ρατσισμός,σεξισμός,Τέχνη

Γιατί πρέπει να αφαιρεθεί αναδρομικά το Νομπέλ από τον Ελύτη  

του Άκη Γαβριηλίδη

Το 1979, ο Οδυσσέας Ελύτης, μετά την απονομή του βραβείου Νομπέλ και ενόσω βρισκόταν ακόμα στη Σουηδία, έβγαλε έναν λόγο σε Έλληνες ομογενείς της χώρας αυτής. Το κείμενο της ομιλίας είναι διαθέσιμο σε πολλά σημεία στο διαδίκτυο, μεταξύ των οποίων και στην ιστοσελίδα «Hellenic Education Office/ Ελληνόγλωσση Εκπαίδευση στη Βόρεια Ευρώπη» όπου έχει δημοσιευθεί με τον τίτλο «Οδυσσέας Ελύτης – Η πατρίδα και η γλώσσα».

Στο κείμενο αυτό περιλαμβάνονται και οι εξής φράσεις:

Είπε ένας Γάλλος ποιητής, ο Ρεμπώ, πως η πράξη για τον ποιητή είναι ο λόγος του. Και είχε δίκιο. Αυτό έκανε ο Σολωμός, που για να γράψει το αθάνατο ποίημά του ”Ελεύθεροι Πολιορκημένοι”, έσωσε και παράδωσε στη φυλετική μας μνήμη (υπογραμμίζω εγώ) το Μεσολόγγι και τους αγώνες του.

Καταρχήν, στο απόσπασμα αυτό υπάρχει μία εμφανής παραποίηση, ή πάντως ψευδής επίκληση, της φράσης του Ρεμπώ. Όπως είναι φανερό, η πρώτη φράση δεν έχει καμία απολύτως σχέση με αυτό που φέρεται να «έκανε ο Σολωμός». Η φράση «η πράξη για τον ποιητή είναι ο λόγος του» από μόνη της δεν λέει κάτι ιδιαίτερο, και πάντως σίγουρα δεν λέει τίποτε για «φυλετικές μνήμες». Αυτά τα παρεισάγει ο Ελύτης αυθαίρετα.

Η αυθαιρεσία βέβαια είναι το μικρότερο ελάττωμα αυτής της προσθήκης.

Το κυριότερο είναι ο ρατσισμός της.

Η πρωτοφανής πεποίθηση ότι υπάρχει κάποια φυλετική [sic] μνήμη των ανθρώπινων ομάδων δεν νομίζω να έχει υποστηριχθεί ρητά ούτε καν από τους ναζί. Είναι πραγματικά αξιοπερίεργη η χαλαρότητα και η αφέλεια με την οποία ξεστομίζει ανερυθρίαστα τέτοιες κουβέντες κάποιος που, στην ίδια αυτή ομιλία, ρητορεύει περί «αγώνων για τη λευτεριά». Βεβαίως, αποποιείται την ιδιότητα «του ομιλητή, του δάσκαλου, του ηγέτη», αλλά στην πράξη –που είναι ο λόγος του- επαναλαμβάνει όσα λένε κάθε χρόνο οι δάσκαλοι στα σχολεία: αυτή η «λευτεριά» έχει μόνο εθνικό περιεχόμενο –είναι η απαλλαγή από ξένους γενικώς, από μη Έλληνες, από εκείνους που «το χώμα δεν έδεσε ποτέ με τη φτέρνα τους»· όχι από ναζιστές.

Επίσης –ουδεμία έκπληξη- η λευτεριά αυτή έχει ένα σαφές έμφυλο περιεχόμενο: το έθνος, αυτό το «εμείς» στο οποίο αναφέρεται ο ομιλητής, είναι το σύνολο των Ελλήνων ανδρών. Αυτό το ξεκαθαρίζει σε ένα άλλο δακρύβρεχτο απόσπασμα το οποίο κάνει τη γνωστή παρωδία για τα πιτόγυρα, τις μουστάρδες και τα κέτσαπ να μοιάζει λιγότερο παρωδία.

Για εμάς η Ελλάδα είναι αυτές οι στεριές οι καμένες στον ήλιο κι αυτά τα γαλάζια πέλαγα με τους αφρούς των κυμάτων. Είναι οι μελαχρινές ή καστανόξανθες κοπέλες, είναι τ’ άσπρα σπιτάκια τ’ ασβεστωμένα και τα ταβερνάκια και τα τραγούδια τις νύχτες με το φεγγάρι πλάι στην ακροθαλασσιά ή κάτω από κάποιο πλατάνι. Είναι οι πατεράδες μας κι οι παππούδες μας με το τουφέκι στο χέρι, αυτοί που λευτερώσανε την πατρίδα μας και πιο πίσω, πιο παλιά, όλοι μας οι πρόγονοι που κι αυτοί ένα μονάχα είχανε στο νου τους -όπως κι εμείς σήμερα: τον αγώνα για τη λευτεριά.

Οι γυναίκες λοιπόν εντάσσονται στο έθνος μόνο ως αποκτήματα, με τους ίδιους όρους όπως τα άψυχα αντικείμενα (και αυτό μόνο αν είναι νεαρές και έχουν συγκεκριμένο χρώμα μαλλιών. Εάν είναι π.χ. κοκκινομάλλες ή ώριμες, ούτε ως αντικείμενα γίνονται δεκτές).

Δεν προξενεί καμία αίσθηση αντίφασης, ούτε στον Ελύτη ούτε στους σημερινούς έλληνες και ελληνίδες εκπαιδευτικούς που αναπαράγουν με θαυμασμό και με διδακτική πρόθεση το λόγο του, το να μιλά κάποιος για την ελευθερία μιας φυλής. Την ίδια ακριβώς αδιαφορία για την ανακολουθία άλλωστε συναντάμε και σε ένα προγενέστερο κείμενο του «ποιητή του Αιγαίου», όπου περιγράφει το σοκ από τη συνάντησή του με τα «καλοζωισμένα Ελβετόπουλα» το 1948 και τη διαφορά τους από τα δυστυχισμένα και πεινασμένα πολεμόπληκτα ελληνόπουλα, με τα παρακάτω λόγια:

έβγαινα απ’ το άτομό μου και αισθανόμουν όχι απλά και μόνο αλληλέγγυος, αλλά ταυτισμένος κυριολεκτικά με τη φυλή μου.

Σα να μην ήταν ακριβώς η πίστη σε «ανθρώπινες φυλές» αυτή που είχε αιματοκυλίσει την Ελλάδα, και όλη την υπόλοιπη Ευρώπη, λίγα μόλις χρόνια πριν.

Απ’ τη στιγμή που κάποιος λογοτέχνης καταπίνει αμάσητο και μας ξερνάει ξανά κατά πρόσωπο τον βιολογικό ρατσισμό, είναι αναμενόμενο ότι θα προσυπογράφει και όλα τα αντιεπιστημονικά κλισέ του πολιτισμικού/ γλωσσικού ελληνικού ρατσισμού (για να το πούμε με μια λέξη: του μπαμπινιωτισμού), τα οποία κάνουν λαμπρή καριέρα έκτοτε και αναπαράγονται διαρκώς, ιδίως από τη στιγμή που εμφανίστηκε το διαδίκτυο.

… αυτό είναι στο βάθος ή ποίηση: μια πάλη συνεχής με τη γλώσσα. Τη γλώσσα την ελληνική που είναι η πιο παλιά και η πιο πλούσια γλώσσα του κόσμου.

Είμαστε οι μόνοι σ’ ολόκληρη την Ευρώπη που έχουμε το προνόμιο (υπογραμμίζω εγώ) να λέμε τον ουρανό “ουρανό” και τη θάλασσα “θάλασσα” …

κ.λπ. κ.λπ.

Νομίζω ότι, αν υπήρχε κάποια υποεπιτροπή της σουηδικής ακαδημίας η οποία να έχει το δικαίωμα να ανακαλέσει την απονομή του βραβείου Νομπέλ μετά τη χορήγησή του, θα είχε κάθε λόγο να σκεφτεί σοβαρά να εφαρμόσει αυτή τη δυνατότητα εν προκειμένω με βάση αυτές τις δηλώσεις –και άλλες ανάλογες. Σίγουρα λόγω του ρατσισμού τους, και επίσης, ενδεχομένως, λόγω της ανυπόφορης κοινοτοπίας, της φλυαρίας και του ανορθολογισμού τους.

25 πράγματα που ο Οδυσσέας Ελύτης δεν είπε ΠΟΤΕ (αλλά ίσως θέλαμε να πει) |  LiFO

Κλασσικό
Ανάλυση λόγου,Εθνικισμός,Μουσική,Πολιτική

“Tο πανηγύρι κρατάει χρόνια». Θέματα του αντιδραστικού μοντερνισμού στους στίχους των τραγουδιών του Νίκου Γκάτσου

του Άκη Γαβριηλίδη[i]

 

Στο Εντευκτήριο αρ. 39 δημοσιεύτηκε μελέτη του Τάκη Καγιαλή με τίτλο “Μοντερνισμός και πρωτοπορία. Η πολιτική ταυτότητα του ‘ελληνικού υπερρεαλισμού'». Την κεντρική θέση της μελέτης προσωπικά τη βρήκα εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και γόνιμη, σε βαθμό που με έκανε να αναρωτηθώ μήπως θα ήταν δυνατό να δοκιμαστεί και σε ένα νέο αντικείμενο, εκτός του αρχικού της πεδίου. Στο παρόν λοιπόν κείμενο, όπως δηλώνει και ο τίτλος του, θα επιχειρήσω να προεκτείνω και να εφαρμόσω, στο μέτρο του δυνατού, ορισμένες από τις παρατηρήσεις του Καγιαλή στη στιχουργική παραγωγή του (αρχικώς) ποιητή Νίκου Γκάτσου.

 

1. Το “ύψιστο δίλημμα” και η επιλογή του Γκάτσου

Στην όλη συζήτηση περί των σχέσεων μοντερνισμού και πρωτοπορίας, περί του αν δηλαδή ο πρώτος αποτελεί έννοια ταυτόσημη, ευρύτερη, επάλληλη κ.τ.λ. σε σχέση με τη δεύτερη, δεν έχω να προσθέσω τίποτε. Ένα όμως στοιχείο από τη συζήτηση αυτή έχω την εντύπωση ότι προσφέρεται ιδιαιτέρως για να μας παράσχει μια κατανόηση των “περιπετειών” του Γκάτσου στη χώρα της νεοελληνικής τραγουδοποιίας: πρόκειται για αυτό που ο Καγιαλής, παραθέτοντας και τα λόγια του Γέητς, χαρακτηρίζει ως “ύψιστο δίλημμα του μοντερνιστή”. Για το ότι δηλαδή “ο μοντερνιστής αισθάνεται Συνέχεια

Κλασσικό
Εθνικισμός,Ιστορία,Πολιτική

Καλύτερα τσογλάνι παρά Ελύτης (ή/ και μπάτσος)

του Άκη Γαβριηλίδη

 

Με αφορμή μια επίσκεψη στη Μακρόνησο που διοργανώθηκε από τις εφημερίδες «Αυγή» και «Εποχή» και το περιοδικό «Σπούτνικ», εκδηλώθηκε ακόμη μια φορά μια καμπάνια ηθικής αγανάκτησης και ονειδισμού εκ μέρους όσων πιστεύουν ότι η Μακρόνησος τους ανήκει και ότι μόνο αυτοί επιτρέπεται να την επισκέπτονται –άντε και όσοι τυγχάνουν της εγκρίσεώς τους ως έχοντες τα ενδεδειγμένα κοινωνικά φρονήματα. Μεταξύ αυτών και ο αρθρογράφος Νίκος Μπογιόπουλος, ο οποίος, σε ανάρτησή του στον ιστοχώρο «Ημεροδρόμος», με ύφος ανθρώπου που δεν τρέφει την παραμικρή αμφιβολία για το δίκιο του από ουσιαστική και ηθική άποψη, κατακεραυνώνει την «ξετσιπωσιά των ξετσίπωτων», την «πολιτική αλητεία» και τον … «πολιτικό τσογλανισμό» των επισκεπτών, με σκοπό να «υπερασπιστεί τη Μακρόνησο και τον ύψιστο συμβολισμό της» διότι «Το χώμα της Μακρονήσου ήταν, είναι και θα είναι ανέγγιχτο». Αλλά ούτε καν γι’ αυτό θεωρεί ότι αξίζει να «χαραμίσει πολλές κουβέντες».

Αφού λοιπόν έτσι θεωρεί, πολύ φυσικά το ούτως ή άλλως εξαιρετικά σύντομο κείμενό του δεν περιέχει τίποτε άλλο από παραπομπές στον «κοινό τόπο», σε αυτά που «όλοι Συνέχεια

Κλασσικό