ρατσισμός,Αρχαιογνωσία,Γλώσσα,Μετάφραση,Φιλοσοφία

Ο λόγος και οι βάρβαροι: από τον Πλάτωνα ως το Εθνικό Μέτωπο

της Μπαρμπαρά Κασσέν

 

Το άλφα και το ωμέγα της ελληνικής ως γλώσσας-και-ως σκέψης, ως σκέψης-σε-γλώσσα, μπορούμε επαρκώς να το κατανοήσουμε και να το αποδώσουμε με τον όρο λόγος[1]. Ο λόγος δηλώνει την επιλογή, τη συλλογή, την δέσμη που συνομαδώνει: τη συσχέτιση και τη σχέση μεταξύ των σχέσεων, με την αναλογία, τη συμμετρία, ως ακρογωνιαίο λίθο των λίθων. Η λέξη λέει μαζί και δένει, σε ένα αδιαμφισβήτητο συν-ανήκειν, (μαγικό σαν μια ταχυδακτυλουργία ή μία επιτέλεση), την ομιλία και τη σκέψη, αλλά το κάνει υπό τη μορφή μιας ενικής γλώσσας που μιλά και σκέφτεται τον εαυτό της ως οικουμενική, ήτοι της ελληνικής γλώσσας. Μπορούμε να εντυπωσιαστούμε ως φιλόσοφοι. «Η ελληνική γλώσσα και μόνο αυτή είναι λόγος», λέει ο Χάιντεγγερ: το προνόμιο της ελληνικής έγκειται στο ότι, «στην ελληνική λέξη ακουσμένη από ένα ελληνικό αυτί, βρισκόμαστε άμεσα παρουσία του ίδιου του πράγματος»· οπότε, προσθέτει, δεν έγκειται σε μια εξωγενή επένδυση της γλώσσας από τη φιλοσοφία, αλλά στην ίδια στη γλώσσα, η οποία φιλοσοφεί «ήδη ως γλώσσα και ως σχηματισμός γλώσσας». Μπορούμε επίσης να παραμείνουμε δύσπιστοι ως ιστορικοί: οι [αρχαίοι] Έλληνες, λέει ο Αρνάλντο Μομιλιάνο, είναι «υπερήφανα μονόγλωσσοι», και έτσι η πολυσημία του όρου λόγος μπορεί να τους Συνέχεια

Κλασσικό