εθνικές εορτές μαθαίνουμε ότι το χρώμα της σημαίας επιλέχθηκε έτσι για να συμβολίζει το χρώμα της θάλασσας, και δη του Αιγαίου. Ο αρμόδιος ποιητής, μάλιστα, υπό την ιδιότητά του ως δοκιμιογράφου, συνόψισε την συναφή ουσιοκρατία με την γνωστή ρατσιστική του ευφράδεια, ως εξής:
Κέντρο της καλλιτεχνικής ενέργειας στην Ελλάδα, χιλιάδες χρόνια τώρα κι από την εποχή της αυγής των πολιτισμών, υπήρξε το Αιγαίο. (…) Ο Ελληνισμός, παρών πάντοτε στα χείλη της λεκάνης αυτής (και τότε μονάχα όντας σε θέση να ολοκληρώνει το νόημα της αποστολής του μέσα στον κόσμο) γινόταν ο ενσυνείδητος λειτουργός μιας ακατάπαυστης αφομοιωτικής ενέργειας, που με υλικό παρμένο από την Ανατολή και τη Δύση εξακολουθητικά πλαστουργούσε πρότυπα πολιτισμού (…). Ο κόσμος αυτός στην εξέλιξή του γνώρισε πολλές φάσεις. Όμως, για ένα μάτι που ξέρει να βλέπει, όλες αυτές οι φάσεις διαπερνούνται κατά βάθος από το ίδιο χαρακτηριστικό πνεύμα που ζωοποιά κινήθηκε σε όλες τις περιπετειώδεις ανελίξεις της φυλής και σήμανε πάντοτε την ορθή αντιστοιχία του φυσικού και του νοητού κόσμου[2].
Ένα από αυτά τα πρότυπα πολιτισμού που πλαστουργούσε ο Ελληνισμός, αν όχι το κατεξοχήν πρότυπο, φαντάζομαι σίγουρα θα συμφωνούσαν Νατσιός/ Ελύτης/ Γεραπετρίτης και συντροφία ότι υπήρξε ο Όμηρος.
Στον Όμηρο, λοιπόν, η θάλασσα η οποία χιλιάδες χρόνια αργότερα χρησιμοποιήθηκε για να καθορίσει το χρώμα της σημαίας των αυτοθεωρουμένων ως απογόνων του, χαρακτηρίζεται οίνωψ. Κατά λέξη, εκείνη που έχει χρώμα κρασιού.
Τι χρώμα έχει το κρασί;
Μεταξύ άλλων, κυρίως, κόκκινο. Ενίοτε και ροζ.
Φυσικά, μεταξύ των ομηριστών και λοιπών αρχαιογνωστών έχει γίνει μεγάλη συζήτηση για το τι ακριβώς σημαίνει αυτό το οίνωψ. Μάλλον δεν κατέληξε σε κάποια καθολικώς αποδεκτή απάντηση, πέρα από την εξής: ότι οι αρχαίοι αντιλαμβάνονταν τα χρώματα και μιλούσαν γι’ αυτά με τρόπο διαφορετικό απ’ ό,τι εμείς (που ούτε εμείς τα αντιλαμβανόμαστε όλες κατά τον ίδιο τρόπο).
Ένα άλλο κλισέ που μαθαίνουμε στο πλαίσιο της εκλαϊκευμένης αρχαιογνωσίας μας είναι ότι οι αρχαίοι θεωρούσαν Έλληνες όσους μετείχαν της ημετέρας (σφετέρας) παιδείας.
Από έναν ποιητή, ή και από έναν συνταγματολόγο, ακόμα και από έναν θεολόγο, δεν θα ήταν υπερβολικό να αναμένουμε να έχουν ένα μάτι που ξέρει να βλέπει και κάτι πέρα από την αποστολή του ελληνισμού στον κόσμο, να μην έχουν τόσο κλειστή και περιορισμένη χρωματική –και γενικότερη- φαντασία, και να φερθούν συμπεριληπτικά απέναντι στην διαφορετική οπτική –με την κυριολεκτική ή/και με τη μεταφορική έννοια- των καλλιτεχν(ισσ)ών. Εάν το έκαναν, ίσως να έβλεπαν ότι ελληνικά μπορεί να είναι πολλά περισσότερα πράγματα απ’ όσα χωράνε στον κλειστό τους ορίζοντα, και ίσως κατάφερναν να βρουν ένα χώρο στον «λαό τους» για τις γυναίκες –είτε τις θεωρήσουμε «ηρωίδες» είτε όχι- που έχυσαν το οίνοψ αίμα τους και έβαψαν με το αντίστοιχο χρώμα την ελληνική σημαία.

[1] Αυτή είναι η μόνη διάταξη στην οποία θα μπορούσε να θεμελιωθεί νομικά κάποια απαίτηση αφαίρεσης του έργου. Κατά την ορθότερη γνώμη βέβαια δεν θα μπορούσε ούτε σε αυτή, αλλά δέχομαι τον ισχυρισμό κατά παραχώρηση ώστε να δείξω ότι ακόμη και με βάση αυτόν ο συλλογισμός πάσχει.
[2] Οδυσσέας Ελύτης, Ανοιχτά χαρτιά, Ίκαρος, Αθήνα 1982, σ. 403. Η υπογράμμιση στο πρωτότυπο.