του Άκη Γαβριηλίδη
Οι αντιδράσεις των αστυνομικών, ατομικές και συλλογικές, στην δολοφονική απόπειρα και στον βαρύ τραυματισμό ενός εξ αυτών από χούλιγκαν, επιβεβαιώνουν ακόμα μια φορά ότι η συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα αντιλαμβάνεται τον εαυτό της ως μια συντεχνία, για να μην πω ως ακόμη μια συμμορία ανάμεσα σε άλλες, με τα δικά της ιδιαίτερα συμφέροντα, και όχι ως ένα σώμα με καθήκον την επιβολή του νόμου –δηλαδή γενικών και αφηρημένων κανόνων δικαίου υπεράνω ιδιαίτερων συμφερόντων. Με άλλη διατύπωση, πιο κατάλληλη ίσως στα τωρινά συμφραζόμενα: αντιλαμβάνεται τον εαυτό της ως παίκτη και όχι ως διαιτητή.
Θα αρχίσω από τις πρώτες, τις ατομικές. Ο γνωστός συνεργάτης τηλεοπτικών καναλιών στα οποία εμφανίζεται ως «ειδικός αναλυτής (και πρώην συνδικαλιστής) της αστυνομίας» δήλωσε[1] σε αθλητικό σάιτ ότι «είναι ζήτημα τιμής για την Ελληνική Αστυνομία και όλες οι υπηρεσίες, όπως και όλοι οι αστυνομικοί της χώρας τείνουν προς αυτή την κατεύθυνση: την σύλληψη του εν δυνάμει δολοφόνου του νεαρού συναδέλφου».
Η σύλληψη ενός εν δυνάμει δολοφόνου ασφαλώς είναι κάτι στο οποίο αναμένεται να κατατείνουν οι αστυνομικές υπηρεσίες. Δεν μπορεί όμως να είναι «ζήτημα τιμής». Η τιμή είναι ένα συναίσθημα ατομικής αυτοεκτίμησης, που μπορεί να αφορά ένα άτομο και την προσωπική σχέση με τη συνείδησή του. Ασφαλώς και με την κοινωνία. Μια κρατική υπηρεσία όμως δεν νοείται να έχει συνείδηση και να θίγεται. Η τιμή είναι κάτι που μπορεί να επικαλεστεί οποιοσδήποτε ως κίνητρο των πράξεών του, μεταξύ αυτών δε συνηθέστατα και κάποιοι εγκληματίες –ή τα ΜΜΕ για λογαριασμό τους-, όπως μας δείχνει η έκφραση έγκλημα τιμής. Σε επίπεδο κοινωνικών ομάδων, η τιμή συνδέεται με την οικογένεια, και ιδίως με την κατεξοχήν εγκληματογόνο οικογενειακή δομή που συνιστά η Μαφία –όπως μας θυμίζει και ο τίτλος της σχετικής μαύρης κωμωδίας που είχε γυρίσει ο Τζον Χιούστον προς το τέλος της ζωής του: Prizzi’s Honor. Η αστυνομία όμως, αν δεν θέλει να είναι μαφία, οφείλει να διώκει τους εγκληματίες όχι για να ξεπλύνει μια προσβολή που υπέστη, αλλά επειδή αυτή είναι η δουλειά της, είτε υπέστη προσβολή είτε όχι, είτε το θύμα είναι «νεαρός συνάδελφος» είτε άτομο οποιουδήποτε επαγγέλματος και οποιασδήποτε ηλικίας.
Οι άνθρωποι, μεταξύ αυτών και οι αστυνομικοί, βεβαίως έχουν συναισθήματα, και μετά από μια ανθρωποκτόνο επίθεση μπορούμε όλοι να κατανοήσουμε τι είδους θα είναι αυτά. Τα συναισθήματα όμως δεν μπορεί να χρησιμεύουν ως κριτήριο για την επιλογή κρατικών πολιτικών –ή για την δικαιολόγηση ήδη επιλεγμένων. Όταν μία συνδικαλιστική ομοσπονδία απευθύνει ανοιχτή επιστολή στον πρωθυπουργό, και μάλιστα με αυτήν απαιτεί να γίνει αυτό ή το άλλο, η χειρονομία αυτή έχει δημόσιο και πολιτικό χαρακτήρα και, ως τέτοια, μπορεί και οφείλει να κριθεί πολιτικά.
Η ΠΟΑΣΥ, λοιπόν, (για να έρθουμε στις συλλογικές αντιδράσεις), καλεί τον ΠΘ «να διακόψει άμεσα σήμερα όλα τα πρωταθλήματα σε κάθε άθλημα, έως ότου σταματήσει η εγκληματική δραστηριότητα όλων αυτών των υποκειμένων».
Η εισήγηση αυτή είναι παντελώς άστοχη από κάθε άποψη, και πρώτα απ’ όλα από την οπτική του ίδιου του δηλωμένου στόχου της –δηλαδή της τήρησης του νόμου και της τάξης. Πιθανότερο είναι να προκαλέσει ακόμη μεγαλύτερη διατάραξή τους. Και αυτό διότι βασίζεται στην ίδια λογική την οποία ακολούθησε η ΕΛΑΣ αμέσως μετά την επίθεση: τη λογική της συλλογικής τιμωρίας και των αντιποίνων. Ηχεί κάπως να ακούς ότι οι δυνάμεις ασφαλείας περικύκλωσαν έναν χώρο, εγκλώβισαν όσους βρίσκονταν μέσα, στη συνέχεια απελευθέρωσαν «τα γυναικόπαιδα» (! –αυτήν ακριβώς την πολεμικών συνδηλώσεων διατύπωση χρησιμοποιούν τα περισσότερα ρεπορτάζ) και στη συνέχεια μετέφεραν όλους τους άνδρες –τετρακόσιους και πλέον- άνω των 15 ετών στο τμήμα μεταγωγών. Ιδίως όταν όλα αυτά συμβαίνουν κάποιες εκατοντάδες μέτρα από την Κοκκινιά.
Η εκδικητικότητα των «φιλότιμων» αστυνομικών φαίνεται ότι δεν κορέστηκε με αυτό το μπλόκο, διότι μια μέρα μετά η ομοσπονδία τους απαιτεί να διακοπούν όλα τα πρωταθλήματα σε κάθε άθλημα, δηλαδή και το πρωτάθλημα π.χ. γυναικείου ποδοσφαίρου, στίβου, χάντμπολ, υδατοσφαίρισης, πινγκ-πονγκ, και μάλιστα επ’ αόριστον. Διότι η προθεσμία που θέτει η επιστολή είναι ουσιαστικά μία μη προθεσμία: η λήξη της προτεινόμενης περιόδου αναστολής εξαρτάται όχι από την επέλευση, αλλά από την μη επέλευση ενός γεγονότος. «Έως ότου σταματήσει η εγκληματική δραστηριότητα». Όμως, πότε επέρχεται η μη επέλευση; Ποιος, και πώς, θα κρίνει αν μια δραστηριότητα σταμάτησε; Ας πούμε ότι πρέπει να περάσει ένα χρονικό διάστημα χωρίς εγκλήματα. Ποιο διάστημα; ένας μήνας; Ένα έτος; Όποιο και αν επιλέξουμε, τίποτε δεν μας εγγυάται ότι την επομένη της μέρας που ορίσαμε ως λήξη δεν θα ξαναρχίσει αυτή η δραστηριότητα. Τότε τι θα γίνει; Θα ξαναανασταλούν τα πρωταθλήματα; Μέχρι πότε;
Βασική αρχή των νεωτερικών νομικών συστημάτων υποτίθεται ότι είναι το nullum crimen nulla poena sine lege: καθένας τιμωρείται για πράξεις που μπορούν να του αποδοθούν συγκεκριμένα και ατομικά, με ποινές καθορισμένης διάρκειας που προβλέπονται σε έναν αφηρημένο κώδικα και όχι που επινοούνται ad hoc και κατά βούληση.
To προτεινόμενο εκδικητικό μέτρο δεν τηρεί καμία απ’ αυτές τις προϋποθέσεις, εφόσον είναι αόριστο και ασύμμετρο· βλάπτει άλλα έννομα αγαθά χωρίς με αυτό να προστατεύει το απειλούμενο. Ο μόνος λόγος για τον οποίο φαίνεται να προτείνεται αυτή η αναστολή είναι για να εκτονώσει τις πιέσεις και να δώσει την εντύπωση ότι κάνουμε κάτι παρά τίποτα. Αυτό που κάνουμε όμως δεν απέχει πολύ από το τίποτα. Εάν υποθέσουμε ότι στο χώρο του οπαδισμού, υπάρχουν, ή «παρεισφρέουν», εγκληματικά στοιχεία με δυναμικό βίας, η αναστολή των πρωταθλημάτων δεν θα μεταβάλλει κάτι σε αυτό· ούτε τα «στοιχεία», ούτε οι βίαιες τάσεις τους θα πάψουν ως διά μαγείας να υπάρχουν εξ αυτού του λόγου. Αν δεν έχουν την ευκαιρία να βιαιοπραγήσουν σε αθλητικές εκδηλώσεις, θα αναζητήσουν κάποιο άλλο πεδίο να βιαιοπραγήσουν. Και σε αυτό το άλλο πεδίο πάλι οι αστυνομικοί θα έχουν την ευθύνη να τους αποτρέψουν ή/ και να τους καταστείλουν. Άρα, μια τρύπα στο νερό. Όπως αποδεικνύεται άλλωστε και εκ του αποτελέσματος: αμέτρητες άλλες φορές στο παρελθόν διάφοροι αρμόδιοι ανακοίνωσαν «δρακόντεια μέτρα ενάντια στη βία και τους χούλιγκανς» διαβεβαιώνοντας ότι «θα φτάσει το μαχαίρι στο κόκκαλο», αλλά μετά από λίγα χρόνια οι ίδιοι, ή οι διάδοχοί τους, το δήλωσαν ξανά και ξανά. Μέχρι και σήμερα.
Βέβαια, σε σχέση με αυτή την διαρκώς ανανεούμενη αποτυχία των μέτρων, καλό είναι να έχουμε υπόψη μας τη γνωστή ρήση του Φουκώ, ότι «η αποτυχία της φυλακής είναι η ίδια η λειτουργία της». Καθώς και την συμπληρωματική διαπίστωση του προσεκτικότερου ίσως μαθητή του, κατά την οποία ο (νεο)φιλελευθερισμός δεν ενδιαφέρεται για την επιβολή της τάξης, αλλά για τη διαχείριση της αταξίας.
Aπό αυτή την άποψη, είναι καλό να προσέξουμε ότι ο «ειδικός αναλυτής της αστυνομίας», όταν κλήθηκε να σχολιάσει το γεγονός, δεν περιορίστηκε στο να εκφράσει τη θλίψη, την αγωνία και άλλα συναισθήματά του, αλλά εδράχθη της ευκαιρίας να αναπέμψει ύμνους για την … Μάργκαρετ Θάτσερ (!), και, μέσω αυτών, να καταθέσει λεπτομερή πολιτική πρόταση, η οποία κατά διαβολική σύμπτωση συμπίπτει απολύτως με το αντιμεταρρυθμιστικό πρόγραμμα του πρώην ΠΑΣΟΚου υπουργού δικαιοσύνης. Ο οποίος απροκάλυπτα, και σε πλήρη σύμπνοια με την ελληνική και ευρωπαϊκή ακροδεξιά, κηρύσσει πόλεμο κατά του «δικαιωματισμού» και εξαγγέλλει σαρωτικές αλλαγές του ποινικού κώδικα και του κώδικα ποινικής δικονομίας ώστε οι πολίτες να θυμηθούν ότι «δεν έχουν μόνο δικαιώματα αλλά και υποχρεώσεις».
Δεν ισχυρίζομαι ότι όλα αυτά είναι μέρος ενός σχεδίου. Από όλες αυτές τις δηλώσεις και τις εκκλήσεις, δεν μπορούμε, ούτε και χρειάζεται να ξέρουμε ποιες και σε ποιο βαθμό είναι προϊόν συναισθηματικής έκρηξης, και σε ποιο βαθμό ήταν –ή γίνονται τώρα- μέρος κάποιου ορθολογικού υπολογισμού. Και να το ξέραμε δεν θα άλλαζε τίποτα. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι η συγκεκριμένη παρακίνηση μιας νεανικής ανδρικής επιθετικότητας και η διοχέτευσή της προς τον χουλιγκανισμό είναι μέρος της παρούσας κρατικής/ κοινωνικής οργάνωσης και ότι, ως εκ τούτου, παρόμοια περιστατικά είναι περίπου σίγουρο ότι θα προκύψουν αργά ή γρήγορα. Και επίσης ότι ο επιδέξιος πολιτικός επιδιώκει να επωφελείται κάθε τέτοιου ενδεχομενικού και απρόβλεπτου/ προβλέψιμου συμβάντος, ακόμη και όταν δεν το προκάλεσε ο ίδιος, ώστε να το διαχειριστεί, να το αξιοποιήσει και να το στρέψει προς το μέρος του.

[1] Για την ακρίβεια, στο σχετικό δημοσίευμα αναφέρεται απλώς ότι ο ενδιαφερόμενος «κατέθεσε την δική του άποψη» στο σάιτ, χωρίς να προσδιορίζεται πώς ακριβώς την κατέθεσε (γραπτά, προφορικά, τηλεφωνικά ή με άλλο τρόπο).