Τώρα που το δεύτερο μακεδονικό ζήτημα, εκείνο των τελών του 20ού αιώνα, έχει οριστικά λυθεί τόσο σε κοινωνικό όσο και σε θεσμικό επίπεδο, τώρα που, σύμφωνα με την εύστοχη –αν και κάπως υπερβολική- διατύπωση της Εστίας, αναγνωρίστηκε στην Ελλάδα «μακεδονική μειονότης με την βούλα τηςδικαιοσύνης», ίσως ήρθε η ώρα να κάνουμε έναν απολογισμό και να αρχίσουμε να αναρωτιόμαστε τι συνέπειες είχε για την ελληνική κοινωνία όλο αυτό το νταβαντούρι που κράτησε τριάντα χρόνια.
Η βασικότερη συνέπεια είναι φυσικά ότι επανανομιμοποίησε την άκρα δεξιά, η οποία για δεκαπέντε χρόνια ήταν κρυμμένη στο καβούκι της απαξιωμένη και γελοιοποιημένη μετά την κατάρρευση της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Η Χρυσή Αυγή δεν θα ήταν δυνατό να βρεθεί στην κεντρική πολιτική σκηνή χωρίς την νέα μακεδονομαχία.
Μία άλλη όμως συνέπεια είναι ότι το φαινόμενο αυτό μας επέτρεψε να δούμε πόσο ο ρατσισμός, του οποίου η ΧΑ υπήρξε η πιο βίαιη και χυδαία έκφραση, έχει βαθιές ρίζες στην κυρίαρχη ιδεολογία του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού –ενίοτε και στις μη κυρίαρχες ιδεολογίες.
Το καλύτερο παράδειγμα γι’ αυτό είναι το κείμενο μιας «ανοιχτής επιστολής προς την Ε.Ο.Κ.» που είχαν υπογράψει τέτοιες μέρες Συνέχεια →
Χθες, η κόρη μου, Δανάη Μιχαήλ και η φίλη και συμμαθήτριά της Αίμηλη Γεωργίου, δέχτηκαν φασιστική επίθεση από συμμαθητές τους μέσα στο σχολείο τους, κατά τη διάρκεια εκδήλωσης που πραγματοποιήθηκε στο σχολείο και η οποία διοργανώθηκε από την ΠΣΕΜ [Παγκύπρια Συντονιστική Επιτροπή Μαθητών], για «καταδίκη του ψευδοκράτους.» Η επίθεση είχε εμφανώς ρατσιστικό, εθνικιστικό και σεξιστικό χαρακτήρα και περιλάμβανε άσκηση σωματικής και φραστικής βίας, απειλές ως προς τη σωματική τους ακεραιότητα, εξευτελισμό της προσωπικότητάς τους, απειλή της υγείας τους, εξύβριση και εκφοβισμό.
Πιο κάτω παραθέτω κείμενο που η κόρη μου έγραψε σχετικά: Συνέχεια →
Το να επιχειρήσει κανείς να ανασκευάσει όσα γράφει ο Δημήτρης Δημητριάδης στο χθεσινό άρθρο του σε κάποιο ανυπόληπτο ηλεκτρονικό μέσο, θα ήταν σαν να εκτελεί πέναλτι σε κενή εστία. Παρόλα αυτά, εν ονόματι μιας παλιάς γνωριμίας και εκτίμησης, θα μπω στον κόπο να επισημάνω (κυρίως στον ίδιο, διότι για όλους τους άλλους πρέπει να είναι προφανείς) τις κυριότερες ανακολουθίες, αστοχίες και αυθαιρεσίες που το χαρακτηρίζουν, χωρίς καν να μπαίνω στο πολιτικό περιεχόμενο –ή έλλειψη περιεχομένου- του άρθρου. Έστω κι αν αυτός δεν φαίνεται να είναι σε θέση να ακούσει πλέον· διότι κάτι ανάλογο είχα επιχειρήσει και στο παρελθόν, αλλά μάλλον το πράγμα είχε ήδη πάρει έναν κατήφορο χωρίς επιστροφή.
Καταρχάς, ο ίδιος ο τίτλος είναι ασυμβίβαστος με κάτι που λέγεται μέσα στο κείμενο, έστω και προς το τέλος του: στην τελευταία παράγραφο, η καταδίκη τής Χρυσής Αυγής χαρακτηρίζεται «εξόχως δίκαιη και ζωτικής σημασίας για μία ευνομούμενη πολιτεία». Ωστόσο, ο τίτλος δηλώνει ότι «Στη θέση της Χρυσής Αυγής θα έπρεπε να καταδικαστεί ο ΣΥΡΙΖΑ» (η υπογράμμιση δική μου). Αν όμως ο Α πρέπει να καταδικαστεί στη θέση του Β, αυτό στα ελληνικά –και σε οποιαδήποτε άλλη γλώσσα- σημαίνει ότι ο Β δεν πρέπει να καταδικαστεί.
Εν πάση περιπτώσει, το άρθρο μάς λέει ότι επιπλέον, ή αντί, της ΧΑ, θα έπρεπε να καταδικαστεί (και) ο ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό, ιδίως μάλιστα καθώς διατυπώνεται την επαύριο της έκδοσης μιας δικαστικής απόφασης μετά από μια ποινική δίκη τεράστια σε διάρκεια, σε όγκο και σε σημασία, αποτελεί πρώτα απ’ όλα νομικό ισχυρισμό.
Είναι φυσικά δικαίωμα, αν όχι καθήκον, του καθενός να ζητά να τιμωρηθεί κάποιος άλλος πολίτης, ή ομάδα πολιτών, εάν νομίζει ότι παρανόμησαν. Εξίσου όμως αναμένεται από τον καθένα, και ιδίως από κάποιον ο οποίος σε όλη του τη ζωή εργάστηκε –έστω και σε μη νομικά καθήκοντα- σε ένα Κέντρο Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Δικαίου, να γνωρίζει ότι στις κοινωνίες αυτές που ζούμε, έτσι όπως είναι καλώς ή κακώς οργανωμένες, για να πάει κανείς στη φυλακή απαιτείται να εκδοθεί κάποια δικαστική απόφαση που να τον καταδικάζει σε φυλάκιση. Και για να εκδοθεί τέτοια απόφαση, με συγχωρείτε τώρα που λέω τα βου α βα του κράτους δικαίου, αλλά θα πρέπει να ασκηθεί κάποια ποινική δίωξη, είτε αυτεπάγγελτα από κάποιον εισαγγελέα, είτε κατόπιν έγκλησης από αυτόν τον «καθένα» που δηλώνει ότι έχει υπόψη του την τέλεση τέτοιων εγκλημάτων και τους δράστες τους. Για προφανείς πρακτικούς και δεοντολογικούς λόγους, που και ένα παιδί καταλαβαίνει, κανείς δεν μπαίνει φυλακή απλώς επειδή κάποιος δικτατορίσκος του καφενείου ξυπνά ένα πρωί, παίρνει ένα στυλό ή έναν υπολογιστή και γράφει κάπου την αποψάρα του ότι «ο τάδε είναι εγκληματίας» ή «θέλει κρέμασμα». Αν μη τι άλλο, αν ο καταγγέλλων δεν θέλει να μπαίνει σε πληκτικές δικαστικές διαδικασίες διακανονισμού διαφορών, θα μπορούσε τουλάχιστον να γνωστοποιήσει ποια είναι αυτά τα εγκλήματα σε αυτό το άρθρο όπου διατυπώνει αυτή την αποψάρα.
Ο Δημητριάδης όμως στο άρθρο του μας διαβεβαιώνει ότι αυτή η έστω «δίκαιη» απόφαση που μόλις εκδόθηκε «δεν αγγίζει τούς αληθινούς ενόχους» (άρα ο Μιχαλολιάκος, ο Λαγός και οι λοιποί ναζιστές δεν είναι αληθινοί αλλά ψευδείς ένοχοι), δηλ. τον αρχηγό και τα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ, οι οποίοι είναι «δράστες εξίσου ειδεχθών με την δολοφονία τού Παύλου Φύσσα εγκλημάτων» [sic].
Ποιων εγκλημάτων; Παρασυρμένος από τον ποιητικό (;) του οίστρο, ο Δημητριάδης δεν μας κάνει τη χάρη ούτε εδώ, ούτε πουθενά αλλού να μας αναφέρει έστω ένα εξ αυτών. Διότι όταν μιλάμε, όπως εν προκειμένω, σε ένα δικαστικό συγκείμενο, δεν μπορούμε να παίζουμε με τις λέξεις και να χαρακτηρίζουμε «έγκλημα» το ότι κάποιος απλώς … προμηνύει (!) «την ζοφερότερη προοπτική γι’ αυτήν την χώρα, με όρους απολυταρχίας, εκχυδαϊσμού και εκμηδένισης όλων των βάσεων τού δημοκρατικού πολιτεύματος». Κανένας ποτέ δεν πήγε στη φυλακή επειδή «προμήνυε» οτιδήποτε. Δηλαδή, συγνώμη ρε Δημήτρη, πού ζεις τόσα χρόνια; Κάτι για nullum crimen nulla poena sine lege δεν έχει πάρει το αυτί σου; «Εγκλήματα», με την έννοια που συζητάμε εδώ, δεν είναι ό,τι απλώς δεν ταιριάζει με τα γούστα μας, η «προδοσία της εμπιστοσύνης», η «διαστρέβλωση των εννοιών» ή άλλες ηθικολογικού τύπου γενικότητες. Εγκλήματα είναι όσα τυποποιούνται στον Ποινικό Κώδικα. Ποια απ’ αυτά τέλεσαν ο αρχηγός και τα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ; Δολία αποφυγή πληρωμής εισιτηρίου; Διευκόλυνση αλλότριας ακολασίας; Διάθεση προϊόντων εγκλήματος;
Εάν έχεις κάτι υπόψη σου, πες το μας κι εμάς να το ξέρουμε. Αλλιώς, αν υποστηρίζεις ότι κάποιοι πολίτες πρέπει να τιμωρηθούν απλώς επειδή εσύ έτσι γουστάρεις, και μάλιστα με ποινές οι οποίες εξ όσων έχω υπόψη μου δεν προβλέπονται από το ποινικό σύστημα καμίας «ευνομούμενης πολιτείας», καμίας «πολιτισμένης» (ούτε καν απολίτιστης) χώρας, αλλά απλώς έβγαλες εσύ απ’ το κεφάλι σου, όπως «να βρίσκονται δια παντός σιδηροδέσμιοι, καταδικασμένοι στην απόλυτη σιωπή και στην δια βίου αφάνεια» (!!?), εν ονόματι κάποιας «αληθινής δίκης» και κάποιας «αληθινής απόδοσης δικαιοσύνης» των οποίων το μυστικό γνωρίζεις μόνο εσύ δυνάμει ποιος ξέρει ποιας θείας ενόρασης, τότε εσύ είσαι ο Χρυσαυγίτης. Πάντως είσαι κάποιος που επιχειρηματολογεί όχι μόνο εκτός, αλλά και εναντίον των στοιχειωδών δημοκρατικών κατακτήσεων του ευρωπαϊκού νομικού πολιτισμού. Για να διακανονίσεις ποιος ξέρει ποιες διαφορές με ποιον. Προφανώς με τον εαυτό σου.
Είναι μόνο πράξη δικαιοσύνης η επιλογή μιας κυβέρνησης να στηρίξει εκείνο το τμήμα της κοινωνίας που ζει υπό συνθήκες εξαθλίωσης και περιθωριοποίησης;
Ή μήπως είναι και μια πράξη ενίσχυσης της δημοκρατίας;
Η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι τα δημοκρατικά πολιτεύματα τείνουν προς την Συνέχεια →
Φυσικά και δεν θα κατέβω στο συλλαλητήριο. Όχι μόνο γιατί δεν μου αρέσει να συγχρωτίζομαι με χρυσαυγίτες ούτε γιατί δεν θέλω να τεθώ υπό την περιφρούρηση της “Πατριωτικής Ένωσης Ελληνική Λαϊκή Συσπείρωσις-ΕΛ.ΛΑ.Σ.” του κ. Οδυσσέα Τηλιγάδα, αν και νομίζω ότι αυτοί θα ήταν ήδη επαρκείς λόγοι για κάθε εχέφρονα άνθρωπο.
Εγώ δεν θα πάω για ένα άλλο λόγο. Γιατί δεν συμφωνώ με το αίτημά του.
Είμαι δηλαδή υπέρ της ονομασίας της γειτονικής μας χώρας με το όνομα Μακεδονία ή Συνέχεια →
Η κατά υπερήφανη δήλωσή της «στρέιτ και Ελληνίδα» Ουρανία Μιχαλολιάκου, με το γνωστό βίντεο που γύρισε, έκανε μία φιλότιμη απόπειρα να απευθυνθεί σε ένα ευρύτερο ακροατήριο πέρα από τους γνωστούς ηλιθίους με τα φουσκωμένα μπράτσα και μυαλά στους οποίους μέχρι τώρα περιοριζόταν η απήχησή της. Ωστόσο, το μόνο που κατάφερε ήταν να μας δώσει ακόμα ένα παράδειγμα για τις ανυπέρβλητες δυσκολίες και αδιέξοδα που συναντά ο ρατσιστικός/ σεξιστικός λόγος κάθε φορά που επιχειρεί να υποδυθεί την καθολικότητα, ενώ είναι ο ορισμός του ιδιομορφισμού [particularism]. Αυτός ο «διπλός δεσμός» του ρατσιστικού λόγου έχει ως αποτέλεσμα ένα αρνητικό δίπορτο: προσπαθώντας να γίνει κάπως γενικότερα αποδεκτός, αναγκάζεται να αποδεχθεί κάποιες γενικότερες αρχές και κριτήρια, τα οποία όμως διαλύουν και ακυρώνουν την ουσία του.
Στο λογύδριό της, η κα Μιχαλολιάκου απευθύνει παράπονο προς τις Ελληνίδες αντιρατσίστριες που δεν την αγαπάνε όσο αγαπάνε τις μετανάστριες, και τις καταγγέλλει για «υποκρισία» (αυτό είναι Συνέχεια →
Στις αναλύσεις που ακολούθησαν τις πρόσφατες εκλογές, (αλλά και παλαιότερες), ένα από τα βασικά ερμηνευτικά κλειδιά που χρησιμοποιούνται ιδίως από αναλυτές που αναφέρονται στο χώρο της αριστεράς είναι ο «ταξικός» χαρακτήρας της ψήφου –ή η έλλειψή του. Με τη βοήθεια ποσοστών, χαρτών, πινάκων και άλλων υποτίθεται «αντικειμενικών» εργαλείων αναζητάται εναγωνίως ποιες τάξεις ή/ και «στρώματα» προτιμούν το Α κόμμα και ποιες το Β. Συνήθως διαπιστώνεται με ικανοποίηση ότι π.χ. ο ΣΥΡΙΖΑ γενικά συγκέντρωσε τη στήριξη των «λαϊκών στρωμάτων», ή πάντως αυτό συνέβη σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι στο παρελθόν (βλ. π.χ. άρθρο του Γιώργου Ανανδρανιστάκη στην Αυγή της 31.05.2014 με τον απλό και εύγλωττο τίτλο «Ψήφος ταξική»). Άλλοτε πάλι διαπιστώνεται ότι αντιθέτως το κόμμα αυτό «παρουσιάζει μικρή αλλά σημαντική κάμψη στις λαϊκές γειτονιές, τους άνεργους και τους νέους, γεγονός που πιθανόν σχετίζεται με χαλάρωση της απεύθυνσης στα στρώματα αυτά που είναι τα κυρίως θιγόμενα και στρατηγικά δεμένα με την αριστερά» (Αλέξη Μπένου, «Νέα κατάσταση, νέα καθήκοντα» –μια αιτιολόγηση η οποία την ίδια στιγμή συνιστά και έμμεση υπόδειξη για μια νέα πολιτική, λιγότερο «χαλαρή»).
Η διερεύνηση αυτή υποτίθεται ότι ανταποκρίνεται στον εσώτερο πυρήνα, στην πεμπτουσία του μαρξισμού και της επαναστατικής θεωρίας, που είναι η ανάγνωση της ιστορίας με βάση την πάλη των τάξεων. Ωστόσο, ισχυρίζομαι ότι η μεθοδολογία τέτοιων αναλύσεων από πρακτική άποψη έχει μεγαλύτερη σχέση με την περιγραφική αστική κοινωνιολογία, για να μην πούμε δημο(σιο)γραφία, παρά με τον Μαρξ ή με οτιδήποτε Συνέχεια →
Το 17ο αιώνα, στην πολεμική του κατά της χριστιανικής ηθικολογίας της αυτοταπείνωσης, ο Σπινόζα είχε γράψει ότι «αυτός που μετανοεί για κάτι που έκανε είναι δυο φορές άθλιος».
Η φράση αυτή μπορεί να ξενίζει τον σημερινό αναγνώστη, αλλά το θέμα μου σήμερα δεν είναι τι εννοούσε τότε ο Σπινόζα. Είναι κάτι που μου τον θύμισε: η εμετική επιτέλεση της αυτοταπείνωσης που σκηνοθέτησε και παρουσίασε χθες από το βήμα της Βουλής ο πρώην φούρναρης και νυν ναζιστής βουλευτής Στάθης Μπούκουρας, στην προσπάθειά του να γεννήσει τον οίκτο στους άλλους βουλευτές –και στο κοινό γενικώς- και Συνέχεια →
Πρόσφατα παρακολούθησα κάποια από τις προβολές του ντοκυμανταίρ «Φασισμός ΑΕ» των Άρη Χατζηστεφάνου –ΆρηΤριανταφύλλου.
Η ταινία με άφησε με ανάμικτα συναισθήματα, και όσο απομακρύνομαι από την άμεση επαφή με αυτήν, στο μυαλό μου υπερτερούν τα προβληματικά της σημεία και τείνουν να καταπνίξουν τα όποια θετικά.
Καταρχάς, ο «Φασισμός ΑΕ» εντάσσεται ανυπόκριτα στην παράδοση του παιδαγωγικού-προπαγανδιστικού κινηματογράφου: θέλει να τεκμηριώσει και να εκλαϊκεύσει μία αναλυτική και ταυτόχρονα πολιτική θέση.
Ουδέν πρόβλημα μέχρι εδώ· οι δημιουργοί είναι έντιμοι στις προθέσεις τους. Μπορούμε όμως να συζητήσουμε ποια είναι αυτή η θέση και κατά πόσο μας βοηθάει να κατανοήσουμε και να αντιμετωπίσουμε το φαινόμενο της Χρυσής Αυγής.
Η θέση αυτή θα μπορούσε χωρίς απώλειες να συνοψιστεί ως εξής: «Κράτος και κεφάλαιο γεννούν το φασισμό».
Ο «Φασισμός ΑΕ» συναρθρώνει μια σειρά από λόγους, εικόνες αρχείου και σύγχρονες λήψεις, καθώς και κάποια μουσικά και θεατρικά στοιχεία, τα οποία υπηρετούν όλα την ανάδειξη ενός κεντρικού μηνύματος: ο φασισμός είναι αποκλειστικά προϊόν του καπιταλισμού. Παντού και πάντοτε σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε από τη μεγάλη αστική τάξη και τους βιομηχάνους, οι οποίοι ήθελαν να έχουν μια εφεδρεία για περιόδους Συνέχεια →
Απάντηση: κανείς δεν κρύβεται πίσω από τη στήριξη του Δελαστίκ στον Ηλία Κανέλλη.
Άλλωστε, δεν υπήρξε καμία στήριξη του Δελαστίκ στον Ηλία Κανέλλη.
Αν όμως υπήρξε;
Δεν έχουμε και κανένα στοιχείο που να δείχνει ότι δεν υπήρξε.
Από την άλλη, έχουμε μία συσσώρευση περίεργων λεπτομερειών:
– Στις 22/9/13, αμέσως μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα από τους Χρυσαυγίτες, ο Γιώργος Δελαστίκ δημοσίευσε ένα άρθρο στο Πριν με τίτλο «ΕΕ, ΝΔ, ΠΑΣΟΚ απειλούν τη δημοκρατία», όπου Συνέχεια →