του Άκη Γαβριηλίδη
Τις μέρες αυτές, επισκέφθηκε την Αθήνα η βρετανίδα νομικός (με μεσανατολική καταγωγή) Αμάλ Αλαμουντίν, από την οποία η ελληνική κυβέρνηση έχει ζητήσει να την συμβουλέψει ποιες νομικές δυνατότητες υπάρχουν για την επιστροφή των γλυπτών του Παρθενώνα από το Βρετανικό Μουσείο στην Αθήνα.
Κατά το διάστημα αυτό, η κα Αλαμουντίν επισκέφθηκε –τι άλλο- το Μουσείο της Ακρόπολης, όπου μάλιστα φαίνεται ότι στιγμιαία αποσταθεροποίησε τη μονόδρομη δυική σχέση θεάματος/ θεατή που διέπει τα μουσεία, εφόσον, σύμφωνα τουλάχιστον με ένα δημοσίευμα, η παρουσία της προκάλεσε «παραλήρημα στους τουρίστες».
Από την ειδησεογραφία δεν προκύπτει να επισκέφθηκε και το Αρχαιολογικό Μουσείο. Εάν το είχε κάνει, ίσως, λόγω τόσο της εντολής όσο και της καταγωγής της, να πρόσεχε μία πτέρυγα του μουσείου αυτού που στεγάζει συλλογή αιγυπτιακών αρχαιοτήτων. Η οποία μάλιστα, σύμφωνα με την ιστοσελίδα του, «κατέχει σημαντική θέση παγκοσμίως λόγω του πλούτου, της ποιότητας και της σπανιότητας των αντικειμένων της».
Σύμφωνα πάντα με την ιστοσελίδα αυτή, «τον πυρήνα της Συλλογής αποτελούν οι μεγάλες δωρεές δύο φιλότεχνων ομογενών από την Αίγυπτο, του Ιωάννη Δημητρίου και του Αλέξανδρου Ρόστοβιτς, που δωρίθηκαν [sic] στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο το 1880 και το 1904 αντίστοιχα».
Eάν λοιπόν, για να συνεχίσουμε το υποθετικό σενάριο, η κα Αλαμουντίν είχε πληροφορηθεί την ύπαρξη αυτής της συλλογής, και μια που η εμπειρογνωμοσύνη της, όπως αναφέρεται, «αφορά –με την ευρεία έννοια- το δικαίωμα στην ιδιοκτησία», θα είχε ίσως ενδιαφέρον να την ρωτήσουμε αν νομίμως ή όχι βρίσκεται η πλούσια, ποιοτική Συνέχεια