Ιστορία,Πολιτική

Ο Μαραντζίδης και οι μπάτσοι της αριστεροσύνης

του Άκη Γαβριηλίδη

Από τη στιγμή που έγινε γνωστό ότι ο πολιτικός επιστήμονας και ιστορικός Νίκος Μαραντζίδης θα συνεργαστεί ως σύμβουλος με την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ κατά την ανάλυση και την οργάνωση της προεκλογικής καμπάνιας, στον ηλεκτρονικό και γενικότερο δημόσιο χώρο ξέσπασε ακόμα ένα κύμα απαξίωσης και ηθικού σκανδαλισμού για την «προδοσία», ένα τυχαίο δείγμα του οποίου παραθέτω αμέσως κατωτέρω.

ανασύρονται γκαιμπελίσκοι ιστορικοί ως ο κύριος Μαραντζίδης (το κύριος… ποιητική αδεία).

Αλλά δεν σταματούν εκεί. Στην κατρακύλα τους, στον ακροδεξιό τους κατήφορο, στην πορεία εκφασισμού τους, αγκαλιάζουν κάθε αλήτικο, ακροδεξιό, αντικομμουνιστικό, φασιστικό υποκείμενο που επιπλέει στον δυσώδη βόρβορο του εκμεταλλευτικού συστήματος που ξεδιάντροπα υπηρετούν.

Η «πρώτη φορά αριστερά», στην πτώση της που συντελείται μπροστά στα μάτια μας, εκφυλίζεται, κατ’ αρχήν, σε… ΜΚΟ που στέργει την ακροδεξιά. Νομοτελειακά έπονται τα χειρότερα. Καθαγιάζει απενοχοποιώντας την επίσημη δεξιά και νεκρανασταίνει δικαιώνοντας τον έτερο πόλο της, αυτόν των πράσινων ζόμπι.

To παραπάνω βέβαια είναι ένα κάπως ακραίο δείγμα που χαρακτηρίζεται από έναν μπαρόκ βερμπαλισμό γεμάτο θεολογικό μίσος.

Άλλες εκφράσεις επίκρισης ήταν πιο μετρημένες. Πέρα από θέματα ύφους, όμως, και εκείνες, όπως και αυτή, ανήκαν στον αστυνομικό και όχι στον πολιτικό τύπο λόγου.

«Αστυνομικό», εδώ, ακολουθώντας τον Ρανσιέρ, χαρακτηρίζω κάθε λόγο που βλέπει την κοινωνική πραγματικότητα κατανεμημένη σε πεπερασμένα και σταθερά «κουτάκια» και αρκείται να κατανέμει όλες τις δυνάμεις σε κάποιο απ’ αυτά, χωρίς να προβλέπει χώρο για κανένα κενό και κανέναν μετασχηματισμό. Πολιτική, αντίθετα, είναι η προσέγγιση που συνδέεται με την ανάδυση ενός μέρους χωρίς μέρος.

Η αποκλειστική βάση, και το μόνο επιχείρημα, όσων βδελύσσονται και μοιρολογούν για την επιλογή Μαραντζίδη, είναι ότι, πριν από είκοσι χρόνια, με τη δημόσια παρουσία του και την αρθρογραφία του, συνήθως σε συνεργασία με τον Στάθη Καλύβα, «ξέπλυνε τους συνεργάτες των Γερμανών» και εστίασε επιλεκτικά στη βία που άσκησε η αριστερά κατά τη δεκαετία του 40. Τη δραστηριότητά του αυτή την κραδαίνουν και την επισείουν ως αποτροπαϊκό τοτέμ απέναντι στο οποίο υποτίθεται ότι περιττεύει κάθε άλλη σκέψη και κάθε ένσταση, και το οποίο αποδεικνύει τελειωτικά πόσο το συγκεκριμένο κόμμα έχει πάρει «νομοτελειακά» τον ακροδεξιό κατήφορο.

Ένα πρώτο, προφανές λάθος –αν δεν πρόκειται για σκόπιμη διαστρέβλωση με προφανείς σκοπούς- σε όλα αυτά είναι ότι ο Νίκος Μαραντζίδης, σύμφωνα με όσα έχουν ανακοινωθεί, δεν ανέλαβε πολιτικός επικεφαλής, ούτε … «σημαιοφόρος» (sic – και αυτό γράφτηκε) της καμπάνιας του ΣΥΡΙΖΑ· δεν κλήθηκε να διαμορφώνει τη γραμμή ή να την παρουσιάζει και να την εκπροσωπεί δημόσια, αλλά απλώς να παρέχει επιστημονικές/ τεχνικές συμβουλές προς όσους έχουν αυτή την αρμοδιότητα.

Κατά τη γνώμη μου, όμως, δεν είναι αυτό το μόνο, ούτε το κύριο.

Το τι απόψεις υποστήριξε κάποιος πριν είκοσι χρόνια για όσα είχαν συμβεί πριν από άλλα πενήντα, είναι ασφαλώς ένα κριτήριο. Στις απόψεις αυτές μπορεί κανείς να αντιτάξει άλλες απόψεις. Προσωπικά, είχα ασκήσει τότε έντονη πολεμική στις τοποθετήσεις των Καλύβα-Μαραντζίδη (πολιτική-θεωρητική όμως, όχι αστυνομική ή θεολογική· επίσης, ήδη από τότε δεν είχα να παραλείψει να επισημάνω ότι στην επχειρηματολογία με την οποία είχαν αντιταχθεί στις ίδιες τοποθετήσεις κάποιοι από την παραδοσιακή αριστερά υπήρχαν επίσης κάποια πολύ προβληματικά σημεία).

Από την άλλη, ο Μαραντζίδης, ως ιστορικός, δεν είχε γράψει μόνο για τη βία της αριστεράς. Επίσης, και κυρίως, στο διδακτορικό του, το οποίο αργότερα εκδόθηκε ως βιβλίο με τον τίτλο Γιασασίν Μιλλέτ, καταπιάστηκε με ένα άλλο φαινόμενο της δεκαετίας του 40 το οποίο υπήρξε ταμπού τόσο για το αριστερό όσο και –ιδίως- για το δεξιό «αφήγημα» (για να χρησιμοποιήσω έναν όρο που είναι του συρμού τελευταία) περί της κατοχής και του εμφυλίου: τη συνεργασία των τουρκόφωνων εθνικιστών Ποντίων με τις ναζιστικές αρχές κατοχής.

Και στην ανάλυση αυτή, κατά τα λοιπά πολύ χρήσιμη, είχα ασκήσει προσωπικά κριτική ως προς ορισμένα σημεία στο βιβλίο μου Εμείς οι έποικοι, ιδίως ως προς την προσφυγή της σε μια εκδοχή θεωρίας «ορθολογικής επιλογής». Και η κριτική αυτή, όμως, ήταν επίσης, αν όχι περισσότερο, αναλυτική-μεθοδολογική, και όχι ισοπεδωτική και αφοριστική.

Το ότι μια κριτική είναι πολιτική και όχι αστυνομική, σημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι διατυπώνει επιχειρήματα, τα οποία, εάν γίνουν δεκτά, θα πρέπει να οδηγήσουν σε αναθεώρηση. Έτσι, η κριτική αυτή, έστω δυνάμει, αφήνει έδαφος για έναν μετασχηματισμό του κρινόμενου.

Αυτό το «δυνάμει» βέβαια σπανίως μετατρέπεται σε ενεργεία. Εν προκειμένω, όμως, ο μετασχηματισμός αυτός όντως συνέβη. Ο Νίκος Μαραντζίδης όντως μετασχημάτισε τις απόψεις του και διήνυσε μία εξαιρετικά ασυνήθιστη για τα δεδομένα της ελληνικής διανόησης πορεία. Ενώ ο τότε συνεργάτης του Στάθης Καλύβας αναδεικνυόταν σε σύμβουλο του Κυριάκου Μητσοτάκη και συνέχαιρε τον εαυτό του για τις «μυστικές του σάλτσες», ο ΝΜ απομακρυνόταν απ’ αυτόν, (αν δεν κάνω λάθος δεν έχουν κάνει κάτι μαζί εδώ και πολλά χρόνια), και, κυρίως, ανελάμβανε δημοσίως το κόστος μιας θαρραλέας –παράτολμης, θα έλεγα, για όποιον αποβλέπει σε πανεπιστημιακή καριέρα στην Ελλάδα- τοποθέτησης: σε αντίθεση με διάφορους δεξιούς συναδέλφους του που αναμάσησαν τα τετριμμένα και αντιεπιστημονικά σοφίσματα της εμφυλιακής και μετεμφυλιακής εθνικοφροσύνης, βγήκε και στήριξε απερίφραστα τη συμφωνία των Πρεσπών. Με μια επιχειρηματολογία απλή, ορθολογική όσο και βιωματική, έκανε κάτι που οι μπάτσοι της αριστεροσύνης από το ΚΚΕ και την εξωκοινοβουλευτική αριστερά δεν έχουν δει ούτε στον ύπνο τους οι περισσότεροι: χωρίς ναι μεν αλλά και αστερίσκους, βγήκε και είπε ότι, ως απόγονος «ανταλλαγμένων» της Λωζάννης, θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα των Μακεδόνων να λέγονται Μακεδόνες.

Όσοι θεωρούν ότι η προσέγγιση με έναν τέτοιο άνθρωπο είναι ανάθεμα και «κύλισμα στο βόρβορο», είναι οι ίδιοι προσωποποίηση του συντηρητισμού. Είναι βολεμένοι με τη μιζέρια τους και εχθροί κάθε αλλαγής.

Ακριβώς όταν μία τοποθέτηση προέρχεται από έναν άνθρωπο που στο παρελθόν είχε εκφράσει συντηρητικές απόψεις, τότε είναι που έχει μεγαλύτερη αξία. Η δουλειά μιας αριστερής δύναμης είναι να πείσει, και να πάρει με τις απόψεις της, όσους δεν ήταν ως τώρα αριστεροί. Το αντίθετο δεν θα είχε κανένα άλλο αποτέλεσμα παρά να μείνει ο καθένας στο κουτάκι του· να μείνουν «γνήσιοι αριστεροί» μόνο όσοι είναι ήδη τώρα, να μην προστεθούν καινούριοι. Όπως και πράγματι συμβαίνει άλλωστε όλα αυτά τα χρόνια για τις κομματικές εκφράσεις της προσέγγισης αυτής, με ελάχιστες αυξομειώσεις.

343553131_293484143007273_4527125898782545289_n

Κλασσικό

Μια σκέψη σχετικά μέ το “Ο Μαραντζίδης και οι μπάτσοι της αριστεροσύνης

  1. Χριστίνα Γιαννούλη's avatar Ο/Η Χριστίνα Γιαννούλη λέει:

    ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ. Στο κείμενο αυτό δίνονται απαντήσεις σε απορίες μου, που μου γεννήθηκαν με ένα σφίξιμο στο στομάχι με τις πρώτες αντιδράσεις. Δεν είχα τις γνώσεις και τα επιχειρήματα να αντιλέξω. Με το όποιο πολιτικό αισθητήριο διαθέτω, ναι, συμφωνώ με την παρούσα τοποθέτηση.

    Μου αρέσει!

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.