Μνήμη,Πολιτική,Φιλοσοφία

Ένας σιωπηλός αποχαιρετισμός με τον Τόνι Νέγκρι

του Πάολο Βίρνο

Πριν από δύο χρόνια, νομίζω, τηλεφώνησε ο Τόνι. Θα περνούσε από τη Ρώμη και μου ζήτησε να συναντηθούμε. Μια ώρα μαζί, με την Ζυντίτ[1], σε ένα άδειο σπίτι κοντά στο Κάμπο ντε’ Φιόρι (ένα εγκαταλελειμμένο κρησφύγετο, θα σκεφτόταν κάποιος απατεώνας του παλιού PCI). Δεν μιλήσαμε για τίποτα, ή σχεδόν για τίποτα, μόνο φράσεις που προσφέρουν μια αφορμή για να σωπάσουμε και πάλι, χωρίς δυσφορία.

Σ’ εκείνο το σπίτι στη Ρώμη έλαβε χώρα ένας καθαρός και απλός αποχαιρετισμός, που δεν κρύφτηκε πίσω από τελετουργικά μοιρολόγια. Μετά από χρόνια ομηρικών καυγάδων[2] και ενθουσιωδών επαίνων για κάθε προσπάθεια να βρεθεί η στενή πόρτα από την οποία θα μπορούσε να περάσει ο αγώνας κατά της μισθωτής εργασίας στην εποχή ενός οριστικά ώριμου καπιταλισμού, λίγη εμβρόντητη σιωπή δεν βλάπτει. Αντίθετα, συμφιλιώνει.

Θυμάμαι τον Τόνι, ένοικο του κελιού 7 της πτέρυγας υψίστης ασφαλείας στη φυλακή της Ρεμπίμπια, να κλαίει ασυγκράτητα επειδή οι φρουροί έπαιρναν μέσα στη νύχτα, με μια «επιχείρηση αστραπή», τους συντρόφους του σε αυτή την τιμημένη περιπέτεια. Και τον θυμάμαι ειρωνικό και σπινοζικό στο προαύλιο της φυλακής Πάλμι, έχοντας στην πλάτη του ένα κατηγορητήριο που κατά οπερετικό τρόπο τον εμφάνιζε ως ηγετικό ερυθροταξιαρχίτη, και με βάση το οποίο κινδύνευε να βρεθεί πλάι-πλάι με διάφορους μετέπειτα «μεταμεληθέντες» που τότε ήταν ακόμη πολεμοχαρείς και αδιάλλακτοι.

Ο Τόνι ήταν ένας αδέξιος, αφελής κρατούμενος, που δεν γνώριζε τα τεχνάσματα (και τον κυνισμό) που απαιτεί ο ρόλος. Συκοφαντήθηκε και μισήθηκε όσο λίγοι άλλοι στην Ιταλία του 20ού αιώνα. Συκοφαντήθηκε και μισήθηκε, ως μαρξιστής και κομμουνιστής, από ολόκληρη την αριστερά, από μεταρρυθμιστές και προοδευτικούς κάθε υποδιαίρεσης.

Εκλεγμένος στο κοινοβούλιο το 1983, ζήτησε από τους συναδέλφους του βουλευτές, σε μια συγκινητική ομιλία, να εγκρίνουν τη συνέχιση της δίκης εναντίον του: δεν ήθελε να αποφύγει, αλλά να αντικρούσει τις κατηγορίες που του απήγγειλαν οι μπερλινγκουερικοί δικαστές. Ζήτησε όμως επίσης να εμφανιστεί στο δικαστήριο με λυμένα τα χέρια, καθώς η προληπτική κράτηση είχε προσλάβει άδικες και σκανδαλώδεις διαστάσεις με τους ειδικούς νόμους που είχαν ψηφιστεί τα προηγούμενα χρόνια.

Περιττό να πούμε ότι το κοινοβούλιο, με τη συμφωνία της ρεφορμιστικής αριστεράς, ψήφισε υπέρ της επιστροφής του κατηγορούμενου Νέγκρι στη φυλακή. Υπάρχει κανείς που να έχει ακόμα την επιθυμία να επανιδρύσει αυτή την αριστερά;

Ο Τόνι δεν φοβήθηκε ποτέ να το παρακάνει. Ούτε όταν επιδόθηκε σε μάχη σώμα με σώμα με την υλιστική φιλοσοφία, συμπεριλαμβάνοντας σ’ αυτήν περισσότερα πράγματα απ’ όσα φαίνεται να υπάρχουν μεταξύ ουρανού και γης, από τον υποθετικό λόγο του μη πραγματικού («αν ήθελες να κάνεις αυτό, τότε τα πράγματα θα είχαν πάει αλλιώς») μέχρι τη μυστική συμμαχία μεταξύ χαράς και μελαγχολίας. Ούτε όταν (στα μέσα της δεκαετίας του 1970) πίστευε ότι ο χώρος της αυτονομίας έπρεπε να σπεύσει να οργανώσει τη μεταφορντική εργασία, αρθρωμένη στη γνώση και τη γλώσσα, πεισματικά περιστασιακή και ευέλικτη.

Ο Τόνι δεν ήταν ποτέ καχύποπτος ή επιφυλακτικός. Ήταν συχνά εκτός ρυθμού, αυτό ναι: όπως συμβαίνει σε όσους επιταχύνουν τρελά το ρυθμό του τραγουδιού που έχουν τραγουδήσει, υβριδίζοντάς τον επιπλέον με το ρυθμό πολλών άλλων τραγουδιών που έχουν μόλις ακούσει. Η συνήθης θέση του φαινόταν σε πολλούς, ακόμη και στους πιο κοντινούς του ανθρώπους, εκτός τόπου και χρόνου –γι’ αυτόν, η «σωστή στιγμή» (ο καιρός των αρχαίων Ελλήνων), αν δεν είχε κάτι το απρόβλεπτο και αιφνιδιαστικό, δεν ήταν ποτέ πραγματικά σωστή.

Ας μη θεωρηθεί, ωστόσο, ότι ο Νέγκρι ήταν ένας μποέμ των ιδεών, ένας αυτοσχεδιαστής πράξεων και σκέψεων. Η αυστηρότητα και η μεθοδικότητα περισσεύουν στα έργα και τις ημέρες του. Αλλά το ζητούμενο είναι η αυστηρότητα με την οποία πρέπει να ζυγίζεται η εξαίρεση –το ζητούμενο είναι η μέθοδος που ταιριάζει σε ό,τι είναι αλλά θα μπορούσε να μην είναι, και αντίστροφα, σε ό,τι δεν είναι αλλά θα μπορούσε να είναι.

Αβάσταχτε Τόνι, αγαπημένε φίλε, δεν έχω μοιραστεί πολλά από την πορεία σου. Αλλά δεν μπορώ να συλλάβω την εποχή μας, την οντολογία ή την ουσία της, όπως θα έλεγε ο Φουκώ, χωρίς αυτή τη διαδρομή, χωρίς τις παρακάμψεις και τις ανατροπές που τη σημάδεψαν. Τώρα λίγη ευεργετική σιωπή, απαλλαγμένη από κάθε αμηχανία, όπως σε εκείνο το σπίτι στη Ρώμη όπου έλαβε χώρα ένας νηφάλιος αποχαιρετισμός.

[1] Judith Revel, γαλλίδα στοχάστρια και μεταφράστρια, σύντροφος του Νέγκρι.

[2] Για την ακρίβεια, στο πρωτότυπο χρησιμοποιείται εδώ η έκφραση insulti pantagruelici, δηλ. βρισίδια αντάξια του Πανταγκρυέλ, μυθιστορηματικού ήρωα του Ραμπελαί.

Πρώτη δημοσίευση: Un congedo silenzioso, Ιl Μanifesto 17/12/23. Μετάφραση-σημειώσεις: Α.Γ.

Κλασσικό

Μια σκέψη σχετικά μέ το “Ένας σιωπηλός αποχαιρετισμός με τον Τόνι Νέγκρι

  1. Παράθεμα: Ένας σιωπηλός αποχαιρετισμός με τον Τόνι Νέγκρι – Shades online

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.