Εθνικισμός,Πολιτική,Φιλοσοφία

Εθνικισμοί και ιδεολογική στρατηγική: μια απάντηση στον Παναγιώτη Κονδύλη

του Άκη Γαβριηλίδη

«Μονάχα όποιος εγείρει αξιώσεις ισχύος σπεύδει να συστήσει τη συμμόρφωση με ένα Δέον. Κάθε τέτοια σύσταση συνεπάγεται ότι όποιος την κάνει εμφανίζεται ταυτόχρονα ως γνώστης του καλού και του κακού και άξιος ηγέτης των ανθρώπων».
Π. Κονδύλης, Ισχύς και απόφαση
(εκδ. Στιγμή, Αθήνα 1991, σ. 228-229)

 

Στον ενδιάμεσο χώρο της εκλαϊκευμένης θεωρητικής ανάλυσης, το σημαντικότερο γεγονός των τελευταίων εβδομάδων[1] υπήρξε αναμφίβολα η παρέμβαση του Παναγιώτη Κονδύλη στη νεοελληνική ιδεολογική συγκυρία, μέσω της προδημοσίευσης στο «Βήμα» του επιμέτρου από την ελληνική μετάφραση του παλαιότερου έργου του «Θεωρία του πολέμου». Ο σχολιασμός του επιμέτρου αυτού και, πολύ περισσότερο, του βιβλίου είναι κάτι που παρουσιάζει σημαντικό ενδιαφέρον, αλλά προφανώς δεν μπορεί να γίνει σε ένα σημείωμα στην «Εποχή». Εδώ θα ασχοληθώ με μία κατά τη γνώμη μου εξίσου ενδιαφέρουσα πτυχή της παρέμβασης αυτής, με το κείμενο «Ιδεολογίες και εθνική στρατηγική» που ο Κονδύλης δημοσίευσε επίσης στο «Βήμα» (4.1.98), αφού είχαν σημειωθεί οι πρώτες αντιδράσεις στην παρέμβασή του και ως απάντηση σε αυτές. Οι φράσεις σε εισαγωγικά, όπου δεν αναφέρεται αλλιώς, προέρχονται από το εν λόγω κείμενο.

 

Από τη ματαιοδοξία στην ισχύ

Το άρθρο του Κονδύλη προσφέρεται ιδιαιτέρως για να μελετήσει κανείς πώς ένας στοχαστής αποφασίζει να παρέμβει, με τα όπλα της θεωρίας του, σε μια ιδεολογική συζήτηση και σε ποιους μετασχηματισμούς υποβάλλει τη θεωρία του για τις ανάγκες της παρέμβασης αυτής. Διότι, κατ’ αρχάς, δεν μπορεί να μην παρατηρήσει κανείς ότι, με όσα λέει στα προαναφερθέντα κείμενά του, ο Κονδύλης φαίνεται να εγκαταλείπει, σιωπηρώς αλλά σαφώς, το έδαφος της «περιγραφικής θεωρίας της απόφασης», όπως ο ίδιος προσδιορίζει τη θεωρία του και όπως την εκθέτει π.χ. στο «Ισχύς και απόφαση».

Πράγματι, εκεί προσδιορίζει το ρόλο της θεωρίας του αναφέροντας ότι αυτή «παραιτείται, εφ’ όσον θέλει να παραμείνει πιστή στον εαυτό της, από την ενεργό συμμετοχή στην κοινωνική ζωή» (σ. 211). Σε άλλο δε σημείο φθάνει να ισχυριστεί ότι «όπου λείπουν οι αξιώσεις ισχύος, εκεί πρέπει να επακολουθήσει όχι απλώς η αποχή από πρακτικές συστάσεις, αλλά και η ολοκληρωτική σιωπή. ακόμα και η δημόσια ανακοίνωση της αξιολογικά ελεύθερης θεωρίας της απόφασης αποτελεί ασυνέπεια, η οποία οφείλεται σε συγγραφική ματαιοδοξία ή στην ευχαρίστηση που δοκιμάζει κανείς προκαλώντας τους άλλους» (σ.229).

Εξ αντιδιαστολής λοιπόν πρέπει να συμπεράνουμε ότι η πρόσφατη «δημόσια ανακοίνωση» των απόψεων του Κονδύλη, με βάση τις ίδιες του τις προκείμενες, συνδέεται με «αξιώσεις ισχύος» και όχι με τη ματαιοδοξία του. Εξαρχής πάντως σημειώνω ότι ο εντοπισμός του μετασχηματισμού αυτού δεν έχει το νόημα της ηθικής καταγγελίας κάποιας «ασυνέπειας» –μολονότι ο όρος ανευρίσκεται ήδη στη δική του διατύπωση. Στο κάτω κάτω, αν κάποιος αποφασίζει να μετάσχει σε μια δημόσια συζήτηση, ουδείς ψόγος επ’ αυτού. από τη στιγμή δε που το κάνει, αναπόφευκτα οδηγείται να εμφανίσει τις θέσεις του ως τις μόνες ορθές και να επιζητήσει να καθοδηγήσει μια πρακτική. Αυτό δεν είναι από μόνο του αξιόμεμπτο. περισσότερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η εξέταση όχι του τρόπου προβολής των θέσεων αυτών, αλλά του περιεχομένου τους.

 

Ο «τόπος» και οι ιδεολογίες του

Πράγματι, στο άρθρο του ο Κονδύλης καταγγέλλει και προσπαθεί να εξοβελίσει από την πραγμάτευση των εθνικών θεμάτων τις «ιδεολογίες» (βλ. τον ίδιο τον τίτλο του) ή τα «ιδεολογήματα», υπέρ της δικής του θεώρησης η οποία εκκινεί από έναν «άτεγκτο συσχετισμό δυνάμεων» και όχι από «γούστα». Ούτε στιγμή όμως δεν δείχνει διατεθειμένος να θεωρήσει ως ιδεολογική κατασκευή αυτό που συνιστά την ίδια τη βάση της επιχειρηματολογίας του, δηλ. ακριβώς την εθνική ιδεολογία. Όταν πρόθυμα ειρωνεύεται, με «αποδομητική» διάθεση, τις απόψεις ότι «τάχα το εμπόριο και ο διάλογος θα αντικαταστήσουν τον πόλεμο», επ’ αυτού δεν έχουμε τίποτε να του προσάψουμε. δεν εξηγεί όμως γιατί –και για ποιον- είναι προτιμότερες οι εναλλακτικές προς αυτές. Αν παρόμοιες απόψεις αποτελούν «κοινοτοπίες του καπιταλιστικού φιλελευθερισμού διατυπωμένες πριν από 300 χρόνια», τι άραγε μας επιτρέπει να αποδεχόμαστε αυτονόητα, χωρίς καν να αισθανόμαστε υποχρεωμένοι να εξηγήσουμε την επιλογή μας αυτή, μια ιδεολογία όχι λιγότερο κοινότοπη και όχι λιγότερο καπιταλιστική, την εθνική; Μήπως το ότι η ιδεολογία αυτή δεν έχει «διαψευσθεί επανειλημμένα», αλλά αντιθέτως έχει επενδυθεί σε μαζικές πρακτικές και έχει παραγάγει εξαιρετικά υλικές πραγματικότητες τα τελευταία 200 χρόνια; Αυτό, όμως, αποτελεί επιχείρημα υπέρ και όχι κατά του ιδεολογικού χαρακτήρα της, στο βαθμό τουλάχιστον που αποδεχόμαστε τον υλιστικό ορισμό της ιδεολογίας και δεν τη θεωρούμε απλώς, θετικιστικά, ως ψευδή συνείδηση, η οποία εκπληρώνει και «ψυχολογικές λειτουργίες».

Επ’ αυτού, βεβαίως, ο Κονδύλης ακολουθεί μια ρητορική τακτική καθόλου ασυνήθιστη στα πλαίσια ιδεολογικών πολεμικών, την οποία εξάλλου έχει λαμπρά αναλύσει ο ίδιος στα θεωρητικά του έργα: καταγγέλλοντας τις αντίθετες απόψεις ως «ιδεολογικές», αφήνουμε να νοηθεί ότι οι δικές μας είναι «επιστημονικές», δηλ. αντικειμενικές, αληθείς. Το αρνητικό, τώρα, που παρουσιάζουν οι αγόνως, κατά τον Κονδύλη, ερίζουσες ιδεολογίες του εθνικισμού και του φιλοευρωπαϊσμού, συνίσταται στο ότι «βλάπτουν τον τόπο». Τι είδους έννοια όμως είναι τελικά αυτός ο τόπος, ο οποίος παρεισάγεται χωρίς καμία περαιτέρω διευκρίνιση αξιώνοντας να καθοδηγήσει δεσμευτικά την πρακτική μας, χωρίς να σηκώνει δεύτερη κουβέντα; Και γιατί άραγε είναι «αντικειμενική» η δεοντολογία που επιβάλλεται από την επιθυμία να μην «βλάπτεται»; Αυτό δεν θα το μάθουμε ποτέ, τουλάχιστον από το κείμενο του άρθρου.

Στο βαθμό λοιπόν που το εν λόγω κείμενο οργανώνεται με βάση την αξιωματικά τιθέμενη αξία του «τόπου», της «χώρας μας», ένας πιστός μαθητής τού (θεωρητικού) Κονδύλη θα νομιμοποιούνταν να υπενθυμίσει στον στρατηγικό αναλυτή Κονδύλη ότι «δεν υπάρχουν αξίες ούτε μάχονται αξίες αναμεταξύ τους, παρά μόνο συγκεκριμένες υπάρξεις, οι οποίες μέσω της διατύπωσης και της ερμηνείας αξιών προσπαθούν να ανατρέψουν ή να εδραιώσουν ορισμένες σχέσεις μεταξύ τους» (Ισχύς και απόφαση, σ. 135). Οι «τόποι» από μόνοι τους ούτε ωφελούνται, ούτε βλάπτονται, οπότε δεν είναι δυνατό να παραγάγουν αδιαμεσολάβητα μια καθηκοντολογία. Εξάλλου, στον ίδιο ακριβώς τόπο ομνύουν όλοι οι αναλυτές, εναντίον των οποίων ξιφουλκεί στο κείμενό του ο Κονδύλης. Η αποδοχή λοιπόν της αξίας του «τόπου» στην πράξη σημαίνει επικράτηση εκείνων που αναδεικνύονται ως αυθεντικοί ερμηνευτές των αναγκών του, όπως επιχειρεί (θεμιτά, επαναλαμβάνω) να αναδειχθεί ο ίδιος.

Κατά τον Κονδύλη, βεβαίως, η συγκεκριμένη επιλογή δεν χρήζει δικαιολόγησης διότι δεν είναι «ούτε δεξιά ούτε αριστερή». Εάν αντιτείνουμε ότι η αριστερά, όταν πρωτοεμφανίστηκε ως πολιτικό υποκείμενο, συνδέθηκε με προτάγματα που έρχονταν σε αντίθεση με την υπεράσπιση των εκάστοτε «τόπων», αυτό πιθανόν να γίνει σήμερα δεκτό με ειρωνία ή, πάντως, με την επισήμανση ότι η εκδοχή αυτή έχει πρακτικά ηττηθεί και δεν συγκαταλέγεται στις προτάσεις που υπολογίζονται στην ημερήσια διάταξη.

Μπορεί να είναι έτσι. Αυτό όμως δεν αναιρεί το γεγονός ότι η αριστερά αυτή έχει παραγάγει κάποιες αναλύσεις στο θεωρητικό επίπεδο, με βάση τις οποίες θα ήταν δυνατό να ελεγχθεί το υπό εξέταση κείμενο. Πράγματι, σε αυτό διατυπώνονται, εξίσου αξιωματικά, θέσεις που φιλοδοξούν να ερμηνεύσουν την πραγματικότητα του νεοελληνικού κράτους. Οι θέσεις αυτές, ως δια μαγείας, συμπίπτουν απολύτως με τις «κοινότοπες καπιταλιστικές ιδεολογίες» που έχει παραγάγει για τον εαυτό του το ίδιο αυτό κράτος και που κυριαρχούσαν ιδίως τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Η «ιστορική καχεξία του νεοελληνικού κρατιδίου», η άποψη ότι «γίναμε λαός που τέρπεται παράγοντας λήρους», και, κυρίως, το γνωστό τροπάριο περί «παρασιτικού καταναλωτισμού», «κομματικής ψηφοθηρίας και πελατειακών σχέσεων», «εξάρτησης της δανειοτραφούς χώρας», αποτελούν όλα αγαπημένα θέματα ευρωπαϊστών τε και εθνικιστών. Τα θέματα αυτά εξάλλου αναπτύσσονται με θαυμαστή επιμονή, μεταξύ άλλων, κάθε Κυριακή από τις στήλες της έγκριτης εφημερίδας στην οποία δημοσιεύτηκε το υπόψη άρθρο, τόσο από «προοδευτικούς διανοούμενους ελαφρών βαρών» όσο και από «αστείους δημοσιογραφίσκους», συνοδευόμενα από τις απαραίτητες νουθεσίες.

 

Εξάρτηση και ηθικολογία

Το ότι, στο πλαίσιο ενός τουλάχιστον τμήματος της αριστεράς, έχει από καιρό διατυπωθεί ισχυρός αντίλογος στις θεωρίες περί εξάρτησης, είναι αναμφίβολα τελείως αδιάφορο για τον Κονδύλη, ο οποίος ουδέποτε δήλωσε μαρξιστής και ουδόλως είναι υποχρεωμένος να γνωρίζει εν εκτάσει τις αναλύσεις της αριστεράς. Το ζήτημα όμως είναι ότι η ανάλυσή του, προσυπογράφοντας και προσχωρώντας άνευ όρων στις προαναφερθείσες θεωρίες, κινδυνεύει σοβαρά να απωλέσει τη βασικότερη ιδιότητα, για την οποία επαίρεται ο ίδιος όταν εκστρατεύει κατά των «ηθικολόγων» και η οποία θεωρεί ότι τον διαφοροποιεί ριζικά απ’ αυτούς : το χαρακτήρα της ανάλυσης με βάση «συσχετισμούς δυνάμεων». Ανεξαιρέτως όλες οι διατυπώσεις, με τις οποίες περιγράφει τη νεοελληνική πολιτική, οικονομία, στρατιωτική οργάνωση κ.ο.κ., είναι αρνητικές εκφράσεις. Δεν αναφέρονται δηλαδή σε δυνάμεις, αλλά σε αδυναμίες, σε ελλείψεις. Π.χ. : «ανυπαρξία μιας μακροπρόθεσμης εθνικής στρατηγικής …». «ο πολιτικός κόσμος δεν βρέθηκε στο ύψος των περιστάσεων …» – κ.ο.κ. Για να θυμηθούμε όμως και το Σπινόζα, ένα φιλόσοφο για τον οποίο ο θεωρητικός Κονδύλης δείχνει να τρέφει σεβασμό, η έλλειψη δεν είναι τίποτε, οπότε δεν έχει καμιά αναλυτική αξία, δεν μπορεί να εξηγήσει γιατί συμβαίνουν αυτά που συμβαίνουν. Εάν ισχυριστούμε, αποφατικά, ότι ένα υποκείμενο (εν προκειμένω, ο πολιτικός κόσμος) «δεν κατάφερε να δημιουργήσει ένα θεσμικό πλαίσιο …», τότε δεν παράγουμε καμία γνώση για αυτό. προς τούτο θα έπρεπε μάλλον να πούμε τι μπορεί και όχι τι δεν μπορεί να κάνει το υποκείμενο αυτό. Μιλάμε απλώς με βάση τη φαντασία μας, και μάλιστα μια φαντασία κυριαρχούμενη από την τελεολογική αυταπάτη. Διότι και μόνο το γεγονός ότι θεωρούμε κάτι ως αδυναμία, μαρτυρεί πως ορίζουμε ένα κανονιστικό πρότυπο ως «ομαλό» και ό,τι αφίσταται απ’ αυτό το καυτηριάζουμε ως υπολειμματικό.

Αναλύοντας επομένως την πραγματικότητα με βάση αδυναμίες και όχι με βάση δυνάμεις, η παρέμβαση του Κονδύλη εμφανίζεται, παραδόξως, σημαδεμένη από αυτήν ακριβώς την τάση, την οποία με τόση αυστηρότητα σαρκάζει όταν την παρατηρεί στους αντιπάλους του: την ηθικολογία. Αυτό καθίσταται ιδιαιτέρως σαφές σε μια διατύπωση της πρώτης κιόλας περιόδου του κειμένου του, στην οποία κάνει λόγο για «πανθομολογούμενη άλλωστε ανυπαρξία μιας μακροπρόθεσμης εθνικής στρατηγικής αποδεκτής από τον κύριο κορμό του πολιτικού κόσμου και επεξεργασμένης χάρη στη σύμπραξη πολιτικών, διπλωματών, στρατιωτικών και επιστημόνων» (η υπογράμμιση δική μου). Εάν λοιπόν η ανυπαρξία είναι πανθομολογούμενη, μπαίνει κανείς στον πειρασμό να ρωτήσει: ποιοί ακριβώς είναι αυτοί οι «πάντες» οι οποίοι την «ομολογούν»; Προφανώς θα είναι οι πολιτικοί, οι διπλωμάτες, οι στρατιωτικοί και οι επιστήμονες. (Αυτό το τεκμαίρω εγώ, αλλά θα μου φαινόταν εξαιρετικά περίεργο ο Κονδύλης να έχει εδώ υπόψη του τις αμόρφωτες μάζες, στις οποίες δεν αναφέρεται καθόλου στο κείμενο –εκτός αν πρόκειται να τις καταμετρήσει για να τις συγκρίνει με τον πολλαπλάσιο τουρκικό πληθυσμό). Εφόσον τώρα εκείνοι οι οποίοι θα όφειλαν, κατά την κονδύλεια τελεολογία, να επεξεργασθούν την πολιτική αυτή, πανθομολογούν την έλλειψή της, πιθανόν να πρέπει να υποψιαστούμε ότι κάτι τέτοιο δεν οφείλεται στην αδυναμία τους, αλλά στην παρουσία και τη δράση κάποιων άλλων δυνάμεων, οι οποίες δεν είναι άμεσα ορατές με βάση τις αυθόρμητες προφάνειες της εθνικής μας ιδεολογίας. Να αναρωτηθούμε δηλαδή μήπως, για να παραφράσουμε τον Φουκώ, η εμφανιζόμενη ως «αποτυχία» της εθνικής στρατηγικής είναι στην πραγματικότητα η ίδια η λειτουργία της.

Για το συσχετισμό αυτών των τελευταίων δυνάμεων δεν μας μαθαίνει τίποτε το άρθρο που εξετάσαμε. (Αντιθέτως, κατά ειρωνικό τρόπο, μας μαθαίνει αρκετά ενδιαφέροντα πράγματα ένα κείμενο του Γεράσιμου Βώκου που συμπτωματικά δημοσιεύεται μια σελίδα μετά στο ίδιο φύλλο του «Βήματος» και αναφέρεται στη μετάθεση που συντελείται με την «αυτομαστιγωτική» αυτή λειτουργία της ηθικολογίας). Αυτό που κυρίως ενδιαφέρεται να μας μάθει το κονδύλειο άρθρο είναι ότι «ακόμη και οι ηθικολόγοι φοβούνται τις λεμονόκουπες». Εμμέσως, όμως, μας μαθαίνει ότι, όπως φαίνεται, υπάρχουν και μερικοί ηθικολόγοι που φοβούνται να πουν το όνομά τους.

kondylis

[1]  Το κείμενο αυτό είχε δημοσιευθεί ως άρθρο στην Εποχή περί τις αρχές τού 1998. Ομολογώ ότι δεν κράτησα ακριβή ημερομηνία, αλλά με βάση όσα αναφέρονται σε αυτό θα πρέπει να ήταν Ιανουάριο ή Φεβρουάριο. Για κάποιο διάστημα μετά έτρεφα την ελπίδα –και ταυτόχρονα ως ένα βαθμό το φόβο- ότι ίσως ο Κονδύλης παρακινούνταν να απαντήσει. Ωστόσο, σύντομα μετά του εμφανίστηκε το γνωστό πρόβλημα υγείας, από τις επιπλοκές του οποίου προήλθε τελικά και ο πρόωρος θάνατός του αργότερα τον ίδιο χρόνο. Μέχρι κάποια στιγμή νόμιζα ότι τα παλαιά φύλλα της Εποχής ήταν ηλεκτρονικά διαθέσιμα, αλλά πρόσφατα ανακάλυψα ότι αυτό δεν συμβαίνει και αποφάσισα να το αναρτήσω εδώ ώστε να υπάρχει κάπου.

 

Κλασσικό

2 σκέψεις σχετικά με το “Εθνικισμοί και ιδεολογική στρατηγική: μια απάντηση στον Παναγιώτη Κονδύλη

  1. Η αποδοχή κανονιστικών αρχών και η απόρριψη της αξιολογικής ουδετερότητας δεν είναι ηθικολογία. Άλλα πράγματα είναι.
    Ο Π. Κονδύλης πρέσβευε την αξιολογική ουδετερότητα με την «σκληρή» της μορφή – δηλαδή πηγαίνοντας πέρα από τον Μαξ Βέμπερ, στον ρητό φιλοσοφικό μηδενισμό, με την περιβόητη φράση «ο κόσμος και ο άνθρωπος δεν έχουν αντικειμενικό νόημα και αξία», παρά μόνον αυτό που τους δίνουν υποκειμενικά οι ίδιοι οι άνθρωποι, βασικά ως άτομα (Μελαγχολία και Πολεμική, 2003). Επίσης προλάμβανε με κατηγορηματικά εργαλειακό τρόπο κάθε κανονιστική αξίωση ως «απλή λήψη καλύτερης θεσης στην πολεμική».
    Προφανώς, ως μηδενιστής, δεν μπορούσε να έχει ούτε την θεωρητική «τελευταία καταφυγή» του επίσης αξιολογικά ουδέτερου Μαξ Βέμπερ: Την «ηθική της ευθύνης», με την οποία επιχειρούσε να ορίσει αξιολογικά κριτήρια υπεράνω της γνωστικής δραστηριότητας, και μάλιστα στο πεδίο της πολιτικής (στην πράξη απέτυχε, όταν το1914 υπέπεσε στο βαρύ πολιτικό λάθος να υποστηρίξει την αποχώρηση της Γερμανίας από το ευρωπαϊκό σύστημα ισορροπιών για να γίνει παγκόσμια δύναμη – ξέρουμε που οδήγησε αυτό, εκείνος δεν πρόλαβε να μάθει).
    Ο φιλοσοφικός μηδενισμός της «μη δέσμεσης» μοιραία καταλήγει στην ηθικολογία, όπως δείχνουν και τα ιστορικά προηγούμενα (π.χ. Ναρόντνικοι, Χάιντεγκερ κτλ). Αυτό το παραδέχτηκε έμμεσα και ο ίδιος ο Κονδύλης: Στο ίδιο έργο ομολογεί πρόθυμα ότι οι άνθρωποι αισθάνονται την ανάγκη στην πράξη να αξιολογούν και να αναπτύσσουν κανονιστικά συστήματα, (δηλ. σε κατ΄ αυτόν μεταφυσικές προσεγγίσεις, σ’ αυτές που θεωρούσε «μητέρες» της κάθε ηθικολογίας), «γιατί διαφορετικά δεν μπορεί να διατηρηθεί συγκροτημένη κοινωνία». Κοντολογίς, ο ίδιος θεωρούσε την ηθικολογία αναπότρεπτη στην πράξη.
    Όμως, το λάθος του ήταν ακριβώς αυτό, ότι εκλάμβανε τα κανονιστικά συστήματα ως μεταφυσική και ιδεολογια, κακή μεν, αναπότρεπτη δε στην πράξη. Αυτή είναι η «καντιανή (και εγελιανή) εκδίκηση», η εκδίκηση της κατηγορικής επιταγής και του εγελιανού «αντικειμενικού πνεύματος», του ενσωματωμένου στους βιόκοσμους, στο νομικό πολιτισμό, στην πολιτική, στους ταξικούς αγώνες, αλλά και στην «χωρίς κυριαρχία επικοινωνία»: ακόμη και άν κλείσεις τα κανονιστικά συστήματα και την βεμπεριανή ηθική της ευθύνης έξω από το σπίτι της επιστημονικής έρευνας, αναγκάζεσαι να τα ξαναβάλεις μέσα από το παράθυρο της πρακτικής δράσης για να κρατούν το σπίτι όρθιο και να μη καταρρεύσει.
    Έτσι άλλωστε «πληρώθηκε με το δικό του νόμισμα» και ο Μαξ Βέμπερ. Ο μεγάλος αστός κοινωνιολόγος, ο πρεσβευτής της αξιολογικής ουδετερότητας της επιστήμης και του (αποκειστικά) εργαλειακού ορθολογισμού, στο πιο διάσημο βιβλίο του «Η Προτεσταντική Ηθική και το Πνεύμα του Καπιταλισμού» διατύπωσε μιά σφοδρότατη ηθική αποδοκιμασία, μια αρνητική αξιολόγηση για την όψιμη φάση του καπιταλισμού και για τον «Τελευταίο Άνθρωπο» που θα ζήσει μέσα σ’ αυτό το «ατσάλινο κλουβί»: «Ειδήμονες χωρίς πνεύμα, ηδονιστές χωρίς καρδιά» [Fachmenschen ohne Geist, Genussmenschen ohne Herz]: Αυτές οι ασημαντότητες θα φαντάζονται κιόλας πως υψώθηκαν σ’ ένα επίπεδο του ανθρώπινου πολιτισμού στο οποίο κανείς δεν έφτασε προηγουμένως».
    Αυτό ασφαλώς δεν ήταν ηθικολογία. Ήταν μόνον η απόδειξη ότι η αξιολογική ουδετερότητα και η απόρριψη των κανονιστικών αρχών είναι φιλοσοφικός και πολιτικός πύργος χτισμένος στην άμμο.

    Παν. Κονδύλης, αξιολογική ουδετερότητα και πολιτική πράξη. Η ηθική της ευθύνης στην Ελλάδα της κρίσης
    http://aftercrisisblog.blogspot.gr/2016/01/blog-post_11.html

    Μου αρέσει!

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.