του Νταγκ Σώντερς[1]
Αν ήσουν μουσουλμάνος και ζούσες στο Κάιρο, το Καράτσι ή την Ντάκα τις δεκαετίες πριν το 1950, ήσουν Βρετανός υπήκοος. Αν ζούσες στην Τύνιδα, στο Αλγέρι ή τη Βηρυτό, ήσουν Γάλλος υπήκοος· στη Τζακάρτα, η ταυτότητά σου ήταν ολλανδική. Το μόνο στοιχείο που ένωνε τον μουσουλμανικό κόσμο (αν και η ιδέα ότι υπήρχε κάποιος ξεχωριστός «μουσουλμανικός κόσμος» είχε τελείως ξεχαστεί) ήταν η αποικιοποίηση. Για σχεδόν δύο αιώνες, σχεδόν όλοι οι άνθρωποι που πίστευαν στο Ισλάμ ήταν πολίτες χωρών υπό τον έλεγχο μακρινών, κυρίως ευρωπαϊκών δυνάμεων. Μερικοί από τους πολίτες αυτούς ήταν νομιμόφρονες και ικανοποιημένοι, αλλά πολλοί ήταν δυσαρεστημένοι.
Η δυσαρέσκειά τους αυτή εκφράστηκε κυρίως με τον εθνικισμό. Όποτε μουσουλμάνοι διαμαρτυρήθηκαν ενάντια στον βρετανικό, το γαλλικό ή τον ολλανδικό ιμπεριαλισμό, συνήθως το έκαναν αγωνιζόμενοι για εθνική ανεξαρτησία και για μια εθνική –όχι θρησκευτική- ταυτότητα. Όταν η ανεξαρτησία ήρθε, τον έλεγχο των μετααποικιακών εθνών τον ανέλαβαν οι εθνικιστές αγωνιστές, στηριγμένοι άλλοτε από το στράτευμα και άλλοτε από λαϊκιστικά και σοσιαλιστικά κινήματα, και επέβαλαν στους υπηκόους τους μια νέα αυστηρή μορφή πατριωτισμού. Ο νέος αυτός πατριωτισμός περιλάμβανε σημαίες, εθνικούς ύμνους, στρατιωτικές παρελάσεις, και ανάρτηση μιας μεγάλης φωτογραφίας του ηγέτη σε κάθε δωμάτιο. Επίσης περιλάμβανε τη βίαιη καταστολή δυνάμει πολιτικών αντιπάλων, που συχνά ήταν κληρικοί του Ισλάμ.
Οι νέοι ηγέτες των πρώην αποικιών παρέμειναν στην εξουσία επί πολύ καιρό, συνήθως χωρίς δημοκρατία. Βασίστηκαν σε χρηματοδοτήσεις από τις υπερδυνάμεις του ψυχρού πολέμου και στην Συνέχεια